1. Από τις πρώτες καθόδους μέχρι το 1936
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στη συμμετοχή της ελληνικής Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, είναι αναγκαίο να θυμίσουμε ότι ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα υπήρξαν περιπτώσεις εκλογικής καθόδου προσωπικοτήτων που εντάσσονταν είτε στον χώρο του αριστερού ριζοσπαστισμού της εποχής τους, όπως ο Ρόκκος Χοϊδάς, που εκλέχτηκε βουλευτής στην Κεφαλονιά το 1875 και στην Αττική το 1883, ο Ιθακήσιος Πλάτων Δρακούλης, που απέτυχε να εκλεγεί στην Αχαΐα το 1885, και ο επίσης Κεφαλονίτης Μαρίνος Αντύπας, που έχασε, το 1906, την εκλογή του στην επαρχία Κραναίας, αν και πήρε το εκπληκτικό 40% των ψήφων. Στην Αναθεωρητική Βουλή του 1910 οι σοσιαλιστές της εποχής εκπροσωπήθηκαν από τρεις βουλευτές (τον Δρακούλη, τον Κωνσταντίνο Δεστούνη και τον Νικόλαο Μαζαράκη) που εκλέχτηκαν και αυτοί στην Κεφαλονιά.
Η πρώτη συγκροτημένη και με υποστήριξη σχετικά υπολογίσιμων σοσιαλιστικών οργανώσεων (της βορειοελλαδικής Φεντερασιόν και της νοτιοελλαδικής Σοσιαλιστικής Ένωσης του Παναγή Δημητράτου) έγινε στις εκλογές του Μαΐου 1915. Καθώς κύριο επίδικο της εκλογικής μάχης ήταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (θέση την οποία υποστήριζε η βενιζελική παράταξη) είτε η ουδετερότητα, οι μικρές δυνάμεις των ελλήνων σοσιαλιστών διχάστηκαν. Οι παλιότεροι σοσιαλιστές (Δρακούλης, Καλλέργης, Σκληρός, Γιαννιός κ.ά.) υποστήριξαν τη θέση των βενιζελικών, θεωρώντας πως η εδαφική επέκταση και εθνική ολοκλήρωση θα διαμόρφωναν όρους καπιταλιστικής ανάπτυξης, άρα –κατά την τυπικά οικονομίστικη αντίληψή τους- θα ευνοούνταν η ανάπτυξη του προλεταριάτου και η προοπτική του σοσιαλιστικού κινήματος.
Υποστηρίζοντας σαφείς αντιπολεμικές θέσεις, η Φεντερασιόν και η Σοσιαλιστική Ένωση στήριξαν την υποψηφιότητα των σοσιαλιστών Αλμπέρτο Κουριέλ και Αριστοτέλη Σίδερη, που εκλέχτηκαν στη Θεσσαλονίκη, έχοντας συνεργαστεί με τους αντιβενιζελικούς. Οι Κουριέλ και Σίδερης αποτέλεσαν την κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), μετά την ίδρυσή του το 1918.
Έχοντας συνδεθεί ήδη με την Κομμουνιστική Διεθνή, το ΣΕΚΕ (Κομμουνιστικό) συμμετείχε στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 με αντιβενιζελικά – αντιπολεμικά συνθήματα, καθώς συνεχιζόταν ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Κι αυτή τη φορά αντικειμενικά οι σοσιαλιστές (κομμουνιστές) συνέπλεαν με τους αντιβενιζελικούς. Καθώς η ψηφοφορία με τη χρήση σφαιριδίου δυσχέραινε την ακριβή διαπίστωση των ψήφων κάθε κόμματος, υπολογίζεται πως οι υποψήφιοι του ΣΕΚΕ(Κ) πήραν περίπου 50.000 ψήφους, σε σύνολο 747.000, αλλά λόγω εκλογικού συστήματος δεν έγινε δυνατή η εκπροσώπηση στη νέα Βουλή.
Σοβαρή υποχώρηση της εκλογικής του επιρροής (μόλις 18.000 ψήφους) εμφάνισε το ΣΕΚΕ(Κ) στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923. Η υποχώρηση εκτιμάται πως υπήρξε αποτέλεσμα τόσο της αδυναμίας του κόμματος να αντιμετωπίσει δυναμικά την εθνική κρίση που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή (ως συνέπεια της εμμονής του να μην ξεπερνά στη δράση του τα όρια της αστικής νομιμότητας), όσο και της ήττας των μεγάλων εργατικών κινητοποιήσεων του καλοκαιριού του 1923. Συνέβαλε, επίσης, και η αποχώρηση μεγάλου μέρους του ηγετικού και στελεχικού του δυναμικού, που αντιτασσόμενο στον κομμουνιστικό προσανατολισμό προχώρησε στη συγκρότηση κινήσεων σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού.
Στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση που προήλθε από τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1923 και η οποία ανακήρυξε τον Μάρτιο 1924 την αβασίλευτη Δημοκρατία, η Αριστερά εκπροσωπούνταν αποκλειστικά από τον προερχόμενο από την ήδη σοβιετική Γεωργία, παλιό μενσεβίκο σοσιαλιστή, Γιάννη Πασαλίδη, που εκλέχτηκε ως συνεργαζόμενος με τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου.
Βγαίνοντας από την παρανομία στην οποία το καταδίκασε η δικτατορία Πάγκαλου, το ΚΚΕ -όπως μετονομάστηκε από τον Δεκέμβριο 1924 το ΣΕΚΕ(Κ)- σημείωσε εντυπωσιακή επιτυχία στις εκλογές του Νοεμβρίου 1926, στις οποίες –όπως και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις- συμμετείχε ως Ενιαίο Μέτωπο Εργατών, Αγροτών και Προσφύγων, αν και οι συνεργαζόμενοι μαζί του ήταν ελάχιστοι παράγοντες του αγροτιστικού κινήματος. Με 42.000 ψήφους και ποσοστό 4,38% εκλέχτηκαν 10 βουλευτές, στο σύνολό τους από τις περιφέρειες Μακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας, όπου υπήρχε ισχυρό καπνεργατικό και αγροτικό κίνημα.
Καθώς το 1927 εκδηλώθηκε σοβαρή εσωκομματική κρίση, από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος αποχώρησαν ή διαγράφηκαν οι 9 στους 10 βουλευτές. Οι υπόλοιποι εντάχθηκαν στην Ενωμένη Αντιπολίτευση, από σημαντικό μέρος της οποίας προήλθε το ελληνικό τροτσκιστικό κίνημα.
Συνέπεια της μεγάλης εσωκομματικής κρίσης, αλλά και των τάσεων σταθεροποίησης της οικονομικής κατάστασης μετά από την επώδυνη Μικρασιατική Καταστροφή, και της ελπίδας ότι η επάνοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου (που κατήγαγε μεγάλη εκλογική νίκη) θα συνέβαλε σε μια νέα εθνική αναγεννητική πορεία, ανάλογη με αυτή του 1910-15, υπήρξε η μεγάλη αποτυχία του ΚΚΕ, στις εκλογές του Αυγούστου 1928. Οι ψήφοι του περιορίστηκαν στις 14.300 (1,41%).
Αν και στα 1929-31 το ΚΚΕ αντιμετώπισε μια ακόμη πιο σοβαρή εσωκομματική κρίση, φτάνοντας στα όρια της διάλυσης πολλών οργανώσεών του και σε ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση της ιδεολογικοπολιτικής επιρροής του, η ανασυγκρότησή του, με την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, σε συνδυασμό με την πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης Βενιζέλου να αντιμετωπίσει της συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι εκλογές του Σεπτεμβρίου 1932 ανεβάζουν τις ψήφους του στις 58.000 (4,97%) και εκλέγονται και πάλι 10 βουλευτές, κι αυτή τη φορά από τη βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, αλλά και στον Πειραιά.
Αν και οι αμέσως επόμενες εκλογές του Μαρτίου 1933 –τις οποίες κέρδισαν οι αντιβενιζελικοί- , έγιναν με το πλειοφηφικό σύστημα, στερώντας στο ΚΚΕ τη δυνατότητα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, οι ψήφοι του παρέμειναν σχεδόν σταθερές (53.000 – 4,64%). Επιβεβαιώθηκε πως το ΚΚΕ είχε αποκτήσει σταθερή επιρροή στις εργατουπόλεις, ενώ ήδη άρχισε να διεμβολίζει και τον παραδοσιακά βενιζελικό χώρο του προσφυγικού προλεταριάτου. Παράλληλα, σταθερή παρέμενε η επιρροή του σε τμήματα των αγροτικών πληθυσμών της Θεσσαλίας, της Λέσβου και άλλων περιοχών.
Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν για πρώτη φορά –αν και σε περιορισμένο αριθμό εκλογικών περιφερειών- και οι αρχειομαρξιστές (έχοντας αποσπαστεί από το ΣΕΚΕ(Κ) το 1924 και συνδεδεμένοι, πλέον, με την τροτσκιστική Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση), παίρνοντας 1.300 ψήφους. 22.000 ψήφους πήρε και το αριστερό Αγροτικό Κόμμα του Γιάννη Σοφιανόπουλου.
Εντυπωσιακή υπήρξε η εκλογική επιτυχία του ΚΚΕ τον Ιούνιο 1935. Εντούτοις, οι 99.000 ψήφοι (9,59%) σε σημαντικό ποσοστό προέρχονταν από δημοκρατικό κόσμο του βενιζελικού χώρου, καθώς τα βενιζελικά κόμματα, έχοντας υποστεί διώξεις μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα του Μαρτίου, απείχαν από τις εκλογές. Παρά το μεγάλο ποσοστό του, το ΚΚΕ έμεινε εκτός Βουλής, λόγω και πάλι του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.
Ακολουθώντας την κατεύθυνση του ιστορικού 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1935, για συγκρότηση Λαϊκών Μετώπων με σκοπό την αποτροπή του φασιστικού κινδύνου, το ΚΚΕ επιδιώκει την υλοποίησή της στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, στις οποίες συμμετέχει με τον τίτλο «Παλλαϊκό Μέτωπο». Εντούτοις, μεμονωμένοι ήταν οι συνεργαζόμενοι μαζί του, καθώς η πρότασή του απορρίφθηκε και από το Αγροτικό και από το αναιμικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα του Παλλαϊκού Μετώπου (73.400 ψήφοι, 5,76%) και η εκλογή 15 βουλευτών -κάποιοι από τους οποίους εκλέχτηκαν και στην Αττική- το κατέστησε ρυθμιστική δύναμη, καθώς στη νέα Βουλή υπήρχε ισοψηφία μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων (βενιζελικής και αντιβενιζελικής).
Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν και πάλι οι αρχειομαρξιστές (που ήδη είχαν αποσπαστεί από την τροτσκιστική Διεθνή), παίρνοντας 1.150 ψήφους, ενώ 200 ψήφους πήρε η σύμπραξη των τροτσκιστικών οργανώσεων που κατέβασε συνδυασμούς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναφορά στη σύνθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων του μεσοπολεμικού ΚΚΕ. Εργάτες στην πλειονότητά τους (κυρίως καπνεργάτες και τυπογράφοι), ανάμεσά τους, όμως, και διανοούμενοι, με κορυφαίο τον Δημήτρη Γληνό, που εκλέχτηκε το 1936, όλοι τους δοκιμάστηκαν σκληρά και τότε και στη συνέχεια, με εξορίες και φυλακίσεις. Κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους στην υπόθεση που υπηρέτησαν πιστά μέχρι τέλους, στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Μόνο δύο, ο Μιχάλης Τυρίμος και ο Μανώλης Μανωλέας, πέρασαν στον αντικομμουνισμό και πλήρωσαν την προδοσία τους με την εκτέλεσή τους: από την ΟΠΛΑ ο πρώτος (συνεργάτης της μεταξικής δικτατορίας και αρχιταγματασφαλίτης στην Κατοχή) και από την ΕΠΟΝ ο δεύτερος, λόγω της δράσης του ως διαφωτιστής της μεταξικής ΕΟΝ και προπαγανδιστής του ναζισμού κατόπιν.
2. Από τον Εμφύλιο στη Χούντα
Οι πρώτες εκλογές μετά την Απελευθέρωση από τη φασιστική κατοχή διεξάγονται τον Μάρτιο 1946, σε συνθήκη έξαρσης της μεταβαρκιζιανής τρομοκρατίας σε βάρος του κόσμου της Αριστεράς και της Αντίστασης. Παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες όχι μόνο των κομμάτων της Αριστεράς αλλά και κεντρώων δημοκρατών, η κυβέρνηση του βενιζελικού Σοφούλη –κατόπιν ισχυρών πιέσεων από τους Βρετανούς- αρνείται την αναβολή των εκλογών, διεξάγοντάς τες σε μια κατάσταση που προδιέγραφε το αποτέλεσμα ως συνέπεια της εκτεταμένης βίας και νοθείας.
Μετά από πολλές ταλαντεύσεις, ο Συνασπισμός Πολιτικών Κομμάτων του ΕΑΜ (ΚΚΕ, Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, Σοσιαλιστικό Κόμμα κ.ά.), οι συνεργαζόμενοι με το ΕΑΜ Αριστεροί Φιλελεύθεροι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα – Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΣΚ-ΕΛΔ) των Σβώλου – Τσιριμώκου, η Ένωση Δημοκρατικών Αριστερών του Σοφιανόπουλου, αλλά και η αντικομμουνιστική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία, το κεντρώο Προοδευτικό Κόμμα του Γεώργιου Καφαντάρη, ο κεντρώος Εμμανουήλ Τσουδερός κ.ά., αρνούνται τη νομιμοποίηση των εκλογών, καλώντας σε αποχή.
Όπως ήταν αναμενόμενο, από τις εκλογές βγήκε νικήτρια η Δεξιά, ενώ την κατεύθυνση της αποχής ακολούθησε ποσοστό μεγαλύτερο το 40%. Κι αυτό, παρά την άσκηση άγριας τρομοκρατίας που έφτανε μέχρι και σε δολοφονίες. Εντούτοις, η αποχή του 1946 επικρίθηκε αργότερα ως ένα από σοβαρά λάθη της Αριστεράς, καθώς θεωρήθηκε πως διευκόλυνε, τελικά, την εκλογική επικράτηση της Δεξιάς. Σχετική αυτοκριτική έκανε και ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.
Οι πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές έγιναν τον Μάρτιο 1950. Στις εκλογές αυτές αποδοκιμάστηκε η Δεξιά, με την υπερψήφιση των κομμάτων του Κέντρου και κυρίως της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα, που πρόβαλε την πολιτική της «λήθης» και της λήψης «μέτρων ειρήνευσης».
Η Αριστερά εκφράστηκε από τη Δημοκρατική Παράταξη, συνασπισμό μικρών κομματικών σχηματισμών, όπως το ΣΚ-ΕΛΔ, οι Αριστεροί Φιλελεύθεροι και το κόμμα του Σοφιανόπουλου. Από τη Δημοκρατική Παράταξη αποκλείστηκαν τα κόμματα που συμμετείχαν στο μεταπελευθερωτικό ΕΑΜ: το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας του Γιάννη Πασαλίδη και το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μιχάλη Κύρκου. Εντούτοις, το εκτός νόμου ΚΚΕ κάλεσε τον κόσμο της Αριστεράς να την υπερψηφίσει, βάζοντας σταυρό σε συγκεκριμένους υποψήφιους.
Το εκλογικό αποτέλεσμα, λίγους μόνο μήνες μετά τη λήξη του Εμφυλίου, χαρακτηρίστηκε σημαντική επιτυχία. Η Δημοκρατική Παράταξη πήρε 164.000 ψήφους (9,70%) και εξέλεξε 18 βουλευτές. Εντυπωσιακή ήταν η επιτυχία της στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στις εργατικές – λαϊκές συνοικίες, όπου το ποσοστό της ξεπερνούσε το 25%. Ήταν σαφές πως η εκλογική της βάση αποτελούνταν κυρίως από κόσμο που ακολουθούσε το παράνομο ΚΚΕ.
Έχοντας συγκροτήσει τον Δημοκρατικό Συναγερμό και προωθώντας την ίδρυση νέου κόμματος από δυνάμεις που δεν αντιτάσσονταν στη συνεργασία μαζί του, το ΚΚΕ κατόρθωσε τον Αύγουστο 1951 την ενότητα των μη αντικομμουνιστικών εαμογενών δυνάμεων, που εκφράστηκε με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Την ΕΔΑ αποτέλεσαν ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Πασαλίδη (ο οποίος ανέλαβε πρόεδρος του νέου σχηματισμού), το Κόμμα Αριστερών Φιλελευθέρων, το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Μ. Κύρκου και τμήμα του κόμματος του Σοφιανόπουλου, ο οποίος είχε πεθάνει πριν λίγους μήνες.
Παρά τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η άρνηση των μη κομμουνιστών της ΕΔΑ να κατατεθεί υποψηφιότητα του καταδικασμένου σε θάνατο ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη –που η βέβαιη εκλογή του θα απέτρεπε την εκτέλεσή του- καθώς θεωρούσαν πως κάτι τέτοιο θα ταύτιζε την ΕΔΑ με το ΚΚΕ, με κίνδυνο να τεθεί κι αυτή εκτός νόμου, ο σχηματισμός έφτασε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, καταγράφοντας σημαντική επιτυχία, με 181.000 ψήφους (10,57%). Εκλέχτηκαν 10 βουλευτές, σχεδόν στο σύνολό τους εξόριστοι, που απελευθερώθηκαν μεν, αλλά η εκλογή τους δεν αναγνωρίστηκε και αντικαταστάθηκαν από επιλαχόντες.
Στις εκλογές αυτές έπαθαν κυριολεκτικά πανωλεθρία τόσο το ΣΚ-ΕΛΔ (μόλις 4.000 ψήφοι) όσο και οι αρχειομαρξιστές, που πλέον εμφανίζονταν ως σοσιαλδημοκράτες και πήραν… 53 ψήφους. Σε αντίθεση με τις επιλογές αυτές, οι παράνομες τροτσκιστικές οργανώσεις καλούσαν σταθερά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από τον Εμφύλιο μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του 1967, σε υπερψήφιση της ΕΔΑ.
Αν και οι περισσότεροι από τους μη κομμουνιστές συνεργαζόμενοι της ΕΔΑ πολύ σύντομα αποχώρησαν από το κόμμα, διαφωνώντας με τις σχέσεις που διατηρούνταν με το παράνομο ΚΚΕ, η ΕΔΑ δεν έπαψε να συσπειρώνει και αγωνιστές της ευρύτερης Αριστεράς.
Σοβαρό πρόβλημα αντιμετώπισε η Αριστερά ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου 1952. Έχοντας συμφωνήσει με τους Αμερικανούς στη διεξαγωγή των εκλογών με σύστημα πλειοψηφικό, ο πρωθυπουργός Πλαστήρας επιχείρησε να εκβιάσει την ΕΔΑ, προτείνοντάς της να στηρίξει το Κέντρο για να μη βγει ο δεξιός Παπάγος. Δεν πρότεινε συνεργασία, αλλά τη συμμετοχή ελάχιστων μη κομμουνιστών υποψηφίων της ΕΔΑ στα ψηφοδέλτια του Κέντρου. Η ΕΔΑ απέρριψε την πρόταση και το εκλογικό αποτέλεσμα (152.000 ψήφοι, 9,55%) έδειξε πως ο κόσμος της Αριστεράς δεν ήταν διατεθειμένος να ψηφίσει το Κέντρο, λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του, μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, την αποστολή ελληνικού στρατού στην Κορέα κ.λπ., από την κυβέρνηση Πλαστήρα. Αν υπολογιστούν και οι ψήφοι που συγκέντρωσαν συνδυασμοί συνεργασίας της ΕΔΑ με κεντρώους δημοκράτες που διαγράφηκαν από το κόμμα του Πλαστήρα, η εκλογική επιρροή της ΕΔΑ το 1952 δεν υπολειπόταν από αυτή του 1951.
Προσανατολισμένη ήδη από το 1954 στη συγκρότηση Πανδημοκρατικού Μετώπου για την ανατροπή της κυβέρνησης της Δεξιάς (Παπάγου και κατόπιν Καραμανλή), η ΕΔΑ πρότεινε ενόψει τον εκλογών του Φεβρουαρίου 1956 την εκλογική συνεργασία όλων των δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Η πρότασή της κατέληξε στη συγκρότηση της Δημοκρατικής Ένωσης, με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς.
Η Δημοκρατική Ένωση κέρδισε τις εκλογές με το 48,15%, ενώ η ΕΡΕ του Καραμανλή πήρε 47,38%. Εντούτοις, λόγω του απίθανου καλπονοθευτικού εκλογικού συστήματος, η ΕΡΕ πήρε 165 έδρες στη νέα Βουλή, έναντι 132 της πλειοψηφούσας Δημοκρατικής Ένωσης! Από αυτούς οι 19 ανήκαν στην ΕΔΑ.
Με τη συμμετοχή της στη Δημοκρατική Ένωση η ΕΔΑ έσπασε, ελάχιστα μόλις χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου, την πολιτική της απομόνωση. Συνάμα, δημιουργούνταν οι όροι για τον εκλογικό θρίαμβο του 1958.
[…] Συνέχεια από το πρώτο μέρος […]