Πού ’σαι νιότη…

 

Η δεκαετία του 1980 υπήρξε η ύστερη φάση της Μεταπολίτευσης, η εποχή που αναμετρήθηκαν με την πραγματικότητα τα οράματα, όχι μόνο των αμέσως προηγούμενων χρόνων αλλά και παλαιότερων εποχών: το κεντροαριστερό σχέδιο της δεκαετίας του ’60 για μια δημοκρατική κοινωνία που θα συνδύαζε τον σεβασμό των ατομικών ελευθεριών με μια κεϊνσιανή, φιλολαϊκή οικονομική πολιτική και τον δομικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, ακόμη και οι ΕΑΜικές επαγγελίες για ένα λαοκρατικό καθεστώς που θα κινούνταν σε παρόμοια κατεύθυνση.

Συλλογικά αιτήματα και διεκδικήσεις δεκαετιών αποκρυσταλλώθηκαν θεσμικά, κάποια άλλα παραπέμφθηκαν οριστικά στις καλένδες του απραγματοποίητου· σε κάθε περίπτωση, διαδοχικές γενιές («της Αντίστασης», «του 1-1-4», «του Πολυτεχνείου») βρέθηκαν τότε αντιμέτωπες με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά όρια του επιθυμητού κοινωνικού μετασχηματισμού, που η διάσημη πρωθυπουργική ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου κωδικοποίησε σαν διάκριση μεταξύ «οράματος» και «εφικτού».

Στο πεδίο των μαζικών κινημάτων, η δεκαετία του ’80 γνώρισε την πρωτοτυπία μιας βραχύβιας αλλά καθοριστικής σύζευξης ανάμεσα στο «πεζοδρόμιο» και τους υπουργικούς προθαλάμους.

Λόγω της ιδιάζουσας τότε συγκυρίας, τα κινήματα δεν πρόβαλαν αποκλειστικά και μόνο αντιστάσεις, αμυντικού ή συντεχνιακού χαρακτήρα.

Προωθούσαν, επιπλέον, μια σειρά από διεκδικήσεις για μεταρρυθμίσεις που εκκολάπτονταν επί χρόνια και φάνταζαν πλέον υλοποιήσιμες· οι θεσμικοί εκπρόσωποί τους αποτελούσαν προνομιακούς συνομιλητές της πολιτικής εξουσίας, οποιαδήποτε δε εχθρική ή περιφρονητική αντιμετώπισή τους από τους φορείς της τελευταίας ερμηνευόταν από τους πάντες ως αντιδημοκρατική πρόκληση.

Σε αντίθεση με όλες τις μεταγενέστερες «κινηματικές» γενιές, που η τροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων καθήλωσε σε σισύφειες προσπάθειες για την ανάσχεση αλλεπάλληλων κυβερνητικών «μεταρρυθμιστικών» πρωτοβουλιών, που κινούνταν σχεδόν πάντα σε αντιλαϊκή κατεύθυνση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα φώτα της θετικής δημοσιότητας (και τις συνακόλουθες πρακτικές) θα προσέλκυε άλλωστε προνομιακά η ενασχόληση όχι με τα κοινωνικά προβλήματα αλλά με τα «εθνικά μας ζητήματα», με όσα αυτό συνεπαγόταν για τους προσανατολισμούς και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά μιας μεγάλης μερίδας του τότε φοιτητικού, πολιτικού και συνδικαλιστικού δυναμικού.

Μπορεί ν’ απέχουμε πια μια ολόκληρη γενιά από εκείνη τη δεκαετία, την τόσο κρίσιμη τελικά για την κατανόηση του κόσμου που ζούμε, οι ιστορικοί όμως και οι πολιτικοί επιστήμονες απαξιούν συνήθως ν’ ασχοληθούν μαζί της.

Παραμένει έτσι μια εποχή κατασυκοφαντημένη από τον κυρίαρχο σήμερα δημόσιο λόγο, που στη Μεταπολίτευση βλέπει μόνο σκάνδαλα, διαφθορά και τη συλλογική έκπτωση από τις νόρμες που προϋποθέτει η ένταξη και η παραμονή μας στον σκληρό πυρήνα της ενωμένης Ευρώπης.

Ενα και μοναδικό επιστημονικό πόνημα έχει προσπαθήσει μέχρι σήμερα να καταγράψει, εν είδει λημμάτων, κάποιες από τις βασικές ιδιομορφίες εκείνων των χρόνων («Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό», επιμ. Βασίλη Βαμβακά – Παναγή Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2010, εκδ. Το Πέρασμα).

Τα πράγματα θα μπορούσαν, βέβαια, να είναι ακόμη χειρότερα. Εδώ ολόκληρη χούντα, η σκιά της οποίας επικαθόρισε τον δημόσιο λόγο των τελευταίων δεκαετιών στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό με την αιματηρή δεκαετία του ’40, εκπροσωπείται στη βιβλιογραφία από τρία όλα κι όλα αξιόλογα έργα: την τρίτομη «Ιστορία της Δικτατορίας» του δημοσιογράφου Σόλωνα Γρηγοριάδη, γεγονοτολογική αφήγηση που γράφτηκε κι εκδόθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση (Αθήνα 1975, εκδ. Καπόπουλος), το βιβλιαράκι «Η στρατιωτική δικτατορία 1967-1974» που μοίρασαν προ εξαετίας «Τα Νέα» με επιμελητή τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, και τα πρακτικά ενός επιστημονικού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε το 1997 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο («Η δικτατορία 1967-1974», επιμ. Γιάννα Αθανασάτου – Αλκης Ρήγος – Σεραφείμ Σεφεριάδης, Αθήνα 1999, εκδ. Καστανιώτης).

Ας ελπίσουμε, πάντως, ότι αυτή η ολιγωρία οφείλεται σε χρονικούς ή/και τεχνικούς αποκλειστικά λόγους – κι ότι, με το σταδιακό άνοιγμα των αντίστοιχων αρχειακών συλλογών, τόσο η δεκαετία του ’80 όσο και η ευρύτερη Μεταπολίτευση θ’ αποσπάσουν τελικά το ερευνητικό ενδιαφέρον που τους αξίζει.

Στις σελίδες που ακολουθούν προσφέρουμε κάποια πρώτα ερεθίσματα για την ανίχνευση των τάσεων που ήδη περιγράφηκαν, ανατρέχοντας στις απαρχές της πολιτικής στράτευσης όσων διαχειρίζονται σήμερα τις τύχες μας, τις διαχειρίστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν ή φιλοδοξούν να τις διαχειριστούν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.

Δεν πρόκειται, φυσικά, για τίποτα περισσότερο από την απλή καταγραφή κάποιων σποραδικών στιγμών, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στον φωτογραφικό φακό και το προσωπικό αρχείο του επιμελητή της στήλης.

10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1987. Η «γενιά της Αλλαγής» διαρρηγνύει στο πεζοδρόμιο τις σχέσεις της με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, προσδίδοντας πολιτικά χαρακτηριστικά στη διάχυτη δυσφορία για ποικίλες πτυχές της κρατικής πολιτικής στα ΑΕΙ.

Για πρώτη φορά μετά το 1979-80 η ριζοσπαστική Αριστερά αναδεικνύεται σε ηγεμονικό πόλο του φοιτητικού κινήματος, αποσπώντας αποφάσεις γενικών συνελεύσεων για κατάληψη των σχολών και συγκροτώντας δικά της μπλοκ, διακριτά από εκείνα της ΕΦΕΕ που ελέγχει η συμμαχία ΚΝΕ-ΠΑΣΠ.

Γιώργος Χουλιαράκης

Στην πρώτη γραμμή του μπλοκ των καταληψιών, δεύτερος από δεξιά, διακρίνεται ο Γιώργος Χουλιαράκης, μέλος τότε των Αριστερών Συσπειρώσεων στο Οικονομικό της Νομικής (1).

Γιώργος Χουλιαράκης, Μηλιός Ελένη Πορτάλιου, Γιάννης Μηλιός, Αγησίαλος Χριστοδουλόπουλος

Σε άλλη φωτογραφία των ημερών, ο σημερινός υπουργός Οικονομικών συντονίζει εκδήλωση στο πλαίσιο της κατάληψης, με ομιλητές τους Αγησίλαο Χριστοδουλόπουλο (της Κ.Ο. Μαχητής), Ελένη Πορτάλιου (του ΚΚΕσ.-Α.Α.) και Γιάννη Μηλιό (2).

«Τα επόμενα χρόνια, στην προοπτική της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”, η θέση των φοιτητών -αλλά και της νεολαίας γενικότερα- θα επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο» Γιώργος Χουλιαράκης (περιοδικό «Μήπως», τχ.6, τέλη 1987)

Για το σκεπτικό των τότε κινητοποιήσεων, αρκετά εύγλωττη είναι η απόφαση της γενικής συνέλευσης του Οικονομικού (6.11.) που μοιραζόταν ως προκήρυξη στην πορεία: «Καταδικάζουμε την κυβερνητική πολιτική της λιτότητας, της περικοπής των κοινωνικών δαπανών, της ανεργίας. Η πολιτική αυτή αναβάθμισης των κερδών και των επιχειρηματικών δυνατοτήτων του κεφάλαιου σε βάρος των μισθωτών και της νεολαίας, δύσκολα πια μπορεί να κρύβεται πίσω από το γελοίο επιχείρημα της “ανάπτυξης για το καλό όλων”».

Σε δικό του κείμενο για το φοιτητικό κίνημα εκείνης της χρονιάς, δημοσιευμένο στο αριστερό περιοδικό «Μήπως» (τχ. 6, 11.1987-1.1988, σ. 88-9), ο Γιώργος Χουλιαράκης διαπίστωνε «μια νέα, “αυθεντική” πολιτικοποίηση στη βάση των πραγματικών προβλημάτων», η οποία «αναδεικνύει νέες προοπτικές στο ζήτημα του αντικαπιταλιστικού πόλου στα πανεπιστήμια, αλλά και στη νεολαία. Ιδιαίτερα απέναντι στις επιταγές που θα θέσει η συγκυρία τα επόμενα χρόνια, όταν στην προοπτική της “ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης” η θέση των φοιτητών -αλλά και της νεολαίας γενικότερα- θα επιδεινώνεται όλο και περισσότερο».

ΤΕΛΗ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1984. Γενική συνέλευση των φοιτητών του Νομικού. Ημερήσια διάταξη ρουτίνας, γραπτά ίχνη της οποίας στάθηκε αδύνατο να εντοπιστούν· σε γενικές πάντως γραμμές, οι κινητοποιήσεις εκείνου του φθινοπώρου πρόβαλλαν πρωτίστως οικονομικά αιτήματα, όπως η αύξηση της τιμής του «κουπονιού» με το οποίο διατρέφονταν οι «άποροι» φοιτητές (ακριβέστερα: όσων οι γονείς δήλωναν λίγα στην Εφορία – τα παιδιά των δημοσίων υπαλλήλων θεωρούνταν κατά κανόνα υπερβολικά εύπορα γι’ αυτές τις παροχές, σε αντίθεση μ’ εκείνα των δικηγόρων, των γιατρών και των πάσης φύσης εμπόρων).

Γιώργος Κατρούγκαλος

Στο βήμα ο Γιώργος Κατρούγκαλος, κεντρικός τότε συνδικαλιστής της ΚΝΕ στη σχολή (3).

Κωστής Χατζηδάκης, ΔΑΠ-ΝΔΦΚ

Μεταξύ των συνωστιζόμενων στο προεδρείο διακρίνεται ο Κωστής Χατζηδάκης, δευτεροετής με πλούσια κόμη και ανερχόμενο ήδη στέλεχος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ (4).

Mάκης Βορίδης, Γιώργος Κατρούγκαλος, Δημήτρης Τσιόδρας, Κατερίνα Πελέκη, Χρήστος Χατζηεμμανουήλ

■ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1985. Ο Μάκης Βορίδης απολογείται στη γενική συνέλευση του Νομικού, πριν αυτή αποφασίσει τη διαγραφή του από τον σύλλογο ως φασίστα.

Σε πρώτο πλάνο αριστερά ο Κατρούγκαλος και δεξιά, με μουστάκι και το αυτοκόλλητο της «Πανσπουδαστικής» στο πέτο, ο Δημήτρης Τσιόδρας, στέλεχος της ΚΝΕ τότε και του Ποταμιού σήμερα· στο βάθος αριστερά, με τα τσιγάρα ανά χείρας, η ΔΑΠίτισσα Κατερίνα Πελέκη, μετέπειτα σύζυγος Βουλγαράκη και γνωστή πλέον στο πανελλήνιο ως η βασική συμβολαιογράφος του σκανδάλου Βατοπεδίου (5).

Χρήστος Χατζηεμμανούηλ

Για ελάσσονες λόγους στην ίδια συνέλευση διαγράφηκε «επί φασισμώ» και ο συνδικαλιστής της ΔΑΠ Χρήστος Χατζηεμμανουήλ, μετέπειτα golden boy της κυβέρνησης Καραμανλή (ΟΠΑΠ, Ολυμπιακά Ακίνητα) – εδώ, με την ντουντούκα, σε παλιότερο ενσταντανέ από τις φοιτητικές εκλογές του 1984 (6).

■ 25 ΜΑΡΤΙΟΥ 1986. Ανήμερα της εθνικής γιορτής, η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος (Νεολαία του ΚΚΕ εσωτερικού) επιχειρεί να κλείσει τη Συγγρού, διαμαρτυρόμενη για την επίσκεψη του Αμερικανού Υπ.Εξ. Τζορτζ Σουλτς στην Ελλάδα.

Νίκος Φίλης, Ηλίας Μόσιαλος, Πάνος Λάμπρου

Υστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις με τον αστυνομικό διευθυντή Νίκωνα Αρκουδέα, η κεφαλή της διαδήλωσης δίνει το σήμα για την κατάληψη του οδοστρώματος· εκτός από τον γραμματέα της οργάνωσης Νίκο Φίλη (με την ντουντούκα), διακρίνονται μεταξύ άλλων ο μετέπειτα υπουργός Επικρατείας του ΓΑΠ, Ηλίας Μόσιαλος, και το σημερινό ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Λάμπρου (7).

Αστυνομικές δυνάμεις πατάσσουν το εγχείρημα κατάληψης της Λ. Συγγρού, 25 Μαρτίου 1986

Το εγχείρημα πατάχθηκε ταχύτατα από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις (8), αν και με πολύ μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση από εκείνη που τα ΜΑΤ (δεν) επέδειξαν την επομένη, απέναντι στην αντίστοιχη απόπειρα των αντιεξουσιαστών να διαδηλώσουν στο κέντρο της Αθήνας.

7 ΜΑΪΟΥ 1988. Νεολαία πλέον του ΚΚΕσ.-Α.Α. (της μετέπειτα ΑΚΟΑ), αλλά με τον ίδιο πάντα γραμματέα, η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος προσπαθεί να οργανώσει αντιαυταρχική συναυλία έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού, την επαύριο της αυτοκτονίας ενός ανήλικου κρατουμένου, με αίτημα την κατάργηση των φυλακών ανηλίκων.

Πάνος Σκουρλέτης, Νίκος Βούτσης, ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος
Πάνος Σκουρλέτης, Νίκος Βούτσης, ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος

Με δικαιολογία μια «μίνι εξέγερση» που είχε προκληθεί στην πτέρυγα ανηλίκων ύστερα από προηγούμενη συγκέντρωση της οργάνωσης στον ίδιο χώρο, η συναυλία απαγορεύτηκε κι οι συγκεντρωμένοι, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ο σημερινός υπουργός Ενέργειας και Περιβάλλοντος Πάνος Σκουρλέτης κι ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρές δυνάμεις των ΜΑΤ (9-10).

Συνεννοήση με τους υπεύθυνους των φυλακών Κορυδαλλού για την συναυλία

Παρά την προσπάθεια συνεννόησης με τους υπεύθυνους των φυλακών και τον εισαγγελέα (11), η συναυλία μεταφέρθηκε αναγκαστικά στην κεντρική πλατεία του δήμου, μακριά πολύ από το κοινό στο οποίο αρχικά απευθυνόταν.

Η πρεμιέρα του Αδώνιδος

Ο Αδωνις Γεωργιάδης σε γενική συνέλευση στις 12 Μαρτίου 1992

Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του σημερινού υποψήφιου αρχηγού της Ν.Δ. πραγματοποιήθηκε στις 12 Μαρτίου 1992, σε μια γενική συνέλευση των φοιτητών της Φιλοσοφικής για το Μακεδονικό.

Γενική συνέλευση στις 12 Μαρτίου 1992

Η εικόνα της έχει εν μέρει διασωθεί χάρη σε κάποια ολιγόλεπτα πλάνα που βιντεοσκόπησα από τους διαπληκτισμούς του Αδώνιδος με μέλη αριστερών παρατάξεων της σχολής, κάποια από τα οποία εξελίχθηκαν σε γνωστούς σήμερα ιστορικούς.

Ο Σπυρίδων-Αδωνις ήταν τότε μέλος (και κεντρικός ομιλητής) μιας παρέας με την επωνυμία Πρωτοβουλία για την Προστασία της Ελληνικής Ιστορίας (ΠΠΕΙ), γνωστότερης στον καθημερινό λόγο των αντιφρονούντων ως «τα ππέι».

Αδωνις Γεωργιάδης, φοιτητής, ΠΠΕΙ

Με δική της πρωτοβουλία, που ελέω εθνικής ομοψυχίας υποστηρίχτηκε από τις φοιτητικές παρατάξεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, προέκυψε η σύγκληση της συγκεκριμένης συνέλευσης ενάντια στις αριστερές παρατάξεις της σχολής (ΣΑΦ, ΚΑΡΦΙ, Πανσπουδαστική) που προέκριναν απέναντι στο ζήτημα μια διεθνιστική στάση.

Χάρη στην παρέμβαση πλειάδας δεξιών και πάλαι ποτέ χουντικών καθηγητών, που εξόρκιζαν τους απολίτικους φοιτητές τους να μετάσχουν για εθνικούς λόγους σ’ αυτήν ειδικά (και μόνο) τη συνέλευση, το ψήφισμα των ΠΠΕΙ-ΔΑΠ-ΠΑΣΠ, με το οποίο καταδικάζονταν εξίσου «ο βιασμός της ιστορίας», «ο διεθνισμός», «η αδιαφορία» (για τα εθνικά θέματα) και -προσχηματικά- «ο εθνικισμός», υπερψηφίστηκε τελικά με σαφή πλειοψηφία.

Ο Αδωνις Γεωργιάδης ως φοιτητής ενώ αγορεύει

Η αγόρευση του Αδώνιδος δεν έχει διασωθεί, μια ιδέα όμως για το περιεχόμενό της αντλούμε από την απαντητική τοποθέτηση του ομιλητή της Κίνησης Αριστερών Φιλοσοφικής, Στρατή Μπουρνάζου: «Ειπώθηκαν πολλά πράγματα: ότι τα Σκόπια είναι ένα σκατό, ότι οι Αλβανοί φυγάδες…, τη λύση να δώσει ο στρατός κτλ. Αυτά δεν είναι καθόλου αστεία, είναι πολύ σοβαρά πράγματα, παιδιά. […] Εθνικισμός σημαίνει πόλεμος. Και νομίζω το ακούσατε κι εδώ πέρα, ν’ αναλάβει ο στρατός».

Στα διαθέσιμα πλάνα, ο Αδωνις διαχωρίζει τη θέση του από τις αντικυβερνητικές κορόνες της ΠΑΣΠ (με το σκεπτικό ότι τα εθνικά ζητήματα είναι υπερκομματικά) κι απαντά με τον προσφιλή τρόπο του στις εύστοχες επισημάνσεις του Παρασκευά Ματάλα, ότι η ελληνική βιβλιογραφία του φυλλαδίου που διακινούσε η ΠΠΕΙ αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από επώνυμους χουντικούς και φασίστες, όπως ο πάλαι ποτέ υπουργός Ναυτιλίας της χούντας, Ιωάννης Χολέβας: «Πόσο εθνικιστής είναι ο Ομηρος, ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος και οι λοιποί, στους οποίους δεν αναφέρθηκες καθόλου;»

