της Δήμητρας Δαρέλλη*
Οι αυτόχθονες λαοί είναι από τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες του πλανήτη. Εδώ και αιώνες υφίστανται ρατσισμό και βαρύτατες παραβιάσεις των θεμελιωδών τους δικαιωμάτων, χωρίς οι συνθήκες ζωής τους να βελτιώνονται. Τις τελευταίες δεκαετίες, διεθνείς οργανισμοί ευαισθητοποιήθηκαν για τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αυτόχθονες, ενώ παράλληλα γίνεται περισσότερο αισθητή η διεθνής τους παρουσία, με τη συμμετοχή εκπροσώπων τους σε διεθνή fora – από το 1977 πάνω από 150 αντιπρόσωποι των ιθαγενών πληθυσμών έχουν λάβει μέρος στις συνεδριάσεις του Ο.Η.Ε. προκειμένου να εκθέσουν τα περιστατικά διακρίσεων που υφίστανται και να συζητήσουν σχετικά με την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους[1].
Το πιο σημαντικό διεθνές όργανο που ασχολείται με τα ζητήματα των αυτοχθόνων λαών ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 2000, ως επικουρικό όργανο του Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, και είναι το Διαρκές Forum για τα Ζητήματα των Ιθαγενών[2]. Το Διαρκές Forum είναι ένα πάγιο όργανο του Συμβουλίου [βρίσκεται επομένως υψηλά στην ιεραρχία των σωμάτων του ΟΗΕ, σε αντίθεση με τις προγενέστερες Ομάδες Εργασίας (Working Groups)], διερευνά ζητήματα σχετικά με την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιθαγενών, και προωθεί τη βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, την προστασία του περιβάλλοντος όπου διαβιούν, της υγείας και της εκπαίδευσης. Το Διαρκές Forum συνεργάζεται στενά με τον Ειδικό Εισηγητή για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των αυτοχθόνων, τον Rodolfo Stavenhagen, του οποίου η θητεία του άρχισε το 2001. Η δράση του Ειδικού Εισηγητή είναι πολύ σημαντική, διότι δεν περιορίζεται σε θεωρητικές αναλύσεις και συναντήσεις εκπροσώπων, αλλά διεξάγει και επιτόπιες έρευνες.
Η ιδιαιτερότητα της προστασίας των δικαιωμάτων των ιθαγενών απορρέει όχι μόνο από τη μακραίωνη ιστορία καταπίεσής τους, αλλά και από τις δυσκολίες στη νομική αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων, ένα από τα πιο αμφισβητούμενα ζητήματα του σύγχρονου διεθνούς δικαίου. Παρόλο που τα αιτήματα των ιθαγενών αφορούν και σε ατομικές διεκδικήσεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογικών δικαιωμάτων. Ήδη από το 1989 οι αρχηγοί των ιθαγενών πληθυσμών συμφώνησαν στην ακόλουθη δήλωση: «Η αντιμετώπιση των δικαιωμάτων των ιθαγενών πληθυσμών ως συλλογικών δικαιωμάτων είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκοπούς της Διακήρυξης. Με διαφορετική οπτική, η Διακήρυξη δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στους στόχους της».
Η αναγνώριση των συλλογικών δικαιωμάτων όμως σε πληθυσμιακές ομάδες συναντά μεγάλα εμπόδια: Καθώς συνεπάγεται σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία των πληθυσμών, τα κράτη τα αντιμετωπίζουν ως απειλή για την εδαφική τους ακεραιότητα. Εντούτοις, η αναγνώριση συλλογικών δικαιωμάτων σε αυτόχθονες λαούς δεν ισοδυναμεί αναγκαία με απειλή στην εθνική κυριαρχία. Οι αυτόχθονες λαοί μπορούν (και είναι ευκταίο) να συνυπάρχουν αρμονικά με τους λοιπούς πολίτες των κρατών όπου διαβιούν. Ο πολιτιστικός πλούτος και η κοσμοθεωρία τους μπορεί να επηρεάζει και να επηρεάζεται, σε μια οσμωτική σχέση με τον πολιτισμό του λοιπού πληθυσμού του κράτους – η αμοιβαία αυτή σχέση θα οδηγήσει στην εξέλιξη και των δύο πλευρών, με γνώμονα την ανοχή στη διαφορετικότητα και τον αμοιβαίο σεβασμό.
Σε αυτό το πλαίσιο, σταδιακά θα εξαλειφθούν τα λυπηρά φαινόμενα των αιματηρών συγκρούσεων αλλά και της καταπάτησης της αξίας του ανθρώπου και των παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ιθαγενών. Βεβαίως και θα προκύψουν συγκρούσεις μεταξύ συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων, ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσής τους όμως είναι η αντιμετώπισή τους ως οποιαδήποτε σύγκρουσης μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων, με την αξιοποίηση των κριτηρίων του εύλογου, της αντικειμενικότητας και της αναγκαιότητας[3]. Θετική εξέλιξη προς την αναγνώριση στο διεθνές δίκαιο των συλλογικών δικαιωμάτων είναι η υιοθέτηση, το 2007, από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. (με το ψήφισμα 61/295 της 13ης Σεπτεμβρίου 2007) της Διακήρυξης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών[4].
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μελετητή της προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών παρουσιάζει, λόγω της ποικιλότητας ιθαγενών πληθυσμών που διαβιούν εκεί, η αμερικανική ήπειρος. Με πρωτοβουλία των κρατών της Αμερικής, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1948 το Διαμερικανικό σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, με την υπογραφή του Χάρτη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ)[5] και, ακολούθως, της Αμερικανικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στη Μπογκοτά της Κολομβίας[6]. Νευραλγικά όργανα του διαμερικανικού συστήματος, με εγγυήσεις ανεξαρτησίας που προσιδιάζουν σε δικαστήρια, είναι η Διαμερικανική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Επιτροπή) και το Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Δικαστήριο).
Η Επιτροπή, αυτόνομο όργανο του ΟΑΚ, με αποστολή την προώθηση και προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο αμερικανικό ημισφαίριο, ιδρύθηκε από τον ΟΑΚ το 1959. Αποτελείται από επτά ανεξάρτητα μέλη και έχει την έδρα της στην Washington. Το 1979, ιδρύθηκε το Δικαστήριο, που αποτελείται επίσης από επτά ανεξάρτητα μέλη και έχει έδρα το San José (Κόστα Ρίκα).
Η λειτουργία του διαμερικανικού συστήματος προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου βασίζεται σε τρεις πυλώνες: το σύστημα ατομικών προσφυγών, την παρακολούθηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα Κράτη-Μέλη και τη σύνταξη θεματικών εκθέσεων. Ειδικότερα, από το 1961, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να συντάσσει εκθέσεις για την κατάσταση της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατόπιν επισκέψεων στα Κράτη-Μέλη[7]. Το 1965, η Επιτροπή εξουσιοδοτήθηκε από τον ΟΑΚ να διερευνά ατομικές προσφυγές σχετικά με παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων (μέχρι το 1997, η Επιτροπή επεξεργάστηκε 12.000 υποθέσεις). Το 1969, υιοθετήθηκε η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ), η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1978, και κυρώθηκε, ως το 1997, από 25 Κράτη Μέλη του ΟΑΚ[8].
Πιο πρόσφατα, το 1990, η Διαμερικανική Επιτροπή εγκαινίασε το γραφείο του Εισηγητή για τα δικαιώματα των Ιθαγενών πληθυσμών, ώστε να δοθεί η απαραίτητη βαρύτητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των αυτοχθόνων λαών της Αμερικής. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η Επιτροπή ασχολήθηκε συστηματικά με τα δικαιώματα των ιθαγενών σε ειδικές εκθέσεις της. Ομοίως, το Διαμερικανικό Δικαστήριο, μέσα από τις εκθέσεις, αλλά και τις υποθέσεις ή τους φιλικούς διακανονισμούς και τα ασφαλιστικά μέτρα, έχει νομολογήσει σχετικά με τα δικαιώματα της εξαιρετικά ευπαθούς αυτής πληθυσμιακής κατηγορίας.
Σκοπός του Δικαστηρίου είναι η ερμηνεία και εφαρμογή της ΑΣΔΑ και άλλων συνθηκών, διεθνών και διαμερικανικών, εκδίδοντας αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις. Σε αντίθεση με το οικείο σε εμάς σύστημα του Συμβουλίου της Ευρώπης, δεν αναγνωρίζεται στο διαμερικανικό σύστημα το δικαίωμα υποβολής ατομικής προσφυγής απευθείας στο Δικαστήριο. Οι παθόντες υποβάλλουν τις προσφυγές τους στην Επιτροπή, η οποία διερευνά την υπόθεση, και αν κρίνει ότι η βαρύτητα της παράβασης είναι ιδιαίτερα σοβαρή, προωθεί την υπόθεση στο Δικαστήριο. Η δικαστική διαδικασία κινείται μόνο κατά των Κρατών Μελών του ΟΑΚ που έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου, είναι όμως δυνατό να κινηθεί και στην περίπτωση που το καθού η προσφυγή κράτος ρητά αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Τα Κράτη Μέλη που έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι η Αργεντινή, τα Μπαρμπέιντος, η Βολιβία, η Βραζιλία, η Χιλή, η Κολομβία, η Κόστα Ρίκα, η Δομινικανή Δημοκρατία, το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ, η Γουατεμάλα, η Αϊτή, η Ονδούρα, το Μεξικό, η Νικαράγουα, ο Παναμάς, η Παραγουάη, το Περού, το Σουρινάμ, το Τρινιδάδ και Τομπάγκο[9], η Ουρουγουάη, και η Βενεζουέλα.
Πηγές του δικαίου προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών στο διαμερικανικό σύστημα για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι η Αμερικανική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Διακήρυξη), η Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΑΣΔΑ), η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας υπ’ αριθ. 169 (εφεξής Σύμβαση 169 ΔΟΕ), η Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών, το Διεθνές Σύμφωνο για την Προστασία των Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων (εφεξής ΔΣΑΠΔ), το Διεθνές Σύμφωνο για την προστασία των Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων (εφεξής ΔΣΟΚΠΔ), η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (εφεξής ΔΣΕΦΔ), το διεθνές εθιμικό δίκαιο, αλλά και το εσωτερικό δίκαιο των Κρατών Μελών του ΟΑΚ.
Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής των ιθαγενών, και η μοναδική σχέση που τους συνδέει με το περιβάλλον όπου διαβιούν, καθιστά καίρια την αναγνώριση του συλλογικού τους «δικαιώματος κυριότητας» επί των πατρογονικών τους εδαφών. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, από το δικαίωμα αυτό, που διαφέρει ουσιωδώς από την κλασική δυτική αντίληψη για το «δικαίωμα ιδιοκτησίας» πηγάζει και η προστασία όλων των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων των αυτοχθόνων. Για το λόγο αυτό, τόσο η Επιτροπή όσο και το Δικαστήριο διερευνούν διεξοδικά κάθε ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος αυτού, και, ακολούθως, μετά τη διαπίστωση της παραβίασής του, διερευνούν και την ενδεχόμενη παραβίαση των λοιπών θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση. Εξ άλλου, τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, κάνουν δεκτές προσφυγές αυτοχθόνων λαών, δίχως να απαιτείται νομική προσωπικότητα, και δίχως να συνεπάγεται αυτό τη γενικότερη αναγνώριση της actio popularis στο διαμερικανικό σύστημα.
Ως νομική βάση της προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών στα πατρογονικά τους εδάφη, το Δικαστήριο επικαλείται το άρθρο ΧΧΙΙ[10] της Διακήρυξης και το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ[11]. Παρόλο που κανένα από τα άρθρα αυτά δεν αναφέρεται ρητά στο συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας των πατρογονικών εδαφών των αυτοχθόνων λαών, η Επιτροπή και το Δικαστήριο το συνήγαγαν, ερμηνεύοντας τις ως άνω διατάξεις υπό το φως της Σύμβασης 169 της ΔΟΕ και της Διακήρυξης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η Σύμβαση 169 της ΔΟΕ είναι η κατ’ εξοχήν διεθνής σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών[12]. Τόσο η Επιτροπή, όσο και το Δικαστήριο, αξιοποιώντας την αρχή της αποτελεσματικότητας δεν διστάζουν να επεκτείνουν την εμβέλεια της Σύμβασης 169 και σε Κράτη Μέλη του ΟΑΚ που δεν έχουν κυρώσει τη συνθήκη αυτή. Όπως ανέφερε η Επιτροπή στην υπόθεση Maya Indigenous Communities of the Toledo District κ. Belize, «ενώ η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το Belize δεν είναι μέλος στη Σύμβαση 169, λαμβάνει υπόψη ότι, από τους όρους της Σύμβασης αυτής συνάγεται η σύγχρονη διεθνής τάση σχετικά με τα ζητήματα των δικαιωμάτων των ιθαγενών και ότι κάποιες διατάξεις της Σύμβασης ορθώς λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των άρθρων της Αμερικανικής Διακήρυξης για τους ιθαγενείς πληθυσμούς[13]».
Τέλος, άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου είναι τα σχόλια της Επιτροπής του ΔΣΑΠΔ του Ο.Η.Ε. για τα άρθρα 27 (δικαιώματα μειονοτήτων) και 1 (δικαίωμα αυτοκαθορισμού) του ΔΣΑΠΔ, η Επιτροπή του Συμφώνου για την Αντιμετώπιση Διακρίσεων Φύλου, Φυλής, κ.λπ. (άρθρο 5), η Επιτροπή Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων, και η Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Το Δικαστήριο, κατά την εφαρμογή των διατάξεων της Διακήρυξης και της ΑΣΔΑ, αξιοποιεί τη δυναμική, εξελικτική ερμηνεία, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που έχει σημειωθεί στο διεθνές δίκαιο προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Περαιτέρω, εφαρμόζονται οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες του άρθρου 31 της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, καθώς και του άρθρου 29(β) της ΑΣΔΑ. Το άρθρο 29 απαγορεύει τη συσταλτική ερμηνεία των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση (αρχή pro homine). Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το 29(β) της ΑΣΔΑ αποκλείει την ερμηνεία οποιασδήποτε διάταξης της Σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να περιορίζεται η απόλαυση του δικαιώματος που εγγυάται η διάταξη σε σχέση με το βαθμό προστασίας που εγγυάται το εσωτερικό δίκαιο του καθού η προσφυγή Κράτους Μέλους ή οι διεθνείς συμβάσεις τις οποίες έχει κυρώσει το Κράτος Μέλος[14].
Επίσης, εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση είναι η αρχή της αποτελεσματικότητας: Οι ιδιαιτερότητες που διακρίνουν τους ιθαγενείς από άλλες πληθυσμιακές ομάδες και που συναποτελούν την πολιτιστική τους ταυτότητα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να εξασφαλίζεται μια αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων τους, με σεβασμό στα οικονομικά και κοινωνιολογικά τους χαρακτηριστικά, το εθιμικό τους δίκαιο, τις αξίες και τις παραδόσεις τους. Χαρακτηριστικά, στην υπόθεση Saramaka, στην οποία θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΑΣΔΑ δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε τα δικαιώματα που αναγνωρίζει το διαμερικανικό σύστημα να είναι πιο περιορισμένης εμβέλειας από τα δικαιώματα όπως τα ερμηνεύει η Επιτροπή ΔΣΑΠΔ. Έτσι, το Δικαστήριο συνήγαγε ότι το Σουρινάμ υπείχε διεθνή υποχρέωση προστασίας της συλλογικής ιδιοκτησίας των φυλών του, εφόσον δεσμευόταν από το ΔΣΑΠΔ και ΔΣΟΚΠΔ, ακόμη και παρά το γεγονός ότι δεν είχε κυρώσει και θέσει σε ισχύ τη Σύμβαση 169 της ΔΟΕ και δεν αναγνώριζε στο εσωτερικό του δίκαιο το συλλογικό δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Ορισμοί και βασικές αρχές εφαρμογής του διεθνούς δικαίου
Όπως επισημάνθηκε, οι αυτόχθονες λαοί και τα μέλη των πληθυσμών αυτών είναι, αυτονόητα, φορείς όλων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυώνται οι εσωτερικές έννομες τάξεις και το διεθνές δίκαιο. Επιπροσθέτως, αναγνωρίζονται στους ιθαγενείς συλλογικά δικαιώματα, που προσιδιάζουν στις ιδιαιτερότητές τους. Τί σημαίνει όμως «αυτόχθων πληθυσμός»;
Η έννοια του αυτόχθονα δεν ορίζεται πουθενά στο διεθνές δίκαιο, σύμφωνα δε με την κρατούσα άποψη ένας ορισμός όχι μόνο δεν είναι αναγκαίος για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ιθαγενών, αλλά θα επέφερε, αντίθετα, δυσμενή αποτελέσματα. Πράγματι, δεδομένης της τεράστιας ποικιλομορφίας των αυτοχθόνων της Λατινικής Αμερικής και άλλων χωρών, ένας αυστηρός και μονοδιάστατος ορισμός θα διακινδυνεύει πάντοτε να είναι είτε μικρότερης εμβέλειας (αποκλείοντας από το πεδίο εφαρμογής του κανόνα δικαίου πληθυσμούς που στην πραγματικότητα είναι αυτόχθονες) είτε ευρύτερος (περιλαμβάνοντας και πληθυσμιακές ομάδες που δεν είναι αυτόχθονες). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, έχουν διατυπωθεί σε κανόνες του διεθνούς δικαίου κριτήρια, με βάση τα οποία μπορούμε να ταυτοποιήσουμε αυτόχθονες πληθυσμούς.
Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 1.1.(β) της Σύμβασης 169 ΔΟΕ, η Σύμβαση έχει εφαρμογή σε «λαούς σε ανεξάρτητες χώρες που θεωρούνται αυτόχθονες με βάση την καταγωγή τους από λαούς που διαβιούσαν στη χώρα, ή σε μια γεωγραφική περιοχή στην οποία ανήκει η χώρα, κατά το χρόνο της κατάκτησης ή του εποικισμού ή της εγκαθίδρυσης των σύγχρονων συνόρων του κράτους και οι οποίοι, ανεξάρτητα από τη νομική τους θέση, διατηρούν κάποιους ή όλους τους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς θεσμούς». Το άρθρο 1.2. της Σύμβασης προβλέπει ότι «ο αυτοκαθορισμός του ατόμου ως αυτόχθονα ή μέλους φυλής πρέπει να αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδες κριτήριο για να καθοριστούν οι ομάδες στις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης».
Στον οδηγό εφαρμογής της Σύμβασης 169, η ΔΟΕ εξηγεί ότι τα στοιχεία που καθορίζουν έναν ιθαγενή πληθυσμό είναι τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Τα αντικειμενικά περιλαμβάνουν: (α) την ιστορική συνέχεια, δηλαδή να πρόκειται για κοινωνίες που κατάγονται από ομάδες που προϋπήρχαν της κατάκτησης ή του εποικισμού, (β) εδαφική συσχέτιση, με την έννοια ότι οι πρόγονοί τους ζούσαν στη χώρα ή στην περιοχή, και (γ) διαφορετικοί και ειδικού περιεχομένου κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτιστικοί, και πολιτικοί θεσμοί και έχουν εν όλω ή εν μέρει διατηρηθεί. Το υποκειμενικό στοιχείο αντιστοιχεί στο συλλογικό αυτοκαθορισμό τους ως ιθαγενείς[15].
Οι «φυλετικές ομάδες» (tribal peoples) είναι πληθυσμιακές ομάδες που δεν είναι ιθαγενείς στην περιοχή όπου διαβιούν, αλλά μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά με τους αυτόχθονες, όπως ότι έχουν κοινωνικές, πολιτιστικές και οικονομικές παραδόσεις διαφορετικές από άλλες πληθυσμιακές ομάδες της χώρας. Οι φυλές αυτοπροσδιορίζονται βάσει της μακράς διαβίωσής τους στα πατρογονικά εδάφη και αυτορυθμίζονται σύμφωνα με δικούς τους κανόνες, έθιμα και παραδόσεις[16].
Όπως συμβαίνει με τους αυτόχθονες λαούς, για τον ορισμό της «φυλής» λαμβάνονται υπόψη υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, τα αντικειμενικά κριτήρια για τον ορισμό της φυλής είναι (α) ένας πολιτισμός, μια κοινωνική οργάνωση, οικονομικές συνθήκες και τρόπος ζωής διαφορετικός από αυτούς άλλων πληθυσμιακών ομάδων, για παράδειγμα η γλώσσα της, τα έθιμα, κ.λπ. (β) διαφορετικά ήθη και έθιμα και/ή ειδική νομική αναγνώριση αυτών. Το υποκειμενικό στοιχείο συνίσταται στον αυτοκαθορισμό μιας φυλής ως τέτοιας. Έτσι, ένα θεμελιώδες στοιχείο για τον ορισμό της φυλής είναι ο αυτοκαθορισμός της συλλογικά ως φυλής, αλλά και κάθε μέλους της ξεχωριστά ως μέλους της φυλής αυτής. Οι φυλές έχουν τα ίδια δικαιώματα όπως και οι ιθαγενείς και τα μέλη τους. Για παράδειγμα, στην υπόθεση Saramaka, οι προσφεύγοντες ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνίες ή λαούς που αποτελούσαν μέρος του πληθυσμού Marοon στο Σουρινάμ. Οι Maroon ήταν απόγονοι από αυτοαπελευθερωμένους σκλάβους οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα εδάφη τους από την περίοδο της αποικιοκρατίας και για το λόγο αυτό δεν χαρακτηρίστηκαν αυτόχθονες. Το Δικαστήριο θεώρησε τους Maroon και τους Saramaka φυλές[17].
Το συλλογικό δικαίωμα των ιθαγενών στα πατρογονικά τους εδάφη
Οι ιθαγενείς πληθυσμοί έχουν ένα μοναδικό τρόπο ζωής, ριζικά διαφορετικό από αυτόν που γνωρίζουμε στο Δυτικό κόσμο. Η κοσμοθεωρία τους βασίζεται στη στενή σχέση τους με τα πατρογονικά τους εδάφη, από την οποία αντλούν τη φυσική, πολιτιστική και πνευματική τους επιβίωση[18].
Τα δικαιώματα των αυτοχθόνων στα εδάφη τους δεν περιορίζονται στην επιφάνεια της γης, αλλά περιλαμβάνουν και τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στην επιφάνεια και το υπέδαφος. Περαιτέρω, ο όρος «έδαφος» ερμηνεύεται ευρέως, ώστε να περιλαμβάνει όχι μόνο τις εκτάσεις όπου διαβιούν οι ιθαγενείς, αλλά και αυτές που χρησιμοποιούν για πολιτιστικές δραστηριότητες ή για την επιβίωσή τους – μόνο μια τέτοια προσέγγιση είναι συμβατή με την πολιτιστική πραγματικότητα στην οποία ζουν και λαμβάνει υπόψη επαρκώς την ιδιαίτερη σχέση τους με το έδαφος καθώς και με τους φυσικούς πόρους και το περιβάλλον γενικότερα. Επομένως, η νομή του εδάφους από τους ιθαγενείς δεν περιορίζεται στον πυρήνα των οικισμών όπου ζουν, αλλά περιλαμβάνει έναν ευρύτερο ζωτικό χώρο, απαραίτητο για τις καλλιέργειες, καθώς και τις νομαδικές τους περιπλανήσεις, που συνδέονται στενά με τις παραδόσεις τους, πολιτιστικούς και λατρευτικούς σκοπούς[19].
Τα Κράτη Μέλη της ΑΣΔΑ υποχρεούνται να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων επί των εδαφών τους, ακόμη και να τροποποιούν τη νομοθεσία τους, τις διοικητικές τους διαδικασίες και πρακτικές κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα εδάφη των ιθαγενών οριοθετούνται και προστατεύονται σύμφωνα με τις επιταγές της ΑΣΔΑ. Κατά μείζονα λόγο, τα Κράτη Μέλη έχουν την υποχρέωση να απέχουν από την υιοθέτηση περιοριστικών νομοθετικών ή διοικητικών μέτρων που μπορούν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη απόλαυση των συναφών δικαιωμάτων, ενώ μόνη η θέσπιση νόμων σχετικών με την προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων δεν αρκεί για την αποτελεσματική άσκηση τους. Τα Κράτη υποχρεούνται να εφαρμόζουν με συνέπεια τις συνταγματικές, νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου προκειμένου να εξασφαλίσουν την αποτελεσματική, στην πράξη, άσκηση των δικαιωμάτων των ιθαγενών.
Έτσι, στην υπόθεση Mayagna (Sumo) Awas Tingni Community v. Nicaragua[20], το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 της ΑΣΔΑ το Κράτος υποχρεούται να υιοθετήσει στο εσωτερικό του δίκαιο τα απαραίτητα νομοθετικά, διοικητικά ή άλλα μέτρα για να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για την οριοθέτηση των εδαφών και την απόκτηση τίτλων ιδιοκτησίας των μελών Awas Tingni σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, τις αξίες και τα ήθη της κοινότητας αυτής. Στην υπόθεση Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay[21], το Δικαστήριο επεσήμανε ότι «η απλή και αφηρημένη αναγνώριση [του συλλογικού δικαιώματος ιδιοκτησίας] καθίσταται άνευ πρακτικής σημασίας αν τα εδάφη δεν οριοθετούνται φυσικά, και δεν παραχωρούνται, με την πρόφαση ότι τα αναγκαία μέτρα εσωτερικού δικαίου για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης και απόλαυσης του εν λόγω δικαιώματος από τους ιθαγενείς Sawhoyamaxa δεν υφίστανται».
Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1.1. της ΑΣΔΑ «οι αυτόχθονες έχουν ανάγκη από ειδικά μέτρα που εγγυώνται την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόλαυση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η φυσική και πολιτιστική τους επιβίωση[22]». Τέτοια ειδικά μέτρα δεν συνιστούν διάκριση εις βάρος της πλειοψηφίας των πολιτών, διότι είναι σαφώς παγιωμένη αντίληψη στο διεθνές δίκαιο ότι η προνομιακή μεταχείριση προσώπων που τελούν σε ανισότητα δεν ανάγεται απαραίτητα σε ανεπίτρεπτη διακριτική μεταχείριση[23].
Ο μοναδικός τρόπος ζωής των ιθαγενών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Κράτος όταν υιοθετεί θετικά μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων τους: Τα ειδικά μέτρα πρέπει να αποσκοπούν στην κοινωνική τους ένταξη και την αναγνώρισή τους ως ιστορικά αποκλεισμένων ομάδων και επισημαίνεται ότι η πολυπλοκότητα των ζητημάτων δεν μπορεί να απαλλάξει το Κράτος από την υποχρέωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του[24].
Η ιδιαίτερη σχέση που ενώνει τους αυτόχθονες με τα εδάφη όπου διαβιούν μπορεί να εκφράζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με τα έθιμά τους και τη μορφολογία του περιβάλλοντος. Μπορεί να περιλαμβάνει παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας, νομαδικές περιπλανήσεις, ψάρεμα και κυνήγι, χρήση φυσικών πόρων που σχετίζονται με τα έθιμα των αυτοχθόνων, αλλά και διατήρηση και φροντίδα των ιερών και τελετουργικών βωμών τους – και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις προστατεύονται από τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος, ως έκφανση του δικαιώματος ιδιοκτησίας[25]. Το άρθρο 21 της ΑΣΔΑ και το ΧΧΙΙ της Αμερικανικής Διακήρυξης, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο και την Επιτροπή, προστατεύουν αυτό το στενό δεσμό με τη γη, καθώς και με τους φυσικούς πόρους των πατρογονικών εδαφών, ένα δεσμό θεμελιώδους σημασίας για την απόλαυση και άλλων δικαιωμάτων των αυτοχθόνων.
Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η ίδια η ζωή των αυτοχθόνων εξαρτάται από ασχολίες όπως η γεωργία, το κυνήγι, το ψάρεμα ή οι νομαδικές περιπλανήσεις, οι σχέσεις ενός ιθαγενούς πληθυσμού με τη γη του και τους φυσικούς της πόρους προστατεύονται επικουρικά και με βάση τα δικαιώματα στη ζωή και την αξιοπρέπεια. Η διατήρηση της ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ των ιθαγενών και των φυσικών πόρων που παραδοσιακά εκμεταλλεύονται και συνδέονται με την κουλτούρα τους είναι «θεμελιώδης για την αποτελεσματική πραγματοποίηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και επιτάσσει θετικά μέτρα προστασίας[26]».
Ανακεφαλαιώνοντας, τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος έχουν ερμηνεύσει τη γενική διάταξη προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύεται όχι μόνο το συλλογικό δικαίωμα «ιδιοκτησίας» των αυτοχθόνων επί των πατρογονικών τους εδαφών, αλλά και η πολιτιστική διάσταση του ιδιαίτερου δεσμού των αυτοχθόνων με τα εδάφη τους. Παράλληλα, σύμφωνα με τη κλασική (δυτική) αντίληψη περί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου, διασφαλίζεται και το ατομικό δικαίωμα ιδιοκτησίας του κάθε μέλους της κοινότητας. Έτσι, τόσο η προσωπική όσο και η συλλογική περιουσία είναι αντικείμενο προστασίας.
Μετά από αυτή τη συνοπτική παρουσίαση των γενικών αρχών προστασίας των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων, κρίνεται σκόπιμο, για τους σκοπούς της παρούσας εισήγησης, να γίνει αναφορά σε εκθέσεις της Επιτροπής και σημαντικές αποφάσεις του Δικαστηρίου, ώστε να αναδειχθούν τα προβλήματα της διαβίωσης των αυτοχθόνων, τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν τα όργανα του διαμερικανικού συστήματος.
[1] Ήδη το 1972, σε ψήφισμά της για την «Ειδική Προστασία για τους Αυτόχθονες Πληθυσμούς» η Διαμερικανική Επιτροπή εξήγγειλε ότι «για ιστορικούς λόγους και επί τη βάσει ηθικών και ανθρωπιστικών αρχών, η ειδική προστασία για τους αυτόχθονες αποτελεί μια ιερή δέσμευση των κρατών» [Βλ. Resolution on Special Protection for Indigenous Populations. Action to Combat Racism and Racial Discrimination, OEA/Ser.L/V/II/.29 Doc. 41 rev. 2, March 13, 1973]. Σε σύστασή της για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων το 1997, η Επιτροπή Καταπολέμησης Φυλετικών Διακρίσεων καλεί τα κράτη να λάβουν ειδικά μέτρα προκειμένου να αναγνωρίσουν και να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των αυτοχθόνων [Βλ. UNCERD, General Recommendation no 23, Rights of Indigenous Peoples (51st session, 1997), August 18, 1997, παρ. 4]. Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αποφανθεί σχετικά με τα δικαιώματα των μειονοτήτων [απόφαση Connors v. The United Kingdom, της 27ης Μαΐου 2004, αριθ. προσφυγής 66746/01, σκ. 84, όπου το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι τα κράτη έχουν μια υποχρέωση να λάβουν θετικά μέτρα ώστε να προστατεύσουν τους διαφορετικούς τρόπους ζωής των μειονοτήτων κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η αρχή της ισότητας].
[2] United Nations Permanent Forum on Indigenous Issues http://social.un.org/index/IndigenousPeoples.aspx
[3] Alexandra Xanthaki, Indigenous Rights and United Nations Standards – Self-Determination, Culture and Land, Cambridge Studies in International and Comparative Law, Cambridge University Press 2008, σελ. 38.
[4] Το κείμενο της Διακήρυξης είναι διαθέσιμο στα ελληνικά στην ακόλουθη διαδικτυακή διεύθυνση: http://www.un.org/esa/socdev/unpfii/documents/Declaration-Indigenous-Greek.pdf Η διακήρυξη ψηφίστηκε από μια πλειοψηφία 144 κρατών μελών, με 4 αρνητικές ψήφους (Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία και Η.Π.Α.) και 11 αποχές (Αζερμπαϊτζάν, Μπανγκλαντές, Μπουτάν, Μπουρούντι, Κολομβία, Γεωργία, Κένυα, Νιγηρία, Ρωσία, Σαμόα και Ουκρανία). Στη διακήρυξη καθιερώνονται, μεταξύ άλλων, τα συλλογικά δικαιώματα των αυτοχθόνων, το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση και την αυτοδιοίκηση, στην πολιτισμική επιβίωση, αλλά και στην απαγόρευση απομάκρυνσής τους από τα εδάφη τους.
[5] Η ιδέα για την ίδρυση του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών ανάγεται στην Πρώτη Διεθνή Διάσκεψη των Αμερικανικών Κρατών, στην Ουάσινγκτον από τον Οκτώβριο του 1889 έως τον Απρίλιο του 1890. Σε αυτή τη Διάσκεψη εγκρίθηκε η ίδρυση της διεθνούς ένωσης των αμερικανικών δημοκρατιών, και τέθηκαν οι βάσεις για τους θεσμούς που συγκρότησαν εντέλει το διαμερικανικό σύστημα. Σκοποί του ΟΑΚ, όπως διαγράφονται στο άρθρο 1 του Χάρτη είναι η επίτευξη μιας «έννομης τάξης ειρήνης και δικαιοσύνης στα κράτη της αμερικανικής ηπείρου, η προώθηση της αλληλεγγύης, η ενίσχυση της διακρατικής συνεργασίας, και η υπεράσπιση της εθνικής τους κυριαρχίας, της εδαφικής τους ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας τους». Ο ΟΑΚ απαρτίζεται σήμερα από 35 ανεξάρτητα κράτη της Αμερικής.
[6] Η Αμερικανική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι το πρώτο διεθνές κείμενο προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οκτώ περίπου μήνες αργότερα.
[7] Μέχρι σήμερα, έχουν λάβει χώρα 69 επισκέψεις σε 23 Κράτη Μέλη, και η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει 44 εκθέσεις ανά κράτος.
[8] Αργεντινή, Μπαρμπέιντος, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Dominica, Δομηνικανή Δημοκρατία, Εκουαδόρ, Ελ Σαλβαδόρ, Γρενάδα, Γουατεμάλα, Αϊτή, Ονδούρα, Τζαμάικα, Μεξικό, Νικαράγουα, Παναμάς, Παραγουάη, Περού, Σουρινάμ, Τρινιδάδ και Τομπάγκο (αποχώρησε το 2009), Ουρουγουάη και Βενεζουέλα.
[9] Το Τρινιδάδ και Τομπάγκο έχει υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση, επομένως η κατά χρόνο αρμοδιότητα της Επιτροπής εκτείνεται από 28.5.1991 ως 26.5.1999.
[10] Άρθρο ΧΧΙΙΙ: «Every person has a right to own such private property as meets the essential needs of decent living and helps to maintain the dignity of the individual and of the home».
[11] Άρθρο 21: «Right to property. Everyone has the right to the use and enjoyment of his property. The law may subordinate such use and enjoyment to the interest of society. 2. No one shall be deprived of his property except upon payment of just compensation, for reasons of public utility or social interest, and in the cases and according to the forms established by law. 3. Usury and any other form of exploitation of man by man shall be prohibited by law».
[12] Η πολύ μεταγενέστερη Διακήρυξη του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών (2007) έχει, ως διακήρυξη και όχι σύμβαση, πολύ μικρότερο βαθμό δεσμευτικότητας για τα Κράτη Μέλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Δ.Ο.Ε. είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της για την προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών και φυλών, ήδη από το 1921, δύο χρόνια μετά την ίδρυσή της. Έτσι, το 1958, υιοθετήθηκε στην 40ή διάσκεψη της Δ.Ο.Ε. η Σύμβαση 107, που ήταν και το πρώτο διεθνές κείμενο για τα δικαιώματα των ιθαγενών. Εντούτοις, η σύμβαση 107 ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην ένταξη των αυτοχθόνων λαών στον κοινωνικό ιστό των κρατών όπου διαβιούσαν, για το λόγο αυτό θεωρήθηκε ότι τείνει στην εξάλειψη της διαφορετικότητας των ιθαγενών και δεν είναι ανεκτή στο σύγχρονο κόσμο. Ακολούθως, το 1988-1989 υιοθετήθηκε η Σύμβαση 169 της Δ.Ο.Ε. Η νέα αυτή σύμβαση διαπνέεται από σεβασμό στη διαφορετικότητα των αυτοχθόνων λαών και εγγυάται τη διατήρηση των πολιτισμών τους και όχι τη συγχώνευσή τους με το σύγχρονο πολιτισμό. Χαρακτηριστικό της απροθυμίας των κρατών να αναγνωρίσουν συλλογικά δικαιώματα στους αυτόχθονες λαούς είναι το γεγονός ότι η Σύμβαση 169 έχει κυρωθεί και τεθεί σε ισχύ μόνο από 22 χώρες, 15 των οποίων στη Λατινική Αμερική [Αργεντινή, Βολιβία, Βραζιλία, Κεντρική Αφρική, Χιλή, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Δανία, Δομινίκα, Εκουαδόρ, Φίτζι, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Μεξικό, Νεπάλ, Ολλανδία, Νικαράγουα, Νορβηγία, Παραγουάη, Περού, Ισπανία, Βενεζουέλα].
[13] Maya indigenous community of the Toledo District v. Belize, Case 12.053, Report No. 40/04, Inter-Am. C.H.R., OEA/Ser.L/V/II.122 Doc. 5 rev. 1 at 727 (2004).
[14] I/A Court H.R., Case of Saramaka People v. Suriname, Preliminary Objections, Merits, Reparations, and Costs. Judgment of November 28, 2007, Series C No. 172, σκ. 92-93.
[15] Μια άλλη μελέτη του UN Working Group on Indigenous Populations κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράγοντες που καθορίζουν τον όρο «αυτόχθων» περιλαμβάνουν: (α) χρονική συνέχεια, με την κατάληψη και την εκμετάλλευση των εν λόγω εδαφών, (β) εθελοντική διατήρηση στο διηνεκές της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, που περιλαμβάνει τη γλώσσα, την κοινωνική οργάνωση, τη θρησκεία και πνευματικές αξίες, μεθόδους παραγωγής, και νομικούς θεσμούς, (γ) αυτοκαθορισμός, καθώς και αναγνώριση από άλλες πληθυσμιακές ομάδες ή από κρατικές αρχές ως ξεχωριστές κοινωνικές ομάδες, και (δ) ιστορική εμπειρία υποταγής, περιθωριοποίησης, αποκλεισμού ή διακριτικής μεταχείρισης, είτε οι συνθήκες αυτές εξακολουθούν να υπάρχουν, είτε όχι. Η μελέτη επισημαίνει ότι αυτοί οι παράγοντες δεν συνιστούν ούτε μπορούν να αποτελέσουν έναν περιεκτικό ορισμό, αλλά είναι απλώς παράγοντες που μπορούν να απαντώνται σε ορισμένες χώρες ή περιοχές. Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Αυτοχθόνων (ΟΗΕ) επιλέγει να μη δώσει κανέναν ορισμό στους ιθαγενείς, και στο άρθρο 33.1. προβλέπει ότι «οι αυτόχθονες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν οι ίδιοι την ταυτότητά τους ή την ιδιότητά τους ως μελών μιας ομάδας σύμφωνα με τις παραδόσεις και τα έθιμά τους».
[16] Αυτός ο ορισμός ανταποκρίνεται στις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης 169 ΔΟΕ [(άρθρο 1.1.(α)]. Απόφαση I/A Court H.R., Case of Saramaka People v. Suriname, Preliminary Objections, Merits, Reparations, and Costs. Judgment of November 28, 2007, Series C No. 172, σκ. 79.
[17] Απόφαση Saramaka, σκ. 78.
[18] Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Αυτοχθόνων Λαών: Άρθρο 1: «Οι αυτόχθονες λαοί θα έχουν πρόσβαση στην πλήρη συλλογική ή ατομική άσκηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών, όπως αναγνωρίζονται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Άρθρο 10: «Οι αυτόχθονες λαοί δεν μπορούν να απομακρυνθούν βίαια από τη γη ή τα εδάφη τους. Καμία μετεγκατάσταση δεν θα πραγματοποιείται χωρίς την ελεύθερη, εκ των προτέρων και μετά από ενημέρωση συναίνεση των αυτοχθόνων λαών και έπειτα από συμφωνία για δίκαιη αποζημίωση και, όπου είναι δυνατόν, με τη δυνατότητα της επιστροφής τους». Άρθρο 11 παρ. 2 «Τα Κράτη θα προσφέρουν αποζημίωση (και επανόρθωση) μέσα από αποτελεσματικούς μηχανισμούς, οι οποίοι θα αναπτυχθούν σε συνεργασία με τους αυτόχθονες λαούς, με σεβασμό προς την πολιτισμική, διανοητική, θρησκευτική και πνευματική τους ιδιοκτησία, που τους αφαιρέθηκε χωρίς την ελεύθερη, εκ των προτέρων και μετά από πλήρη ενημέρωση συναίνεσή τους και μέσω της καταστρατήγησης των νόμων, των παραδόσεων και των εθίμων τους».
[19] Απόφαση Saramaka, σκ. 114.
[20] I/A Court H.R. Case of the Mayagna (Sumo) Awas Tingni Community v. Nicaragua. Merits, Reparations and Costs, Judgment of January 31, 2001, series C no. 79, par. 138. Στην απόφαση Mayagna Awas Tingni, την απόφαση-σταθμό για τα συλλογικά δικαιώματα ιδιοκτησίας των ιθαγενών για τα πατρογονικά τους εδάφη, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι για τα μέλη τέτοιων κοινοτήτων η σχέση με τη γη δεν είναι απλώς ζήτημα κυριότητας και παραγωγής, αλλά ενέχει ένα υλικό και πνευματικό στοιχείο που πρέπει να απολαμβάνουν πλήρως, ακόμη και για να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά και να τη μεταλαμπαδεύσουν στις μελλοντικές γενιές.
[21] I/A Court H.R., Case of the Sawhoyamaxa Indigenous Community v. Paraguay. Merits, Reparations and Costs. Judgment of March 29, 2006, Series C No. 146, par. 143. Στην υπόθεση αυτή θα γίνει εκτενέστερη αναφορά παρακάτω.
[22] Απόφαση Saramaka, σκ. 85.
[23] Απόφαση Saramaka, σκ. 103.
[24] Απόφαση Awas Tingni, σκ. 140. Ομοίως, η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει αναλύσει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών του ΔΣΑΠΔ (στα οποία περιλαμβάνεται το Σουρινάμ) αναφορικά με το άρθρο 27 της Σύμβασης και έχει επισημάνει ότι «οι μειονότητες δεν μπορούν να αποστερηθούν το δικαίωμα, κοινό για τα μέλη της πληθυσμιακής τους ομάδας, να απολαμβάνουν τον πολιτισμό τους, που μπορεί να συνίσταται σε ένα τρόπο ζωής στενά συνδεδεμένο με το έδαφος και τη χρήση των φυσικών πόρων. Αυτό μπορεί να ισχύει κατά μείζονα λόγο για τους αυτόχθονες, που συνιστούν μειονότητα».
[25] Απόφαση Sawhoyamaxa, σκ. 131. Στην απόφαση Mayagna Sumo, σκ. 140(f), το Δικαστήριο επεσήμανε ότι: «Η σχέση κάθε κοινότητας με τη γη και τους φυσικούς της πόρους προστατεύεται και μέσω άλλων διατάξεων της ΑΣΔΑ, όπως το δικαίωμα στη ζωή, την τιμή και την αξιοπρέπεια, την ελευθερία της θρησκείας και των πεποιθήσεων, την ελευθερία συγκέντρωσης, το δικαίωμα στη δημιουργία οικογένειας, και την ελευθερία επιλογής καταλύματος και μετακίνησης».
[26] Απόφαση Saramaka, σκ. 120. Το άρθρο 21, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1(1) και 2 της ΑΣΔΑ, επιβάλλει στα ΚΜ μια θετική υποχρέωση να υιοθετήσουν ειδικά μέτρα προστασίας των αυτοχθόνων. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι έχει οδηγηθεί σε αυτή την ερμηνεία του άρθρου 21 σε συνδυασμό με το άρθρο 29(β) της ΑΣΔΑ, που απαγορεύει την ερμηνεία οποιασδήποτε διάταξης της Σύμβασης με τρόπο που να περιορίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση σε μικρότερο βαθμό από αυτόν που αναγνωρίζει το εσωτερικό δίκαιο του καθού κράτους, ή μιας άλλης Συνθήκης της οποίας είναι μέλος το κράτος.
*υπ. Δρ. Νομικής, δόκιμη εισηγήτρια στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Πηγή: kordatos.org
Αφήστε μια απάντηση