ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ
Οση ταχύτητα επιδεικνύουν οι κυβερνώντες στην εφαρμογή της παραμικρής υπόδειξης της τρόικας τόση ραθυμία και επιφυλακτικότητα όταν πρόκειται να ενσωματώσουν στην ελληνική νομοθεσία κάποια διεθνή σύμβαση για ανθρώπινα δικαιώματα.
Γράφει ο ΙΟΣ
Οι παλινωδίες της κυβέρνησης με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε από τον υπουργό, αποσύρθηκε από τον εκπρόσωπο του πρωθυπουργού και μετά ξανακατατέθηκε, έχουν προϊστορία πολλών δεκαετιών. Το έργο αυτό, δηλαδή, το έχουμε ξαναδεί. Η Ελλάδα μονίμως υπογράφει διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ρατσισμό, τον σεβασμό των μειονοτήτων, αλλά μετά ξεχνά να τις ενσωματώσει στην εγχώρια νομοθεσία ή το κάνει με εξαιρετική καθυστέρηση.
Ο ανεπιθύμητος νόμος
Εχουν φρυάξει εδώ και καιρό οι κάθε λογής απολογητές του ρατσισμού και του αντισημιτισμού στη χώρα μας και υποδεικνύουν κάποια διεθνή συνωμοσία που θέλει να επιβάλει και στην Ελλάδα την ύπαρξη αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Κατονομάζονται οι διεθνείς εβραϊκές οργανώσεις, ο πανταχού παρών Σόρος, οι ΗΠΑ, η Ε.Ε., το Συμβούλιο της Ευρώπης. Δυστυχώς οι συνωμοσιολόγοι έχουν εν μέρει δίκιο. Δεν υπάρχει βέβαια καμιά παρόμοια συνωμοσία. Αλλά χωρίς τον κίνδυνο να εκτεθούν στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν φαίνονται πρόθυμες να πάρουν κανένα σχετικό μέτρο.
Η αλήθεια είναι ότι το ζήτημα δεν είναι σημερινό. Ούτε βαρύνει μόνο την κυβέρνηση Σαμαρά. Ακόμα και ο Γιώργος Παπανδρέου, τον οποίο συνοδεύουν όλες οι δυνατές κατηγορίες («άνθρωπος του Σόρος», «ενεργούμενο του εβραϊκού λόμπι», «ανθέλλην») κράτησε το νομοσχέδιο Καστανίδη (παρόμοιο με το σχέδιο Ρουπακιώτη) στο συρτάρι του υπουργείου Δικαιοσύνης το 2011.
Αυτή τη διαρκή «δυσανεξία» της ελληνικής έννομης τάξης μαρτυρά και το αμαρτωλό ιστορικό της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Η χώρα μας έχει αποδεχτεί πριν από περίπου μισό αιώνα το βασικό ντοκουμέντο κατά του ρατσισμού της παγκόσμιας ένωσης των κρατών. Στις 7.3.1966 η Ελλάδα υπέγραψε τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων. Η Σύμβαση είχε υιοθετηθεί από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού στις 21.12.1965 και τέθηκε σε ισχύ στις 4.1.1969. Χωρίς κανένα πρόβλημα την επικύρωσε το καθεστώς της χούντας στις 18.6.1970 με το ν/δ 494/1970. Τι είχε άλλωστε να φοβηθεί; Εξάλλου από την επικύρωση μιας σύμβασης μέχρι την ενσωμάτωσή της στο εσωτερικό δίκαιο η απόσταση αποδεικνύεται συνήθως χαώδης.
Τελικά αυτή η ενσωμάτωση πέρασε ομόφωνα ως νόμος στην ελληνική Βουλή τον Μάρτιο του 1979. Πρόκειται για τον Ν. 927/79, που με διάφορες τροποποιήσεις ισχύει μέχρι σήμερα. Στη συνοπτική σχετική συζήτηση συναίνεσαν όλα τα κόμματα, εφόσον επρόκειτο για εφαρμογή διεθνούς υποχρέωσης. Το ΠΑΣΟΚ ζήτησε να επεκταθεί η προστασία του νόμου και στο ζήτημα των διακρίσεων λόγω θρησκεύματος, αλλά η πρόταση δεν έγινε δεκτή. Η συμπλήρωση του νόμου με την πρόβλεψη να διώκονται οι διακρίσεις λόγω θρησκεύματος έγινε πέντε χρόνια αργότερα με τον Ν. 1419/84. Μιλώντας στη Βουλή, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ.-Α. Μαγκάκης εξηγούσε τότε ότι «ο νόμος [του 1979] εψηφίσθη σε ικανοποίηση, αν θέλετε, διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, διεθνών συμβάσεων του ΟΗΕ για την καταπολέμηση των διαφόρων διακρίσεων των ανθρώπων. Ο νόμος αυτός, ενώ περιλάμβανε φυλετικές ή εθνικές διακρίσεις, δεν περιλάμβανε διακρίσεις λόγω θρησκεύματος. Εμείς προσθέτουμε μόνο τη φράση “ή του θρησκεύματός του”. Γιατί το κάνουμε; Διότι υφίσταται συνεχώς πίεση η Ελλάδα στους διεθνείς οργανισμούς και στον ΟΗΕ. Και έχει καταστεί η χώρα αδικαιολόγητα ύποπτος».
Ενδιαφέρον έχει εδώ το γεγονός ότι η επίκληση των έξωθεν πιέσεων για τη συγκεκριμένη προσθήκη γίνεται από ένα στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ενώ ήταν το ίδιο κόμμα που την είχε εισηγηθεί ως αντιπολίτευση. Αυτή η επίκληση λειτουργούσε και τότε όπως και σήμερα απλώς ως άλλοθι των κυβερνώντων και κλείσιμο του ματιού προς κάποιους εγχώριους οπαδούς της θεωρίας ότι οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές. Την ακραία εκδοχή αυτής της θεωρίας διατύπωσε πρόσφατα ο ίδιος ο πρωθυπουργός, μιλώντας μάλιστα στη Συναγωγή Μοναστηριωτών της Θεσσαλονίκης, όπου στις 17.3.2013 έγινε η δέηση στη μνήμη των 50.000 Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Η άποψη ότι στην Ελλάδα οι ρατσιστές «είναι λιγότεροι απ’ ό,τι σε άλλες δυτικές κοινωνίες» και ότι ο ναζισμός δεν θα περάσει «γιατί δεν το θέλουν οι Ελληνες, δεν τους το επιτρέπει η παράδοσή τους, γιατί υπάρχουν πολύ ισχυρά αντισώματα στο DNA μας, στο γονίδιό μας, που πολεμούν αυτόν τον ιό».
Αυτός ο εφησυχαστικός στρουθοκαμηλισμός του πολιτικού συστήματος ήταν απαράδεκτος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν το Ευρωβαρόμετρο κατέγραφε μια δραστική μεταβολή των αισθημάτων της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους ξένους και ειδικά τους μετανάστες. Η Ελλάδα βρέθηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια (1991-1994) να περνά από την τελευταία στην πρώτη θέση των χωρών με αντιμεταναστευτικά αισθήματα, ενώ την ίδια περίοδο αρχίζουν και οι πιο συστηματικές επιθέσεις των ναζιστικών ομάδων, με στόχους στην αρχή τους «ανθέλληνες» αριστερούς ή αντιεξουσιαστές και στη συνέχεια τους μετανάστες.
Αλλά αν ήταν πολιτική μυωπία η υποτίμηση του ρατσιστικού ρεύματος εκείνη την περίοδο, σήμερα είναι πολιτικό έγκλημα.
Οι νεότερες υποχρεώσεις
Σύμφωνα με τις επίσημες συγκριτικές μελέτες για την υιοθέτηση αντιρατσιστικών νομοθεσιών από τα κράτη της Ε.Ε., η Ελλάδα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις. Τα μέτρα στη χώρα μας λαμβάνονται μόνο κάτω από πίεση και με μεγάλη καθυστέρηση. Για το ζήτημα των διακρίσεων η Ελλάδα δεν ενσωμάτωσε τις οδηγίες 43/2000 και 78/2000 της Ε.Ε. στο ελληνικό δίκαιο μέσα στην προθεσμία που είχε δοθεί και έφτασε πολύ κοντά στο να καταδικαστεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λόγω αυτής της καθυστέρησης. Η προθεσμία έληγε τον Ιούλιο του 2003. Τον Νοέμβριο του 2004, ύστερα από αρκετή πίεση το ελληνικό Κοινοβούλιο άρχισε να εξετάζει πώς θα τις ενσωματώσει – και τελικά το έκανε με την ψήφιση του Ν. 3304/2005.
Ο νόμος που επιχείρησε χωρίς επιτυχία να περάσει ο κ. Ρουπακιώτης πριν από μία βδομάδα και προσέκρουσε στους δύο σωματοφύλακες του κ. Σαμαρά (Δ. Σταμάτης και Π. Μπαλτάκος) δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ενσωμάτωση μιας ήδη υπάρχουσας Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. «για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου» (28.11.2008). Η απόφαση-πλαίσιο, η οποία λαμβάνει υπόψη τόσο τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ όσο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και άλλες σχετικές Συμβάσεις, μεταξύ άλλων προβλέπει να φροντίσει κάθε κράτος να τιμωρεί τις ακόλουθες πράξεις:
α) Τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.
β) Την τέλεση πράξης που αναφέρεται στο στοιχείο α) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού.
γ) Τη δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας.
δ) Τη δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας.
Ουσιαστικά το σχέδιο νόμου του κ. Ρουπακιώτη αντιγράφει αυτή την Απόφαση-πλαίσιο, προσθέτοντας τον γενετήσιο προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου στις περιπτώσεις των διακρίσεων, σύμφωνα και με το πρόσφατο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «σχετικά με την ενίσχυση του αγώνα κατά του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των εγκλημάτων μίσους» (2013/2543). Μόνο που για να κάνει πιο «εύπεπτο» το νομοθέτημα, προβλέπεται και ο «εξελληνισμός» της Απόφασης-πλαίσιο με την προσθήκη της προστασίας της μνήμης και άλλων «γενοκτονιών» πλην του Ολοκαυτώματος. Το αποτέλεσμα είναι να υπονομεύεται η ουσία και να μετατίθεται η συζήτηση σε «σοβαρές» και «λιγότερο σοβαρές» γενοκτονίες, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπαχθεί η οποιαδήποτε ιστορική έρευνα στο καλαπόδι δικαιικών ρυθμίσεων που κρύβουν πολιτικές σκοπιμότητες.
Η νόμοι και η εφαρμογή τους
Η απροθυμία που επιδεικνύουν οι ελληνικές κυβερνήσεις στην υιοθέτηση νομοθετικών ρυθμίσεων για την καταπολέμηση των ρατσιστικών εγκλημάτων έχει τη συνέχειά της στις δικαστικές αίθουσες. Ο ισχύων 927/79 με όλες τις τροποποιήσεις του έχει κυριολεκτικά κακοπάθει, χωρίς να φταίει το ίδιο το περιεχόμενό του. Στην αρχική του εκδοχή προέβλεπε διώξεις μόνο έπειτα από έγκληση θιγομένων. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις εφαρμογής του νόμου, εφόσον κατά κανόνα τα θύματα ρατσιστικών προσβολών αποφεύγουν ή αδυνατούν να καταφύγουν στη Δικαιοσύνη. Αλλά και όταν τροποποιήθηκε ο νόμος με την πρόβλεψη να διώκονται αυτεπάγγελτα οι ρατσιστικές ενέργειες, φτάσαμε στο άλλο άκρο: τα δικαστήρια δεν έκαναν δεκτή την παρουσία πολιτικής αγωγής, με αποτέλεσμα να μένουν οι κατηγορίες ανυποστήρικτες.
Πιο χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής του νόμου αυτού ήταν η υπόθεση του βιβλίου του Κώστα Πλεύρη «Εβραίοι, όλη η αλήθεια». Μετά την πρωτόδικη καταδίκη του, ο Πλεύρης αθωώθηκε στο Εφετείο, με το επιχείρημα ότι δεν αναφέρεται στους Εβραίους, αλλά στους «Εβραιοσιωνιστές», κατά συνέπεια το βιβλίο δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου. Πρόκειται βέβαια για επιλεκτική ανάγνωση του βιβλίου, το οποίο προέτρεπε ανοιχτά σε πράξεις εναντίον των Εβραίων, με φράσεις όπως «έτσι θέλουν οι Εβραίοι, διότι µόνον έτσι καταλαβαίνουν: εντός 24 ωρών και εκτελεστικό απόσπασµα». Η απόφαση του Εφετείου επικυρώθηκε από τον Αρειο Πάγο, ενώ όλη η δικαστική
περιπέτεια ανέδειξε την απήχηση σε στελέχη του δικαστικού κλάδου των απόψεων Πλεύρη. Στον αντίποδα, ο εισαγγελέας που συνέταξε το κατηγορητήριο εναντίον Πλεύρη βρέθηκε πειθαρχικά ελεγκτέος από ανωτέρους του για την κίνησή του αυτή. Πρόκειται για τον γνωστό εισαγγελέα Σπύρο Μουζακίτη. Το αποκορύφωμα της υπόθεσης είναι ότι την προσεχή Τετάρτη 22 Μαΐου θα καθίσουν στο εδώλιο του δικαστηρίου εκπρόσωποι του ελληνικού εβραϊσμού (Μ. Κωνσταντίνης, Β. Αλμπάλας, Α. Ρεϊτάν, Λ. Γαβριηλίδης) και του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (Π. Δημητράς, Α. Γκίλμπερτ), ύστερα από μηνυτήρια αναφορά του Πλεύρη με τις σοβαρές κατηγορίες της ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας και συκοφαντικής δυσφήμησης! Ο λόγος είναι ότι τόλμησαν να καταθέσουν για το περιεχόμενο του επίμαχου βιβλίου.
Με άλλα λόγια, όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, «όχι μόνον αθωώθηκε ο συγγραφέας του βιβλίου που περίτρανα διακηρύσσει ότι είναι αντισημίτης και ναζιστής και ότι οι Εβραίοι είναι “υπάνθρωποι”, αλλά δικάζονται οι μάρτυρες που στις καταθέσεις τους τον χαρακτήρισαν ως τέτοιον, δεδομένου ότι ο ίδιος θεώρησε ότι προσβάλλεται η υπόληψή του από τους δικούς του χαρακτηρισμούς». Οι μάρτυρες κατέθεσαν προσφυγή κατά του κατηγορητηρίου, αλλά ο εισαγγελέας Εφετών τις απέρριψε και έτσι «οι κατηγορούμενοι εκπρόσωποι του Εβραϊσμού και του ΕΠΣΕ θα βρεθούν αναγκασμένοι να εξηγήσουν και πάλι στο δικαστήριο ότι το Αουσβιτς δεν ήταν θέρετρο, ότι το Ολοκαύτωμα έγινε, ότι σε κάθε σελίδα του το βιβλίο και προτρέπει σε βία και προσβάλλει τους Εβραίους».
Μεταξύ των μαρτύρων του κατηγορητηρίου φιγουράρει και ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος ήδη έχει καταθέσει στην προδικασία ότι οι εκπρόσωποι του ελληνικού εβραϊσμού συκοφάντησαν τον Πλεύρη…
Κινδυνεύει η ελευθερία του λόγου;
Κάθε φορά που τίθεται θέμα προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών προσβολών επανέρχεται ένα μόνιμο αντεπιχείρημα, το οποίο εδώ και κάποιο καιρό έχει υιοθετήσει ακόμα και η ναζιστική Χρυσή Αυγή. Οι αντιρατσιστικοί νόμοι, σύμφωνα μ’ αυτό το επιχείρημα, θίγουν την ελευθερία της έκφρασης, η οποία πρέπει να είναι απόλυτη. Κατά συνέπεια πρέπει να διώκονται μόνο οι πράξεις και μάλιστα με όσα προβλέπει ήδη ο Ποινικός Κώδικας. Οι αφελείς υποστηρικτές αυτής της θέσης φαίνεται ότι αγνοούν πως ήδη διώκονται πολλά αδικήματα λόγου (συκοφαντική δυσφήμηση, απάτη κ.λπ.), χωρίς κανείς να διανοείται την κατάργησή τους.
Το πρόβλημα με τις διάφορες παραλλαγές των αντιρατσιστικών νομοθετημάτων σ’ όλη την Ευρώπη είναι ότι σε ένα κοινό κείμενο τείνουν να συμπεριλάβουν διαφορετικής τάξης ζητήματα. Αλλο οι διακρίσεις (λόγω καταγωγής κ.λπ.) σε δημόσιες υπηρεσίες, άλλο οι επιβαρυντικές περιστάσεις σε ένα έγκλημα όταν αποδεικνύεται ο ρατσιστικός του χαρακτήρας, άλλο η ρατσιστική προσβολή ομάδων του πληθυσμού, άλλο το έγκλημα μίσους, άλλο η άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Η συμπερίληψη όλων αυτών των διατάξεων στο ίδιο νομοθέτημα δεν επιλύει αλλά περιπλέκει το ζήτημα της αντιμετώπισης του ρατσισμού. Και υπάρχει ανάγκη στάθμισης της προστασίας από ρατσιστικές προσβολές από τη μια μεριά και της προστασίας της ελευθερίας του λόγου από την άλλη. Υπάρχει ήδη η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, σύμφωνα με την οποία «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συγκεκριμένες εκφράσεις οι οποίες συνιστούν ρητορική μίσους που μπορεί να προσβάλλει ξεχωριστά άτομα ή ομάδες δεν προστατεύονται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης [περί ελευθερίας του λόγου] και επομένως επιτρέπεται να περιορίζονται από την εθνική νομοθεσία». Το ίδιο το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρει ως λόγο εξαίρεσης από την προστασία της ελευθερίας του λόγου τα «δικαιώματα των τρίτων».
Υπάρχει κίνδυνος ηρωοποίησης;
Διατυπώνεται από καλοπροαίρετους ανθρώπους το ερώτημα μήπως η ποινικοποίηση της δράσης μιας πολιτικής οργάνωσης ενισχύσει το «αντισυστημικό» του προφίλ και προκαλέσει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Κάποιοι άλλοι υποδεικνύουν ως πρόβλημα το ενδεχόμενο να επεκταθεί ο έλεγχος των ρατσιστικών προσβολών που προβλέπει ο νόμος σε πολιτικούς χώρους εντελώς διαφορετικούς, και κατονομάζεται ως προσεχής στόχος η κομμουνιστική Αριστερά. Στο σφάλμα αυτό υποπίπτει το ΚΚΕ, το οποίο μπερδεύει την Απόφαση-πλαίσιο της Επιτροπής με άλλες, εντελώς άσχετες αποφάσεις της Ε.Ε..
Αλλά σημασία έχει ότι η κοινή βάση αυτών των ενστάσεων είναι η σύγκριση των σημερινών εχθρών της Δημοκρατίας με όσους θεωρούσε εχθρούς το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Και κάποιοι συνειρμικά φαντάζονται ότι μπορεί η ναζιστική οργάνωση σε καθεστώς ποινικών διώξεων να αποκτήσει την αίγλη του μαχόμενου και διωκόμενου επαναστάτη.
Φυσικά πρόκειται για απόλυτη διαστρέβλωση των πραγματικών ιστορικών δεδομένων. Το ΚΚΕ την περίοδο του Εμφυλίου ήταν μια καλά οργανωμένη πολιτική δύναμη με εκατοντάδες χιλιάδες πιστούς οπαδούς, που ήταν πρόθυμοι να υποστούν μαρτυρικές διώξεις μόνο και μόνο για να μην αποκηρύξουν τα πιστεύω τους. Και είναι πραγματική αθλιότητα να συγκρίνει κανείς τους οπαδούς της Αριστεράς μετά τον εμφύλιο με τους σημερινούς οπαδούς των Μιχαλολιάκου, Παππά και Γερμενή.
Σήμερα μιλάμε για μια συμμορία, όπου ακόμα και οι ηγέτες της αρνούνται κάθε λίγο και λιγάκι τη ναζιστική ιδεολογία τους και την υποδηλώνουν με κόλπα στην αμφίεση, τα συνθήματα και την αρθρογραφία τους. Τα στελέχη της οργάνωσης συγκροτούνται περισσότερο ως μπράβοι νυχτερινών μαγαζιών παρά ως ηγεσία πολιτικού μορφώματος. Οσο για τους ψηφοφόρους της, στη συντριπτική τους πλειονότητα, μπορεί να γοητεύονται από τις κραυγές μίσους και την επίδειξη «αντισυστημικής πυγμής», αλλά το κάνουν εκ του ασφαλούς. Δεν είναι διατεθειμένοι μέχρι στιγμής να συμμετάσχουν στα βραδινά πογκρόμ και τις βίαιες ενέργειες του ναζιστικού πυρήνα της οργάνωσης.
Το συμπέρασμα είναι ότι μια αυστηρή ποινική αντιμετώπιση της παράνομης δράσης της Χρυσής Αυγής θα προκαλέσει την ανάσχεση των κρουσμάτων ρατσιστική βίας. Η ηγεσία της θα κλαψουρίζει σαν θύμα διώξεων, αλλά ταυτόχρονα θα αποσύρει τα Τάγματα Εφόδου από την προκλητική δράση, κάτι που συνέβη εν μέρει ήδη από την εξαγγελία του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου. Είναι κάτι που είδαμε και το φθινόπωρο του 2005, όταν η κυβέρνηση απαγόρευσε το πανευρωπαϊκό «Φεστιβάλ Μίσους» που ετοίμαζε η οργάνωση, με αποτέλεσμα να παραδοθεί ο φυγόδικος και κατηγορούμενος για τρεις απόπειρες δολοφονίας υπαρχηγός της, ενώ και η οργάνωση «ανέστειλε τη δράση της». Το ίδιο θα γίνει και σήμερα. Τα μεσαία στελέχη θα λουφάξουν, εφόσον δεν πρόκειται στην πλειοψηφία τους για «πιστούς» κάποιας ιδέας, όπως βαυκαλίζονται μεταξύ τους, αλλά για τζάμπα μάγκες που δρουν κατά κανόνα πίσω από την ασφάλεια της νύχτας, της ανωνυμίας και της άτυπης προστασίας των διωκτικών αρχών.
Το μεγάλο μέρος των οπαδών θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ της νομιμότητας και της παρανομίας, γνωρίζοντας ότι αυτή η επιλογή δεν θα είναι τόσο ανέξοδη όσο υπήρξε η ψήφος τους προς το ναζιστικό μόρφωμα.
Αλλά αυτή η αυστηρή αντιμετώπιση προϋποθέτει την πολιτική βούληση της πολιτείας και την ενεργοποίηση της Δικαιοσύνης. Η ψήφιση ενός νέου αντιρατσιστικού νόμου θα ήταν ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η Χρυσή Αυγή και η νομιμότητα
Μεγάλη κουβέντα έχει γίνει για το ενδεχόμενο να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή. Ως κύριο πρόσκομμα αναφέρεται η συνταγματική ρύθμιση που δεν προβλέπει απαγόρευση κόμματος. Ομως η ίδια η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ του 1965 για τις φυλετικές διακρίσεις έχει και άλλες ρητές διατυπώσεις που ακόμη δεν έχουν ενσωματωθεί στο δικό μας δίκαιο. Γιατί δεν αναφέρεται μόνο στην ανάγκη απαγόρευσης του ρατσιστικού προσβλητικού λόγου και της υποκίνησης φυλετικού μίσους, αλλά στο άρθρο 4β ζητά να «κηρύσσονται εκτός νόμου και να απαγορεύονται οργανώσεις οι οποίες προβάλλουν και προκαλούν φυλετικές διακρίσεις», ενώ και η συμμετοχή σε παρόμοιες οργανώσεις ή δραστηριότητες πρέπει να είναι ενέργειες ποινικά κολάσιμες. Με άλλα λόγια, δεν είναι ανεκτό να υπάρχει στη νομιμότητα μια οργάνωση τύπου Κου Κλουξ Κλαν που προπαγανδίζει το πρωί φυλετικές διακρίσεις και οργανώνει τη νύχτα βίαιες ρατσιστικές επιθέσεις.
Για να ξεπεραστεί το συνταγματικό κώλυμα έχει υποδειχθεί από τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο και άλλους εξέχοντες νομικούς η αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που αφορούν τα εγκλήματα, τις εγκληματικές συμμορίες και τις ηγεσίες των συμμοριών αυτών ως ηθικών αυτουργών. Διαθέτουμε ήδη αρκετές δικαστικές αποφάσεις που υποδεικνύουν αυτού του είδους τη δράση και τεκμηριώνουν ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένη δράση μελών, αλλά διατεταγμένων ομάδων.
Υπάρχουν μάλιστα εν εξελίξει δικαστικές υποθέσεις, στις οποίες οι κατηγορούμενοι σε βαθμό κακουργήματος (για μαχαιρώματα) ομολογούν ότι είναι μέλη της Χρυσής Αυγής και ότι έδρασαν με ομάδα της οργάνωσης κατόπιν διαταγών. Ποιος νόμος εμποδίζει την Εισαγγελία να καλέσει την ηγεσία της οργάνωσης να απολογηθεί γι’ αυτές τις υποθέσεις. Ακόμα και για την πιο γνωστή εγκληματική ενέργεια της οργάνωσης και ενώ καταζητούνταν γι’ αυτήν επί 7 χρόνια ο υπαρχηγός της, ουδέποτε «ενοχλήθηκε» ο Αρχηγός από τις αρχές. Και βέβαια ο ίδιος δεν τόλμησε να παραστεί για «συμπαράσταση» στον «αδίκως διωκόμενο» συναγωνιστή του, όταν τελικά η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο.
Μιλώντας στο οικείο περιβάλλον του τηλεοπτικού σταθμού Kontra, ο φίρερ της Χρυσής Αυγής είχε απειλήσει ανοιχτά: «Τον νόμο Ρουπακιώτη θα τον πετάξει η ιστορία στα σκουπίδια. Είναι ένας νόμος ο οποίος στοχεύει κατευθείαν στη Χρυσή Αυγή. Δεν μπορούν να μας σταματήσουν με τίποτα άλλο παρά μόνο με παράνομους νόμους. Αλλά δεν θα έχει καμιά επίπτωση ο νόμος αυτός. Να ξέρουν ότι παίζουν επικίνδυνα πολιτικά παιχνίδια. Την τελευταία φορά που σταμάτησαν με κάποιο νόμο ένα κόμμα ήταν το 1946» (8.5.2013). Είναι η δεύτερη φορά που στελέχη της οργάνωσης υπαινίσσονται εμφύλιο πόλεμο, μετά τις δηλώσεις Παναγιώταρου στο BBC.
Για τη σχέση της Χρυσής Αυγής με τη νομιμότητα, ενδιαφέρον έχει ότι στην ίδια συνέντευξη ο Μιχαλολιάκος διατύπωσε και την άποψή του για τη γερμανική ναζιστική οργάνωση NSU, η οποία δικάζεται αυτές τις μέρες για εννιά ρατσιστικούς φόνους (οκτώ Τούρκοι και ένας Ελληνας). «Δεν σκοτώνανε Ελληνες’ Τούρκους σκοτώνανε», θα πει ο Μιχαλολιάκος, εξηγώντας ότι ο Ελληνας έπεσε θύμα του λάθους ότι δεν άλλαξε την τουρκική πινακίδα στο κατάστημά του. Οι δράστες, κατά τον Αρχηγό, δεν ήταν ναζιστές: «Τι ναζιστές; Τίποτα εγκληματίες ήτανε. Ο εγκληματίας δεν έχει ιδεολογία». Το γεγονός βέβαια ότι έχουν ήδη αποκαλυφθεί πολλές διασυνδέσεις της ομάδας του NSU με το NPD, με το οποίο διατηρεί αδελφικούς δεσμούς η Χρυσή Αυγή δεν ήταν υπόψη των συνομιλητών του Μιχαλολιάκου.
Διαβάστε
-Robin Wilson και Paul Hainsworth
«Far-right Parties and discourse in Europe: A challenge for our times»
(European Network Against Racism, Βρυξέλλες, Μάρτιος 2012)
Η σχέση της ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη με την ανάπτυξη του ρατσιστικού λόγου.
-FRA – European Union Agency for Fundamental Rights
«Making hate crime visible in the European Union: acknowledging victims’ rights»
(Βιέννη 2012)
Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των θυμάτων εγκλημάτων μίσους.
-Council of Europe
«Hate speech»
(Αύγουστος 2009)
Ενημερωτικό φυλλάδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομολογία που σχετίζεται με τη ρητορική μίσους.
-Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά του Ρατσισμού
«Αντιδρώντας στον ρατσισμό. Ελλάδα»
(2006)
Η έκθεση του ευρωπαϊκού οργανισμού επισημαίνει τις καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων στην υιοθέτηση και την εφαρμογή της αντιρατσιστικής νομοθεσίας.
-Rebecca Thomas
«Legislative Provisions for Hate Crime across EU Member States»
(Ιούνιος 2004)
Συγκριτική μελέτη για τη νομοθετική αντιμετώπιση των εγκλημάτων μίσους στα κράτη της Ε.Ε.
-OSCE
«Hate Crime Laws»
(Βαρσοβία 2009)
Μελέτη για τους νόμους κατά της ρητορικής του μίσους από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά. Δημήτρης Ψαρρά
Πηγή: “Η Εφημερίδα των Συντακτών“
Αφήστε μια απάντηση