Του Δημήτρη Καζάκη*.
Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο. Κι αυτό ανεξάρτητα από το πότε θα γίνουν οι επίσημες εκλογές. Μπορεί ο πρωθυπουργός να μπλόφαρε, αλλά τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής θέτουν από μόνα τους θέμα εκλογών. Όχι με την έννοια που τις εννοούν τα κόμματα και οι εκλογολόγοι, αλλά με την έννοια της δημοκρατικής νομιμοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής. Ο επίσημος δικομματισμός συγκεντρώνει γύρω στο 40% του εκλογικού σώματος, ποσοστό που δεν επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις να αναζητήσουν την έστω και τυπική νομιμοποίηση της προκαθορισμένης έξωθεν και άνωθεν πολιτικής.
Για πρώτη φορά στην περίοδο της μεταπολίτευσης μπροστά σε εκβιαστικά και καταπιεστικά διλήμματα ένας στους δύο ψηφοφόρους αρνήθηκε να νομιμοποιήσει με την ψήφο του την νέα κατάσταση που έχει επιβληθεί στη χώρα, είτε με το λευκό, το άκυρο και την αποχή, είτε ψηφίζοντας πολιτικές προτάσεις που, στα μάτια τουλάχιστον του κόσμου, ταυτίζονται καθαρά με την άρνηση του χρέους και την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος.
Το βράδι των εκλογών ο κ. Παπανδρέου δήλωσε: «Ξέρουμε ότι η αλλαγή δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, αλλά γι’ αυτή την αλλαγή, ο Ελληνικός λαός μάς έφερε στην εξουσία, ένα χρόνο πριν. Και σήμερα, επιβεβαίωσε ξανά ότι, αυτή την αλλαγή θέλει και τώρα, αυτή την αλλαγή ζητά και τώρα. Από αύριο συνεχίζουμε τη δουλειά μας, μένοντας απόλυτα προσηλωμένοι στον μεγάλο κοινό μας στόχο.» Με τη δήλωση αυτή ο πρωθυπουργός διαβεβαίωσε τον ελληνικό λαό ότι η ψήφος του δεν έχει πλέον κανένα νόημα. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο ώστε το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα να δεχθεί το όποιο «μήνυμα» θέλουν να του στείλουν οι πολίτες.
Οι παραδοσιακοί τρόποι έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας έφτασαν στο τέλος τους. Ο τυπικός κοινοβουλευτισμός πνέει τα λοίσθια, προδομένος από τις δυνάμεις εκείνες που για χρόνια τον χρησιμοποιούσαν για να εναλλάσσονται στην διακυβέρνηση, για να συγκαλύπτουν ένα απόλυτα διεφθαρμένο σύστημα κυβερνητικής απολυταρχίας. Ακόμη κι αυτός αποδεικνύεται πολύ στενός και επικίνδυνος για τις επιλογές και τις στοχεύσεις των κυρίαρχων κύκλων, ντόπιων και ξένων. Δεν υπάρχει περιθώριο πια ούτε καν για δημαγωγική αντιπολίτευση.
Δεν είναι τυχαίο που ο μεγαλύτερος εφιάλτης του κ. Σαμαρά και της ηγεσίας της ΝΔ από την Κυριακή το βράδυ είναι η προσφυγή σε εκλογές. Στη δήλωσή του το βράδι των εκλογών είπε: «Σήμερα απάντησαν στην Κυβέρνηση όλοι εκείνοι που υπέστησαν προσβολές, εκβιασμούς και ανοικτή παραπλάνηση, από τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Όλοι εκείνοι που ζουν στο φάσμα της ανεργίας και των λουκέτων. Όσοι ψήφισαν, στην πλειοψηφία τους, καταδίκασαν την πολιτική του κ. Παπανδρέου. Κι όσοι απείχαν, απέρριψαν τον εκλογικό εκβιασμό του. Ο Ελληνικός λαός αποδοκίμασε την Πολιτική του Μνημονίου, ενώ τιμώρησε το ΠΑΣΟΚ, που πέρσι τον ξεγέλασε και που φέτος επιχείρησε να τον εκβιάσει. Και όσοι στήριξαν το Μνημόνιο πήραν σήμερα το μήνυμα του Ελληνικού λαού. Το εκβιαστικό δίλημμα του Πρωθυπουργού δεν κατάφερε να δώσει στο ΠΑΣΟΚ τη «λευκή επιταγή» που επιζητούσε…»
Αυτό ακριβώς το μήνυμα των εκλογών έχει τρομοκρατήσει και τον ίδιο. Το βασικό πρόβλημα του κ. Σαμαρά είναι πώς θα στηρίξει την πολιτική διάλυσης και εκποίησης της χώρας, χωρίς όμως να την χρεωθεί. Πρόκειται για ένα άλυτο πρόβλημα, τόσο για τον ίδιο, όσο και για το κόμμα του. Γι’ αυτό και κατάφυγε σε ανέκδοτα: «Ποτέ κόμμα αντιπολίτευσης, μετά από τέτοια ήττα, δεν έχει καταφέρει τέτοιας κλίμακας ολική επαναφορά μέσα σε ένα μόλις χρόνο.» Τώρα τι σόι «ολική επαναφορά» είναι αυτή όταν η ΝΔ έχασε κοντά 600 χιλιάδες ψήφους σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009, αυτό μόνο ο κ. Σαμαράς το γνωρίζει.
