Ενάντια στην καταστολή και τα στρατόπεδα που ετοιμάζει η Ε.Ε.

metanastes_prosfyges_7Μόνο όποιος εθελοτυφλεί, ή όποιος, πίσω από καθησυχαστικές και συμπονετικές «δηλώσεις προθέσεων», ετοιμάζει την πλήρη υποταγή, μετά το 3ο μνημόνιο, στη σκλήρυνση της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής, δεν μπορεί να δει, ή προσποιείται ότι δεν βλέπει, ότι το αποκαλούμενο «προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα» όχι μόνο δεν έχει ένα ορατό τέλος, αλλά ότι αποτελεί μια από τις βασικές παραμέτρους της διεθνούς κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης, του καθημερινού τρόπου ύπαρξής μας, προϊόν και ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της διεθνούς κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

Οι πρόσφυγες, οι εκτοπισμένοι, οι μετανάστες, οι ‘χωρίς χαρτιά’, δεν αποτελούν παρά τα «απορρίμματα της παγκοσμιοποίησης» – και έτσι αντιμετωπίζονται, όχι ως άνθρωποι αλλά ως απορρίμματα:

► με φράκτες,

► με την απώθηση και (εξαιτίας αυτής, ή της προσπάθειας να διαφύγουν μέσα από τους ποικίλους φραγμούς)

► με πνιγμούς δεκάδων και εκατοντάδων μέσα στα νερά της πιο αφιλόξενης και εχθρικής θαλάσσιας διαδρομής που αποτελεί, πλέον, η Μεσόγειος,

► με κινητοποίηση ειδικών σωμάτων και στρατού πίσω από τα διαδοχικά ευρωπαϊκά σύνορα.

Την ίδια στιγμή που οι τουρίστες συνέχιζαν τις διακοπές τους παραπλεύρως, σαν να μη συνέβαινε τίποτα, κι΄ ας ανησυχούσαν δήμαρχοι και τοπικές αρχές για το επαπειλούμενο «πλήγμα στην τοπική οικονομία» και πατώντας πάνω στην απουσία του όποιου ενδιαφέροντος από την κεντρική κυβέρνηση, επιχειρούσαν μερατσιστικές και συχνά κτηνώδεις λογικές και μεθόδους, τον εξοβελισμό του «προβλήματος» (δηλαδή, κυνηγημένων ανθρώπων, ανάμεσα τους μανάδων, εγκύων, παιδιών, βρεφών, ασθενών κλπ) από την τοπική κοινωνία.

Τόσο στην διεθνή πολιτική σκηνή όσο και στην Ελλάδα, η απεγνωσμένη προσπάθεια προσφύγων και μεταναστών να βρουν οδό διαφυγής προς εκεί που (έστω και ως απλώς προσδοκία) υπάρχει ασφάλεια και/ή τροφή, μακριά από το καθημερινό μακελειό και την πείνα, θα έπρεπε να θεωρείται «λογικά ορθή» και ευκταία (Ζ. Bauman).

Και, ως εκ τούτου, αυτονόητα να ενισχύεται αυτή η εξ΄ ανάγκης επιθυμία με την διασφάλιση της ελεύθερης και ασφαλούς μετακίνησης διαμέσου των συνόρων των χωρών περάσματος, ή τελικού προορισμού.

Αυτό που καθένας εκ των «ιθαγενών» («γνήσιων, εκ γενετής ελλήνων») της ελληνικής και της όποιας ευρωπαϊκής επικράτειας θα θεωρούσε «ορθό και λογικό» για τον εαυτό του και γενικά για όποιον άνθρωπο στον κόσμο, το να έχει, δηλαδή, την ελευθερία, και την δυνατότητα, να διαφύγει τον κίνδυνο για τη ζωή του και την πείνα και να μεταβεί εκεί όπου υπάρχει «ασφάλεια και/ή άφθονη τροφή», το αρνείται, και με βάναυσο τρόπο, ακριβώς τη στιγμή που αποχτά συγκεκριμένη μορφή και «χτυπά την πόρτα του».

