Ανθρωποι-σκουπίδια και σάκοι του μποξ

lesvos_metanastes_astynomiaΚαθόταν οκλαδόν στον δρόμο τυλιγμένη σ’ ένα κίτρινο σάλι. Μόνη ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους που πήγαιναν, έρχονταν, μιλούσαν αδιάκοπα στα τηλέφωνα, προσπαθούσαν επί ματαίω να αντιμετωπίσουν την κάψα και την υγρασία και να βγάλουν μιαν άκρη στο χάος του λιμανιού της Μυτιλήνης. Στιγμές μόνο αργότερα εμφανίστηκαν οι αστυνομικοί με τα κλομπ. «Ρε, θα ορμήσουμε;». «Σε λίγο ρε, βαστήξου». Ξαφνικά το στόμα της γέμισε αίματα κι η γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει.

Η επίθεση της Αστυνομίας χθες το πρωί στους πρόσφυγες και τους μετανάστες δεν είχε καμία δικαιολογία. Οπως και η γροθιά που έφαγε ο Βασίλης Μαθιουδάκης -«τι τραβάς, ρε;» και μπαμ ο φωτορεπόρτερ την έφαγε στο πρόσωπο. Το «Ελευθέριος Βενιζέλος» έχει δέσει από τα ξημερώματα κι οι άνθρωποι που συνωστίζονται επί μέρες στο λιμάνι θέλουν διακαώς να μπουν.

Αλλοι έχουν καταγραφεί κι άλλοι δεν έχουν, άλλοι έχουν ταυτοποιηθεί κι άλλοι δεν έχουν, άλλοι έχουν εισιτήρια κι άλλοι δεν έχουν. Ωστόσο, δεν υπάρχει κανείς να τους εξηγήσει στη γλώσσα τους τι ακριβώς συμβαίνει και τι χρειάζεται να κάνουν.

Στην αποβάθρα

Ετσι, όσο ο ήλιος ανεβαίνει και η ατμόσφαιρα γίνεται πιο αποπνικτική, ανεβαίνει και η ένταση. Ομως καμία ένταση δεν υπήρχε την ώρα που η Αστυνομία χτύπησε αδιακρίτως το πλήθος.

Εκατοντάδες σκηνές ψήνονται στο λιοπύρι. Αντρες, γυναίκες, παιδιά και μωράκια λίγων ημερών στοιβάζονται στην αποβάθρα. Κοιμούνται, τρώνε, πλένονται, κάνουν την μπουγάδα τους πάνω σε σκουπίδια, δίπλα σε σκουπίδια, ανάμεσα σε σκουπίδια. Ερχονται από πολύ μακριά και έχουν ήδη διανύσει δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα –κι η Ευρώπη τούς αντιμετωπίζει σαν σκουπίδια.

Ομως, αυτό που για σένα μοιάζει με κάθοδο στην κόλαση, για τους πρόσφυγες είναι ένα μέρος που νιώθουν ασφάλεια. Εξ ου και η Ζεϊνέπ βγάζει το καθρεφτάκι και φτιάχνει τα μαλλιά της, ο Μοχάμεντ μετακινεί τη σκηνή του κι όλοι φωτογραφίζονται ασταμάτητα. Οι εικόνες θα ταξιδέψουν πίσω στους δικούς τους –ένα σήμα πως πέρασαν τη θάλασσα και είναι πια ασφαλείς.

Το ανθρωπομάνι πυκνώνει κάθε φορά που ένα λεωφορείο εμφανίζεται για να μεταφέρει πρόσφυγες στα κέντρα υποδοχής. Εκατοντάδες άνθρωποι στριμώχνονται για να προλάβουν μια θέση στο λεωφορείο.

Eπιχείρηση της αστυνομίας κατά των μεταναστών στο λιμάνι της ΜυτιλήνηςΦωτ.: Βασίλης Μαθιουδάκης

Φωνές, σπρωξίματα, μωρά που κλαίνε σπαρακτικά, παιδάκια που τα σπρώχνουν από το παράθυρο, μάνες που χάνουν τα παιδιά τους και ουρλιάζουν. Και κλομπ που χτυπάνε, πότε το λεωφορείο και πότε όποια πλάτη βρεθεί μπροστά τους.

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κομφούζιο, η 16χρονη έγκυος δεν καταφέρνει να επιβιβαστεί σε κανένα από τα λεωφορεία: εδώ και τρεις μέρες η Ριμ προσπαθεί ξανά και ξανά να προστατεύσει την κοιλίτσα της και να επιβιβαστεί. Στην πολλοστή προσπάθεια, τα καταφέρνει, για να επιστρέψει ώρες αργότερα χωρίς χαρτιά και πάλι στο λιμάνι.

Από την άλλη πλευρά του λιμανιού, πίσω από κάγκελα περιμένουν οι υπόλοιποι, όσοι ακόμα ελπίζουν ότι θα μπουν στο καράβι. Οι ώρες περνάνε μαρτυρικά αργά λόγω της γραφειοκρατίας. Από το ξημέρωμα μέχρι αργά το μεσημέρι το «Ελευθέριος Βενιζέλος» είχε παραλάβει μόλις τους μισούς από τους τυχερούς επιβάτες του.

Ετσι, άνθρωποι σωριάζονται ξαφνικά από τη ζέστη και την ένταση. Η σειρήνα του ΕΚΑΒ ουρλιάζει και οι φωνές διαμαρτυρίας δυναμώνουν. Το κλομπ σηκώνεται ξανά: «Πίσω, ζώα, πίσω!». Ο αστυνομικός χτυπάει σε κατάσταση αμόκ.

Εκμετάλλευση

Η Μαρία είναι μετανάστρια και η ίδια. Ηρθε στην Ελλάδα πριν από 20 χρόνια και δουλεύει σερβιτόρα. «Εγώ ήρθα στην Ελλάδα χωρίς καμία ταλαιπωρία, τα αδέρφια μου όμως περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα. Ξέρω πώς είναι να τρέχεις για να σωθείς», μας λέει.

«Οι ντόπιοι είναι μοιρασμένοι, άλλοι λυπούνται κι άλλοι φοβούνται και σιχαίνονται. Κάποιοι με μαλώνουν γιατί σερβίρω τους πρόσφυγες σε γυάλινα ποτήρια –φοβούνται μήπως κολλήσουν κάποια αρρώστια. Κάποιοι βγάζουν τρελά λεφτά, τους πουλάνε το μπουκαλάκι το νερό 2 ευρώ και τους πουλάνε δυο μπανάνες για 7! Τους χρεώνουν 5 ευρώ για να φορτίσουν τα κινητά τους. Αλλοι πάλι τους συμπαραστέκονται, τους φροντίζουν όπως μπορούν. Δεν είναι μία εικόνα το νησί, είναι πολλές».

«Κι εμείς παιδιά κι εγγόνια προσφύγων είμαστε, γι’ αυτό δείχνουμε και ανοχή και αντοχή», λέει ο κύριος Γιάννης. «Τους βλέπουμε να πλένουν τα μωρά τους στον δρόμο, τόσο κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι… Τι θα γίνει τον χειμώνα; Εκατομμύρια περιμένουν να περάσουν από την Τουρκία. Χωρίς υποδομές, χωρίς προετοιμασία, χωρίς συντονισμό, τι θα απογίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Αλλοι θα πνίγονται κι άλλοι θα πεθαίνουν από εγκατάλειψη. Πρέπει να φτιάξει η Ευρώπη ένα σχέδιο… χτες».

Η μάνα από ψηλά

Οι κυρίες είναι καλοστεκούμενες παρά τα 70 χρόνια τους. Περπατάνε βιαστικά προς το λιμάνι διασχίζοντας μικρές αλέες με σκηνές, πεζοδρόμια γεμάτα ανθρώπους που κοιμούνται κατάχαμα, πρόσφυγες που ψάχνουν έναν μικρό ίσκιο. Από τα ακριβά ιδιωτικά τους σκάφη οι τουρίστες χαζεύουν ατάραχοι, πίνουν χυμούς, ακούνε μουσικές.

Οι δυο κυρίες κοντοστέκονται: «Γιατί δεν τους μαζεύουν; Μαγαρίζουν το νησί μας, αποπατούν παντού, σπάνε τις σωλήνες για να πλυθούν, μπουκάρουν στις αυλές μας», λέει η μία. «Σώπασε και μην το ξαναπείς! Πρόσφυγες ήμασταν κι εμείς κι οι ντόπιοι δεν μας ήθελαν», απαντά η άλλη. «Κι η μάνα σου, βρε, από ψηλά τι θα έλεγε; Ντροπή κι αμαρτία να μη σταθούμε κοντά στους πρόσφυγες, ο καθένας μας όπως μπορεί».

Συνολικά έξι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν χθες στα επείγοντα περιστατικά, όπου διαπιστώθηκαν κακώσεις, και στη συνέχεια αποχώρησαν με δική τους ευθύνη. Είναι γνωστό, εξάλλου, στους γιατρούς του νοσοκομείου ότι δεν επιθυμούν να καθυστερούν ούτε λεπτό παραπάνω για να προλάβουν το ταξίδι τους.

Πηγή: Ντίνα Δασκαλοπούλου – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *