Αγησίλαος Χριστοδουλόπουλος: Για μια πολιτική Εργατικού Ελέγχου (Μέρος Α’)

maxhtisΓράφει ο kokkiniotis

 

Συμπληρώνονται φέτος 25 χρόνια από τότε που ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής  αριστεράς έχασε ένα από τα πιο φωτισμένα της στελέχη, τον σ. Αγησίλαο Χριστοδουλόπουλο.

 

Μας το θύμισε πρόσφατα ο σύντροφος Τάσος Κατιντσάρος που απευθύνει κάλεσμα σε παλιότερους αγωνιστές να καταθέσουν κομμάτια της μνήμης τους και είχε την ιδέα να γίνει μέσα στη χρονιά μια εκδήλωση – πολιτικό μνημόσυνο του αξέχαστου Λάκη.

 

Γράψαμε σχετικά σε προηγούμενη ανάρτησή μας (25 χρόνια χωρίς τον σύντροφο Αγησίλαο), προαναγγέλλοντας μάλιστα ότι θα επανέλθουμε με δυσεύρετα κείμενα του.

 

Αρχίζουμε σήμερα με το πρώτο μέρος του κειμένου «Για μια πολιτική Εργατικού Ελέγχου». Το άρθρο αυτό του συντρόφου Αγησίλαου Χριστοδουλόπουλου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Προλετάριος Μαχητής το Νοέμβρη του 1983.

 

Προσπαθεί να διερευνήσει τις δυνατότητες της εποχής εκείνης για άσκηση απ’ το εργατικό κίνημα μιας πολιτικής εργατικού ελέγχου. Άλλη η συγκυρία τότε, εντελώς διαφορετικές οι συνθήκες από τις σημερινές.

 

Το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής και των λαϊκών προσδοκιών του ’81 έχει συμπληρώσει δύο χρόνια στην κυβέρνηση.

 

Οι λογικές της συνδιαχείρισης ηγεμονεύουν ελλείψει αντιπάλου. Η αριστερά εξαντλεί τις διεκδικήσεις της στην καθιέρωση της απλής αναλογικής και στον εκδημοκρατισμό του κράτους. Η τότε συνδικαλιστική ηγεσία σεμνύνεται ότι συμμετέχει στην επιχείρηση διάσωσης της «εθνικής οικονομίας» περιοριζόμενη στο κυνήγι της ΑΤΑ, της Αυτόματης Τιμαριθμικής Προσαρμογής.

 

Εύλογα σ’ αυτό το πλαίσιο οι ’κοινωνικοποιήσεις’, η ‘συμμετοχή των εργαζομένων’ και όλες οι εκλεπτυσμένες τεχνικές ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, εκλαμβάνονται σαν προνομιακό πεδίο παρέμβασης του συνδικαλιστικού κινήματος στην καλή περίπτωση, ή σαν η τελευταία λέξη της μόδας στο επίπεδο της ‘σοσιαλιστικής οικοδόμησης’ στην χειρότερη.

 

Αναγκαία λοιπόν η ιδεολογική ανασκευή των συμμετοχικών διαδικασιών και η οριοθέτηση του συνδικαλιστικού κινήματος από λογικές και πρακτικές που υπονομεύουν την ταξική αυτονομία και αυτοοργάνωση των εργαζομένων, και σ’ αυτήν την κατεύθυνση έρχεται να συμβάλει ο σ. Αγησίλαος με τα κείμενά του εκείνης της περιόδου.

 

Μέσα από αυτό το πρίσμα πρέπει να διαβαστεί το συγκεκριμένο κείμενο. Μπορεί βέβαια οι τότε συνθήκες να μην έχουν καμία σχέση με τις σημερινές, όπως θα δούμε όμως, ο προβληματισμός και τα θέματα που αναδεικνύει το άρθρο του συντρόφου παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα και χρήσιμα και σήμερα. Σε επόμενη ανάρτηση θα επανέλθουμε με το δεύτερο μέρος του άρθρου.

 

Πέρα όμως από τη δημοσίευση των κειμένων αυτών, θα επιδιώξουμε, στο πλαίσιο της εκπομπής μας «Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο», παλιότεροι αγωνιστές να καταθέσουν τις μνήμες που διατηρούν από τις εποχές εκείνες και από τον σ. Λάκη Χριστοδουλόπουλο.

 

Αγησίλαος Χριστοδουλόπουλος

Ο εργατικός έλεγχος στάθηκε για πολλά χρόνια πεδίο έντονου προβληματισμού του διεθνούς εργατικού κινήματος. Γύρω από μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα που έχουν σχέση με την πρακτική του εργατικού ελέγχου, όπως «ποιο είναι το περιεχόμενο του εργατικού ελέγχου;», «πώς και πότε προωθείται;», «ποια είναι η σχέση του με την επαναστατική πάλη του προλεταριάτου;» αναπτύχθηκε ένας πλούσιος διάλογος που κατέληξε σε σοβαρά θεωρητικά και πρακτικά συμπεράσματα, από τα οποία αναμφίβολα πρέπει να ξεκινήσει η όποια προσπάθεια θέλει να προωθήσει σήμερα μια πολιτική εργατικού ελέγχου κατά τρόπο αξιόπιστο και ρεαλιστικό.

Η ιδιόμορφη πολιτική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μιας κυβέρνησης που έχει την ικανότητα να διαστρέφει και να αλλοιώνει τη σημασία των λέξεων, μετατρέποντας τα πιο ριζοσπαστικά συνθήματα σε ακίνδυνα για το καθεστώς σλόγκαν, μας υποχρεώνει — προκειμένου να συνεννοηθούμε— ταυτόχρονα με τη θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος να ξεκαθαρίσουμε και ορισμένα προβλήματα εννοιολογικού χαρακτήρα σχετικά με τον εργατικό έλεγχο.

Πράγματι, είναι γνωστό πόσο έχουν κακοπάθει και πόσο έχουν αλλοιωθεί οι έννοιες Σοσιαλισμός, Κοινωνικοποίηση, Εργατικός Έλεγχος, Αυτοδιαχείριση από το κόμμα του κ. Παπανδρέου.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα των κυβερνητικών στελεχών και των συνδικαλιστών του ΠΑΣΟΚ, η ελληνική κοινωνία αργά αλλά σταθερά οδεύει προς το Σοσιαλισμό με την ενθάρρυνση ή την ανοχή του προέδρου της Δημοκρατίας!

Η «κοινωνικοποίηση» των μέσων παραγωγής, τουλάχιστον στο δημόσιο τομέα της οικονομίας, είναι πλέον γεγονός.

Ο εργατικός έλεγχος στον ιδιωτικό τομέα, μετά τη θεσμοθέτηση των εποπτικών συμβουλίων, φαίνεται να δρομολογείται ασφαλώς.

Η «αυτοδιαχείριση», αφού εγκαινιάστηκε πριν από ενάμιση χρόνο στην ιδιωτική ΦΙΞ, θεσμοθετείται ήδη με πολύ θόρυβο στην «κοινωνικοποιημένη» ΔΕΗ με την ίδρυση «εργατικών συμβουλίων».

Η Ελλάδα της Αλλαγής —σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς των κυβερνητικών παραγόντων— μεταμορφώνεται από την κορφή μέχρι τα νύχια, «νέες παραγωγικές σχέσεις» εγκαθιδρύονται και το συνδικαλιστικό κίνημα καλείται να συνειδητοποιήσει αυτό το ιστορικό γεγονός και να αποβάλει τα «οικονομίστικα και συντεχνιακά» χαρακτηριστικά του.

Σε μια τέτοια συνθήκη, όπου κυριαρχεί το ψεύδος και η απάτη, είναι προφανές ότι μια πολιτική εργατικού ελέγχου οφείλει πρωταρχικά να ανασκευάσει τους μύθους και τις συγχύσεις που έχουν δημιουργηθεί γύρω από την πραγματική ουσία του εργατικού ελέγχου και να υπογραμμίσει τις θεμελιώδεις διαφορές που έχει με τα ποικιλώνυμα συμμετοχικά συστήματα.

