ΝΕΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ-1
συνέντευξη του Κώστα Κατσάπη
«Ηθικός πανικός» για τη νεολαία: μια έννοια σημαντική και στις δύο μελέτες. Πότε συγκροτείται ιστορικά στην Ελλάδα, αυτός ο «ηθικός πανικός»;
Ως «ηθικό πανικό» τείνουμε να ορίζουμε την έντονη ανησυχία που κυριάρχησε τον δημόσιο λόγο στη διάρκεια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών σχετικά με την πορεία μιας νεολαίας που φαινόταν «ατίθαση», «εν κινδύνω» ή πολύ απλά ανεξέλεγκτη. Ο φόβος για τη νεολαία βεβαίως, δεν είναι ένα φαινόμενο που συναντάται για πρώτη φορά στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Γνωρίζουμε καλά πως η εμφάνιση της νεολαίας ως μιας διακριτής κοινωνικής κατηγορίας ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, φαινόμενο αλληλένδετο με την ύπαρξη για πρώτη φορά στις δυτικές κοινωνίες ενός ελεύθερου χρόνου ανάμεσα στην εξαρτημένη παιδική ηλικία και στις πολλαπλές ευθύνες της ενηλικίωσης, συνδυάστηκε με μία έντονη ανησυχία που αφορούσε τη διαχείριση αυτού ακριβώς του ελεύθερου χρόνου. Οπωσδήποτε όμως, ο όρος «ηθικός πανικός» τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δεν μπορούμε να πούμε πως εμφανίζεται παρά την επαύριο του Μεγάλου Πολέμου. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, πολύ εμφανώς στα μέσα της δεκαετίας με σημείο – τομή την εμφάνιση του ροκ εν ρολ και με πρωτοφανή ορμή από τις αρχές της επόμενης, ο «ηθικός πανικός» θα κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο, κάτι άλλωστε που λίγο- πολύ όλοι γνωρίζουμε από τις αποτυπώσεις του στον κινηματογράφο σε μια σειρά από κοινωνικά δράματα που προβάλλονται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 (Στεφανία, Κατήφορος, Νόμος 4000 κλπ).
Μελετάτε το θέμα σας και στη διεθνή και στην ελληνική του διάσταση. Σε τι έγκειται η ελληνική ιδιαιτερότητα;
Η ελληνική περίπτωση αποτελεί όντως τμήμα ενός ευρύτερου – διεθνούς κοινωνικού και πολιτισμικού φαινομένου που αφορά την ανάδυση της νεολαίας στο προσκήνιο, τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίησή της και την πρωτοφανή ρήξη των όποιων δεσμών την συνέδεαν με τον κόσμο, τις αξίες και τις αρχές των ενηλίκων. Πίσω από τη ρήξη αυτή φαίνεται να υπάρχει μία «μαγική» λέξη που προκαλεί εύλογη αμηχανία και εκνευρισμό στους σχολιαστές του φαινομένου στη συγχρονία. Αναφέρομαι στον όρο «δυσφορία». Οι νέοι «δυσφορούν» απέναντι σε πράγματα που είναι μάλλον ακατανόητα σε ενήλικες οι οποίοι έχουν άλλες παραστάσεις, άλλες εμπειρίες και αδυνατούν να επεξεργαστούν τα αίτια της νεανικής «δυσφορίας». Για έναν ενήλικα λ.χ. που έχει ζήσει την καταστροφή της δεκαετίας του ’40 ή θυμάται την κρίση του ’29 και τα απόνερά της, η απαξίωση που δείχνουν οι νέοι για τη σταθερή εργασία είναι απολύτως ακατανόητη. Αυτή η «δυσφορία» αποτελεί το κλειδί για να αποκωδικοποιήσουμε τις εξελίξεις στη δεκαετία του ’60. Βεβαίως, το τί την γεννά διαφέρει από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις όποιες ιδιαιτερότητές της. Στις ΗΠΑ λ.χ. καθοριστικό υπήρξε το ζήτημα των διακρίσεων ενάντια στους αφροαμερικανούς τη δεκαετία του ’50 όπως και ο κομφορμισμός της Μακαρθικής περιόδου, ενώ την επόμενη δεκαετία ο πόλεμος του Βιετνάμ λειτούργησε ως ο βασικός ιμάντας ρήξης με μια απονομιμοποιημένη πραγματικότητα. Στη Δυτική Γερμανία κυρίαρχο είναι το όνειδος του ναζισμού. Στην Ιταλία η μνήμη του φασισμού αλλά και η ασφυκτική παρουσία της Καθολικής Εκκλησίας στην καθημερινότητα των νέων ανθρώπων. Στην Ελλάδα το πλαίσιο είναι πολύ διαφορετικό, κάποιες βασικές συνιστώσες του ωστόσο, καθορίζουν σημαντικά τη συνείδηση της νεολαίας: ο πολιτικός αυταρχισμός από τη μία και ο κραταιός συντηρητισμός που χαρακτηρίζει συνολικά την ελληνική κοινωνία συγκροτούν το κάδρο εντός του οποίου φαίνεται να ριζοσπαστικοποιείται η νεολαία ευθυγραμμιζόμενη με όσα συμβαίνουν κατά βάση στον δυτικό κόσμο, αλλά από ένα σημείο και μετά και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες.
Τι είναι αυτό που ξέρατε ήδη ξεκινώντας την έρευνά σας και ποια είναι τα καινούργια πράγματα, οι νέες διαστάσεις που προέκυψαν από αυτήν; Τι σας εξέπληξε;
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα μετασχηματίζεται, «ωριμάζει» θα λέγαμε, η νεανική κουλτούρα. Από το 1964, όταν εμφανίζονται οι Beatles στο προσκήνιο, μέχρι το 1970 οπότε και διαλύονται, είναι μόλις έξι χρόνια. Έξι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έχουν συμβεί τα πάντα. Επίσης εντυπωσιακό είναι (το επισημαίνει και η Έφη Αβδελά) η απουσία της πολιτικής από την όλη περί «ηθικού πανικού» συζήτηση που λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του ’60. Πράγματι, οι νύξεις για προφανείς συσχετίσεις ανάμεσα στα πολιτικά τεκταινόμενα και τη νεανική κουλτούρα είναι ελάχιστες. Αντιθέτως, οι σχολιαστές του φαινομένου επισημαίνουν συνεχώς τον μη πολιτικό χαρακτήρα του «προβλήματος», δεδομένου ότι (ή ίσως επειδή) αυτός αφορούσε δυνητικά κάθε ελληνική οικογένεια. Παρ’ όλα αυτά, είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα η σχέση που έχει η εξέλιξη της νεανικής κουλτούρας με την σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων της ελληνικής νεολαίας κάτι που όπως υποστηρίζω, ελπίζω όχι ανεπιτυχώς, στο βιβλίο μου, οι αναλυτές του δικτατορικού καθεστώτος είχαν καταλάβει έγκαιρα.
Το 1974 αποτελεί μια προφανή τομή. Τι σημαίνει αυτό το χρονικό ορόσημο (1974) για το θέμα το οποίο μελετήσατε, αλλά και γενικότερα για το «φαινόμενο νεολαία»;
Όπως αναφέρω στον επίλογο του βιβλίου μου, το 1974 αποτελεί μία σημαντική τομή, δεδομένου ότι τότε ακριβώς οι νέοι άνθρωποι παύει να γίνονται αντιληπτοί ως ένα «πρόβλημα», αντιθέτως η νεότητα προσλαμβάνεται πλέον ως όχημα για την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο της χώρας. Φυσικά, οι ρίζες της εξέλιξης αυτής βρίσκονται στη σκληρή σύγκρουση της φοιτητικού κινήματος με την Δικτατορία και ειδικότερα στα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, αλλά και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η νεολαία το καλοκαίρι του 1965. Αυτό δε σημαίνει ότι ξαφνικά σταμάτησαν να υπάρχουν όλα τα στοιχεία εκείνα που τα προηγούμενα χρόνια είχαν γεννήσει την πολλαπλή ως προς το περιεχόμενό της δυσφορία των νέων, αντιθέτως μάλιστα. Παρ’ όλα αυτά δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την τομή του 1974. Η αλλαγή των αντιλήψεων της κοινωνίας ως προς τη νεότητα είναι εντυπωσιακή και θα εκφραστεί σε επίπεδο κρατικής πολιτικής λίγα χρόνια αργότερα από την πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου, όταν και θα αναγνωριστεί θεσμικά η νεότητα και η σημασία της μέσα από τρεις βασικές τομές που έρχονται να «δικαιώσουν» ας το πούμε έτσι, τους αγώνες των νέων τα προηγούμενα χρόνια: αναφέρομαι στο δικαίωμα ψήφου στα 18 που δόθηκε στους νέους, στην θεσμοθέτηση της φοιτητικής συμμετοχής στα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου και στην σύσταση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, αλλά και του ερευνητικού προγράμματος «Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας». Δίπλα στα παραπάνω, να προσθέσουμε ασφαλώς και τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ως σχολικής γιορτής δίπλα στις δύο εθνικές.
Αν συνεχίζατε τη μελέτη σας, και την εντοπίζατε στον 21ο αιώνα, με ποιους άξονες θα το κάνατε;
Με ενδιαφέρει πολύ το πώς μια πολιτιστική ηγεμονία μετατρέπεται κάποια στιγμή σε πολιτική. Στη διάρκεια της μακράς δεκαετίας του ’60 γνωρίζουμε καλά πως οι νέοι άνθρωποι (ή για να είμαστε ακριβείς, σημαντικά τμήματα της νεολαίας και σίγουρα η νεολαιίστικη κουλτούρα) βάδισαν το δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης. Η ρήξη στην οποία αναφέρθηκα και πιο πριν είχε δύο διαστάσεις, αφορούσε δηλαδή τόσο την αντίθεση με τον πολιτικό αυταρχισμό και τα υποστηλώματά του (κάτι που η ελληνική ιστοριογραφία έχει ερευνήσει πλέον αρκετά ικανοποιητικά), όσο και την ακύρωση των προταγμάτων του διάχυτου συντηρητισμού, σημείο όπου εστιάζεται η δική μου συμβολή. Υπό μία έννοια, αυτό που οι πολέμιοι της Μεταπολίτευσης και οι νοσταλγοί των «παλιών καλών καιρών» ορίζουν ως «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» την μεταπολιτευτική περίοδο είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο, το οποίο φαίνεται να συγκροτείται σε πολλά επίπεδα τα χρόνια που προηγήθηκαν. Αντίθετα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 διαχέεται στην ελληνική κοινωνία ένα κλίμα αποπολιτικοποίησης και μεταμοντέρνου σχετικισμού. Προσοχή, δεν υποστηρίζω ότι τούτο αποτέλεσε προϊόν ενός κάποιου σχεδιασμού, μια μορφή τρόπον τινά συνωμοσίας. Θα επιχειρούσα λοιπόν, να συσχετίσω την εξέλιξη της νεανικής διασκέδασης και τα προϊόντα που καταναλώθηκαν από νέους ανθρώπους σε εποχές ευδαιμονίας και ηδονισμού με την ανάδυση νέων μορφών πολιτικής ταύτισης που εύκολα αντιλαμβανόμαστε. Πριν από πολλά χρόνια, παρακολουθούσα στην τηλεόραση σε κάποιο από τα μουσικά ριάλιτι διαγωνιζόμενο να τραγουδάει το Δημοσθένους λέξις του Σαββόπουλου και μου έκανε εντύπωση η κολοσσιαία άγνοια που συνόδευε την επιλογή του τραγουδιού. Είχα ακόμη την ψευδαίσθηση ότι κάποια τραγούδια είναι ιεροσυλία – εκχυδαϊσμός να αγγίζονται από το λάιφ στάιλ. Λίγα χρόνια αργότερα η Χρυσή Αυγή επέλεγε να ακουστεί στις συγκεντρώσεις της το Πότε θα κάνει ξαστεριά. Αυτό ακριβώς το ζήτημα, όπως και συνολικότερα βέβαια ο ρόλος του πολιτισμού στη συγκρότηση νέων ταυτοτήτων και η ανάδυση των τελευταίων ως προϋπόθεση πολιτικών επιλογών για το άτομο, νομίζω ότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και αξίζει κάποτε να ερευνηθεί πιο συστηματικά.
Πηγή: enthemata.wordpress.com
Αφήστε μια απάντηση