Τα γεγονότα
Ταυτόχρονα από το καλοκαίρι του ’44 αρχίζουν να μαζεύονται στη Θεσσαλονίκηκαι οι ηγέτες των κυριότερωνδοσιλογικών οργανώσεων της Μακεδονίας. Ο Γ. Πούλος, ο Κισά Μπατζάκ (Κυρ. Παπαδόπουλος), συνοδευόμενος από τον Ξενοφώντα Γιοσμά κ.ά.Υπολογίζεται ότι είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη περισσότεροι από 15000 άντρες των διάφορων δοσιλογικών οργανώσεων. Τον Σεπτέμβριο πολλοί συνεργάτες των ναζί αναχωρούν, σιδηροδρομικώς ή αεροπορικώς, για τη Γερμανία. Κι ενώ το Ελληνικό Εθελοντικό Σώμα του Πούλου θα υποχωρήσει με τις υπόλοιπες δυνάμεις της Βέρμαχτ για να συνεχίσει να πολεμά μέχρι την άνοιξη του 1945 στη Σλοβενία και την Αυστρία, ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ) του Κισά Μπατζάκ, η Εθνική Ελληνική Ασφάλεια Πόλεως Θεσσαλονίκης του Αντώνη Δάγκουλα κι άλλες ομάδες ταγματασφαλιτών, αφού εξαπέλυσαν ένα τελευταίο όργιο τρομοκρατίας, προσπαθούν να ελιχθούν και να χρισθούν… «αντιστασιακοί» εντασσόμενοι στον ΕΔΕΣ. Τόσο ο Δάγκουλας, όσο κι ο Κισά Μπατζάκ έρχονται σε συνεννόηση με τον νέο γενική διοικητή Μακεδονίας Αθ. Χρυσοχόου κι ως τις 20.10 αποχωρούν από τη Θεσσαλονίκη και συγκεντρώνονται λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στο χωριό Άγιος Αθανάσιος.
“…Από την οδό Αγίας Σοφίας κατέβαιναν σαρώνοντας τις γειτονιές τα παιδιά του Κουλέ Καφέ, του Αγίου Παύλου, της Ακρόπολης, της Κασσάνδρου. Το Τσινάρι, Εσκί-Ντελίκ, Προφήτης Ηλίας, Διοικητήριο κατέβαιναν τη Βενιζέλου (…) Από το Βαρδάρι πάλι ερχόταν ξυπόλυτη, ρακένδυτη, πειναλέα, σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, η Ραμόνα, η Επτάλοφος, ο Παλιός Σταθμός, η Νεάπολη, η Σταυρούπολη, ενώ αντίθετα από τα ανατολικά κατέφθαναν μέσα στη σκόνη και τον αλαλαγμό με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά η Τούμπα, η Αγία Φωτεινή, η Ευαγγελίστρια, η Τριανδρία, ακόμη και η μακρινή Καλαμαριά (…) Πλημμύρισαν δρόμοι και πλατείες. Πανζουρλισμός. Φιλιόμασταν, αγκαλιαζόμασταν, χαϊδευόμασταν, δεν ξέραμε τι λέμε από την ταραχή μας. Λέγαμε «Χριστός Ανέστη», λέγαμε «Ελευθερία», «Ποτέ ξανά». Σάμπως να ’ταν στο χέρι μας, αλλά έτσι νομίζεις σε τέτοιες στιγμές (…) Μια καθυστερημένη διαδήλωση πλησίαζε από τα βάθη της Εγνατίας, το ανταριασμένο Βαρδάρι. Θά ‘ταν καμιά διακοσαριά σκελετωμένοι και κουρελήδες. Έμοιαζαν κρατούμενοι από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά. Κραύγαζαν ξέφρενα, φανατικά, κουνούσαν τη γροθιά με τόση ορμή που νόμιζες πως θα τους φύγει προς τον ουρανό το χέρι. Τεράστιες παντιέρες, ολοκόκκινες καμωμένες από αλεξίπτωτα γερμανικά χάιδευαν τα κουρεμένα κεφάλια…”
Επτά δεκαετίες μετά, είναι καιρός να δει το φως η πραγματική ιστορία αυτής της πόλης. Μια ιστορία αγώνων και θυσιών των “απόκληρων” (και) αυτής της πόλης.
Ηλίας Ν. Σμήλιος, δάσκαλος
Για τη σύνταξη του κειμένου αντλήσαμε πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό και χρησιμοποιήσαμε εκτενή αποσπάσματα από τις παρακάτω πηγές:
Αφήστε μια απάντηση