Χρειάζεται δηλαδή να αρθρωθεί ένας ιδεολογικός αντίλογος στην κυρίαρχη ιδεολογική ασυναρτησία του ΠΑΣΟΚ που, ελλείψει αντιπάλου —η επίσημη Αριστερά κάνει τα πάντα είτε γιατί κατά βάση συμφωνεί με τις «διαρθρωτικές αλλαγές» του Παπανδρέου είτε γιατί δεν τολμάει να διαχωριστεί— προβάλλεται με επαναστατικές αξιώσεις.

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο εργατικός έλεγχος στη χώρα μας, τόσο σαν αντίληψη όσο και σαν πρακτική, είναι ελάχιστα γνωστός ακόμη και στα πιο προχωρημένα τμήματα των εργαζομένων.

Ιστορικά οι λίγες εμπειρίες, που έχουν κάποια άμεση ή έμμεση σχέση με το πρόβλημα, χρονολογούνται μετά την πτώση της δικτατορίας και εντοπίζονται κυρίως στα χρόνια 1974-77, όταν το νεαρό κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν είχε ακόμη εξαντλήσει το δυναμισμό του και το μεταπολιτευτικό καθεστώς βρισκόταν ακόμη σε μια προσπάθεια σταθεροποίησης.

Σε εκείνη τη συγκυρία, όπου οι εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες και η δυσκαμψία των μηχανισμών χειραγώγησης του εργατικού κινήματος (συνδικαλιστικές ηγεσίες, αριστερά κόμματα), επέτρεπαν κάποιες περιπετειώδεις εξάρσεις και πρωτότυπες αναζητήσεις της εργατικής τάξης, είδαν το φως σε μια σειρά βιομηχανικούς χώρους ατελείς και χωρίς συνέχεια εκφράσεις εργατικού ελέγχου, σαν αποτέλεσμα πάντα ιδιαίτερα έντονων απεργιακών συγκρούσεων.

melΗ απεργιακή κινητοποίηση των εργατών της ΕΣΚΙΜΟ και η πολυήμερη κατάληψη του εργοστασίου με αίτημα την επαναπρόσληψη των απολυμένων, οι «άγριες» απεργίες της NATIONAL CAN, της ΜΕΛ, του ΚΑΠΝΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ, της ΜΑΔΕΜ ΛΑΚΟ —για να αναφερθούμε στους πιο σημαντικούς εργοστασιακούς αγώνες της περιόδου πριν το ν. 330— μπορεί να μην κατέληξαν σε κάποιες συγκεκριμένες μορφές εργατικού ελέγχου, ωστόσο έθεσαν με τρόπο αληθινά εντυπωσιακό το πρόβλημα και έδωσαν το απαραίτητο ιστορικό υλικό για να γίνουν κάποια πετυχημένα βήματα στη συνέχεια.

Παλεύοντας ενάντια στις απολύσεις των συνδικαλιστών και αμφισβητώντας το «διευθυντικό δικαίωμα» του εργοδότη —όλοι σχεδόν οι απεργιακοί αγώνες αυτής της εποχής είχαν σαν αφετηρία το βιομηχανικό προλεταριάτο— με εμπειρικό και αυθόρμητο τρόπο στην ανέλιξη της πάλης του, έθετε στην πραγματικότητα τα θεμέλια του εργατικού ελέγχου.

Πράγματι, μπορεί η συγκρότηση των νέων απεργιακών οργάνων —απεργιακές επιτροπές, εργοστασιακές επιτροπές, επιτροπές περιφρούρησης κλπ- να αποτελούσε πρωταρχικά, στις συνθήκες που συντελούνταν, έκφραση της καχυποψίας της βάσης προς τη νόμιμη ηγεσία της, ωστόσο από μια άλλη σκοπιά ήταν ταυτόχρονα και μια εμβρυακή προσπάθεια εργατικού ελέγχου, γεγονός που πιστοποιήθηκε όχι λίγες φορές στην πράξη, όταν τα όργανα άμεσης δημοκρατίας των απεργών μετεξελίχθηκαν σε όργανα ελέγχου της εργοδοσίας.

