Σκέψεις μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα

sotiris-panagioΠηγή: Παναγιώτης Σωτήρης – iskra 

Είναι προφανές ότι το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη ήταν αρνητικό. Δεν αναφέρομαι τόσο στο γεγονός ότι η Λαϊκή Ενότητα απέτυχε να πιάσει το όριο του 3% και να έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Κύρια αναφέρομαι στο γεγονός ότι τα αποτελέσματα των εκλογών μοιάζουν να δικαιώνουν την ταπεινωτική συμμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την υπογραφή του Τρίτου Μνημονίου. Η Βουλή κυριαρχείται από τις μνημονιακές δυνάμεις και δεν έχει καμιά σχέση με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, όπου με συντριπτική πλειοψηφία οι πολίτες απέρριψαν τη λιτότητα και την κοινωνική καταστροφή που συνεπάγεται το Μνημόνιο.

Ο κυνικός υπολογισμός του Αλέξη Τσίπρα ήταν ότι μπορούσε να μετατρέψει τις εκλογές σε μια συζήτηση πάνω στο ποιο κόμμα και ποιος πρωθυπουργός θα εφαρμόσει το Μνημόνιο που είχε ήδη ψηφιστεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα μνημονιακά κόμματα. Η στρατηγική αυτή παρουσίαζε το Μνημόνιο ως κάτι αναπόφευκτο και δεδομένο, το οποίο κατά συνέπεια μπορούσε να απουσιάζει από τον προεκλογικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που κυριαρχούσε ήταν το δίλημμα ανάμεσα στον Τσίπρα και τον Μεϊμαράκη, ανάμεσα σε μια μνημονιακή κυβέρνηση γύρω από το ΣΥΡΙΖΑ και μια μνημονιακή κυβέρνηση με συμμετοχή και των άλλων μνημονιακών κομμάτων. Στο τέλος, ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών τάξεων προτίμησε να δώσει μια «δεύτερη ευκαιρία» στο ΣΥΡΙΖΑ παρά στα άλλα συστημικά μνημονιακά κόμματα. Όμως, δεν ήταν μια ψήφος ελπίδας, αλλά η επιλογή του «μικρότερου κακού».

Έτσι, η είσοδος των Ανεξάρτητων Ελλήνων στη Βουλή επέτρεψε να διαμορφωθεί μια ακόμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μια κυβέρνηση η σύνθεση της οποίας σφραγίζεται από την εμμονή στην πλήρη εφαρμογή των Μνημονίων, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, των αναδιαρθρώσεων και των φορολογικών μέτρων, την παρουσία ανθρώπων που έδρασαν και δρουν συνειδητά ως τοποτηρητές της Τρόικας και την ανακύκλωση προσωπικού προερχόμενου από το ΠΑΣΟΚ του πρώτου Μνημονίου.

 

Ωστόσο, η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει και το τέλος της πολιτικής κρίσης. Η εντυπωσιακή αύξηση της αποχής, με 773.000 λιγότερες ψήφους σε σχέση με το Γενάρη, είναι σύμπτωμα της πολιτικής κρίσης αλλά και έκφραση του αισθήματος ήττας που κυριαρχεί σε μεγάλα τμήματα των υποτελών τάξεων. Την ίδια απογοήτευση με το πολιτικό σκηνικό αποτυπώνει και το εντυπωσιακό ποσοστό στην Ένωση Κεντρώων, έναν σχηματισμό που ο «ηγέτης» του για χρόνια αντιμετωπιζόταν ως κωμικό θέαμα και τώρα γίνεται υποδοχέας ενός τμήματος της «αντιπολιτικής» ψήφου διαμαρτυρίας. Ανησυχητική παραμένει και η διατήρηση υψηλού ποσοστού από τη νεοναζιστική Χρυσή Αυγή, παρά τη μείωση σε απόλυτο αριθμό των ψήφων, ιδίως εάν αναλογιστούμε την κυνική και προκλητική ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον Ν. Μιχαλολιάκο για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.

Το αποτέλεσμα της Λαϊκής Ενότητας ήταν κακό, ιδίως εάν αναλογιστούμε την κλίμακα της διάσπασης στο ΣΥΡΙΖΑ και το γεγονός ότι ήταν η βασική δύναμη που επέμεινε στην επικαιρότητα του ΟΧΙ. Επιπλέον, εάν εξαιρέσουμε την άνοδο σε απόλυτους αριθμούς και σε ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας και η στασιμότητα σε ψήφους και ποσοστό του ΚΚΕ σηματοδοτούν και μια συνολικότερη υποχώρηση της Αριστεράς σε αυτές τις εκλογές.

Γιατί, όμως, η Λαϊκή Ενότητα είχε αυτό το κακό αποτέλεσμα; Αυτό το ερώτημα πρέπει να μας απασχολήσει. Με έμφαση στην αποτίμηση των επιλογών και των λαθών, παρά στην απόδοση ευθυνών σε «αντικειμενικές» παραμέτρους, όπως ήταν η σύντομη προεκλογική περίοδος.

Πρώτον, η Λαϊκή Ενότητα υποτίμησε ότι ένα μεγάλο μέρος του ηττημένου και προδομένου «λαού του ΟΧΙ» ψήφισε όχι με όρους επιμονής στην αντίσταση αλλά μέσα στα όρια μιας νοοτροπίας «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, δεν υπάρχει εναλλακτική στα μνημόνια». Έτσι προτίμησε να επιλέξει ποιος θα διαχειριστεί τη μνημονιακή πολιτική και έδωσε «δεύτερη ευκαιρία» στον ΣΥΡΙΖΑ.

Δεύτερον, η Λαϊκή Ενότητα θεώρησε ότι η διάσπαση του κόμματος θα σήμαινε και μια αναλογική διάσπαση στην εκλογική εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, οι σχέσεις εκπροσώπησης αποδείχτηκαν περισσότερο περίπλοκες. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις και οι παλινωδίες σε σχέση με την ίδια τη ρήξη και την έξοδο από τον ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλαν σε αυτό το πρόβλημα, δεν επέτρεψαν να γίνει διάσπαση και στην εκλογική βάση εκείνη ακριβώς τη στιγμή που το ΟΧΙ παρέμενε ενεργό σημείο αναφοράς και συγκρότησης των λαϊκών τάξεων.

Τρίτον, η Λαϊκή Ενότητα απέτυχε να απευθυνθεί στον οργή μιας νεολαίας χωρίς μέλλον και στο βουβό (και αρκετές στιγμές όχι και τόσο βουβό) αίσθημα απογοήτευσης και απελπισίας που τροφοδότησε την αποχή ή επιλογές όπως η ψήφος στην Ένωση Κεντρώων. Δεν μπόρεσε να αναδειχτεί ως ένας «πόλος ελπίδας» αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό να κυριαρχήσει η λογική του «μικρότερου κακού».

Τέταρτον, στη Λαϊκή Ενότητα δεν καταφέραμε να δείξουμε ότι είμαστε το πρώτο βήμα για ένα νέο μέτωπο, ένα μέτωπο που θα ήταν μια έμπρακτη αυτοκριτική για τα προβλήματα που διαπέρασαν τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλες συγκροτήσεις στην Αριστερά. Δεν μπόρεσε να είναι η συνάντηση του στρατηγικού ριζοσπαστισμού, της κινηματικής λογικής και της σύγχρονης λαϊκότητας. Η Λαϊκή Ενότητα φαινόταν περισσότερο σαν μια συνεπής παραλλαγή ενός «πιστού στις αρχές του ΣΥΡΙΖΑ», παρά σαν ένα νέο μέτωπο που θα αναδυόταν με τρόπο «οργανικό» από τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Η απουσία σοβαρής αυτοκριτικής σε σχέση με τη συμμετοχή μελών της Αριστερής Πλατφόρμας στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τη συνευθύνη για τον τρόπο που άσκησε εξουσία, σίγουρα δεν βοήθησε τα πράγματα. Όμως, σημαντικό μέρος του κόσμου της Αριστεράς ήθελε απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούσαν το γιατί δεν άνοιξε νωρίτερα η συζήτηση για την εναλλακτική και τη ρήξη με την ευρωζώνη, το γιατί δεν καταγγέλθηκαν έγκαιρα τα διάφορα συστήματα συναλλαγής με την οικονομική εξουσία στήνονταν (και ο ρόλος ανθρώπων όπως ο Δραγασάκης, ο Σαγιάς ή ο Παππάς), το γιατί υπήρξε ανοχή στην ευρωατλαντική στροφή της εξωτερικής πολιτικής και την αμυντική συνεργασία με ΗΠΑ και Ισραήλ.

Πέμπτον, το πιο ισχυρό σημείο που είχε η Λαϊκή Ενότητα, το γεγονός δηλαδή ότι είχε μια εναλλακτική πολιτική και προγραμματική αφήγηση για τη διαγραφή του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, υποτιμήθηκε, δεν ήταν κεντρική πλευρά της εκλογικής καμπάνια με αποκορύφωμα την απουσία εκλογικού προγράμματος. Όμως, οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Λαϊκής Ενότητας ήθελαν να δουν ότι όντως υπάρχει ένας επεξεργασμένος «οδικός χάρτης» για την έξοδο από την ευρωζώνη, την ανάκτηση δικαιωμάτων και κατακτήσεων και την παραγωγική ανασυγκρότηση και δεν τους αρκούσε μια γενικόλογη ρητορεία κατά των Μνημονίων και της λιτότητας. Ο κόσμος δεν είχε ανάγκη να πειστεί για τον καταστροφικό χαρακτήρα των μνημονίων, αλλά για το εάν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση που να φέρνει μπροστά τις δυνάμεις της εργασίας, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους.

Έκτον, η Λαϊκή Ενότητα απέτυχε να ανοιχτεί σε όλες τις μορφές ριζοσπαστισμού και αριστερής αναζήτησης που αναδυόταν από τις εμπειρίες του κινήματος και απελευθερώνονταν και από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Τα υπαρκτά και σημαντικά προβλήματα επικοινωνίας και συντονισμού ανάμεσα σε διαφορετικές κατευθύνσεις και ευαισθησίες αριστερού ριζοσπαστισμού και αντικαπιταλιστικής αναζήτησης, τόσο εντός όσο και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, παρέμειναν ενεργά. Οι αγωνιστές που κατανοούν τη σημασία της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα δεν μπόρεσαν να συναντηθούν πραγματικά με αυτούς που δουλεύουν στην αλληλεγγύη και τα πειράματα αυτοδιαχείρισης και αυτές/ούς που στρατεύονται στα κινήματα για τα δικαιώματα. Επιπλέον, η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας επέδειξε μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι σε άλλες τάσεις από ό,τι έπρεπε και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί τη σημασία που θα είχε μια εξαρχής ανοιχτόκαρδη απεύθυνση για συνδιαμόρφωση της Λαϊκής Ενότητας, με αποτέλεσμα να μην μπλεχτούν εξαρχής όλες ριζοσπαστικές τάσεις από το ΣΥΡΙΖΑ, να αποστασιοποιηθούν οι προερχόμενες από το ΚΚΕ αναζητήσεις, να δοθούν αφορμές σε κομμάτια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να επιμείνουν στην αναδίπλωση στη λογική του «αντικαπιταλιστικού πόλου». Ούτε δόθηκαν οι αναγκαίες εγγυήσεις ότι θα ήταν μια ανοιχτή και δημοκρατική διαδικασία απαλλαγμένη από τη γραφειοκρατική λογική μηχανισμών, που είχε στοιχειώσει το ΣΥΡΙΖΑ.

Οι εκλογές τελείωσαν. Μπροστά μας είναι η εφαρμογή του 3ου Μνημονίου και ένας νέος γύρος επιθετικών μέτρων λιτότητας και νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων». Η αναμέτρηση με το Μνημόνιο συνεπάγεται την πρόκληση να ανασυγκροτηθεί ο κίνημα αλλά και η ίδια η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στην ικανότητα των κινημάτων να κερδίζουν. Αυτό δεν σημαίνει γενικόλογες εκκλήσεις για αντίσταση αγώνα αλλά ανασυγκρότηση των ίδιων των συλλογικών μορφών χωρίς τις οποίες η οργή θα γίνεται εξατομικευμένη απελπισία και όχι συλλογική πάλη και διεκδίκηση. Χωρίς νέες και πρωτότυπες μορφές συλλογικής δράσης και συντονισμού ούτε η ανυπακοή στα νέα χαράτσια θα ξεδιπλωθεί, ούτε η αντίσταση στις κατασχέσεις θα οργανωθεί, ούτε ένα νέο εργατικό κίνημα θα ξεσπάσει ενάντια στην επισφάλεια, την ανεργία και την ακόμη μεγαλύτερη αποπτώχευση εργαζομένων και συνταξιούχων, ούτε θα γίνει ξανά το κίνημα της νεολαίας ο κακός μπελάς της κυβέρνησης.

Την ίδια στιγμή, αντιμέτωποι με ένα «τέλος εποχής» για τις περισσότερες εκδοχές μιας Αριστεράς της αντίστασης χωρίς στρατηγικό βάθος, καλούμαστε, ταυτόχρονα, όχι μόνο στη Λαϊκή Ενότητα, αλλά και στο σύνολο όσων αναφέρονται στην ανασύνθεση μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς (άρα και για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις υπόλοιπες αριστερές φωνές που ήρθαν σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ, τις κριτικές φωνές από το χώρο του ΚΚΕ), να περάσουμε μέσα από την αναγκαία (και αναγκαστικά οδυνηρή) διαδικασία αυτοκριτικής και εκ νέου ανάγνωσης της συγκυρίας με σκοπό, να επανιδρύσουμε την Αριστερά, ως δύναμη όξυνσης του ταξικού ανταγωνισμού και ως αντι-ηγεμονικό σχέδιο.

Είναι ένα καθήκον δύσκολο, αλλά η δυσκολία του δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Η αριστερή πολιτική πάντα ήταν η προσπάθεια να χτίσουμε το πλοίο την ώρα που είμαστε ήδη στη θάλασσα και με κακό καιρό.

Μία απάντηση στο “Σκέψεις μετά από ένα αρνητικό αποτέλεσμα”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *