Από την εφημερίδα “Ρήξη”
Ένα από τα θετικά των φιλελεύθερων ολιγαρχικών καθεστώτων είναι η σχετική διαφάνεια. Έτσι, σε έκθεση του ΟΟΣΑ που διατίθεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο, διαβάζουμε συστάσεις προς κυβερνήσεις που θέλουν να διαλύσουν το κοινωνικό κράτος χωρίς να εμποδιστούν από επικίνδυνες λαϊκές αντιδράσεις.
Ο αναγνώστης ίσως εκπλαγεί, όπως και εμείς, από το πόσο πιστά η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει τις συστάσεις αυτές. Παραθέτουμε τα κυριότερα σημεία:
Το κύριο μέλημα μίας κυβέρνησης (είτε αντιπροσωπευτικού-δημοκρατικού είτε αυταρχικού τύπου) που θέλει να πλήξει οικονομικά τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις είναι να επιλέξει τα μέτρα εκείνα που πλήττουν περισσότερο, με το μικρότερο δυνατό πολιτικό κόστος: οι ταραχές πρέπει να αποφεύγονται, «διότι η καταστολή τους κοστίζει (μεγαλύτερη εξάρτηση της κυβέρνησης από τον στρατό, κακή εικόνα στο εξωτερικό)». Επιπλέον, «τα αυταρχικά καθεστώτα είναι πιο εύθραυστα», άρα μπορούν να ανατραπούν ευκολότερα και συνεπώς τα μέτρα του ΔΝΤ κινδυνεύουν να μην εφαρμοστούν.
Βέβαια, καλού κακού, συνιστάται να εξαιρούνται οι δυνάμεις καταστολής από τις περικοπές στον δημόσιο τομέα. Και όπως υπενθυμίζει η έκθεση: «Υπό στρατιωτικό καθεστώς οι ταραχές είναι πολύ λιγότερες».
Η κυβέρνηση συνεπώς είναι προτιμότερο να προσφεύγει σε δημοκρατικά μέσα: προπαγάνδα («επικοινωνία», «επικοινωνιακή στρατηγική») και συμμαχίες με κοινωνικές τάξεις ή επαγγελματικές κατηγορίες.
Όσον αφορά την προπαγάνδα: «Μια κυβέρνηση έχει μία περίοδο χάριτος 4-6 μηνών κατά την οποία η κοινή γνώμη την υποστηρίζει και κατά την οποία μπορεί να ρίξει την ευθύνη για τα μέτρα που θα λάβει στους προκατόχους της. Μετά την περίοδο αυτή, η κυβέρνηση θεωρείται ως ο κύριος υπεύθυνος της κατάστασης. Πρέπει λοιπόν εξαρχής να υπογραμμίσει −υπερβάλλοντας αν χρειαστεί− τις ευθύνες των προκατόχων της και τον ρόλο δυσμενών εξωτερικών παραγόντων. Στη συνέχεια, αφού εφαρμόσει το πρόγραμμα σταθεροποίησης, ο λόγος της μπορεί να είναι πιο αισιόδοξος».
Σημειωτέον ότι, «εάν μία κυβέρνηση αναλάβει δεσμεύσεις έναντι του ΔΝΤ, κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει υπέρ της, εφόσον τότε θα δύναται να απαντήσει στην αντιπολίτευση ότι η συμφωνία με το ΔΝΤ τη δεσμεύει και δεν γίνεται αλλιώς» (ελληνιστί: μονόδρομος).
Συνιστάται επίσης «να συμμετέχουν πολλοί ειδικευμένοι οικονομολόγοι στις δημόσιες συζητήσεις για την οικονομική πολιτική ώστε να διαμορφώνεται ευνοϊκό κλίμα».
Κάτι που βοηθά πολύ είναι οι θεαματικές κινήσεις: κυνήγι φοροφυγάδων, κερδοσκόπων… «Οι κινήσεις αυτές», σημειώνει η έκθεση, «ίσως είναι περισσότερο θεαματικές παρά αποτελεσματικές, ωστόσο το μόνο που μετράει είναι (να βελτιωθεί) η εικόνα της κυβέρνησης».
Το ιλαρότερο παράδειγμα προπαγάνδας έρχεται από το Μαρόκο του 1985, όπου εν μέσω μέτρων σταθεροποίησης ο βασιλιάς έριξε το σύνθημα «ναι στα μέτρα λιτότητας, όχι στη φτώχεια», που περιέργως καθησύχασε τον κόσμο.
Εξίσου απαραίτητη είναι όμως και η οικοδόμηση συμμαχιών και η λήψη μέτρων σταδιακά. Διότι «όσο περισσότερο υπάρχουν οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, τόσο πιο στενά είναι τα περιθώρια κυβερνητικών ελιγμών». Η κυβέρνηση οφείλει να στρέψει τους αγρότες κατά των δημοσίων υπαλλήλων, τον υπόλοιπο κόσμο κατά των «συντεχνιών» κοκ. Εν γένει θα πρέπει σε κάθε δέσμη μέτρων που λαμβάνει «να στηρίζεται σε συμμαχία των νικητών κατά των χαμένων» μέχρι την επόμενη δέσμη μέτρων όπου οι συμμαχίες αλλάζουν.
Ειδικά για τις ΔΕΚΟ, ο συντάκτης θεωρεί τους υπαλλήλους τους ως τον κύριο αντίπαλο της κυβέρνησης που μπορεί να καταπολεμηθεί με πολλούς τρόπους: επιμόρφωση πρόσθετου προσωπικού (ώστε να μειωθεί ο αντίκτυπος απεργιών), ιδιωτικοποίηση, κατάτμηση της ΔΕΚΟ σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις…
Ενδεικτικές και πολύ συγκριμένες είναι οι συστάσεις για το πώς θα περικοπούν εκπαιδευτικές δαπάνες: «Όταν μειώνουμε τις δαπάνες πρέπει να προσέχουμε να μη μειώσουμε και την ποσότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας –έστω και αν η ποιότητα πέσει. Π.χ. μπορούμε να μειώσουμε τις πιστώσεις για τα σχολεία ή τα πανεπιστήμια. θα ήταν όμως επικίνδυνο να μειώσουμε τον αριθμό των μαθητών και των φοιτητών. Οι οικογένειες θα αντιδράσουν βίαια αν τους στερήσουμε το δικαίωμα να γράψουν το παιδί τους στο σχολείο. Δεν θα αντιδράσουν όμως σε μία σταδιακή επιδείνωση του επιπέδου της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Σιγά σιγά το σχολείο μπορεί να ζητήσει από τους γονείς να χρηματοδοτήσουν οι ίδιοι μία σχολική δραστηριότητα ή και να την καταργήσει. Αυτό δεν πρέπει να γίνει όμως συγχρόνως και στο διπλανό σχολείο, αν θέλουμε να αποφύγουμε τη γενικευμένη δυσαρέσκεια του πληθυσμού».
Τέλος ας δούμε πώς απαντά η έκθεση σε δύο ερωτήματα που τίθενται συχνά. Το πρώτο είναι εάν οι απεργίες είναι επικίνδυνες για το καθεστώς. Σύμφωνα με την εμπειρία από χώρες όπου εφαρμόστηκαν μέτρα ΔΝΤ, οι απεργίες δεν είναι επικίνδυνες καθ’ εαυτές, σε αντίθεση με τις διαδηλώσεις. «Οι απεργίες δεν αμφισβητούν το καθεστώς, κάτι που εξηγεί και την έλλειψη στατιστικής συσχέτισης απεργιών και καταστολής». Οι απεργίες γίνονται επικίνδυνες όταν αφήνουν ελεύθερο χρόνο για άλλες πολιτικές δραστηριότητες («οι απεργίες των εκπαιδευτικών δεν ενοχλούν την κυβέρνηση, είναι όμως επικίνδυνες διότι οι μαθητές έχουν χρόνο να διαδηλώσουν») και όταν πρόκειται για γενικές απεργίες.
Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν η επαναστατικότητα ενός πληθυσμού σχετίζεται με το επίπεδο ανάπτυξης. (Όσοι θέτουμε το ερώτημα αυτό υπονοούμε ότι ο καταναλωτισμός έχει αποκοιμίσει τους Έλληνες, στερώντας τους τη δυνατότητα υγιούς αντίδρασης). Η απάντηση της έκθεσης είναι ότι δεν σχετίζεται. Άλλο ένα άλλοθι λιγότερο λοιπόν.
Αφήστε μια απάντηση