Η πρώτη ουσιαστικά πρακτική εργατικού ελέγχου στη χώρα μας, και ίσως η πιο σημαντική από άποψη διάρκειας και έκτασης, ήταν αυτή που προώθησαν οι εργάτες του ΠΙΤΣΟΥ το 1976 ύστερα από μεγαλειώδεις απεργιακούς αγώνες.

Οι μορφές εργατικού ελέγχου που εφαρμόστηκαν για δυο περίπου χρόνια στη επιχείρηση, ο έλεγχος των προσλήψεων και των απολύσεων μέσω του εργοστασιακού σωματείου, η de facto μείωση των ρυθμών δουλειάς, η κατάργηση των πριμ παραγωγικότητας με ευθύνη του σωματείου, η κατάργηση της ιεραρχίας και η εκδίωξη των χαφιέδων του αφεντικού, μπορεί να μην αποτέλεσαν την αφετηρία ενός κινήματος, όμως στάθηκαν χωρίς αμφιβολία ιστορικής σημασίας νίκες του βιομηχανικού προλεταριάτου, με την έννοια ότι έδειξαν στην πράξη την ικανότητα της εργατικής τάξης να ξεπεράσει τα στενά όρια των οικονομικών διεκδικήσεων και να παρέμβει στο «ιερό άβατο» των σχέσεων εργασίας.

Η εμπειρία του ΠΙΤΣΟΥ, παρά το άδοξο τέλος που είχε, όταν σε μια ξαφνική αντεπίθεση της εργοδοσίας, όχι μόνο χάθηκαν οι κατακτημένες θέσεις των εργατών, αλλά καταστράφηκε στην κυριολεξία το συνδικαλιστικό κίνημα του εργοστασίου, στάθηκε αληθινό σχολειό για τα προχωρημένα τμήματα της εργατικής τάξης που κατανόησαν μέσα από την πείρα τους και τη σημασία αλλά και τα όρια των πρακτικών του εργατικού ελέγχου.

Η απεργιακή ύφεση και η ραγδαία υποχώρηση του εργοστασιακού συνδικαλισμού που ακολούθησε την ψήφιση του ν. 330, η επικράτηση της «νομιμότητας» στη συνδικαλιστική πάλη και η κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, όπως ήταν φυσικό επέδρασαν αρνητικά και εξαφάνισαν —μετά την ήττα του ΠΙΤΣΟΥ— τα όποια ψήγματα εργατικού ελέγχου είχαν εμφανιστεί.

Κάποιες σκόρπιες αντιστάσεις και αυθόρμητες απόπειρες εργατικού ελέγχου την περίοδο 1978-80 δεν είναι σε θέση να αναιρέσουν το γεγονός της γενικής κάμψης.

Οι πολυάριθμες ωστόσο απεργιακές κινητοποιήσεις ενάντια στις μαζικές απολύσεις και διαθεσιμότητες την τελευταία διετία, οι καταλήψεις εργοστασίων, με κορυφαία την περίπτωση της ΚΥΛΙΝΔΡΙΚΗΣ στη Χαλκίδα, οι εκφράσεις εργατικού ελέγχου σε μια σειρά εργοστασιακούς χώρους (ΣΟΦΤΕΞ, Γκουντ-Γήαρ) δείχνουν ότι οι εμπειρίες της προηγούμενης περιόδου δεν ξεχάστηκαν από την εργατική τάξη.

 

ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Η πρώτη και πιο επικίνδυνη μυθολογία είναι αυτή που εμφανίζει τον εργατικό έλεγχο σαν ένα ανώτερο επίπεδο συμμετοχής ή, με άλλα λόγια, σαν προχωρημένο βήμα της συμμετοχικής διαδικασίας.

Το σκεφτικό —τυπικά ρεφορμιστικό— είναι απλό.

Όπως ακριβώς στο πεδίο της πολιτικής το αστικό κράτος υποτίθεται ότι θα μετατραπεί σε σοσιαλιστικό, δηλαδή θα αλλάξει ουσία —μέσα από σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα το γεμίζουν με ολοένα περισσότερη δημοκρατία— έτσι και στο ζήτημα των συμμετοχικών θεσμών η ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία σε κάποιο σημείο θα καταλήξει σε εργατικό έλεγχο και στη συνέχεια σε αυτοδιαχείριση της οικονομίας!

mel-1Μ’ αυτή την ευθύγραμμη εξέλιξη, που σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις —δημόσιες επιχειρήσεις— είναι δυνατόν να υπερβεί κάποια ενδιάμεσα βήματα και να φτάσει αυτόματα ακόμη και στην «αυτοδιαχείριση», το ΠΑΣΟΚ και οι άλλοι κρυφοί ή φανεροί θιασώτες της Αλλαγής του υποστηρίζουν ότι εγκαθιδρύουν νέες παραγωγικές σχέσεις και αναδείχνουν τους εργαζόμενους σε πρωταγωνιστές.

Και σ’ ό,τι αφορά μεν το ζήτημα των νέων παραγωγικών σχέσεων, παρ’ όλο ότι ξεφεύγει από το αντικείμενο της μελέτης μας, θα ήταν αρκετό να θυμίσουμε ορισμένα πολύ βασικά «πραγματάκια» που τα «ξεχνάνε» οι εγκέφαλοι του ΠΑΣΟΚ —όπως, ποιος κατέχει την εξουσία, ποια τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής, με τι κριτήριο λειτουργεί η παραγωγή, κλπ.— για να φανεί ότι οι παραγωγικές σχέσεις παραμένουν και φυσικά θα συνεχίσουν να παραμένουν καπιταλιστικές, αν δεν ανατραπούν με την κοινωνική επανάσταση.

Σ’ ό,τι αφορά όμως το ζήτημα που μας ενδιαφέρει, πρέπει να πούμε ότι ανάμεσα στη συμμετοχή και τον εργατικό έλεγχο δεν υπάρχει τίποτα το κοινό, ώστε να μπορεί κανείς να ισχυριστεί βάσιμα ότι το ένα είναι υποσύνολο του άλλου ή ότι, εν πάση περιπτώσει, το ένα αποτελεί οριακή μορφή του άλλου.

Οι θεσμοί της συμμετοχής προϋποθέτουν και επιδιώκουν τη διατήρηση των δοσμένων σχέσεων εξουσίας και γι’ αυτό εξάλλου και επινοήθηκαν από την αστική τάξη. Ο ίδιος ο όρος «συμμετοχή» εννοιολογικά σημαίνει την πρόσθεση και κάποιου άλλου παράγοντα (εργαζόμενοι) σε μια διαδικασία εκ των προτέρων δεδομένη που στηρίζεται στο ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

Αντίθετα, ο εργατικός έλεγχος, ακόμη και στην πιο ατελή και στοιχειώδη εκδήλωσή του, αμφισβητεί ακριβώς αυτό που δέχεται η «συμμετοχή», δηλαδή την εξουσία των αφεντικών στα πλαίσια της επιχείρησης ή, με άλλα λόγια, το γνωστό διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.

Η συμμετοχή αποδέχεται τη συνυπευθυνότητα και τη συνδιαχείριση της οικονομίας, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται κάτι τέτοιο για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ενώ ο εργατικός έλεγχος αρνείται κάθε ευθύνη των εργαζομένων σ’ ό,τι αφορά τα αποτελέσματα της παραγωγικής διαδικασίας.

Οι συμμετοχικοί θεσμοί μορφοποιούν την ταξική συνεργασία και ενσωματώνουν την εργατική τάξη στο σύστημα, σε αντίθεση με τον εργατικό έλεγχο που οικοδομείται πάνω στις αρχές της ταξικής πάλης και διατηρεί την ταξική αυτονομία των εργαζομένων.

Είναι λοιπόν σαφές ότι συμμετοχή και εργατικός έλεγχος όχι μόνο δεν είναι έννοιες συγκρίσιμες και συναφείς, όπως θέλει να παρουσιάσει το ΠΑΣΟΚ και κάποιοι «αριστεροί» σύμμαχοι του, αλλά αντίθετα είναι έννοιες αλληλοαποκλειόμενες.

 

ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Μια δεύτερη ευρέως διαδομένη πλάνη και μάλιστα με αριστερές αξιώσεις, με την έννοια ότι υιοθετείται και από αριστερά κομμάτια του κινήματος, είναι αυτή που θέλει τον εργατικό έλεγχο μια χαμηλότερη βαθμίδα ή τον προθάλαμο της αυτοδιαχείρισης.

Αν βεβαίως αυτή η άποψη έβγαινε από το γεγονός ότι ο εργατικός έλεγχος, όντας μια μεταβατική διεκδίκηση της εργατικής τάξης μέσα στον καπιταλισμό, μετά την ανατροπή του αστικού καθεστώτος νομοτελειακά θα δώσει τη θέση του στην αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία, θα μπορούσε να γίνει γενικά αποδεκτή.

Ωστόσο, όσοι χρησιμοποιούν το δίπτυχο εργατικός έλεγχος-αυτοδιαχείριση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, το εννοούν σαν διεκδίκηση του εργατικού κινήματος στα πλαίσια του καπιταλισμού.

Κι εδώ ακριβώς υπάρχει η επικίνδυνη σύγχυση.

Η αυτοδιαχείριση δεν είναι νοητή μέσα σε μια κοινωνία όπως η καπιταλιστική, που κυριαρχούν οι ταξικοί ανταγωνισμοί και οι νόμοι της αγοράς.

Οι μορφές αυτοδιαχείρισης, ακόμη και σε μερικό επίπεδο —αν είναι δυνατόν να εννοηθούν με κάποιο αποσπασματικό τρόπο — προϋποθέτουν κατάργηση του θεσμού της ιδιοκτησίας και κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Δίχως αυτούς τους όρους η πάλη για την αυτοδιαχείριση, αν δεν πρόκειται για μια καλοστημένη απάτη από μέρους της αστικής τάξης με στόχο να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα σε κάποια πολύ συγκεκριμένα επίπεδα, είναι καθαρή ουτοπία.

Από την άλλη μεριά, ο εργατικός έλεγχος, τόσο σαν πολιτική στάση όσο και σαν κοινωνική πρακτική, είναι νοητός μόνο μέσα στον καπιταλισμό και αυτό φυσικά, όπως θα δούμε παρακάτω, με ορισμένες προϋποθέσεις.

Ο εργατικός έλεγχος δεν αμφισβητεί τη μισθωτή εργασία συνολικά ούτε το διευθυντικό ρόλο της κεφαλαιοκρατίας στο γενικό επίπεδο της οικονομίας.

mel-2Αμφισβητεί την εξουσία των αφεντικών στα πλαίσια της επιχείρησης, αρνείται την ιεραρχία και τις καθιερωμένες εργασιακές σχέσεις, επιζητεί το δικαίωμα του  veto για τους εργαζόμενους σε μια σειρά από θέματα που αφορούν την καθημερινή ζωή στην επιχείρηση και μ’ αυτό τον τρόπο εκπαιδεύει την εργατική τάξη για τον αυριανό πολύ κοντινό διευθυντικό ρόλο στην οικονομία και την κοινωνία.

Βεβαίως, σε συνθήκες γενίκευσης του εργατικού ελέγχου και προϊούσης κατάρρευσης της καπιταλιστικής οικονομίας, είναι δυνατόν να εμφανιστούν ορισμένες αυθεντικές μορφές αυτοδιαχείρισης, ωστόσο κάτι τέτοιο δε θα έχει να κάνει με την ολοκλήρωση του εργατικού ελέγχου αλλά με τη γέννηση του καινούριου και το θάνατο του παλιού.

Τόσο λοιπόν από θεωρητική άποψη όσο και από πρακτική —πολύ διδακτικό επί του προκειμένου είναι το άδοξο τέλος της εμπειρίας των εργατών της LIP— αφού νησίδες αυτοδιαχείρισης δεν είναι δυνατές μέσα στον καπιταλισμό, δε νομιμοποιείται η σύνδεση του εργατικού ελέγχου με την αυτοδιαχείριση και φυσικά πολύ περισσότερο η υποκατάσταση, όπως πολύ συχνά κάνουν είτε ορισμένες υπεραριστερές ομάδες που δε συμμερίζονται το αρχαίο ρητό «ουκ εν το πολύ το ευ», είτε κάποιες ρεφορμιστικές τάσεις όπως οι σοσιαλιστές του ενοποιημένου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας και της C.F.D.T. που… σνομπάρουν τον εργατικό έλεγχο και υιοθετούν την αυτοδιαχείριση, σάμπως το ζήτημα να είναι «τι μας αρέσει» και όχι τι είναι πραγματικά δυνατό και αναγκαίο.

Σ’ αυτό το σημείο πολύ σωστά επισημαίνει ο Ε. Μαντέλ:

«Η διαπάλη για τον εργατικό έλεγχο έχει ακριβώς για λειτουργία να βοηθήσει τις μάζες, μέσα από τις δικές τους εμπειρίες και ξεκινώντας από τις άμεσες απασχολήσεις τους, να καταλάβουν την αναγκαιότητα να διώξουν τον καπιταλιστή απ’ την επιχείρηση και την καπιταλιστική τάξη απ’ την εξουσία.

Υποκαθιστώντας αυτή την παιδαγωγική προπαγάνδα με το σύνθημα της «αυτοδιαχείρισης», εμποδίζουμε τη μεγάλη μάζα να γνωρίσει αυτή την εμπειρία, την ενθαρρύνουμε στην πράξη να περιοριστεί μόνο στις άμεσες διεκδικήσεις, και υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσουν μερικές μεμονωμένες εμπειρίες «αυτοδιαχείρισης» επιχειρήσεων πρωτοπορίας, καταδικασμένες να εκφυλιστούν μέσα στον καπιταλιστικό περίγυρο».

Και, φυσικά, αν όλα αυτά ισχύουν για πραγματικά κινήματα, ισχύουν πολύ περισσότερο για τη λαθρόβια φιλολογία περί αυτοδιαχείρισης του ΠΑΣΟΚ, που έχει το θράσος να ονομάζει αυτοδιαχείριση τις καρικατούρες των «εργατικών συμβουλίων» της Δ.Ε.Η., που το μόνο τους δικαίωμα είναι να «γνωμοδοτούν» για την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας!

Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ο εργατικός έλεγχος, ενώ δεν έχει τίποτα το κοινό με τις συμμετοχικές διαδικασίες που αποτελούν αστική επινόηση και επιλογή, ταυτόχρονα δεν έχει τη σχέση που του αποδίδεται με την αυτοδιαχείριση.

Η αυτοδιαχείριση δεν είναι νοητή σε μια κοινωνία — όπως η καπιταλιστική— που κυριαρχούν οι ταξικοί ανταγωνισμοί και οι νόμοι της αγοράς.

Οι μορφές αυτοδιαχείρισης, ακόμη και να υποθέσουμε ότι μπορούν να νοηθούν σε μερικό επίπεδο, προϋποθέτουν κατάργηση του θεσμού της ιδιοκτησίας και κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Δίχως αυτούς τους όρους η πάλη για την αυτοδιαχείριση, αν δεν πρόκειται για μια καλοστημένη απάτη της αστικής τάξης με στόχο να εγκλωβίσει το εργατικό κίνημα σε κάποια πολύ συγκεκριμένα αδιέξοδα —όπως καλή ώρα κάνει το ΠΑΣΟΚ σήμερα!— είναι καθαρή ουτοπία.

Από την άλλη μεριά ο εργατικός έλεγχος, τόσο σαν πολιτική στάση όσο και σαν κοινωνική, είναι νοητός μόνο μέσα στον καπιταλισμό κι αυτό με κάποιες προϋποθέσεις.

Ο εργατικός έλεγχος δεν αμφισβητεί τη μισθωτή εργασία συνολικά ούτε το διευθυντικό ρόλο της κεφαλαιοκρατίας στο επίπεδο της οικονομίας.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *