Παλιά δοκιμασμένα σχέδια καθυπόταξης

unnamedΗ καταστροφική επίθεση του ευρωατλαντικού χρηματιστικού κεφαλαίου και των ντόπιων τοποτηρητών του ενάντια στον ελληνικό λαό έχει ανασύρει στο επίκεντρο των εγχώριων πολιτικών συζητήσεων το ζήτημα του χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Είναι άραγε η ΕΕ, όπως προσπαθούν να μας πείσουν, μία δημοκρατική κοινότητα συνεργασίας ισότιμων και κυρίαρχων κρατών;  Είναι μία οικογένεια που βασίζεται σε κοινές ιστορικές παραδόσεις και ένα κοινό πολιτισμικό πλαίσιο προόδου και ανθρωπισμού;

Η σημερινή πολιτική της κυρίαρχης της ελίτ, είναι ένα παραστράτημα από την πρόσφατη της ιστορία; Και ακόμα περισσότερο, μία απομάκρυνση από τους αρχικούς σκοπούς και το πνεύμα των ιδρυτών της και των εμπνευστών  της «ευρωπαϊκής ιδέας»;

Αρκεί, λοιπόν εν τέλει, να ενωθούν πανευρωπαϊκά οι αντι-νεοφιλεύθερες δυνάμεις και να επαναφέρουν το παραστρατημένο όχημα στην αυθεντική του πορεία; Μπορεί να μετατραπεί «ξανά» και μέσα από τις δομές της, από «λάκκο των λεόντων» σε «σπίτι των λαών»;

Η απάντηση σε καθένα από τα παραπάνω ερωτήματα πρέπει να είναι σε απόλυτο βαθμό αρνητική. Σε κάθε άλλη περίπτωση πρόκειται απλά για παραπλάνηση του λαού.

….

H Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μία εξ’ ορισμού ιμπεριαλιστική ένωση. Εκφράζει τον παγκόσμιο συσχετισμό μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όχι σε ένα αφηρημένο επίπεδο, αλλά συγκεκριμένα:

Είναι ένα προμελετημένο στρατηγικό σχέδιο καθυπόταξης των κρατών και λαών της Ευρώπης υπό τη συμμαχία κυρίως της γερμανικής, της γαλλικής και της αγγλικής αστικής τάξης. Σαν αποτέλεσμα η πάλη ενάντια στην Ευρωπαϊκή ένωση είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ μία πάλη πρώτα και κύρια υπέρ της εθνικής και λαϊκής ανεξαρτησίας.

Προς υποστήριξη των παραπάνω έχει ιδιαίτερη σημασία ένα παράδειγμα από την ιστορία της ίδιας της Γερμανίας, η περίπτωση της «Γερμανικής Τελωνειακής Ένωσης»:[1]

Μισό αιώνα προτού τα μικρά και καθυστερημένα γερμανικά κρατίδια μπουν ολοκληρωτικά κάτω από τον πρωσικό ζυγό με τη θεμελίωση της γερμανικής αυτοκρατορίας το 1871, το κράτος του Βερολίνου ήδη θέτει σε εφαρμογή την κεντρική του οικονομική πολιτική για τελωνειακή ενοποίηση. Αρχικά μερικώς, δηλαδή, μέσα από διάφορες επιμέρους συμφωνίες και περιφερειακές τελωνειακές ενώσεις με ορισμένα από τα υπόλοιπα γερμανικά κρατίδια. Την ίδια εποχή, ο Πρώσος υπουργός οικονομικών Friedrich von Motz, που όπως αναφέρεται, κατά τη διάρκεια της δικής του ενεργητικής ηγεσίας επεκτάθηκε η «Πρωσική Τελωνειακή Ένωση» τη δεκαετία του 1820, δήλωνε ευθαρσώς: «όσο περισσότερο φυσική είναι η σύνδεση με ένα τελωνειακό και εμπορικό σύστημα… τόσο πιο στενή και βαθιά η σύνδεση αυτών των κρατών σε κάποιο πολιτικό σύστημα».[2]

Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί της γερμανικής ενοποίησης υποστηρίζουν ότι η τελωνειακή ένωση υπήρξε η βασική εξέλιξη που σφυρηλάτησε τους απαραίτητους σφιχτούς οικονομικούς δεσμούς, οι οποίοι στάθηκαν απαγορευτικοί εις βάρος μίας εναλλακτικής γερμανικής ενοποίησης ομοσπονδιακού τύπου. Οι Πρώσοι μανιφακτουριστές, βιομήχανοι και Junkers[3] εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο εξαγωγικά το σύστημα χαμηλών δασμών. Παρόμοια, οι διάφοροι τοπικοί ηγέτες και ηγετίσκοι των μικρότερων φτωχών, κατά βάση αγροτικών και κτηνοτροφικών κρατών, εκμεταλλεύτηκαν το ίδιο επάξια τη νέα πηγή χρηματοδότησης που έλαβαν ως αντάλλαγμα και που διέθετε το επιπλέον προσόν να βρίσκεται έξω από τον όποιο έλεγχο μπορούσαν να ασκούν τα τοπικά κοινοβούλια –σας θυμίζει τίποτα;-. Η Πρωσία κατέκτησε την κυριαρχία της, ειδικά τις δεκαετίες της μεγάλης της ανάπτυξης το 1850 και 1860. Παράλληλα, διαθέτοντας τον έλεγχο των κυριότερων πλωτών ποταμών της Γερμανίας, εξασφάλισε και την εμπορική πρωτοκαθεδρία.[4]

