Ο θεατρικός όμιλος Ε.Π.Ο.Ν Θεσσαλίας
«Θέλει το χωριό μου, μας είπε, να κάμει θέατρο κι ήρθα να μου δώσετε έργα. Γίνεται θέατρο χωρίς έργα;» είπε το δεκαπεντάχρονο τσοπανόπουλο που είχε πεζοπορήσει όλη τη νύχτα περνώντας το Βελούχι για να φτάσει στο Καρπενήσι, έδρα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1943. Όλον τον προηγούμενο χρόνο είχε συντελεστεί το «μεγάλο θαύμα». Περνώντας απ΄ τη Χασιά της Αττικής μπορούσες να διαβείς την Παρνασίδα ,τη Ρούμελη, τ΄ Άγραφα να περάσεις στον κορμό της Πίνδου και να τραβήξεις και πιο πάνω ακόμα…
Στην Ελεύθερη Ελλάδα, ο αγώνας για καλύτερη ζωή δε σημαίνει μόνο τουφέκι. Ανοίγουν τα σχολεία φτιάχνονται παιδικοί σταθμοί , αντιμετωπίζονται τα ζητήματα καθαριότητας και υγείας, οργανώνεται λέσχη(μια μικρή βιβλιοθήκη και ραδιόφωνο για ειδήσεις) και εφημερίδες τοίχου. Τέλος οργανώνεται η ψυχαγωγία. Οι απελευθερωτικές τοπικές οργανώσεις συνειδητοποιούν γρήγορα την ανάγκη για ένα συνολικότερο «θέαμα», «μια ανώτερη μορφή ψυχαγωγίας». «Συνιστώσα» λογική, το θέατρο.
Το κυριότερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη έργων που να ανταποκρίνονται στην αγωνιστικότητα του λαού. Το φτωχό νεοελληνικό δραματολόγιο ελάχιστα προσφερόταν. Όλα τα ελεύθερα χωριά φιλοδοξούσαν να δώσουν παραστάσεις. Στην αρχή, ένας νέος με «ταλέντο» σκάρωνε μερικές σκηνές. Είχαμε περιπτώσεις και ομαδικού γραψίματος σε κάποια χωριά. Τα πρώτα έργα με τόσες «αφέλειες και αδεξιότητες» από τα χωριά της Θεσσαλίας, κυρίως μαζί με τις εφημερίδες και το άλλο έντυπο υλικό τυπώθηκαν στον πολύγραφο ή σε κάποιο παράνομο τυπογραφείο και μέσω των συνδέσμων ταξίδεψαν σε όλα τα ελεύθερα χωριά (Ρούμελη, Ήπειρο κ.λ.π.)
Τα έργα που ξεχώρισαν και ήταν τα πιο πολυαγαπημένα ήταν «ο Ρήγας Βελεστινλής» και το «Να ζει το Μεσολόγγι» του Β. Ρώτα και κάποια σκέτς του Γ. Σταύρου, όπως επίσης και η επιθεώρηση «Λαϊκή Δημοκρατία». Στην επιθεώρηση αυτή σατιριζόταν η μεταξική δικτατορία και παρουσιαζόταν σκηνές απ΄ την Αντίσταση, ενώ στις τελευταίες σκηνές υπήρχαν εικόνες από τη μελλοντική πατρίδα στα χέρια των εργαζομένων. Πράγμα όχι μακρινό για το χρόνο που μιλάμε.
Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι δεν έμπαινε ποτέ πρόβλημα ποιοι θα παίζανε θέατρο. Ο κόσμος στα ελεύθερα χωριά είχε αρχίσει να εμπεδώνει (με ταχύτητα που μόνο η κατάσταση κινήματος επιτρέπει) στοιχεία συμμετοχής, αυτενέργειας και πρωτοβουλίας. Έτσι η απόσταση από το «Βήμα» στο «σανίδι» για κάποιον που έπαιρνε το λόγο σε μια συνέλευση, δε φάνταζε μεγάλη. Πολλές φορές δόθηκε παράσταση με τους Γερμανούς σε απόσταση μισής ώρας όπως στην Υπάτη την Άνοιξη του ΄43.

Αρχή του ΄44 συνήλθε στους Κορυσχάδες της Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο και στη Βίνιανη εγκαταστάθηκε η ΠΕΕΑ. Η ΠΕΕΑ ανέθεσε στον Βασίλη Ρώτα («Μπάρμπα Βασίλης») να φτιάξει ένα θίασο και να περιοδεύσει την Ελεύθερη Ελλάδα δίνοντας παραστάσεις. Ο «Μπάρμπα Βασίλης» καλεί κοντά του τους: Γ. Δήμου (ηθοποιό ) τον Βάση και την Άννα (τελειόφοιτους δραματικής σχολής), τον Α. Ξένο (συνθέτη του ύμνου της ΠΕΕΑ και άλλων τραγουδιών του αγώνα), τον Α. Σταύρου(συγγραφέα), δυο κοπέλες από την Καρδίτσα (επονίτισες), δυο νέους αντάρτες που λόγω τραυματισμού δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος στις μάχες, τον Νικηφόρο (12χρονος γιος του «Μπάρμπα Βασίλη») και την Λένα 8χρονη – οι γονείς της πολεμούσαν στο αντάρτικο – υπ΄ ευθύνη του θιάσου.
Σκηνικά δε χρειαζόντουσαν. Αυλαία φτιάχτηκε από το μεταξωτό πανί συμμαχικού αλεξίπτωτου. Για κοστούμια επιλέχτηκαν τα μαύρα γιορτινά χωριάτικα σκουτιά και άσπρα πουκάμισα. Ο,τι έπρεπε για ρούχα της εποχής του Ρήγα (το έργο που επέλεξαν να παίξουν στην «περιοδεία»). Μόνο που θα έπρεπε να τα δανείζονται σε κάθε χωριό αφού δεν τα διέθεταν. Οργάνωσαν την ομαδική ζωή τους σε πνεύμα συντροφικό και χωρίς ιεράρχηση. Μετά από ένα μήνα εντατικής πρόβας ξεκίνησαν.
«Πρώτη» του θιάσου στο Νιοχώρι Θεσσαλίας. Κατόπιν, ο θίασος ήταν καλεσμένος στο β΄ Πανθεσσαλικό Συνέδριο του ΕΑΜ στο Ίταμο (26-7-44). Στο «πρόγραμμά» του ο θίασος ξεκαθαρίζει τους στόχους του: «Ο Ρήγας Βελεστινλής, η νεοελληνική αυτή τραγωδία, που πρωτοπαίζεται στη Λεύτερη γη της Θεσσαλίας, σκοπό δεν έχει να διασκεδάσει μα να βάλει κι αυτό τη σφραγίδα του στην όλη μας δουλειά. Έτσι η τέχνη μπαίνει οριστικά στην υπηρεσία της Επανάστασης». Η επιτυχία της παράστασης έδωσε κουράγιο για τη συνέχιση της «περιοδείας»
Από τα ορεινά νότια σύνορα της Θεσσαλίας, πέρασαν το Λεοντάρι (κοντά στα Φάρσαλα) και συνέχισαν στον Κάμπο του Αλμυρού. Ο Αλμυρός ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη που έδωσαν παράσταση (και η πρώτη που έπαιξαν με ηλεκτρικό από μια γεννήτρια πετρελαίου). Κατόπιν γύρισαν τα χωριά του Πηλίου. Ήρθε η απελευθέρωση της Αθήνας και λίγες μέρες μετά η απελευθέρωση του Βόλου. Την ίδια μέρα ο θίασος της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας έδωσε παράσταση. Για πρώτη φορά σε «κανονικό» θέατρο. Έδωσαν παραστάσεις αρκετές με ελεύθερη είσοδο και κατόπιν διαλύθηκαν.
Το εισιτήριο στα χωριά που έπαιζαν ήταν πάντα προαιρετικό .Δεν υπήρχε θυρωρός, και πάντα ήταν σε είδος. Αν υπήρχε μισή οκά στάρι ή κάποια δράμια σε λάδι. Κατά περίεργο τρόπο στο τέλος της παράστασης βρίσκονταν πάντα τσουβάλια πατάτες, φουντούκια, όσπρια. Οι εισπράξεις πήγαιναν στους τόπους επιμελητείας του ΕΛΑΣ, με γραπτές αποδείξεις.
Αναφέρουμε δυο περιστατικά από τις μαρτυρίες του Γ. Σταύρου που κρίνουμε ότι διαφωτίζουν το κλίμα των παραστάσεων. Σε κάποιο χωριό ένας θεατής έβγαλε όπλο να πυροβολήσει τον «προδότη» του «Ρήγα» (παρά τρίχα πρόλαβαν και τη γλίτωσε ο ηθοποιός), σε άλλο χωριό δίπλα στις πρώην αγροτικές φυλακές Κασσαβέτη έπαιξαν μέσα σε αίθουσα της πρώην φυλακής.
Σαν συμπέρασμα, η σύντομη ιστορία του Θεατρικού ομίλου ΕΠΟΝ Θεσσαλίας μπορεί να ιδωθεί μέσα από τα λόγια του Β. Ρώτα: «ένας θίασος από καμιά δωδεκαριά άτομα, που πορεύεται πεζή από χωριό σε χωριό είναι μια χαρούμενη συμφωνία όταν την οδηγάει το Πνεύμα της Τέχνης και το Πνεύμα ΤΟΥ Αγώνα». Δημιούργησε το πρόπλασμα, μαζί με το θίασο του Κοτζιούλα (που θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο μας) τη Λαϊκή σκηνή (θίασος ανταρτών του ΕΛΑΣ), για τη δυνατότητα ενός αμιγώς πολιτικού θεάτρου.
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο Δελτίο της Ομάδας Συντρόφων της Κοινωνικής Αριστεράς, τεύχος 4-5, Απρίλης του 2001
Αφήστε μια απάντηση