Οι εκλογές απέδειξαν ότι η κοινωνική πόλωση που επιφέρει με βίαιο τρόπο το καθεστώς της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, μεταφέρεται πλέον ανοιχτά και στο πολιτικό επίπεδο. Γι’ αυτό και οι εκπρόσωποι της κρατούσας κατάστασης αφορίζουν μετά βδελυγμίας τις εκλογές. «Δεν αντέχει ο τόπος τις εκλογές», λένε και ξαναλένε με μια φωνή. Αυτό που εννοούν είναι πώς δεν αντέχει η κυρίαρχη πολιτική την έστω και τυπική προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία. Εκείνοι που έχουν καταργήσει με τον πιο προκλητικό τρόπο κάθε έννοια θεσμοθετημένου δικαίου στη χώρα, που έχουν υποδουλώσει τη χώρα και τον λαό της στα πιο άνομα συμφέροντα της διεθνούς αγοράς, τρέμουν ακόμη και την τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Τρέμουν κυριολεκτικά το τι μπορεί να βγάλει η κάλπη.
Αυτό δείχνει και η δήλωση του κ. Δασκαλόπουλου, προέδρου του ΣΕΒ, ο οποίος με περίσσιο θράσος και αλαζονεία είπε: «Ο λαός μας αντιμετώπισε ώριμα τα τεχνητά διλήμματα και το πραγματικό διακύβευμα των εκλογών της 7ης Νοεμβρίου. Έδωσε ψήφο ανοχής και εντολή συνέχισης της δύσκολης προσπάθειας να απαλλαγεί η χώρα από το φάσμα της χρεοκοπίας. Αποδέχεται υπεύθυνα το αναγκαίο κόστος αυτής της προσπάθειας –αλλά, δίκαια και αυτονόητα, αδημονεί να δει το αντίκρυσμά της. Οι αμέσως επόμενοι μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι. Η πολιτική σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι τομές που χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία μας. Ωστόσο, πολιτική σταθερότητα χωρίς υγιές πολιτικό κλίμα δεν μπορεί να υπάρξει. Ο λαός ανέλαβε στην κάλπη τις ευθύνες του. Το πολιτικό σύστημα καλείται τώρα να αναλάβει τις δικές του.»
Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που ο λαός δεν έχει (ακόμη) εξεγερθεί και δεν έχει περιλάβει τον κ. Δασκαλόπουλο και τους ομοίους του, όπως και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, τότε όπως και να εκφραστεί, ό,τι κι αν ψηφίσει, ό,τι κι αν κάνει δηλώνει ανοχή και «εντολή συνέχισης της δύσκολης προσπάθειας να απαλλαγεί η χώρα από το φάσμα της χρεοκοπίας.» Το μόνο που χρειάζεται είναι οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις να συνεννοηθούν και να ομονοήσουν μεταξύ τους ώστε να μην επιτρέψουν ούτε στο παραμικρό να εκδηλωθεί η διαμαρτυρία, η οργή και η αποστροφή του λαού. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον κ. Δασκαλόπουλο, όπως και για τις διεθνείς αγορές. «Ανακούφιση στις διεθνείς αγορές», επιγράφει το ρεπορτάζ της η Deutsche Welle σχετικά με τις αντιδράσεις των μέσων έκφρασης της διεθνούς ολιγαρχίας: «Η απομάκρυνση του ενδεχόμενου πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα ικανοποιεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τις αγορές, που τις τελευταίες δέκα ημέρες παρέμεναν αρκετά νευρικές λόγω της διαφαινόμενης πολιτικής αστάθειας, υπογραμμίζει το ΒΒC. Οι Financial Times υπογραμμίζουν πόσο σημαντική είναι η απόφαση του κ. Παπανδρέου τη δεδομένη χρονική στιγμή όταν το τελευταίο που χρειάζεται όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά η ευρωζώνη γενικότερα, είναι ο εκτροχιασμός του προγράμματος σταθερότητας.»
Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνουν είναι ότι αφορίζοντας τις εκλογές, αφορίζουν κάθε δυνατότητα ακόμη και τυπικής παρέμβασης του λαού, επενδύοντας στα τετελεσμένα ενός απόλυτα διεφθαρμένου και απαξιωμένου πολιτικού συστήματος. Με τη στάση τους αυτή σπρώχνουν μαζικά τον απλό κόσμο, τους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες, τους εμπόρους και γενικά τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού να αντιληφθεί στην πράξη ότι η όλη κατάσταση, όπως κι αν την ερμηνεύει κανείς, ό,τι κι αν πιστεύει κανείς, δεν παρέχει κανένα περιθώριο ακόμη και για τις πιο στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες και ανησυχίες. Ο λαός συνειδητοποιεί όχι μόνο αυτή την σκληρή πραγματικότητα, αλλά και την πλήρη αδυναμία υπό τις υπάρχουσες συνθήκες να στείλει το όποιο μήνυμά του στην εξουσία. Δεν υπάρχουν πια οι συνθήκες και φυσικά ο παραλήπτης έχει ήδη προκαθορίσει την πορεία του. Αυτό οδηγεί μεγάλες μάζες για πρώτη φορά να καταλάβουν ότι το υπάρχων καθεστώς δεν σώζεται, δεν μπορεί να αλλάξει, δεν μπορεί να εκφράσει τις αγωνίες των λαϊκών στρωμάτων. Μπορεί μόνο να ανατραπεί. Κι έτσι βρίσκεται πια ανοιχτά προ του διλλήματος: να σκύψει το κεφάλι και να χάσει τα πάντα, ή να εξεγερθεί. Αυτό είναι το πραγματικό δίλλημα που διαπερνά τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Αυτό είναι το αληθινό δίλημμα που αντικατέστησε τις μπλόφες και τους εκβιασμούς του κ. Παπανδρέου.
Το βασικό πρόβλημα των μετεκλογικών εξελίξεων δεν είναι απλά και μόνο τα νέα ακόμη πιο επώδυνα μέτρα που προετοιμάζει η κυβέρνηση μαζί με την τρόικα. Ούτε απλά η ραγδαία επιδείνωση των όρων εργασίας και βιοπορισμού για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Το βασικό πρόβλημα είναι το «κουστούμι» που έχουν ετοιμάσει για τη χώρα οι κυρίαρχοι κύκλοι της Ε.Ε., της ευρωζώνης και του ΔΝΤ. Ένα «κουστούμι» ραφής Μέρκελ και Σαρκοζί, με ετικέτα αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους. Κι αυτό δεν μπορεί να φορεθεί στη χώρα και το λαό της με μόνο όργανο το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνησή του.
Όσο περισσότερο θα ξεκαθαρίζουν οι όροι και οι συνθήκες επιβολής της ελεγχόμενης πτώχευσης, δηλαδή της αναδιάρθρωσης του χρέους της χώρας, τόσο η στάση απέναντι στο δημόσιο χρέος, η στάση απέναντι στην Ε.Ε. και το ευρώ, η στάση απέναντι στο καθεστώς υποδούλωσης στο χρηματιστικό κεφάλαιο, θα καθορίζει τις νέες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις λαϊκές δυνάμεις και το πολιτικό σύστημα. Τόσο περισσότερο θα ξεκαθαρίζει το τοπίο και μέσα στην ίδια την αριστερά. Οι εκλογές απέδειξαν ότι δεν αρκεί να στρέφεσαι ενάντια στο μνημόνιο για να απευθυνθείς στο λαό. Δεν αρκεί να του λες ότι χρειάζεται «αλλαγή πολιτικής». Πρέπει να του απαντήσεις συγκεκριμένα: Τι θα γίνει με το χρέος; Θα πρέπει να το αναγνωρίσει και να το πληρώσει, ή όχι; Τι θα γίνει με το ευρώ; Υπάρχει έστω και η παραμικρή δυνατότητα εναλλακτικής φιλολαϊκής πολιτικής όντας χειροπόδαρα δεμένος στο άρμα της ΕΚΤ και των τραπεζιτών της ευρωζώνης; Πώς μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τα δικά του και της χώρας αν δεν απαλλαγεί από τα δεσμά και τις δουλείες που του έχουν επιβληθεί;
Κανείς δεν μπορεί να γλυτώσει από αυτά τα αμείλικτα ερωτήματα, όσο κι αν το ρίχνει στην παλαβή, όσο κι αν επιχειρεί να καλυφθεί πίσω από αντικαπιταλιστικές κορώνες και αριστερές αναφορές. Όσο κι αν επιχαίρεται για τις εκλογικές του επιτυχίες, προσχηματικές ή αληθινές. Η κατάσταση δεν επιτρέπει μεσοβέζικες κουβέντες, ούτε ήξεις-αφήξεις. Η κρίσιμη αναμέτρηση όλο και πλησιάζει. Κι αυτή θα κρίνει την τύχη όχι μόνο της χώρας και του λαού της, αλλά του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων. Όποιος νομίζει ότι στη σημερινή κατάσταση τα εκλογικά ποσοστά εξασφαλίζουν την πολιτική του επιβίωση, ετοιμάζεται για πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις.
Το βασικό πεδίο αναμέτρησης με τον ταξικό αντίπαλο στο αμέσως επόμενο διάστημα δεν θα είναι τα επιμέρους μέτρα και συνέπειες της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά το αν υπάρχει άμεση πρόταση διεξόδου απέναντι στο μονόδρομο της χρεοκοπίας που μας έχει επιβληθεί. Κι αυτή η μάχη δεν θα δοθεί μόνο με όρους αναμέτρησης σε επίπεδο επεξεργασίας αιτημάτων, αλλά πρώτα και κύρια με όρους οργανωμένης πάλης ενός μαζικού πλειοψηφικού λαϊκού κινήματος το οποίο είναι σε θέση να επιβάλει εδώ και τώρα αυτά τα αιτήματα.
Με τις εκλογές αυτές ο λαός έκανε ένα πρώτο βήμα λύτρωσης από τις πολιτικές εξαρτήσεις του, από τα κόμματα που διαχειρίζονται ή φλερτάρουν το κυρίαρχο σύστημα. Μένει το δεύτερο και πιο αποφασιστικό βήμα: να δημιουργηθεί εκείνη η συλλογική έκφραση που μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην πλειοψηφία του λαού, να λειτουργήσει καταλυτικά στην οργανωμένη πάλη του και να προτάξει εκείνα τα άμεσα αιτήματα που απαντούν στην καρδιά του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού ζητήματος της χώρας σήμερα. Μόνο που για να γίνει αυτό δεν αρκεί η συνεργασία κάποιων πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς, ούτε φυσικά η «ενότητα της αριστεράς», η οποία ενταφιάστηκε πανηγυρικά με αυτές τις εκλογές. Χρειάζεται ένα ευρύ παλλαϊκό μέτωπο που να μπορεί να ξεπερνά τους διαχωρισμούς δεξιάς και αριστεράς μέσα στο λαό, να αναδεικνύει το κοινό συμφέρον όλων των εργαζομένων μέσα από τον αγώνα για την μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους, για την έξοδο από το ευρώ, για την εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών, για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την κατάκτηση της δημοκρατίας στον τόπο μας μέσα από την κατοχύρωση στην πράξη της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
*Ο Δ. Καζάκης είναι οικονομολόγος-αναλυτής και το κείμενο του έχει δημοσιευτεί εδώ.
Αφήστε μια απάντηση