Πολλά χρόνια μετά, ένας φανατικός καπιταλιστής, ο Maynard Keynes, απέδιδε την κατάλληλη σημασία στην τελωνειακή ένωση και την πρωσική βιομηχανική ισχύ: «Η Γερμανία, ενώθηκε περισσότερο από το κάρβουνο και το ατσάλι παρά από το αίμα και το ατσάλι».[5] Σκοπός εδώ ωστόσο, δεν είναι να εκμηδενιστεί η σημασία της προσωπικής «προσφοράς» του Μπίσμαρκ, η σημασία των τριών πολέμων που μεσολάβησαν από το 1848 μέχρι τη γερμανική ενοποίηση ή η αποφασιστική στρατηγικά νίκη της Πρωσίας επί του βασικότερου αντιπάλου της για τη γερμανική ηγεμονία στο Koniggratz το 1866 (πρόκειται για το άλλο ισχυρό και βιομηχανικά ανεπτυγμένο γερμανικό κράτος της Αυστρίας). Στόχος είναι απλά να τονιστεί η τεράστια προπαρασκευαστική αξία της τελωνειακής ένωσης για την ανισότιμη πολιτική ενοποίηση που ακολούθησε. Επίσης, να υπογραμμιστεί ότι με παρόμοιες με τις σημερινές μεθόδους, το  πρωσικό κεφάλαιο επεκτάθηκε και εξασφάλισε το ζωτικό του χώρο υποτάσσοντας πολλά τυπικώς ανεξάρτητα μέχρι τότε κράτη. Η αποφασιστική σημασία της μεθόδου αναγνωριζόταν και από άλλα πρωσικά υπουργεία, πέρα από εκείνο των οικονομικών: Δήλωνε ο τότε Πρώσος υπουργός εξωτερικών, έπειτα από την πρώτη σημαντική ετεροβαρής συμφωνία υπέρ της Πρωσίας: «…θα τοποθετήσει την Πρωσία στη θέση να μπορεί να εξασκεί την επιρροή της πάνω {εννοείται στα μικρότερα γερμανικά κράτη} με έντιμο τρόπο».[6]

Αξίζει  τέλος, να αναφερθεί ότι ο βασικός ανταγωνιστής των πρώσων στη μάχη για την πολιτική ηγεμονία πάνω στα γερμανικά κράτη η πάλαι ποτέ κραταιά Αυστροουγγρική αυτοκρατορία τη δεκαετία του 1850 αποπειράται να  αντιπαραθέσει τη δική της τελωνειακή ένωση στην πρωσική. Προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την «Τελωνειακή ένωση Κεντρικής Ευρώπης», με σκοπό να συγχωνευθεί αργότερα με την «Zollverein», την κοινή εμπορική αγορά που ήταν σαφώς κυριαρχούμενη από το πρωσικό κεφάλαιο. Οι σκοποί βεβαίως των αυστριακών ήταν άκρως επιθετικοί προς το Βερολίνο. Τελικά, η Πρωσία απέτρεψε την είσοδο των ανταγωνιστών στο ζωτικό της χώρο και με πυγμή αντιμετώπισε τις όποιες φυγόκεντρες τάσσεις των υπόλοιπων μελών.[7]

….

Όπως η Γερμανία  το 19ο αιώνα ενώθηκε όχι σε ισότιμη βάση, αλλά, κάτω από την κυριαρχία του πιο ανεπτυγμένου βιομηχανικά και εμπορικά κράτους της, με όπλο την άρση της δασμολογικής προστασίας των πιο αδύνατων και καθυστερημένων οικονομικά κρατών και με αποτέλεσμα οι τεράστιες διαφορές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο να χαρακτηρίζουν για χρόνια το γερμανικό έθνος. Έτσι, και η Κοινότητα σήμερα δεν μπορεί και δεν θέλει να οδηγήσει τα κράτη της Ευρώπης σε ένα κοινό επίπεδο ευημερίας και ανάπτυξης, δεν μπορεί και δεν θέλει να λειτουργήσει με ισοτιμία. Αντίθετα, πρόκειται για ένα παλιό και δοκιμασμένο σχέδιο καθυπόταξης της αδύναμης ευρωπαϊκής «περιφέρειας» από το «κέντρο», με όπλο όχι μόνο το κοινό νόμισμα, αλλά κυρίως τον ενιαίο τελωνειακό χώρο.


[1] „Zollverein“, κυριολεκτικά τελωνειακή ένωση.

[2] Αναφέρεται στο: William Carr, The unification of Germany In: Breuilly J., The state of Germany: The national idea in the making, unmaking and remaking of a modern nation-state, Longman, London 1992, σελ. 86.

[3] Οι μεγάλοι γαιοκτήτες, καπιταλιστικά σκεπτόμενοι τσιφλικάδες, της ανατολικής Πρωσίας

[4] William Carr, ibid, σελ. 86-88.

[5] Αναφέρεται στο, William Carr, ibid, σελ. 86

[6] William Carr, ibid, σελ. 87

[7] D. Blackbourn, The History of Germany 1780-1918: The Long Nineteenth Century, Blackwell, Oxford 2003, Κεφ.5: Από την αντίδραση στην ενοποίηση, σελ. 179-180.

Πηγή: Φώτης Τσικριτέας – “Σύλλογος Μαρξιστικής Σκέψης “Γ. Κορδάτος”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *