Το να γράψεις ένα ποίημα δεν είναι και τόσο δύσκολο, εκτός κι αν είσαι αγράμματος, οπότε έχεις αντικειμενικό πρόβλημα.
Το να γράψεις ένα ποίημα που θα χρησιμοποιήσεις για να “πουλήσεις” και να αναδείξεις το αχαλίνωτο ΕΓΩ σου, πάλι δεν είναι δύσκολο. Υπάρχει μία ολόκληρη στρατιά από εξαγορασμένους που θα σε βοηθήσουν, πολύ εύκολα, να φτιάξεις ένα καταπληκτικό image! Τόσο καταπληκτικό που θα είσαι, σχεδόν, διάσημος πριν καν γράψεις!
Το να γράψεις, όμως, ένα ποίημα για να τυλίξεις με λέξεις τα καθημερινά προβλήματα και τον αγώνα όλων των ανθρώπων και μετά να το αφήσεις να ξεδιπλωθεί στον αέρα σαν κορδέλα που θα θυμίζει στους συνανθρώπους σου ότι είσαι εκεί, μαζί τους…αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο, γιατί πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι Άνθρωπος.
Είπα να γράψω ένα ποίημα
για κείνες ‘κει τις μέρες, τις δύσκολες, τις φοβερές, τις θλιβερές,
τότε που μίλαγα στο κύμα,
όταν στα βράχια του γιαλού ξεσπούσαν μπόρες κ αστραπές,
όταν τα φώτα έσβηναν και χάνονταν οι κίτρινες ανταύγειες τους
στης τρικυμίας το μουντό, λαχανιασμένο βήμα,
τότε που ο κρόκος χάνονταν αφήνοντας σαν χνούδι, ολόγυρα,
κίτρινη γύρη να σκορπά στον άνεμο,
τότε που ο κλέφτης σκόρπιζε τ’ αδύναμα κλωνιά του παράμερα
για να μη δει κανένας το δύστυχο χρυσάνθεμο
που τσακισμένο κείτονταν στη νοτισμένη γη και έκλαιγε απόμερα,
ανάθεμα στην κόλαση, ανάθεμα στην άβυσσο.
Σκληρή η σιωπή του απέραντου θαλάσσιου στοιχειού,
μαύρη βουή κι αναμονή μήπως αρθρώσει λέξη,
με πηγαινέλα σάρωνε την άμμο του γιαλού
και γκρέμιζ’ όσα με στοργή η γαλήνη είχε πλέξει.
Του ψιθύρισα ότι οι μέρες που ‘θάρθουν θα κρατάνε τα όπλα,
θα σηκώσουν σημαίες, λάβαρα της γης, παντιέρες του ανέμου,
του μίλησα για το γήρας μιας πατρίδας χαμένης, που τα έχασε όλα,
για το άνυδρο φως που ξεραίνει την πλάση, για σφαγές κι ερινύες
που θα έβγουν πετώντας απ’ τους τάφους μαχών, απ’ τους τάφους πολέμου,
του εξήγησα ότι όταν η οργή θα κοχλάζει, όταν το ξύλο του σταυρού
θα γεμίσει με χιλιάδες σταυρωμένους, όταν τα παιδιά δεν θα βγουν στις αλάνες
κι η άνοιξη δεν θ’ ανθίζει λουλούδια, τότε η ανάγκη κι η θλίψη του καιρού
που ζυγώνει, θα σκορπίσει στο λυκόφως τις κραυγές απ’ τις μάνες
που θ’ ανοίξουνε στήθη την οργή να θηλάσουν, να χτυπήσουν καμπάνες,
του απάντησα ότι στην ανάσα του λύκου, στη μανία των υδάτων,
θα φυτέψουμε λόγχες που θα σκίσουν την πλάνη, την απάθεια και τον φόβο,
θα σηκώσουμε ασύλληπτους και πελώριους υδατοφράκτες
να συντρίψουν με πείσμα την ορμή των τεράτων,
θα μπολιάσουμε δέντρα με το μπόλι του πλήθους, της θυσίας και της πάλης,
θ’ αναστήσουμε όλες τις στρατιές των ηρώων και θα γίνουμε κράχτες
της στιγμής που ζυγώνει, της ζωής που ανατέλλει πάντα μέσα απ’ τις στάχτες,
του εξήγησα πως ο,τιδήποτε κι αν κάνει, μ’ όσο μίσος κι αν χτυπάει
τον ορίζοντα ετούτο, στη λήθη θα χαθεί και τον όλεθρο ζητάει
γιατί εμείς είμαστε αφέντες της ζωής μας και του τόπου
που αιώνες, αδιάκοπα, αντιστέκεται, παλεύει και πάει.
Αυτά άκουσε το κύμα και σιγά αποτραβήχτηκε απ’ τα βράχια εκείνα
που γενήκαν, μ’ ανθρώπινη πάλη, των υπάνθρωπων μνήμα.
Αφήστε μια απάντηση