Από τη χούντα, την πραγματική αυτή δηλαδή των συνταγματαρχών με τα τανκ στους δρόμους και την ΕΑΤ – ΕΣΑ, δεν έχω μνήμες. Τι μνήμες να έχει ένα παιδί που τον Ιούλιο του 1974 λέει τις πρώτες του λέξεις…
Ούτε τηλεόραση, ούτε τηλέφωνο, ούτε καλά – καλά ψυγείο δεν είχαν τότε τα περισσότερα σπίτια στη γειτονιά μας. Κάπου εκεί στα Σεπόλια. Μοναχά ραδιόφωνα παίζανε, τις Κυριακές ποδόσφαιρο, τα πρωινά με τη θεία Λένα και κάποια ραδιοφωνικά σίριαλ που άλλωστε ήταν ακόμη της μόδας και μπορεί και να συζητούνταν σε μικρές κοινόχρηστες αυλές. Κάπως έτσι μάλλον ήταν τα πράγματα. Τόσο στην επταετία όσο και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Μεγάλη κουβέντα και δεν είναι και το βασικό μας θέμα. Τι ήταν η χούντα; Μια άγνωστη λέξη για τους πιτσιρικάδες μέσα στην ανεμελιά τους. Όταν ωστόσο μετακόμισε η οικογένεια μας και άρχισε και η σχολική ζωή θυμάμαι σαν να είναι χτες μια σειρά από μαύρα κεφαλαία γράμματα σε έναν μαντρότοιχο παρακείμενο της κεντρικής λεωφόρου της νέας συνοικίας. Ένα σύνθημα. ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, έγραφε.
Το έβλεπα για καιρό καθώς ακριβώς μπροστά από αυτόν τον τοίχο στεκόταν μια πλινθόκτιστη στάση αστικών λεωφορείων τα οποία τερμάτιζαν στο κέντρο της Αθήνας. Μια, δύο, τρείς δεν άντεξα και εξέφρασα την απορία μου στον πατέρα που με κράταγε σφιχτά από το χέρι την ώρα της αναμονής. Δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. «Ποιος είναι αυτός ο Στράτος μπαμπά και γιατί γράφουνε ζήτω; Τι είναι επιτέλους αυτός ο Στράτος;».
Μάλλον θα με κοίταξε πλάγια. Ποιος ξέρει; Ίσως και διασκεδάζοντας με την άγνοιά μου «Δεν λέει ο Στράτος. Λέει ο στρατός», απάντησε κάποια στιγμή. Η απάντηση έλυσε το τονικό ζήτημα αφού τα κεφαλαία γράμματα δεν είχαν τονιστεί, αλλά νέα απορία ξεπετάχτηκε. «Και γιατί ζήτω ο στρατός;».
Την απάντηση, αν δόθηκε ποτέ, δεν τη θυμάμαι Τι πιο φυσικό, με τον καιρό οι παιδικές απορίες αντί να καταλαγιάσουν φούντωναν. Δυσεξήγητα συνθήματα σε τοίχους κέντριζαν σαν καρφιά το παιδικό μυαλό. Σε μια μάντρα, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω στην ίδια κεντρική λεωφόρο κόκκινα τα γράμματα : Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑ τους ΦΑΣΙΣΤΕΣ ΤΟΥΣ ΚΡΕΜΑ. Και λίγο πιο κάτω διάσπαρτα σε μικρούς τοίχους ή μάντρες μονοκατοικιών, ΕΠΕΝ, ΝΔ, ΚΚΕ… Ή στους τοίχους ενός εργοστασίου ΕΡΓΑΤΗ ΟΡΓΑΝΩΣΟΥ ΣΤΟ ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΣΟΥ. Σαν εξωτικές κινέζικες επιγραφές με μια πληθώρα χρωμάτων. «Ζήτω ο στρατός… Μα γιατί; Τι έχει κάνει; Τι είναι όλα αυτά τα αρχικά;»… Απορίες σιωπή και σκοτάδι. Πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και πολλοί άνθρωποι φοβόταν ακόμη τη σκιά τους. Τότε δεν ήξερα, σήμερα δεν τους αδικώ. Δε μου φαίνεται περίεργο αν θές που έκαναν προσπάθεια να κρύψουν τα πιστεύω και τα αισθήματά τους. Μόνο που δεν ήταν δυνατόν να κρυφτούν και πολλά πράγματα. Δυστυχώς ή ευτυχώς.
Στο σχολείο, τι σχολείο δηλαδή ένα παλιό πτηνοτροφείο ήταν, η Κατερίνα έμπαινε πάντα με το χαμόγελο. Είχε πυκνά σγουρά μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια. Προσπαθούσε να είναι επιμελής και τακτική και σχεδόν πάντα τα κατάφερνε. Μόνο που μετά από κάποια διαλλείματα σε ακαθόριστα διαστήματα επέστρεφε στην τάξη βουρκωμένη. Η δασκάλα δεν της μίλαγε κι αυτή με την πάροδο της ώρας έπνιγε τον καημό της σε κάποια χειροτεχνία ή σε ότι δημιουργικό είχε το πρόγραμμα. Κανείς δεν μπορούσε να εξακριβώσει από πού προέρχονταν οι μελαγχολικές συμπεριφορές που πολλές φορές κατέληγαν σε κλάματα.
Η αλήθεια είναι ότι παρά το γενικό πνεύμα αυστηρότητας που επικρατούσε στο σχολείο η δασκάλα μας ήταν κάπως πιο διαλλακτική. Είχε τρόπο να επιβληθεί και δε χρησιμοποιούσε μεθόδους βίας όπως οι βέργες ή η τιμωρία να στέκεται κάποιος σαν τον πελαργό στο ένα πόδι. Όμως η αιτία της μελαγχολίας και της στενοχώριας της Κατερίνας δεν κρυβόταν στην αίθουσα της τρίτης τάξης, αλλά στη διπλανή. Της τετάρτης. Σε αυτήν βρισκόταν ο αδερφός της. Ένα μειλίχιο και σεμνό παιδί που το έλεγαν Κοσμά.
Ο Κοσμάς ήταν για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, που αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, το «μαύρο πρόβατο» στην τάξη στην οποία δίδασκε ο διευθυντής του σχολείου. Η τιμωρίες και οι προσβολές ήταν καθημερινό φαινόμενο. Παρά το γεγονός ότι ο Κοσμάς δεν ήταν και ο χειρότερος μαθητής, κάτι το οποίο θα δικαιολογούσε με την ισχύουσα τότε αντίληψη μια τέτοια συμπεριφορά. Τον θυμώνει μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις να είναι και κουρεμένος γουλί όταν μετά από κάποιον έλεγχο οι δάσκαλοι έβρισκαν ψείρες στα κεφάλια των μαθητών. Ωστόσο ήταν από τους λίγους μαθητές οι οποίοι υποχρεώνονταν από τους δασκάλους να κόψουν τα μαλλιά τους σύριζα μιας και το φαινόμενο έτεινε να εξαλειφθεί. Τα χαστούκια, η σωματική βία, η βάναυση συμπεριφορά και οι προσβολές σε καθημερινή σχεδόν βάση πλήγωναν όχι απλώς τον Κοσμά αλλά και την Κατερίνα. Η δασκάλα μας, η οποία συμπτωματικά ήταν η σύζυγος του διευθυντή, δεν ξέρω πραγματικά αν το έκανε από σαδιστική διάθεση ή από μια τάση ειρωνείας επαναλάμβανε συνεχώς το αγαπημένο της ρητό «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» το οποίο αντηχούσε διαρκώς σαν βαριά καμπάνα.
Η αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβαινε αποκαλύφθηκε αρκετά χρόνια μετά όταν πια τα ίχνη των δύο αδερφών είχαν χαθεί. Η Κατερίνα είχε μετακομίσει στην Ικαρία και ο Κοσμάς στο εξωτερικό. Δύο ακόμη αδέρφια που υπήρχαν στην οικογένεια και ήταν μεγαλύτερα είχαν επίσης μετοικήσει. Ο φίλος μου ο Γιάννης που ήταν συμμαθητής με τον Κοσμά ξετύλιξε μια μέρα το κουβάρι της μνήμης και εκεί που συζητούσαμε για τα χρόνια του σχολείου μου είπε πως η αιτία για τη συμπεριφορά του διευθυντή ήταν το αγωνιστικό παρελθόν του πατέρα τους. Ένα παρελθόν που περιλάμβανε αμέτρητα χρόνια εξορία. Από τη Μακρόνησο ως την Ικαρία και από τη Λέρο ως τη Γυάρο. Ο μπάρμπα – Κώστας έφαγε τα νιάτα του στις εξορίες πληρώνοντας το τίμημα για τα πιστεύω του. Και το τίμημα ήταν εξαιρετικά σκληρό για ένα άνθρωπο που σε ολόκληρη τη ζωή του προσπαθούσε να διατηρήσει την αξιοπρέπεια του μέσα από τη σκληρή βιοπάλη. Αυτός, όπως και τόσες χλοώδες άλλοι. Οι φάμπρικες και οι οικοδομές τσάκιζαν τα κόκκαλα, αν και φυσικά εκλαμβάνονταν ως πραγματική όαση στα διαλλείματα «ελευθερίας» ανάμεσα στις εξορίες. Η Ικαρία στο τέλος έγινε η ιδιαίτερη πατρίδα του μπαρμπα – Κώστα.
Δεν καταγόταν από εκεί, αλλά έζησε τόσα χρόνια στο νησί σαν εξόριστος που το έκανε πατρίδα ιδιαίτερη και μίλαγε με περηφάνια γι αυτό. Όπως και τα παιδιά του, οι συμμαθητές μας. Για κάποιους από τους δασκάλους , και κυρίως στα μάτια του διευθυντή, η εξορία του πατέρα, οι διώξεις και το κυνηγητό για τα πολιτικά φρονήματα δεν ήταν κάποιο παράσημο αντίστασης ή έστω μια άσχημη κατάσταση της μετεμφυλιακής Ελλάδας που έπρεπε να περιπέσει στη λήθη. Πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια και αποτελούσε στίγμα.
Ο Κοσμάς έγινε στα μάτια αυτών των δασκάλων το κόκκινο πανί. Ήταν παιδί ενός δεδηλωμένου κομμουνιστή, αυτό δεν μπορούσε να κρυφτεί. Τι κι αν είχε αρχίσει δειλά να διαφαίνεται η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών σε εκλογικό επίπεδο καθώς πλησιάζαμε στην εποχή της «αλλαγής»; Η βαναυσότητα, η σκληρότητα και η απανθρωπιά είχαν κολλήσει σαν το ρετσίνι που κολλάει στα ρούχα και δεν βγαίνει και φώλιαζαν ακόμη στα σχολεία γιατί δεν ήταν ασφαλώς μοναχά το δικό μας όπου υπήρχαν κρούσματα τέτοιων αντιδραστικών αντιλήψεων.
Ερχόταν έτσι να συνδεθούν με τα συνθήματα στους τοίχους που μου προκαλούσαν την απορία. ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, ΕΠΕΝ και τόσα άλλα να συνοδεύονται αμείλικτα από την προώθηση του τρίπτυχου «πατρίς – θρησκεία – οικογένεια» εντός των σχολικών αιθουσών.
Όλα αυτά αργότερα συνδέονταν σαν κρίκοι μιας αλυσίδας όταν στις συζητήσεις της παρέας ανασκαλεύαμε τις μνήμες από τα σχολικά χρόνια. Τότε που υπήρχε ακόμη η ομοιομορφία της μπλε ποδιάς, ο συνετισμός των ατάκτων με τις βέργες ή τους χάρακες. Η σωματική βίας σαν τιμωρία της άγνοιας ή του λάθους και πραγματικά δεν ξέρω τι μπορούσε να περιμένει κανείς από δασκάλους οι οποίοι θεωρούσαν ακόμη και τους αριστερόχειρες ως προβληματικούς οι οποίοι με τη βία έπρεπε να αλλάξουν χέρι. Να μάθουν με το ζόρι να γράφουν με το δεξί. Προσβολές και λεκτική βία στην ημερήσια διάταξη και στο στόχαστρο πάντα οι πιο αδύνατοι, οι στιγματισμένοι όπως ο Κοσμάς, οι διαφορετικοί. Τιμωρία αν δεν ήξερες το μάθημα. Προσβολές για ένα μπαλωμένο ρούχο, μια τσαλακωμένη ποδιά. Χαστούκια και τιμωρία με βέργες αν αντιμιλούσες, αν προσπαθούσες να δικαιολογηθείς, αν, αν , αν…
Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος για τέτοιες συμπεριφορές. Ποιος θα ύψωνε τότε τείχος αντίστασης όταν οι γονείς όλων ανεξαιρέτως των μαθητών ρίχνονταν από το πρωί μέχρι το βράδυ στη βιοπάλη για να συντηρήσουν τις φαμελιές τους; Όταν οι περισσότεροι όχι απλώς δεν είχαν τελειώσει κανένα σχολείο αλλά ακόμη κι αν το γνώρισαν για κάποιες τάξεις ήταν ακόμη χειρότερο, βίαιο και εξευτελιστικό γι αυτούς… Που ακόμη κι αν λαχταρούσαν να μάθουν γράμματα ήταν αναγκασμένοι να βγουν από τα παιδικά τους χρόνια στο κυνήγι της επιβίωσης . ήταν αναγκασμένοι να ριχτούν στον αγώνα για το μεροκάματο πριν τον πόλεμο, στην κατοχή ή μετά τον εμφύλιο. Αναγκασμένοι αργά ή γρήγορα να εγκαταλείψουν τα χωριά και την πατρογονική τους εστία και να μεταναστεύσουν στην Αθήνα. Να χαθούν στην ανωνυμία για να γλιτώσουν από τις διώξεις του κράτους της Δεξιάς ή απλώς για να βρούν μεροκάματο στις φάμπρικες και στις οικοδομές που εκείνη την εποχή άνθιζαν.
Το μοτίβο αυτό ήταν λίγο ως πολύ κοινό σε εκείνη τη γειτονιά. Ακόμη και τότε στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια ή και αργότερα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, δεκάδες παιδιά είχαν την τύχη των πατεράδων και των μανάδων τους. Δεν τελείωσαν ποτέ το σχολείο ή ακόμη κι αν τελείωσαν το δημοτικό δε συνέχισαν. Βγήκαν και οι ίδιοι στη βιοπάλη και οι υπόλοιποι που συνεχίζαμε αισθανόμασταν και κάπως τυχεροί που μπορούσαμε να συνεχίσουμε αναζητώντας στο τέλος την πρόοδο και την επαγγελματική αποκατάσταση μέσω της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλά και πάλι αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, παρένθετο της αρχικής ιστορίας. ΄
Η αλήθεια είναι πως όταν μιλούσαμε γι αυτά τα ζητήματα όταν βγαίναμε παρέα με τις φιλενάδες μας, κάποιες από τις οποίες έγιναν και κατοπινές σύζυγοι, παρατηρούσα κάποιου είδους «πολιτισμικό σοκ.» Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι ήταν πολλές φορές μικρότερες, ίσως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και πήγαν σε σχολεία μικροαστικών και μεσοαστικών περιοχών όπου τέτοια φαινόμενα ήταν πολύ πιο σπάνια. Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι όντως στη δεκαετία του ΄80 και μετά τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Ακόμη και στις δικές μας γειτονιές αν και η σκληρότητα και η τοξικότητα δεν εξαλείφθηκαν, ωστόσο αμβλύνθηκαν. Όλα αυτά που καλύπτονταν από την παιδική ανεμελιά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και στις αρχές αυτής του ΄80 έγιναν αργότερα το δικό μας βίωμα. Η δική μας σκληρή πραγματικότητα η οποία κονταροχτυπιόταν με τις καταπιεστικές και ασφυκτικές δομές του σχολείου και με την ανέχεια της καθημερινότητας. Ισορροπούσε ανάμεσα στην αγωνία της αξιοπρεπούς διαβίωσης και την εξέγερση εναντίον της αδικίας. Τότε όμως πόσοι από μας είχαν πάρει είδηση ότι οι βαναυσότητα της συμπεριφοράς απέναντι στον Κοσμά, τον Αντώνη, το Νίκο, τον Χ ή τον Ψ είχε κατά βάση πολιτικό κίνητρο; Ιδεολογικό υπόβαθρο;
Στην «κοινωνία των μεγάλων» τότε ίσως να ήταν κοινό μυστικό, αλλά για πολλές οικογένειες ακόμη και αριστερών ανθρώπων ή κομμουνιστών ήταν ουσιαστικά απαγορευμένο να συζητούν μπροστά στα παιδιά τέτοια θέματα. Η εξορία, ο εμφύλιος πόλεμος η δικτατορία ήταν απαγορευμένες συζητήσεις ειδικά όταν τα παιδιά ήταν παρόντα. Ξόρκιζαν ίσως έτσι το κακό. Φύλαγαν και τα ρούχα τους που λέει και η παροιμία καθώς από ότι φαίνεται κανείς δεν ήταν απολύτως βέβαιος για το μέλλον ακόμη και στη μεταπολίτευση. Ακόμη κι αν είχαν νομιμοποιηθεί οι κομμουνιστικές οργανώσεις και κόμματα μετά από περισσότερα από πενήντα χρόνια. Μοιραία η αποκωδικοποίηση συμπεριφορών και γεγονότων ερχόταν με καθυστέρηση. Έτσι όπως κοιτάζαμε πολλές φορές στο δρόμο και βλέπαμε τον μπάρμπα Κώστα να βαδίζει αγέρωχα και λεβέντικα παρά την προχωρημένη ηλικία του και να υψώνει την παλάμη για να χαιρετήσει. Έτσι σιωπηλά και πάντα με αξιοπρέπεια. Ένας άνθρωπος που αναγκάστηκε να κάνει οικογένεια σε σχετικά προχωρημένη ηλικία και να κυνηγάει τα μεροκάματα στις οικοδομές μέχρι τα βαθιά γεράματα γιατί που να φτάσουν τα ένσημα για να βγάλει σύνταξη. Με τόσες φυλακές και εξορίες τα χρόνια κύλιαν και το κράτος λες κι έπαιρνε εκδίκηση.
Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 ίσως και να ήτανε στο ηλικιακό όριο για να βγει στη σύνταξη. Αλλά δεν είχε τον απαραίτητο χρόνο ασφάλισης. Έτσι δούλευε πια ακατάπαυστα φτιάχνοντας στέγες και κάνοντας κι άλλες οικοδομικές εργασίες, την ώρα που και πάλι το κράτος διά του εκπαιδευτικού του συστήματος έπαιρνε και πάλι εκδίκηση από τα απιδιά του. Σε εκείνο το σχολείο ο γιός του έμεινε στιγματισμένος και διωκόμενος από τους δασκάλους του εξαιτίας του παρελθόντος του πατέρα του. . Στιγματισμένος και διωκόμενος μέχρι να αλλάξει ο δάσκαλος και μετά να πάει στο γυμνάσιο. Σε άλλο σχολείο εκεί που δεν θα τον ήξεραν και δεν θα ήξερε και κανέναν. Ήταν βέβαιο ότι κάπως έτσι θα σταμάταγε και η μελαγχολία της Κατερίνας η οποία ήξερε καλύτερα από τον καθένα τι συνέβαινε στον αδερφό της και στενοχωριόταν και μαράζωνε. Ασχέτως αν σε αυτήν η σκληρότητα των δασκάλων περιοριζόταν στα ρητά του τύπου «αμαρτίαι γονέων…».
Πέρασαν τα χρόνια και είναι βέβαιο πως όλες αυτές οι αναμνήσεις είναι αγκάθια που ματώνουν την καρδία. Τα αδέρφια χάθηκαν και ο πατέρας τους πέθανε κάποια στιγμή σε βαθιά γεράματα, και έφυγε έτσι αγέρωχος και ρωμαλέος όπως ήταν πάντα. Το σίγουρο είναι πως η χούντα δεν είχε τελειώσει το ΄74. Αρκετά χρόνια μετά τη μεταπολίτευση το πνεύμα και η ιδεολογία της εξακολουθούσαν να παραμένουν ζωντανές πραγματικότητες όπως τις ζήσαμε στα σχολεία. Πόσο επίκαιρο μοιάζει σήμερα το σύνθημα «ψωμί – παιδεία – ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ΄73»…
Σήμερα που αρκετοί από τους παλιούς συμμαθητές είναι αυτοί πλέον καθηγητές και δάσκαλοι και αντιμετωπίζουν εκ νέου το φαινόμενο το φασισμού να επωάζεται στις τάξεις αυτή τη φορά των μαθητών τους, οι οποίοι βάζουν στο στόχαστρο πλέον και γράφουν συνθήματα για ξύλο και βία εναντίον των αριστερών δασκάλων… Ίσως κάπως έτσι να εξηγείται και ένα 30% συμπολιτών μας οι οποίοι σε δημοσκοπήσεις δηλώνουν ότι στη δικτατορία τα πράγματα ήταν καλύτερα από ότι σήμερα. Το μνημόνιο εκτροφείο μισαλλοδοξίας και εκκολαπτήριο του φασισμού μας απειλεί και πάλι.
Τώρα είναι η ώρα να τους φράξουμε το δρόμο, να τους εμποδίσουμε. Να τους τσακίσουμε πριν ξημερώσουμε εκ νέου σε μια απροκάλυπτη δικτατορία…
Μάκης Γεωργιάδης
XXI – IV – 2013
Αφήστε μια απάντηση