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση επαίρεται ότι έσπασε τα σύνορα και προήγαγε την ελευθερία της κίνησης, αλλά αυτό φυσικά αφορά μόνο το κεφάλαιο, που αυτή η ελευθερία κίνησής του έχει καταστρέψει χώρες και έχει μετατρέψει πληθυσμούς ολόκληρους σε «παράπλευρες απώλειες», απόβλητα και απορρίμματα της καταστροφικής κερδοσκοπικής του δράσης, αλλά τα οποία απορρίμματα πρέπει να μείνουν στην «χωματερή» της πείνας και του θανάτου, στην οποία έχει μεταβληθεί ο τόπος τους – γι΄ αυτούς δεν υπάρχει ελευθερία κίνησης, αλλά μόνο σύνορα, φράκτες και πνιγμοί στις θάλασσες, αν επιχειρήσουν να μετακινηθούν.

Στη λογική και πρακτική που έχει διακηρύξει ο Θ. Πλεύρης (και μαζί του ο Αδωνις και άλλοι ακροδεξιοί, χρυσαυγίτες κλπ) ότι «η φύλαξη των συνόρων δεν μπορεί να υφίσταται αν δεν υπάρχουν απώλειες….αν δεν υπάρχουν νεκροί».

Και, φυσικά, δεν πρόκειται για κάτι που δημιουργούν οι διακινητές (ή οι «δουλέμποροι» όπως ανακριβώς και παραπλανητικά τους ονομάζουν οι κρατούντες και άλλοι παρασυρόμενοι από τον δημαγωγικό χαρακτήρα του όρου).

Διακινητές δεν θα υπήρχαν αν δεν ήταν κλειστά τα σύνορα, αν δεν υπήρχε η «Ευρώπη-φρούριο».

Ο καθένας μας θα έψαχνε κάποιον να τον διευκολύνει να διαφύγει από μια χώρα που επικρέμεται ο θάνατος, για να περάσει σε μιαν άλλη που έχει κλειστά τα σύνορά της.

Και όσο πιο κλειστά τα σύνορα, όσο πιο δύσκολη η διαφυγή/μετακίνηση, τόσο πιο απαραίτητα, ακριβά και οργανωμένα τα κυκλώματα των διακινητών.

Αντιμέτωπες με τα όλο και μεγαλύτερα κύματα προσφύγων, αλλά και «οικονομικών μεταναστών», οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ, λειτουργώντας με τα ίδια απορριπτικά/ρατσιστικά πολιτικά προτάγματα, «αλληλοσφάζονται» για την υποτιθέμενη κατανομή ενός σχετικά μικρού αριθμού προσφύγων, αλλά στην γενική απόρριψη/σφαγή (χωρίς εισαγωγικά) του κύριου όγκου των προσφύγων και των μεταναστών, του παρόντος, αλλά και των πολύ περισσότερων που θα καταφθάσουν στο προσεχές μέλλον, είναι όλες σύμφωνες.

Εξ΄ ού και η πολιτική που αποφάσισαν ομόφωνα να υλοποιήσουν με επίκεντρο τις χώρες εισόδου, την Ιταλία, αλλά ιδιαίτερα την Ελλάδα.

Αφενός, τα hot spots (που ήδη στην Ελλάδα αποφασίστηκε εν ριπή οφθαλμού να είναι στα πέντε νησιά, Λέσβο, Χίο, Σάμο, Λέρο, Κω, καθώς και στον Πειραιά ως συντονιστικού κέντρου), όπου θα γίνεται η καταγραφή, η ταυτοποίηση και εν συνεχεία η διαλογή μεταξύ «προσφύγων» και «οικονομικών μεταναστών», με τους πρώτους να προωθούνται προς άλλες χώρες της ΕΕ για χορήγηση ασύλου κλπ και τους δεύτερους να κρατούνται προς απέλαση/επαναπροώθηση.

Και, αφετέρου, ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη φύλαξη των συνόρων (δηλαδή στα νησιά του Αιγαίου και στο Εβρο) με ειδικές δυνάμεις χρηματοδοτούμενες και ελεγχόμενες απευθείας από την ΕΕ.

Καταλαβαίνει κανείς σε θα τι συνίσταται η εντατικοποίηση της φύλαξης των συνόρων, όταν ακόμα και τους πολυσυζητημένους «120.000 πρόσφυγες» δεν είναι σε θέση να τους δεχτούν στις χώρες τους.

Σημαίνει μαζικές δολοφονίες. Και πώς θα γίνει η διάκριση μεταξύ «προσφύγων» και «οικονομικών μεταναστών»;

Υπάρχουν κριτήρια που μπορεί να διακρίνουν, πχ, την άμεση απειλή στη ζωή σε μια εμπόλεμη χώρα, με την καταστροφή της οικονομίας της χώρας, ένεκα της οποίας η πλειονότητα του πληθυσμού δεν μπορεί πλέον να ζήσει ακόμα και όταν δεν απειλείται άμεσα η ζωή του από τις πολεμικές συρράξεις;

Και σε τι πρακτικά διαφέρει αυτή η, λόγω του πολέμου, οικονομική καταστροφή από την οικονομική καταστροφή που έχουν φέρει οι διάφορες πολυεθνικές;

Και ποιος θα εγγυάται την αξιοπιστία των όποιων κριτηρίων ορισμού του «πρόσφυγα», όταν υπάρχει εκ προοιμίου το κριτήριο της αποφυγής της απόδοσης του χαρακτήρα του «πρόσφυγα» και της ελαχιστοποίησης του αριθμού τους;

Ποιος θ’ αποτελεί την εγγύηση; Οι εντεταλμένες δυνάμεις της Frontex, που ήδη λειτουργούν, στην διαδικασία της ταυτοποίησης, με την αναγραφή, με μαρκαδόρο, στο χέρι του «πρόσφυγα» ενός αριθμού που αναφέρεται στην «ταυτότητά» του, όπως ακριβώς στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης;

Και το κυριότερο: Γιατί να υπάρχει διαφορά μεταξύ «πρόσφυγα» και «οικονομικού μετανάστη»;

Η μόνη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ειδών «απόβλητων ανθρώπων» είναι ότι, ενώ οι «πρόσφυγες» τείνουν ν΄ αποτελούν προϊόντα ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων για την εγκαθίδρυση, επιβολή και διατήρηση της τάξης που επιθυμούν οι ισχυροί, οι«οικονομικοί μετανάστες» είναι ένα υποπροϊόν της οικονομικής άλωσης του πλανήτη από το διεθνές κεφάλαιο, το ίδιο που, «όταν δεν μπορεί αλλιώς», στέλνει τα βομβαρδιστικά του, τις στρατιές του και τους μισθοφόρους του.

Τα αίτια της ύπαρξης των δυο ειδών «αποβλήτων» έχουν παγκόσμιο και ταυτόσημο χαρακτήρα Z. Bauman). Το ζήτημα των πληθυσμιακών μετακινήσεων, το ζήτημα του «πρόσφυγα» και του «οικονομικού μετανάστη» δεν είναι προσωρινό.

Αποτελεί μια κεντρική παράμετρο των κοινωνικών/ταξικών συγκρούσεων του παρόντος και του προσεχούς μέλλοντος, ένα ζήτημα με το οποίο θα ζήσουμε για δεκαετίες και η αντιμετώπισή του μπορεί να είναι είτε μια στιγμή στην κατεύθυνση της κοινωνικής χειραφέτησης, είτε το πρώτο βήμα για ένα νέο ολοκληρωτισμό ναζιστικού τύπου.

Γιατί εκτός από τους ολίγους που θα κριθούν ότι δικαιούνται ασύλου, οι υπόλοιποι που «δεν» το δικαιούνται και όσοι κριθούν «οικονομικοί μετανάστες» προς επαναπροώθηση, πού θα κρατούνται μέχρι ν΄ απελαθούν και πού θα εγκλείονται;

Προφανώς, όχι στα «κέντρα υποδοχής», αλλά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και να τα βαφτίσουν.

Η αντιμετώπιση του ζητήματος της λεγόμενης από τους κρατούντες «παράτυπης μετανάστευσης» αυστηροποιείται και αναλαμβάνεται απευθείας από την ΕΕ.

Είναι αυτές οι λογικές αντιμετώπισης του προβλήματος που μπορεί ν΄ ανοίξουν το δρόμο, πχ, στο ξανάνοιγμα των χώρων του ψυχιατρείου της Λέρου, που, αν μη τι άλλο, έχει δοκιμαστεί στο παρελθόν ως κολαστήριο ποικίλων κατηγοριών αποκλεισμένων, ψυχασθενών, πολιτικών κρατουμένων κλπ.

Και το ξανάνοιγμά του το προωθούν οι τοπικές αρχές με την κρυφή ελπίδα ότι θα προσφέρει πόρους από προμήθειες και θέσεις εργασίας σαν αυτές που υποσχόταν ο Μ. Χρυσοχοϊδης όταν άνοιγε το 2012 την Αμυγαδαλέζα (θέσεις οι οποίες έχουν δοκιμαστεί στην Λέρο για πολλές δεκαετίες).

Σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς και υπό ποιούς όρους θα γίνεται η επαναπροώθηση – απευθείας από τα νησιά, ή από αυτά θα μεταφέρονται στην ηπειρωτική χώρα και μετά από επ΄ αόριστον κράτηση στα στρατόπεδα εγκλεισμού μέχρι να γίνει κατορθωτή η απέλαση, θα γεμίζουν αεροπλάνα (ή πλοία;) με επαναπροωθούμενους για να τους αδειάζουν πού;

Στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στο Πακιστάν, σε κάποια χώρα της Αφρικής και πώς;

Είναι περισσότερο από σαφές ότι με το προς εφαρμογή πλάνο της ΕΕ θα χυθεί πολύ αίμα. Θα υπάρξει πολλή βία για την αποφασιστική φύλαξη των συνόρων, όχι πια του πάλαι ποτέ και τώρα υπερχρεωμένου έθνους-κράτους, αλλά, πλέον, της Ευρώπης φρούριου – γεμάτης από φράκτες και ειδικές δυνάμεις καταστολής.

Το ζήτημα, εν προκειμένω, είναι να δούμε τον πρόσφυγα και τον μετανάστη όχι ως τον «άλλο», τον ξένο προς απέλαση, ως τον στερημένο από την ανθρωπινότητά του άνθρωπο, ως τον παρία που εξ΄ ορισμού, «δεν έχει δικαίωμα να έχει δικαιώματα».

Αν πραγματικά συνειδητοποιούμε την συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη στην οποία βρισκόμαστε, τότε ένα από τα πρώτα ζητήματα που πρέπει να τεθούν σε αμφισβήτηση είναι η παλιά τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος.

Ενα μόνιμο καθεστώς «ανθρώπου καθαυτόν», είναι αδιανόητο για το δίκαιο του έθνους-κράτους. Όπως υπογραμμίζει ο G Agamben, «το ότι δεν υπάρχει κανένας αυτόνομος χώρος μέσα στην πολιτική τάξη του έθνους-κράτους για κάτι σαν τον καθαρό άνθρωπο καθαυτόν είναι εμφανές τουλάχιστον από το γεγονός ότι, ακόμη και στην καλλίτερη των περιπτώσεων, η θέση του πρόσφυγα θεωρείται πάντα μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση, είτε στον επαναπατρισμό».

Ακριβώς η φιγούρα του πρόσφυγα και του μετανάστη που θα έπρεπε κατ΄ εξοχήν να ενσαρκώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου, συνιστά, αντίθετα, την ριζική κρίση αυτής της έννοιας.

Σ΄ αυτό το σύστημα του έθνους-κράτους, αυτή η φιγούρα του πρόσφυγα, όπως και του μετανάστη, σύμφωνα και πάλι με τον G. Agamben, «σπάζει την ταύτιση μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, μεταξύ γέννησης και εθνικότητας» (ότι, δηλαδή, «έλληνας» μόνο γεννιέσαι κλπ).

«Και είναι γι΄ αυτό, επειδή ο πρόσφυγας αποδιαρθρώνει την τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος, που αυτή η φαινομενικά περιθωριακή φιγούρα αξίζει να θεωρηθεί μάλλον σαν κεντρική φιγούρα στης πολιτικής μας ιστορίας».

Και συνεχίζει: «Να μη ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα στην Ευρώπη χτίστηκαν για τον έλεγχο των προσφύγων και ότι η χρονική διαδοχή-στρατόπεδα εγκλεισμού, στρατόπεδα συγκέντρωσης στρατόπεδα εξόντωσης – εκπροσωπεί μιαν απολύτως πραγματική σχέση καταγωγής…. Προτού ανοίξουν πάλι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ευρώπη (κάτι που έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει) τα έθνη-κράτη πρέπει να βρουν το θάρρος να θέσουν υπό διερώτηση την ίδια την αρχή της εγγραφής της γέννησης-και την τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος που βασίζεται σ΄ αυτήν».

Όπως ο ίδιος αναφέρει, το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία δεν έγινε από τους ναζί, αλλά από τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, το 1923, για τον εγκλεισμό στρατευμένων κομμουνιστών, ενώ ταυτόχρονα, την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε στο Κότομπους Ζήλοφ, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για αλλοδαπούς, όπου κρατήθηκαν, ως επί το πλείστον, εβραίοι πρόσφυγες από τις ανατολικές χώρες – το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης του 20ου αιώνα για εβραίους (αν και δεν ήταν στρατόπεδο εξόντωσης).

Μόνο όταν μάθουμε ν΄ αναγνωρίζουμε «τον πρόσφυγα που οι ίδιοι είμαστε», είναι σήμερα νοητή η πολιτική μας επιβίωση ως ανθρώπων.

Σύνορα ανοιχτά, ριζική αναδιοργάνωση της κοινωνίας, των δομών της και των πόρων της στη βάση της απάντησης στις ανάγκες του «άλλου», έλληνα ή «ξένου», η ανταπόκριση στο κάλεσμα του οποίου μας συγκροτεί ως υποκείμενα.

Το ζήτημα δεν είναι θεωρητικό. Είναι πολύ πρακτικό.

Πραγματικό άνοιγμα των συνόρων σημαίνει έξοδο από τη ΕΕ, ανατροπή των μνημονίων και διαγραφή του χρέους, για μια πραγματική φιλοξενία.

Σημαίνει κοινούς αγώνες ενάντια στον κοινό εχθρό, μέσα και έξω από τη χώρα, ενάντια σε κάθε μορφής ρατσισμό, ανοιχτό ή συγκαλυμμένο, ενάντια στο όποιο ναζιστικό ή ακροδεξιό μόρφωμα.

Διαφορετικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος – και θα φανεί πολύ σύντομα αυτό που ήδη προετοιμάζεται – εκτός από αυτόν των στρατοπέδων και της εξόντωσης.

Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες θα συνεχίσουν να έρχονται, όλο και περισσότεροι.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές:

Ζ. Bauman: «Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο». Ελλ. έκδοση. Πολύτροπο, 2004. Επίσης, του ιδίου: «Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας». Ελλ. έκδοση Κατάρτι, 2005.

G. Agamben: «Πέρα από τα δικαιώματα του ανθρώπου», στο «Εμείς οι πρόσφυγες». Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2015. Επίσης, του ιδίου: «Homo sacer. Κυρίαρχη εξουσία κα γυμνή ζωή». Ελλ. έκδοση scripta, 2005.

Πηγή: Θεόδωρος Μεγαλοοικονόμου *Ψυχίατρος – “Εφημερίδα των Συντακτών”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *