Τώρα που το κλίμα αισιοδοξίας είναι στα ύψη, την ώρα που τα φώτα της Συνδιάσκεψης έκλεισαν και τρέχουμε να μεταλαμπαδεύσουμε την ελπίδα μας στον ελληνικό λαό, τη στιγμή που τα γεγονότα μας υπερφαλαγγίζουν ασταμάτητα αλλά εμείς παραμένουμε ονειροπόλοι και ρομαντικοί, πιστοί στην ουτοπία που όλοι περιμένουμε, νομίζουμε ότι, ίσως, θα έπρεπε και κάποιος να κάνει τον συνήγορο του διαβόλου σε μια δίκη που είναι, εξ ορισμού, προδιαγεγραμμένη η απόφαση.
Βιώνουμε ένα παγκόσμιο, συγκρουσιακό και εξεγερσιακό κλίμα άνευ προηγουμένου. Ίσως, μόνο το 1848 με τις επαναστάσεις του και τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917, μπορούν να συγκριθούν με την ρευστότητα της κατάστασης, η οποία, παρεμπιπτόντως, εξακτινίζεται σε ολόκληρο τον πλανήτη και όχι σε μεμονωμένες περιφέρειες. Αραβική άνοιξη, νότια Ευρώπη, κοινωνικά κινήματα στις ΗΠ, λατινική Αμερική, μέση Ανατολή και τώρα Τουρκία. Η ρήξη με τις καθεστωτικές δυνάμεις είναι βίαιη και μαζική, η προοπτική αβέβαιη και επισφαλής. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον πρέπει να μελετήσουμε το παρόν, για να μπορέσουμε να είμαστε ρεαλιστές πρέπει η θεωρία μας να είναι επιστημονική, να δίνει προοπτικές και, κυρίως, να αποκλείει τη μονοδιάστατη θεώρηση των πραγμάτων. Το να φοράς γυαλιά δεν θα σε εμποδίσει να πέσεις στον γκρεμό άμα δεν είσαι μύωπας.
Είναι γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δίνει τη δική της μάχη με αξιοπρέπεια και, θα τολμούσα να πω, πλουραλιστικότητα ως προς το πλήθος των απόψεων. Προσβλέπει σε ένα μέλλον όπου η δυναμική του κινήματος θα καταφέρει να απεγκλωβίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού από πολιτικές του παρελθόντος και θα το οδηγήσει να συμπαραταχθεί σε ένα μέτωπο που θα ανατρέψει ή θα μεταλλάξει σταδιακά (η επιλογή μάς αφήνει αδιάφορους προς το παρόν) την κοινωνική πραγματικότητα προς όφελος του λαού και του εργατικού κινήματος με συγκεκριμένο καταληκτικό στόχο την οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Έχουμε τη θεωρία, γνωρίζουμε τον οργανωτικό τρόπο να την κάνουμε πράξη, επομένως μπορούμε να αισιοδοξούμε παρά τις επουσιώδεις, επιμέρους, διαφορές μας. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Είμαστε πρωτοπορία ή μία ομάδα σεχταριστών, ξεκομμένη από την πραγματικότητα; Τι οφείλει να πράξει, στις σημερινές συνθήκες, το επαναστατικό υποκείμενο (εάν και εφόσον μπορέσουμε να το προσδιορίσουμε); Υπάρχει νομοτελειακή κίνηση της ιστορίας και αυτό μας το αποκαλύπτει η θεωρία; Και η θεωρία; Είναι Η θεωρία ή «άλλη μία» θεωρία (με το αριστοτελικό περιεχόμενο) που «κατασκευάζεται» από την ανθρώπινη διάνοια που, όμως, σαφέστατα εμπεριέχει μια ιστορικότητα και μια τάση να ερμηνεύει το φαίνεσθαι και όχι το Είναι; Πολλά και σοβαρά φιλοσοφικά και πολιτικά ερωτήματα που, πιστεύουμε, είναι δύσκολο να απαντηθούν (ειδικότερα μέσα στις λίγες γραμμές ενός άρθρου).
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι η θεωρία ως εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας. Το δεύτερο είναι η ίδια η πραγματικότητα. Το τρίτο πως «διαβάζουμε» και, συνεπώς, χρησιμοποιούμε τη θεωρία. Ο Μαρξ γράφει την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και προσεγγίζει την ιδιαιτερότητα της εργατικής-βιομηχανικής τάξης μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Αντλώντας επιχειρήματα από πολλαπλές αφετηρίες (πολιτική οικονομία, ουτοπικοί σοσιαλιστές, γερμανικός ιδεαλισμός) κατασκευάζει το δικό του επαναστατικό υποκείμενο, κινούμενος μεταξύ οντολογίας και κονστρουκτιβισμού, προδιαγράφοντας το μέλλον και αποβλέποντας στην χειραφέτηση όχι μόνο μιας τάξης αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Η στόχευση του είναι στην κατάργηση της εγελιανής διάκρισης αφέντη – δούλου και στην ανάδειξη (και απελευθέρωση) του επαναστατικού υποκειμένου. Η πρόσκληση στην ενότητα όλων των προλετάριων αποβλέπει στην συνειδητοποίηση, καταρχάς, της ιδιαίτερης «προλεταριακής» ταυτότητας και, κατόπιν, στη συνειδητή πολιτική πράξη που θα την οδηγήσει στη χειραφέτηση.
Ο μαρξισμός, ως θεωρία, εμπεριέχει το σπέρμα της αυτοαναίρεσης. Έχει καταληκτικό σημείο και συγκεκριμένη προοπτική. Η πρωτοπορία θα λειτουργήσει ως ατμομηχανή για μια ριζική ανατροπή της δεδομένης πραγματικότητας και την επάνοδο στο βασίλειο της ελευθερίας. Παράλληλα, η οικονομική του ανάλυση εμπεριέχει όλα εκείνα τα σημεία που τεκμηριώνουν αυτή την προοπτική. Το κριτήριο της «αυτοδιάψευσης» (όπως το θέτει ο θετικισμός, βλ. Πόππερ), ως κριτήριο επιστημονικότητας μιας θεωρίας, λειτουργεί στον μαρξισμό ως σημείο όπου η ίδια η πραγματικότητα θα καταστήσει τη θεωρία μη αναγκαία σε ένα περιβάλλον όπου η αυτοδιάψευση θα λειτουργεί ως μη αναγκαιότητα αυτοδιάψευσης, δεδομένου ότι η πράξη θα έχει υπερφαλαγγίσει την θεωρία.
Για να μιλήσουμε πιο απλά. Ο Χέγκελ, στη Φιλοσοφία της Ιστορίας του, μας δίνει τη γραμμική διάσταση μιας ανθρώπινης ιστορίας που καταλήγει στην αυτοσυνείδηση του Πνεύματος και στην πλήρη πραγμάτωσή της μέσα από το μόρφωμα του κράτους-έθνους. Περιγράφοντας τη, σε στάδια, εξέλιξη της ανθρωπότητας μας δίνει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο, διαλεκτικά, η μία πραγματικότητα αναιρείται από την επόμενη. Η μαρξική χρήση αυτού του πλαισίου προσθέτει μια ιδιαιτερότητα πάνω στην οποία έχουμε σταθεί ελάχιστα. Το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο (η γνωστή σύνθεση) προϋποθέτει την πλήρη εξαφάνιση των συστατικών στοιχείων από τα οποία προήλθε η σύνθεση, η δουλεία εξαφανίζεται μαζί με τους δουλοκτήτες, οι φεουδάρχες μαζί με τους δουλοπάροικους κ.ο.κ. και το καινούργιο επέρχεται ως σύνθεση των παλαιών. Για να είναι πιστός στο θεμελιακό, φιλοσοφικό του όραμα, ο Μαρξ αναγκάζεται να δεχτεί την αυτοκατάργηση του υποκειμένου που ο ίδιος θεώρησε ως επαναστατικό (του προλεταριάτου) αλλά όχι ταυτόχρονα με την κατάργηση-ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά σε μία, νεφελώδικη, μελλοντική κοινωνία που ο ίδιος αποκαλεί «αταξική». Το ερώτημα που τίθεται, και πιστεύουμε είναι καίριας σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη θεωρία, είναι εάν και κατά πόσο ο Μαρξ, μη γνωρίζοντας την εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού (με όλες τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει), απέκλεισε την πιθανότητα ή μη της ύπαρξης μιας άλλης μορφής σύνθεσης όπου το προλεταριάτο θα εξαφανιστεί μαζί με την αστική τάξη αλλά όχι στην ουτοπική σοσιαλιστική κοινωνία αλλά σε ένα μεταγενέστερο, κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο που θα μας δίνει μια άλλη μορφή ταξικής κοινωνίας;
Το προλεταριάτο (βιομηχανική εργατική τάξη, δίχως περιουσία, αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη για να ζήσει και να παράγει υπεραξία) εμφανίζεται, κατά τον Μαρξ, ως νέο ιστορικό υποκείμενο στα τέλη του 17ου αιώνα με τις πρώτες αναλαμπές ανόδου μιας πρώιμης αστικής τάξης. Το σχήμα του Μαρξ δουλεύει τέλεια όσο το προλεταριάτο υπάρχει και παράγει υπεραξία. Το ερώτημα που δημιουργείται είναι το εάν και κατά πόσο οι σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες αναπαράγουν αυτά τα δεδομένα, με τη μορφή που τα περιέγραψε ο Μαρξ;
Ξεκαθαρίζουμε από την αρχή ότι καπιταλισμός χωρίς υπεραξία δεν μπορεί να υπάρξει. Επίσης, θεωρούμε αυτονόητο ότι υπάρχει μια, σχεδόν ολοκληρωτική, μετατόπιση των ιδιοτήτων, με βάση τις οποίες ο Μάρξ προσδιόρισε οντολογικά το υποκείμενό του, στις χώρες του τρίτου κόσμου όπου οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης της εργατικής τάξης φαντάζουν τρομακτικές μπροστά σ’ αυτές της βιομηχανικής επανάστασης. Η «παγκόσμια» υπεραξία παράγεται εκεί, σε συντριπτικά ποσοστά, με απίστευτη δυσαναλογία μισθού και υπερεργασίας και διαχέεται (όπως περιγράφει στο Κεφάλαιο ο Μαρξ) σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως, ισχύει το ίδιο στις μεταβιομηχανικές κοινωνίες; Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, η καταπληκτική εξέλιξη της τεχνολογίας (προς αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας είτε με τη μορφή έντασης κεφαλαίου είτε με τη μορφή απαλλαγής από την ίδια την εργασία) μεταλλάσει την κοινωνία σε μια κοινωνία όπου η εργασία δεν είναι πλέον – εξ ορισμού – απαραίτητη. Ο Μαρξ το είχε προβλέψει και σ’ αυτό στήριζε τη βασική, εγγενή, αυτοκαταστροφική ιδιότητα του καπιταλισμού. Η μαρξική οικονομική ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού δεν θέτει – πουθενά – το αυτονόητο ως βασικό κατευθυντήριο στόχο για μια πραγματικά επαναστατική δράση. Ο καιρός της πλήρους απασχόλησης τελείωσε οριστικά. Ακόμη και η μερική απασχόληση τίθεται σε αμφιβολία και το ζητούμενο δεν είναι αν και κατά πόσο το επαναστατικό κόμμα θα δώσει εργασία σε όλη την κοινωνία αλλά το κατά πόσο αφενός θα ιδιοποιηθεί (ως κοινωνία) τα υπερκέρδη των διαφόρων μορφών κεφαλαιοκρατικών συσσωματώσεων ή οτιδήποτε άλλο ανακαλύπτει διαρκώς ο καπιταλισμός και αφετέρου αν η αποδέσμευση από την αναγκαστική εργασία θα απελευθερώσει τον εργαζόμενο και θα του αποδώσει ατομικά και κοινωνικά οφέλη που θα προκύπτουν από τον, διαρκώς, διευρυνόμενο ελεύθερο χρόνο του.
Στην παραπάνω ανάλυση προκύπτουν δύο προβλήματα. Πρώτον, στις ανεπτυγμένες, μεταβιομηχανικές χώρες, η εργατική τάξη εξακολουθεί να είναι το επαναστατικό υποκείμενο; Και, δεύτερο, πως θα ορίσουμε την εργατική τάξη με στοιχεία και ιδιαιτερότητες που αντλούμε από τη σύγχρονη πραγματικότητα και όχι από αυτή της βιομηχανικής επανάστασης; Καταρχάς στις μεταβιομηχανικές χώρες (και επίτηδες τις ονομάζουμε έτσι) η εργατική και η αγροτική τάξη έχουν συρρικνωθεί σε απίστευτο βαθμό προς όφελος μιας, ολοένα και αυξανόμενης μικροαστικής ή μεσοαστικής τάξης που δεν έχει, κατά τη γνώμη μας, καμία διάθεση να απεμπολήσει όσα κατέκτησε με τη λογική του κράτους-πρόνοιας των χρυσών ημερών. Ο στόχος της δεν είναι η παγκόσμια κοινότητα, η απελευθέρωση του ανθρώπου, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης αλλά η διατήρηση των κεκτημένων που απολάμβανε χορεύοντας στον ρυθμό της αστικής τάξης. Παρά την πρωτοφανή κρίση, η επαναστατικότητα, η σοσιαλιστική προοπτική και η κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι πουθενά κύρια αιτήματα του τεράστιου πλήθους που για διαφορετικούς λόγους εξεγείρεται σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η εμμονή των μικροαστικών στρωμάτων στη διατήρηση του καθεστώτος που τους υποσχέθηκε τον παράδεισο, αφενός στερεί την επαναστατική προοπτική και αφετέρου εγκλωβίζει τις κινηματικές διαδικασίες σε ατελέσφορες δράσεις. Ποτέ άλλοτε τόσο μεγάλα κτυπήματα στα κατακτημένα, με αγώνες, δικαιώματα και στις μισθοδοτικές πολιτικές δεν θα είχαν παρουσιάσει τόσο μεγάλη ανεκτικότητα από πλευράς πληττομένων και τόσο μεγάλη απάθεια, παρά τις επιμέρους εκτονωτικές κινήσεις.
Η ιδιαιτερότητα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στις ανεπτυγμένες, μεταβιομηχανικές χώρες καθιστά, πιστεύουμε, σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, de facto επαναστατικό υποκείμενο τον στρατό των μεταναστών που συρρέουν στις μητροπόλεις διεκδικώντας μερίδιο στην ελπίδα. Ο οικονομικός πρόσφυγας είναι το υποκείμενο που πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο Μαρξ για να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά του προλετάριου. Εδώ, όμως, περιπλέκονται τα πράγματα. Η παραδοσιακή βιομηχανική (και όχι μόνο) εργατική τάξη τους θεωρεί αντίπαλους στον αγώνα για την εύρεση εργασίας, βλέπει να εξανεμίζονται τα όποια, πρόσκαιρα, επιτεύγματα του εργατικού κινήματος και αρχίζει να λειτουργεί ως εφεδρεία ρατσιστικών και ακροδεξιών οργανώσεων που εμφανίζονται τρεφόμενες από την εγγενή κρίση του καπιταλισμού. Βέβαια, αυτό δεν είναι ο κανόνας, είναι, όμως, μια τάση που τα εργατικά κόμματα παραβλέπουν επειδή θεωρούν ότι το επαναστατικό υποκείμενο ήταν, είναι και θα είναι ένα και μοναδικό, όπως περιγράφεται στα μαρξιστικά κείμενα. Η εργατική τάξη ενσωματώνεται στους μικροαστούς, αποδέχεται τα αιτήματά τους και καταλήγει ουρά αντί πρωτοπορία του κινήματος. Το σύνθημα π.χ. «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» μπορεί να ήταν επαναστατικό το ’74, όμως, δεν λέει ούτε ποιος θα σου δώσει ψωμί, ούτε πόσο, ούτε πόσο χειραγωγημένη θα είναι η εκπαίδευση και, κυρίως, το αν η ελευθερία θα είναι χειραφέτηση ή ελευθερία να εκλέγεις κάθε 4 χρόνια τον δυνάστη σου!
Από την άλλη, ο εργαζόμενος στον, τερατώδη σε όγκο, τομέα των υπηρεσιών μπορεί να αποδίδει μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας στον εργοδότη του και να εργάζεται σε δύσκολες συνθήκες αλλά εργάζεται «εκτός» παραγωγής. Στη συντριπτική πλειοψηφία, οι επιχειρηματικές μονάδες που αποτελούν τον τομέα των υπηρεσιών ασχολούνται με προϊόντα που είναι αιμοδότες μιας αχαλίνωτης καταναλωτικής κοινωνίες. Ο μεταπρατικός ρόλος του μικρέμπορου, η απασχόληση σε κέντρα διασκέδασης, σε εμπορικά πολυκαταστήματα, σε ταβέρνες, καφετέριες, μικρομάγαζα κ.α. μπορεί να λειτουργεί εξοντωτικά για τον εργαζόμενο αλλά δεν παύει να αποτελεί μια δραστηριότητα που βρίσκεται έξω από την παραγωγή, την κατευθύνει πολλές φορές και δημιουργεί, διαρκώς, πλασματικές ανάγκες. Ο εργαζόμενος σ’ αυτόν τον τομέα μπορεί να είναι φύσει και θέσει σύμμαχος και να συμμετέχει ενεργά στον αγώνα αλλά, υποσυνείδητα, έχει τη σκέψη του στην επιβίωση και διατήρηση αυτής της παρασιτικής λειτουργίας που του παρέχει ένα στοιχειώδη μισθό. Το ίδιο ισχύει και στο δημόσιο, χαρακτηριστικό παράδειγμα στον τομέα των υπηρεσιών είναι και ο κλάδος των εκπαιδευτικών. Παρά τη δεδομένη «προοδευτικότητα» του χώρου, παρά τον επίπονο αγώνα που διεξάγουν, χρόνια τώρα, οι πρωτοπόροι αγωνιστές του κλάδου, η συντριπτική πλειοψηφία έχει ταμπουρωθεί πίσω από συντεχνιακές και οικονομίστικες διεκδικήσεις και αποκοπή από τις μαζικές, αγωνιστικές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων. Ο λεκτικός προοδευτισμός αναδεικνύεται σε γιορτές, ημερίδες, συνέδρια κ.α. και όταν έρθει η ώρα της κρίσης αδειάζουν, ομολογουμένως περίτεχνα, τους αγωνιζόμενους συναδέλφους τους, απαξιώνοντας ταυτόχρονα τη γενικότερη σύνδεσή τους με το εργατικό κίνημα. Ακόμη κι αυτές τις στιγμές που δέχονται μεγάλη επίθεση, η ηττοπάθεια, ο συμβιβασμός, για πολλούς η συναλλαγή, τα χτυπήματα κάτω από τη μέση κ.α. πολλά, χαρακτηρίζουν ένα κλάδο που θα αποδεχτεί σαν τετελεσμένα τα εκκαθαριστικά σχέδια της κυβέρνησης και θα επικεντρωθεί στον ατομικισμό και την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο που θα πεταχτεί στα αζήτητα.
Ο άκρατος βερμπαλισμός για μια εργατική τάξη που πλήττεται και θα βγει στους δρόμους διεκδικώντας την κοινωνική απελευθέρωση, ας μας επιτραπεί να πούμε ότι, οδηγεί το επαναστατικό κόμμα σε λαβύρινθους και αδιέξοδα από τα οποία δεν θα βγει ποτέ. Σαφέστατα και ζούμε σε ένα κόσμο άκρατης κυριαρχίας του κεφαλαίου, εξαθλίωσης των εργαζόμενων και παγκόσμιας σύγκρουσης. Όμως, το ζητούμενο είναι, πρώτα απ’ όλα να προσδιορίσουμε τι θεωρούμε πρωτοπορία στις μέρες μας, τι προοπτικές δίνουμε και, κυρίως, πως ερμηνεύουμε (με βάση τη μαρξιστική θεωρία) τόσο τη σύγχρονη πραγματικότητα όσο και τις εναλλακτικές μορφές δράσης. Η απαισιοδοξία είναι κακός σύμβουλος για ένα εργατικό κόμμα αλλά, εξίσου, κακός σύμβουλος είναι και η υπεραισιοδοξία που στηρίζεται σε μια επιδερμική ανάλυση και μονοδιάστατη χρήση της θεωρίας. Σε τελευταία ανάλυση γιατί να στεκόμαστε στη φράση του Μαρξ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σα φάρσα και όχι στην εγελιανή άποψη ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται για να ολοκληρώσει ότι άφησε μισοτελειωμένο; Μήπως, χρησιμοποιώντας τον ίδιο τον Μαρξ, η θεωρία ερμηνεύει την ιστορικότητα της στιγμής και οφείλει να ανιχνεύσει το καινούργιο για να είναι επαναστατική; Μήπως ο κύκλος του καπιταλισμού ολοκληρώνεται αυτοκαταστρεφόμενος αλλά και δημιουργώντας ένα, τελείως, καινούργιο κοινωνικό μόρφωμα; Μήπως, οντολογικά, το επαναστατικό υποκείμενο μεταλλάσσεται; Γιατί παρά τη φοβερή οικονομική κρίση οι μάζες είναι επιφυλακτικές, αν όχι αρνητικές απέναντι σε μια επαναστατική προοπτική; Γιατί η κοινωνική μας πρόταση περιορίζεται σε ένα πλαίσιο διανοούμενων, φοιτητών, μικροαστών και δεν είναι ελκυστική ούτε για την εργατική τάξη; Αυτά, και άλλα πολλά, είναι θεωρητικά ερωτήματα που οφείλει το κάθε επαναστατικό κόμμα να αντιμετωπίσει έτσι ώστε να μην είναι πολύ σύντομες οι μέρες της αισιοδοξίας του.
Αφήστε μια απάντηση