Το καρτέλ των καναλιών

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Το περασμένο Σάββατο ψηφίστηκε από τη Βουλή το νομοσχέδιο σχετικά με την «Αδειοδότηση παρόχων περιεχομένου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης», αλλά βέβαια, εκτός από τους προεδρεύοντες στις συνεδριάσεις, κανείς δεν το είπε έτσι, κανείς δεν τόλμησε να εκστομίσει αυτό το ανοικονόμητο μακρινάρι με τις οχτώ αλλεπάλληλες γενικές, όλοι έκαναν λόγο για το «νομοσχέδιο για τα κανάλια» ή «για τις τηλεοπτικές άδειες» ή χρησιμοποιούσαν κάποιαν άλλη βολική συντομευμένη αναφορά.

Norman Rockwell - New Television Antenna (1949)

Κανάλια λέμε στην καθομιλουμένη τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Ο όρος, που είναι απόδοση του αγγλικού channel, βρίσκεται μαζί μας από τα πρώτα πρώτα χρόνια της τηλεόρασης, από τα μέσα ή τα τέλη των 60. Η λέξη «κανάλι» βέβαια έχει την κυριολεκτική σημασία του τεχνητού αυλακιού μεταφοράς νερού ή της τεχνητής ή φυσικής διόδου και υπάρχει στη γλώσσα μας από την ελληνιστική εποχή ως κανάλιον, δάνειο από το λατινικό canalis· πιο σωστά αντιδάνειο, αφού η λατινική λέξη ανάγεται στην ελληνική κάννα, το καλάμι, μια παραγωγικότατη λέξη που έχει δώσει πλήθος άλλα αντιδάνεια στην ελληνική: το κανάτι, την κανέλα, το κανόνι, τα κανελόνια αλλά και την κάνουλα. Βέβαια, επειδή στη γλώσσα δεν πιάνουν οι εθνικές αποκλειστικότητες και τα μονοπώλια, η ίδια η αρχαία κάννα είναι σουμεριακό δάνειο.

Όσο για τη μεταφορική σημασία του τηλεοπτικού σταθμού, το channel αρχικά δήλωνε τη ζώνη συχνοτήτων όπου εξέπεμπε ο τηλεοπτικός και παλιότερα ο ραδιοφωνικός σταθμός, ενώ πιο παλιά ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί στην τηλεγραφία. Πάντως, οι Γάλλοι τον τηλεοπτικό σταθμό δεν τον αποκαλούν κανάλι αλλά chaîne, αλυσίδα.

Τους ιδιοκτήτες των καναλιών, που συνήθως είναι άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που την αντλούν από άλλες τους δραστηριότητες, ενίοτε νόμιμες, τους αποκαλούμε, σε οικείο ύφος, καναλάρχες, αξιοποιώντας το πολύ παραγωγικό επίθημα –άρχης, που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική τόσο στην επίσημη γλώσσα όσο και στην αργκό για να δηλώσει τον ιδιοκτήτη ή τον επικεφαλής κάποιου φορέα. Ο καναλάρχης βέβαια είναι λέξη λαϊκή και όχι θεσμική, και συνήθως η χρήση της υποδηλώνει κριτική στάση απέναντι στο φαινόμενο της διαπλοκής στα μέσα ενημέρωσης και τους πρωταγωνιστές του (Για παράδειγμα, στην Αυγή, ο όρος «καναλάρχες» έχει δεκαπλάσιες ανευρέσεις απ’ ό,τι στην Καθημερινή).

Είπαμε για διαπλοκή, μια λέξη που δεν την έχουμε σχολιάσει σε τούτη τη στήλη. Παράγεται φυσικά από το ρήμα «πλέκω», που είναι ήδη ομηρικό και που πήρε από την αρχαιότητα και μεταφορικές σημασίες. Και τα σύνθετα της πλοκής σχεδόν όλα τους έχουν το κοινό στοιχείο ότι δηλώνουν κάτι μπερδεμένο, απειλητικό ή επικίνδυνο: η πολύπλοκη υπόθεση, οι επιπλοκές της ασθένειας, η απροσδόκητη περιπλοκή της κατάστασης, η εμπλοκή και η συμπλοκή, και βέβαια, βασίλισσα όλων στη νεότερη Ελλάδα είναι η σκοτεινή διαπλοκή, αυτό το αξεδιάλυτο κουβάρι συμφερόντων από διάφορους κλάδους, εντός, εκτός και επί τα αυτά της νομιμότητας, που αποκρυσταλλώνεται ιδίως στα (διαπλεκόμενα, όπως τα λέμε) μέσα ενημέρωσης. Να σημειωθεί ότι πατέρας της διαπλοκής στη νεότερη ελληνική πολιτική ορολογία είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Δεν εννοώ όμως αυτό που σκεφτήκατε, αλλά απλώς ότι πρώτος αυτός χρησιμοποίησε τους όρους «διαπλοκή» και «διαπλεκόμενα συμφέροντα» την περίοδο 1989-1993.

Κατά τη συζήτηση στη Βουλή, η αντιπολίτευση κατηγόρησε το νομοσχέδιο ότι μετατρέπει σε «καναλάρχη» τον εκάστοτε υπουργό επικρατείας, ενώ κάποιοι μίλησαν και για νεοδιαπλοκή. Δεν ακούστηκε στη Βουλή, επειδή δεν είναι καθωσπρέπει λέξη, ένας άλλος όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για τους διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, και που έγινε διάσημος όταν τον ανέφερε ένας πρωθυπουργός εν ενεργεία, που βρισκόταν με φίλους του στο λογοτεχνικό στέκι όπου συνήθιζε να βρίσκει καταφύγιο. Είχε πει εκείνος ο πρωθυπουργός για πεντέξι νταβατζήδες που θέλουν να κυβερνήσουν τον τόπο –και βέβαια, νταβατζής είναι ο «προστάτης» και φυσικά ο εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.

Ο νταβατζής είναι απεχθής στην κυριολεκτική του έννοια και βλαβερός στη μεταφορική, είναι όμως και τζαναμπέτης στην ετυμολογία του: κατά την επικρατέστερη θεωρία, προέρχεται από το τουρκικό davacι που σημαίνει κατήγορος αλλά και συνήγορος (dava είναι η δίκη). Φαίνεται όμως ότι απέκτησε τη σημασία του προστάτη στα ελληνικά, και μάλιστα σε σχετικά όψιμη περίοδο και αυτό περιπλέκει τα πράγματα.

Η κυβέρνηση επισήμανε ότι είναι ανώμαλο ο μοναδικός πάροχος συχνοτήτων στην Ελλάδα να είναι το καρτέλ που έχουν συμπήξει οι πάροχοι περιεχομένου, οι τηλεοπτικοί σταθμοί δηλαδή. Και αυτή η λέξη, το καρτέλ, είναι αντιδάνειο, αφού (θα το αναγνωρίσατε) ανάγεται στο αρχαίο «χάρτης» — αλλά στο μεταξύ πέρασε από σαράντα κύματα: λατινικό carta, ιταλικό cartello, γαλλικό cartel, γερμανικό Kartell, και ενώ αρχικά σήμαινε μια γραπτή πρόκληση σε μονομαχία, τελικά έφτασε να σημαίνει τη γραπτή συμφωνία ανάμεσα σε επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου για ρύθμιση της παραγωγής και χειραγώγηση των τιμών, και τελικά την κοινοπραξία ανάμεσα σε ομοειδείς επιχειρήσεις.

Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε βέβαια, αλλά μένουν ακόμη πολλοί σκόπελοι στην εφαρμογή του. Πάντως, ειδικά αυτή η κυβέρνηση, που ήδη έχει δεχτεί πολύπλευρη και ολομέτωπη την επίθεση όλων ανεξαίρετα των ιδιωτικών καναλιών, δεν έχει θαρρώ να φοβηθεί τίποτε περισσότερο αν δυσαρεστήσει το καρτέλ — ο βρεμένος δεν φοβάται να βραχεί περισσότερο, ούτε απ’ το θολό νερό των καναλιών.

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει σταsarantakos.wordpress.com και στo www.sarantakos.com

Το παραπάνω κείμενο το βρήκαμε εδώ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *