Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 32 / Μάρτιος 2013
Η προοδευτική εδραίωση της αστικής ηγεμονίας μετά τους αλλεπάλληλους κύκλους αστάθειας από τον πόλεμο και έπειτα διαμόρφωσε το σύνολο των εκδοχών της σύγχρονης Αριστεράς. Αφού ουσιαστικά αποδιάρθρωσε το ανταγωνιστικό ταξικό όραμα και τη δυνατότητα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, ενέγραψε διαφορετικές αποκλίσεις στους διάφορους κομματικούς και εν γένει πολιτικούς σχηματισμούς (ή και πιο ασχηματοποίητους «χώρους») της Αριστεράς: Από τη ραγδαία απέκδυση κάθε επαναστατικού οράματος και την πλήρη ενσωμάτωση στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, μέχρι τη σιωπηρή απόσυρση από τον πολιτικό ταξικό ανταγωνισμό και την ανακήρυξη –στο πλαίσιο των δύσκολων διεθνών συνθηκών και της έλλειψης «διεθνούς επαναστατικού κέντρου»– ενός αμυντικού αγώνα χωρίς βλέψεις για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, και ως την ιδεολογική διατήρηση της επαναστατικής αναφοράς σε συνδυασμό με την επένδυση στην κινηματική αντίσταση και ανάπτυξη σε χώρους νεολαίας και σύγχρονης μισθωτής διανόησης, παράλληλα με μια, τρόπον τινά, απόσυρση από τον πολιτικό (επίσημο και μη) στίβο και το επίδικο αντικείμενό του, την πολιτική εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική Αριστερά άλλαξε πολύ.
Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι εκδοχές της βρέθηκαν «ενσωματωμένες» (ρητά ή άρρητα) στην αστική ηγεμονία, «εγγεγραμμένες» πλέον σε αυτήν ως φωνές κριτικής και κινήματα (μερικής) αντίστασης, ως συμπλήρωμα του επίσημου πολιτικού τόξου σε κάποιες πλευρές ή αντικειμενικό πολιτικό του «άκρο» σε άλλες. Η Αριστερά, σε οποιαδήποτε εκδοχή της, είχε απεμπολήσει πια τη δυνατότητα να σκέφτεται ως «εθνική» (με την γκραμσιανή έννοια) δύναμη, ως πολιτική δύναμη που στη σύμφυσή της με τον λαό θα μπορούσε να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του «έθνους» των εργαζομένων, να διατυπώσει ένα ανταγωνιστικό ταξικό όραμα και πρακτικές, να ορίσει «πού θα πάει ο τόπος», να διεκδικήσει το «τιμόνι», την πολιτική εξουσία. Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε ότι ο παραπάνω ο μετασχηματισμός οδήγησε στη διάλυση μιας προηγούμενης «Αριστεράς της εξουσίας» –αυτής που εγγραφόταν μέσα στις προκείμενες μιας πρότερης επαναστατικής στρατηγικής– και στη διαμόρφωση και ανάπτυξη αυτής που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως «Αριστεράς της ήττας».
Οι πολλές «Αριστερές της ήττας»
Φυσικά, η «Αριστερά της ήττας» δεν ήταν ενιαία. Όμως, για εμάς, η διάκριση αυτή δεν έχει εδώ τη χρήση μιας «ιστορικής δικαίωσης» όσων, έστω και από υπονομευμένη πλέον θέση, επέμειναν στο επαναστατικό όραμα. ούτε φυσικά, από την άλλη, της υποτίμησης του φυσιογνωμικού, στρατηγικού και ιδεολογικού κόστους που είχε αναπόφευκτα πάνω τους η αντικειμενική εγγραφή τους στο πλαίσιο της αστικής ηγεμονίας και η συνακόλουθη από τη μεριά τους διατήρηση στοιχείων «μερικής» οπτικής ή απάντηση σε χαμηλότερης κλίμακας διακυβεύματα. Είναι για εμάς μια αναλυτική διάκριση, αναγκαία ως αφετηρία για την αναζήτηση των στρατηγικών, ιδεολογικών και ηθικών «υλικών» οικοδόμησης μιας σύγχρονης «Αριστεράς της εξουσίας», για την «επιλογή» (ή και αντίστοιχα απόρριψη) των πρακτικών, των ιδεολογικών αφετηριών και των πολιτικών στόχων και προτεραιοτήτων που είναι αναγκαία, μαζί με την αναγκαία αυτοκριτική και τη σύγχρονη στρατηγική και προγραμματική επεξεργασία, για την αναζήτηση μιας Αριστεράς της εξουσίας στον 21ο αιώνα.
Να το πούμε απλά: Παρά τα προβλήματα, τον αγώνα για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν τον ξεκινάμε από το μηδέν. «Αριστερά της ήττας» δεν αποτέλεσε μόνο η Αριστερά της πολιτικής και ιδεολογικής ενσωμάτωσης, ή της απόσυρσης από τον ταξικό ανταγωνισμό, αλλά και αυτή της πολιτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας από το κράτος, η Αριστερά της κριτικής και της αντίστασης. Με την έννοια αυτή, έχουμε πείρα, ιδεολογικές αφετηρίες, αγωνιστικές παραδόσεις, πολιτικές και κινηματικές πρακτικές, ανθρώπους, ηθική ραχοκοκαλιά, αγωνιστές και αγωνίστριες. Εχουμε παρελθόν και παρόν σημαντικά ως αφετηρία για να ψηλαφίσουμε το δύσκολο αλλά και ελπιδοφόρο μέλλον.
Αντίστοιχα, η όποια ενιαιότητα παρουσιάσαμε στην αντιμετώπιση της Αριστεράς σχετίζεται με την εξέταση της επίδρασης της αστικής ηγεμονίας πάνω της. Όχι με μια «αθροιστική» αντίληψη των διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό της, αλλά με την εκτίμηση ότι, πέραν των διαφορετικών ιδεολογικών αφετηριών και αναγνώσεων, πέραν των διαφορετικών αντιλήψεων για το κομμουνιστικό κίνημα διεθνώς, η κρίση της Αριστεράς οφείλεται σε σημαντικότατο βαθμό στην ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του αντιπάλου και την, σε ένα βαθμό αντικειμενική, απομάκρυνσή της από τα στρατηγικά ταξικά διακυβεύματα. Σχετίζεται, σε τελική ανάλυση, με τη θεώρηση της κρίσης της επαναστατικής στρατηγικής και της, ως σε ένα βαθμό, αντικειμενικής πυροδότησης διαφορετικών αναγνώσεων και «αναθεωρήσεων».
Η πρόκληση της εξουσίας
Σε αυτό το πλαίσιο, κάτω από το ίδιο αντικειμενικό υπόβαθρo αλλά εκκινώντας και από διαφορετικές πια υποκειμενικές αδυναμίες και στρατηγικές στοχεύσεις, είναι που σήμερα καμία εκδοχή της Αριστεράς στον τόπο μας δεν έχει επεξεργασμένο σχέδιο και πολιτική στρατηγική για να εκμεταλλευτεί, από τη σκοπιά μιας σύγχρονης επαναστατικής οπτικής, αυτό το οποίο –στην παρούσα δομική κρίση και τη συνακόλουθη κρίση εκπροσώπησης προς τα αστικά κόμματα που παράγει– είναι πια πασίδηλο: ότι η Αριστερά βρίσκεται μετά πολλές δεκαετίες ξανά «κοντά» στην «εξουσία», ότι μπορεί να διατυπώνει ξανά μια στρατηγική όπου η εξουσία να είναι το κεντρικό επίδικο αντικείμενό της. Και αυτό έχει αξία γιατί φαίνεται πως η πιθανότητα να αποτελέσει η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας σημείο εκκίνησης μιας διαδικασίας κοινωνικού και πολιτικού μετασχηματισμού, στιγμή οικοδόμησης μιας νέας αριστερής ηγεμονίας, αφετηρία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και παράλληλα μιας σύγχρονης Αριστεράς της εξουσίας είναι υλική δυνατότητα εγγεγραμμένη μέσα στα ενδεχόμενα και τη δυναμική της συγκυρίας.
Απέναντι, όμως, στο ερώτημα της εξουσίας εν γένει, και δη στο ενδεχόμενο μιας πιθανής κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας να αποτελέσει αφετηρία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, οι ιδιαίτερες ανεπάρκειες, η στρατηγική και φυσιογνωμική κρίση των υφιστάμενων πολιτικών σχηματισμών της Αριστεράς κάνουν αισθητή την παρουσία τους και καθορίζουν ως τώρα την αδυναμία της πολιτικής αντεπίθεσης των λαϊκών στρωμάτων. Βέβαια, μια τέτοια τοποθέτηση δεν συνιστά διαγραφή του δυσμενούς ταξικού συσχετισμού στο κοινωνικό πεδίο ή της ελλιπούς οργανικής σύνδεσης της Αριστεράς με τα λαϊκά στρώματα. Δεν υποτιμά τη βαθιά κρίση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος εν γένει, την έλλειψη αυτοτελών πολιτικών θεσμών οργάνωσης του λαϊκού κινήματος ή τον κακό διεθνή πολιτικό συσχετισμό δύναμης. Ούτε φυσικά προσπερνά εύκολα τον αντικειμενικό εγκλωβισμό στο πλαίσιο της φυσιογνωμίας, της ιδεολογικής κυριαρχίας και της ηγεμονίας του αστικού στρατοπέδου, τις συνολικά συσσωρευμένες αντιφάσεις και προβλήματα που η Αριστερά κουβαλά. Όμως, υπογραμμίζει ότι ενώ όλα αυτά ισχύουν, η συγκυρία τής προσφέρει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να διαμορφώσει συνθήκες ανατροπής όλων των παραπάνω, δυνατότητα να αποκτήσει ξανά «καθολική» οπτική για τα πράγματα, δυνατότητα εκκίνησης διαδικασιών κοινωνικού μετασχηματισμού. Στο πλαίσιο αυτό, οι ως τώρα απαντήσεις είναι είτε ανεπαρκείς είτε πλήρως λαθεμένες, όμως μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι που η ίδια η Αριστερά πρέπει να γίνει εκ νέου «Αριστερά της εξουσίας», να διεκδικήσει τη σύγχρονη αριστερή ηγεμονία.
Η «συνάντηση» ως υποκειμενοποίηση μιας σύγχρονης Αριστεράς της εξουσίας
Απέναντι σε αυτή την πρόκληση, κυριαρχούν πολλές φορές οι επιφυλάξεις και η περιχαράκωση από τη μία μεριά ή η διολίσθηση στη ρεάλ πολιτίκ από την άλλη. Και αν για τη δεύτερη βαραίνει ο συσχετισμός δύναμης, η αμηχανία για το μέγεθος των συγκρούσεων που απαιτείται, η ηγεμόνευση, πολλές φορές, από τα ιδεολογήματα της ανάπτυξης, του ευρωπαϊσμού ή η εν γένει ιστορία μιας στρατηγικής ενσωμάτωσης άρα και αδυναμίας αναγνώρισης κρίσιμων πολιτικών επιδίκων, από την άλλη μεριά βαραίνει μια άρρητα αντιπολιτική λογική, η υποτίμηση του ερωτήματος της εξουσίας ή ο ορισμός της τελευταίας ως ενός μακρινού στόχου που για να κατακτηθεί θα πρέπει να αποτελεί ένα «ήδη κατάλληλα» διαμορφωμένο «αντικείμενο».
Όμως, τα υλικά είναι εκεί· ακόμη και αν δεν βρίσκονται διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, ακόμη και αν είναι, προς το παρόν, στην κατάσταση εκείνη που σε κάποια μελλοντική στιγμή, και εφόσον η ενδεχόμενη «συνάντησή» τους θα έχει «δέσει», ο Αλτουσέρ θα όριζε ως «προϊστορία» της νέας ολότητας που θα έχει προκύψει –του νέου υποκειμένου–, οι αντικειμενικές όσο και υποκειμενικές πρώτες συσσωρεύσεις υπάρχουν. Όμως, το ζητούμενο δεν είναι η τυπική «συνάντηση» των υφιστάμενων κομματικών σχηματισμών της Αριστεράς ως ενιαίων, αλλά πολύ περισσότερο των υλικών που συνθέτουν τα δυνάμει ηγεμονικά, σήμερα, στοιχεία τους, αυτά που ήδη φαίνονται κιόλας αναγκαία για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Και αυτά τα «υλικά» δεν ταυτίζονται απαραίτητα με τους οργανωμένους κομματικούς φορείς τους, οπότε και το αιτούμενο δεν μπορεί να είναι μια απλή μίνιμουμ άθροιση των τελευταίων, ένα μέτωπο, για παράδειγμα, «όλης της Αριστεράς», κάτω από ένα πλαίσιο ενότητας χωρίς κρίσιμες προγραμματικές και πολιτικές αφετηρίες.
Με ένα δάνειο από τον Μακιαβέλι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που χρειάζεται είναι η «οικοδόμηση» ενός «νέου ηγεμόνα σε μια νέα ηγεμονία», ο συνδυασμός των υφιστάμενων «υλικών», με τη συνείδηση ότι κάποτε, και μέσα σε ένα νέο πλαίσιο, τα ίδια θα είναι πια εντελώς διαφορετικά, για την ακρίβεια δεν θα υπάρχουν ως τέτοια. Και όχι μόνο: η διεργασία αυτή πρέπει να «συγχωνευτεί» με τις κατάλληλες στρατηγικές αρχές (και όχι βεβαιότητες) και την αναγκαία προγραμματική αφετηρία: ένα ελάχιστα έστω επεξεργασμένο μεταβατικό πρόγραμμα που θα ορίζει τους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους για την εκκίνηση μιας άλλης πορείας, που θα περιγράφει, έστω και αδρά, το πώς μπορεί να οργανωθεί η παραγωγή και η κοινωνία κάτω από άλλες, ταξικές προτεραιότητες, αλλά και με τη συνείδηση ότι κάθε εγχείρημα θεμελίωσης ενός τέτοιου νέου επαναστατικού υποκειμένου θα είναι αναγκαστικά πρωτότυπο και άρα δεν θα μπορεί να έχει συλληφθεί ούτε καν σε έναν σημαντικό βαθμό από τα πριν, παρά μόνο μέσα στην υλικότητα των συνθηκών στις οποίες κιόλας θα βαδίζει και τις οποίες θα καλείται διαρκώς να μετασχηματίζει.
Με αυτό το πνεύμα είναι που η επεξεργασία μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, η απάντηση των επιτακτικών ερωτημάτων για τη φύση του αστικού κράτους και των σχέσεων κυριαρχίας που απορρέουν από αυτό, η μελέτη των σύγχρονων σχέσεων εξουσίας, η ανάλυση της σύγχρονης ταξικής διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, οι πειραματισμοί με νέες κοινωνικές μορφές παραγωγής, διανομής και αλληλεγγύης, η απάντηση στα ερωτήματα της οργάνωσης του λαού και του εργατικού κινήματος, η αναζήτηση ενός σχεδίου ανασύνθεσης και ταξικής αντεπίθεσης του τελευταίου αποκτούν επιτακτική επικαιρότητα. Όχι για να θεωρητικολογήσουμε, αλλά για να καθορίσουμε τη στάση και τους στόχους μας, να ψηλαφήσουμε τις «στρατηγικές αρχές» που θα αποτελέσουν τον οδηγό μας. για να είμαστε «χρήσιμοι» στα νέα επίδικα που ο ταξικός ανταγωνισμός μάς θέτει.
Σε αυτή τη «συνάντηση», σε αυτή την πολιτική, αλλά και με έναν τρόπο φιλοσοφική αφετηρία, δεν μπορεί να λείπει η επαναστατική αναφορά, τόσο ιδεολογική όσο όμως και πολύ περισσότερο πολιτική, η πρόθεση για εισδοχή σε μια στρατηγική με επαναστατικό ορίζοντα. Ούτε μπορεί να λείπουν οι άμεσες πολιτικές απαντήσεις, οι πρακτικές απαντήσεις που θα δίνουν λύση στα καθημερινά προβλήματα των μαζών. Οι τελευταίες όμως θα πρέπει να κατοχυρώνουν ήδη τα σπέρματα της προσπάθειας να αποτελούν τμήματα μιας στρατηγικής με άλλες προτεραιότητες και ορίζοντα, όχι ακόμη έναν «χειρισμό» της παρούσας κατάστασης. Δεν μπορούν να λείπουν ήδη από τώρα οι δομές και οι θεσμοί που θα συγκροτούν σε σώμα μια νέου τύπου εξουσία, ούτε φυσικά και η αναμέτρηση με αυτό που είναι άλλωστε και το επίδικο αντικείμενο της οικοδόμησης ενός σύγχρονου «ηγεμόνα»: το ερώτημα της πολιτικής εξουσίας εν γένει, και σήμερα ειδικά το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας, των όρων και των ορίων κατάληψής της, ώστε να αποτελεί βήμα προς την πρώτη και όχι άλμα στο κενό ή στις αγκαλιές μιας νέας ενσωμάτωσης.
Όμως, αυτή η «συνάντηση» πρέπει να βρει το «χώρο» για να συμβεί, να παραγάγει δηλαδή και τις οργανωτικές μορφές που θα της επιτρέψουν να εξελιχθεί, πρέπει να οικοδομηθεί πάνω σε μια –με τη φιλοσοφική / τοπολογική έννοια που της έδωσε ο Μακιαβέλι– «νέα ηγεμονία». Αυτήν, που στη δική του πολιτική φιλοσοφία θα ήταν η χωρική μετωνυμία, ή καλύτερα η «χωρική μήτρα» ενός κράτους, το έδαφος πάνω στο οποίο ο νέος ηγεμόνας, η νέα κρατική μορφή (το νέο «υποκείμενο» στην περίπτωσή μας) θα χτίζονταν. Και αυτή η αναγκαιότητα υπογραμμίζει με τη σειρά της την καταστατική σημασία της μετωπικής μορφής για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου πολιτικού (και όχι μόνο) υποκειμένου που θα διεκδικήσει μια άλλη πορεία, που θα διεκδικήσει την εξουσία. Αναγκαιότητα που συνίσταται ακριβώς στο να βρουν «έδαφος» τα κατάλληλα στοιχεία ώστε να αλληλεπιδράσουν, να βρει η «συνάντησή» τους το «χώρο» και το χρόνο να «δέσει». Και η μετωπική μορφή δεν θα είναι σημαντική μόνο για τη διεκδίκηση της εξουσίας στο πλαίσιο μιας νέας προγραμματικής αφετηρίας, αλλά εκτιμούμε ακόμη και για την ίδια την «πρωτοπορία» στο εσωτερικό της, για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος. Όλα τα παραπάνω, άλλωστε, σημαίνουν ταυτόχρονα ότι οι υφιστάμενες οργανωτικές και πολιτικές δομές της Αριστεράς είναι ανεπαρκείς, ότι είναι και αυτές με τη σειρά τους αποτελέσματα και τρόποι οργάνωσης μιας Αριστεράς της ήττας και ότι οι νέες πολιτικές δομές της θα πρέπει να αποκρυσταλλώνουν την απόπειρα μιας νέας ηγεμονίας, την «καθολικότητα» ενός σύγχρονου επαναστατικού σχεδίου.
Αυτό, με έναν διαισθητικά ορισμένο τρόπο, είναι το πολιτικό «υποκείμενο» στις διάφορες εκδοχές του ή, καλύτερα, στις διάφορες βαθμίδες του, που πρέπει να παραγάγουμε. Και τα υλικά για την πρώτη μαγιά του υπάρχουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αρκεί μια απλή πρόσθεσή τους. Αντίθετα, μαζί με την πολυφωνία και την καταστατική πολυτασικότητα ως στρατηγική αρχή, απαιτείται και η σύντηξη των αρχικών στοιχείων και η γέννηση νέων μορφών, ιδεολογιών, πρακτικών, θεσμών από αυτή τη «σύντηξη». Αυτή θα είναι η γέννηση του «υποκειμένου» που απαιτείται, της Αριστεράς της εξουσίας του 21ου αιώνα, της νέας αριστερής κοινωνικής και πολιτικής ηγεμονίας.
Αφήστε μια απάντηση