Για πιο προχωρημένα γούστα, υπάρχει η βιντεοσκοπημένη παρέμβαση ενός άλλου μέλους της Πρωτοβουλίας, που διακήρυξε με στεντόρεια φωνή ότι «το Μοναστήρι είναι ελληνικό κι η 15η μεραρχία θα το πάρει μια μέρα», όπως ακριβώς «το 1918 η 3η μεραρχία με τον Νικόλαο Τρικούπη απελευθέρωσε τα Σκόπια», για να προσθέσει λίγο αργότερα ότι, σε πείσμα «του βλάκα του Βενιζέλου» που το 1913 την παραχώρησε στους Σλάβους, και «η Στρώμνιτσα είναι ελληνική, γιατί να μην την πάρουμε;»

Οταν τέλος ένας φοιτητής από το ακροατήριο τόλμησε να υπενθυμίσει πως, «αν υπήρξαν λάθη στην εθνική πολιτική, η ίδια η χούντα ήταν από μόνη της ένα λάθος», το κοινό του Αδώνιδος τον γιουχάισε δεόντως.

Σχολιάζοντας τότε τα συμβάντα, στον «Ιό» (19.4.1992), επισημαίναμε ως «ιστορική πρωτιά» της εν λόγω συνέλευσης «την πρώτη επίσημη συμμετοχή (από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα) χουντικής ομάδας σε διαδικασία του φοιτητικού κινήματος». Πού να ξέραμε τη συνέχεια…

Ο υπουργός και οι «φασίστες»

Aντώνης Τρίτσης, φοιτητές, 23 Οκτωβρίου 1986

Καθώς ο νεοδιόριστος Τρίτσης είχε πάψει να δέχεται σε ακρόαση εκπροσώπους φοιτητικών συλλόγων, αρνούμενος να συνδιαλεχτεί με οντότητες θεσμικά υποδεέστερες της ΕΦΕΕ, η πλειοψηφία της Γ.Σ. των φοιτητών αποφάσισε να κλιμακώσει τις μορφές πάλης.

Hταν ένα από τα πρώτα κρούσματα φοιτητικής «βίας» που αξιώθηκε να γίνει πρωτοσέλιδο τη δεκαετία του ’80 στις αθηναϊκές εφημερίδες.

Το βράδυ της 23ης Οκτωβρίου 1986 δεκάδες φοιτητές της Νομικής εισέβαλαν στην αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου και «βεβήλωσαν» την πανηγυρική εκδήλωση για τη σύσταση του αδελφού ιδρύματος της Κύπρου, κρεμώντας πανό και φωνάζοντας συνθήματα κατά του υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση.

Αιτία του κακού, μια πρόσφατη πρυτανική εγκύκλιος που περιόριζε τον αριθμό των μαθημάτων που μπορούσε να δηλωθεί (και να εξεταστεί) κάθε χρονιά, βάσει του νεότευκτου τότε συστήματος των εξαμήνων.

Ο υπουργός και οι «φασίστες»

Καθώς ο νεοδιόριστος Τρίτσης είχε πάψει να δέχεται σε ακρόαση εκπροσώπους φοιτητικών συλλόγων, αρνούμενος να συνδιαλεχτεί με οντότητες θεσμικά υποδεέστερες της ΕΦΕΕ, η πλειοψηφία της Γ.Σ. των φοιτητών αποφάσισε να κλιμακώσει τις μορφές πάλης – και να χαλάσει την (άσχετη) εθνοπρεπή φιέστα με ομαδική επίδοση σχετικού ψηφίσματος στον υπουργό εκτός ωραρίου.

Ο υπουργός και οι «φασίστες»

Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Κοστουμαρισμένοι κύριοι και κυρίες με βραδινά ενδύματα βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι μ’ ένα τσούρμο από αγανακτισμένους φοιτητές· ο Τρίτσης αποκάλεσε τους τελευταίους «φασίστες», ο αντιπρύτανης Στέλιος Νεγρεπόντης προτίμησε γαργαλιστικότερους χαρακτηρισμούς («αλήτες», «παλιοτόμαρα», «κωλόπαιδα»), η τελετή ολοκληρώθηκε στα πεταχτά και η επικοινωνιακή διαχείριση του συμβάντος πέρασε στην αρμοδιότητα πολιτικών αναλυτών και γελοιογράφων.

Από τις εφημερίδες των ημερών, η υπουργική εξύβριση των φοιτητών θεωρήθηκε πάντως λίγο πολύ ισάξια, ως αξιόμεμπτη προσβολή, με τη διατάραξη της επίσημης εκδήλωσης.

Μπορεί οι διαμαρτυρόμενοι να σχημάτισαν αλυσίδες στην είσοδο του κτιρίου για να εμποδίσουν την αποχώρηση των επισήμων αν ο υπουργός δεν παραλάμβανε το ψήφισμά τους, κανένα όμως ΜΜΕ δεν θεώρησε επιτρεπτό τον χαρακτηρισμό «φασίστες». Η μεταπολιτευτική δημοκρατία αισθανόταν αρκετά ισχυρή απέναντι σε παρόμοια μικροεπεισόδια· κυρίως όμως δεν υπήρχαν ακόμη ιδιωτικά κανάλια, ούτε τηλεπαράθυρα.

Ο υπουργός και οι «φασίστες»

Η πρωτοβουλία για τη δυναμική κινητοποίηση ανήκε στις αριστερές παρατάξεις που την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησαν στις φοιτητικές καταλήψεις: Δημοκρατικός Αγώνας (ΚΚΕ εσωτερικού), ΣΣΑΚ (διάσπαση της ΠΑΣΠ), Συσπειρώσεις (εξωκοινοβουλευτική Αριστερά).

Ο υπουργός και οι «φασίστες»

Πρωταγωνιστικό ρόλο, όπως διαπιστώνεται κι από τις φωτογραφίες που δημοσιεύουμε, διαδραμάτισαν ο σημερινός υφυπουργός Αθλητισμού Σταύρος Κοντονής, ο μέχρι πρότινος βουλευτής Βοιωτίας του ΣΥΡΙΖΑ (υποψήφιος κατόπιν της ΛΑ.Ε.) Θανάσης Σκούμας, ο νυν αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ Παναγιώτης Θανασάς και οι δικηγόροι Δημήτρης Μπελαντής (πρώην ΣΥΡΙΖΑ, νυν ΛΑ.Ε.) και Δημήτρης Βερβεσός (μέλος του Δ.Σ. του ΔΣΑ, υποστήριξε πρόσφατα το Ποτάμι).

Ως μέλη του προεδρείου της επίμαχης συνέλευσης, Κοντονής και Σκούμας υπέγραψαν τις επόμενες μέρες κι ένα απαντητικό κείμενο των «ταραξιών» προς τον υπουργό.

Η παρέμβαση στην εκδήλωση διέθετε επιπλέον τη διακριτική υποστήριξη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, αν και κανένα στέλεχός της δεν τόλμησε να μετάσχει στο τελικό ντου· με βασικό συνδικαλιστή τον Κωστή Χατζηδάκη, η παράταξη της Ν.Δ. διήνυε τότε την ύστατη φάση του φλερτ της με τις αριστερές αντιπολιτεύσεις προκειμένου να φθαρεί πάση θυσία η κυβέρνηση, πολιτική που εγκαταλείφθηκε οριστικά το επόμενο φθινόπωρο.

Το αρχικό ψήφισμα της συνέλευσης ήταν ομόφωνο, υπερψηφίστηκε δηλαδή τόσο από την κυβερνητική ΠΑΣΠ όσο κι από την ελαφρώς αντιπολιτευόμενη (τότε) ΚΝΕ – εξ ου κι αποτελούσε ένα αρκετά αντιφατικό συμπίλημα αντιαυταρχικών αιτημάτων και διακηρυκτικής εναντίωσης στη λειτουργία «δικηγορικών εταιρειών της ΕΟΚ» σε ελληνικό έδαφος. Κατόπιν εορτής, οι δύο αυτές παρατάξεις φρόντισαν βέβαια να διαφοροποιηθούν μεγαλόφωνα από το δυναμικό εγχείρημα που «έδωσε λαβή για συκοφάντηση του φοιτητικού κινήματος».

Μικρή αλλά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: η ιδέα για «προπαγανδιστική αξιοποίηση» της τελετής ρίχτηκε στη συνέλευση από τη συνδικαλίστρια της ΣΣΑΚ Χρύσα Χατζή, μετέπειτα βοηθός Συνήγορος του Πολίτη και διευθύντρια του γραφείου του υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *