Για μια πολιτική Εργατικού Ελέγχου (Μέρος Β')

maxhtisΑγησίλαος Χριστοδουλόπουλος

Πρόκειται για το δεύτερο μέρος παλαιότερου κειμένου του συντρόφου, που γράφτηκε το Νοέμβρη του 1983. Το πρώτο μέρος καθώς και άλλα σχετικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Οι αποσαφηνίσεις των χαρακτηριστικών του εργατικού ελέγχου και η ανασκευή των μύθων που διαδίδονται από διάφορες πλευρές μπορεί να είναι ουσιαστική και αναγκαία δουλειά, ωστόσο δεν εξαντλεί το θέμα.

Παράλληλα με τα ιδεολογικά και θεωρητικά προβλήματα του εργατικού ελέγχου, υπάρχουν ταυτόχρονα και σειρά τακτικών πολιτικών προβλημάτων — προβλήματα σύνθετα που πηγάζουν από τον ανατρεπτικό χαρακτήρα του συνθήματος— που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν, προκειμένου να προωθηθεί με κάποια μίνιμουμ αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας η πάλη για την κατάκτηση μορφών εργατικού ελέγχου.

Αν η συμμετοχή των εργαζομένων με όλες τις δυνατές παραλλαγές της —συνδιοίκηση, μετοχοποίηση— εδράζεται και υπηρετεί τις δοσμένες παραγωγικές σχέσεις, ο εργατικός έλεγχος, σαν μια εν δυνάμει εργατική αντι-εξουσία, αμφισβητώντας το καπιταλιστικό παραγωγικό μοντέλο, είναι μια πολιτική σε ρήξη με τα καθιερωμένα, είναι μια πραγματικότητα που «δε χωράει» στο αστικό καθεστώς.

Στη βάση αυτή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί και να γίνει κοινωνική πολιτική παρά μόνο σε συνθήκες διάλυσης του παλιού κοινωνικού ιστού, σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου της εργατικής τάξης.

Χωρίς την ύπαρξη ενός μαζικού εργατικού κινήματος με σαφή αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, χωρίς την ύπαρξη μιας εργατικής τάξης ικανής να πραγματώσει τις σύνθετες λειτουργίες ελέγχου της παραγωγής, μια πολιτική εργατικού ελέγχου όχι μόνο δεν έχει την παραμικρή πιθανότητα επιτυχίας, αλλά, ακόμη χειρότερα, είναι δυνατόν να λειτουργήσει σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που επιδιώκει, δηλαδή να απογοητεύσει την εργατική τάξη και να δυσφημιστεί στα μάτια των εργαζομένων.

maxhthsΟι υπαρκτοί αυτοί κίνδυνοι, που ισχύουν βεβαίως για όλες τις μεταβατικές διεκδικήσεις —δηλαδή για τις διεκδικήσεις που συνδέουν τα άμεσα οικονομικά συμφέροντα της εργατικής τάξης με τα απώτερα ιστορικά της συμφέροντα— γίνονται ακόμη πιο ορατοί σε ιδιόμορφες συγκυρίες όπως αυτή που ισχύει σήμερα στη χώρα μας, όπου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επιχειρεί μια υπέρβαση και διαχείριση της κρίσης του συστήματος χρησιμοποιώντας πολύ προχωρημένα συνθήματα.

Η προώθηση της πάλης για τον εργατικό έλεγχο σε μια τέτοια συνθήκη οφείλει να λάβει υπόψη της πολύ περισσότερα δεδομένα και να ξεδιπλωθεί με μεγάλη ευελιξία και προσοχή, αποφεύγοντας να παρασυρθεί από κάποιες φαινομενικά ευνοϊκές προϋποθέσεις όπως είναι το αθρόο κλείσιμο των εργοστασιακών μονάδων, οι αλλεπάλληλες πραγματικές ή εικονικές χρεοκοπίες, η μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και η στασιμότητα των επενδύσεων.

Πράγματι όλα αυτά τα φαινόμενα της οικονομικής κρίσης, που έχουν σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του όγκου της απασχόλησης, την αύξηση της ανεργίας και την κατακόρυφη πτώση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης, έχουν διαμορφώσει ένα όντως ευνοϊκό υπόβαθρο για τη διοχέτευση σε μαζικό επίπεδο τέτοιων μεταβατικών συνθημάτων. Ωστόσο οι υποκειμενικές αδυναμίες του εργατικού κινήματος είναι τόσο πολλές και τόσο μεγάλες που κάνουν προβληματική, αν όχι αδύνατη, μια γενικευμένη ζύμωση του εργατικού ελέγχου και, φυσικά, πολύ περισσότερο μια αποτελεσματική δράση.

Οι αρνητικές εμπειρίες από προηγούμενες απόπειρες επιβολής εργατικού ελέγχου χωρίς την εξασφάλιση μαζικής στήριξης δείχνουν με σαφήνεια τους κινδύνους που εγκυμονεί μια άκαιρη και απρογραμμάτιστη προώθηση πρακτικών εργατικού ελέγχου.

Το γεγονός αυτό σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί, αν δε θέλουμε να καταλήξει η πάλη για τον εργατικό έλεγχο σε αριστερίστικη γυμναστική, που μπορεί βέβαια να γοητεύει κάποιους ανυπόμονους, ωστόσο δεν έχει τίποτα να κάνει με τις πραγματικές ανάγκες των εργαζομένων.

Φυσικά με την επισήμανση αυτών των κινδύνων δε θέλουμε να πούμε ότι η πάλη για τον εργατικό έλεγχο πρέπει να παγώσει μέχρι την ώρα της «Μεγάλης Κρίσης».

Μια τέτοια αντίληψη θα ήταν σαφώς μεταφυσική και αντιδιαλεκτική. Η εργατική τάξη, για να γίνει ικανή να φέρει σε πέρας τα μεγάλα ιστορικά της καθήκοντα αλλά και για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης, είναι ανάγκη να γνωρίσει την εμπειρία του εργατικού ελέγχου και να δοκιμάσει στην πράξη τα όρια και τις δυσκολίες κατάκτησης και λειτουργίας ατελών έστω μορφών εργατικού ελέγχου.

Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η πάλη για τον εργατικό έλεγχο στη χώρα μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να «ετεροχρονιστεί», όπως επίσης δεν μπορεί και δεν πρέπει να ακολουθήσει άκριτα προηγούμενες διεθνείς εμπειρίες που δεν έχουν λειτουργικότητα στις δικές μας οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Η σημερινή συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από μια μεγάλων διαστάσεων επιθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης με στόχο τη χειραγώγηση και ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος, όχι μόνο επιτρέπει μα και επιβάλλει μια πολιτική εργατικού ελέγχου που, παίρνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος και τις εγγενείς αδυναμίες του, να κρατάει ανοιχτό μέτωπο πάλης ενάντια στις κάθε λογής θεωρίες και πρακτικές που επιδιώκουν να υποβαθμίσουν πολιτικά το ρόλο της εργατικής τάξης και να τη μετατρέψουν σε συνδιαχειριστή της κρίσης του συστήματος.

melΗ προπαγάνδιση των ιδεών του εργατικού ελέγχου, σε αντιδιαστολή πάντα με τις συγκεκριμένες ιδέες και επιλογές του ΠΑΣΟΚ, η επίμονη ανασκευή των κυβερνητικών θέσεων και η συστηματική αποκάλυψη των πραγματικών σκοπιμοτήτων που κρύβονται πίσω από τη θορυβώδη «σοσιαλιστική» φρασεολογία των οπαδών της «συμμετοχής», η προώθηση ριζοσπαστικών πρακτικών στους χώρους δουλειάς που να αρνούνται τη συνυπευθυνότητα των εργαζομένων και να προβάλουν την ταξική αυτονομία του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι τα συστατικά στοιχεία κάθε πολιτικής που φιλοδοξεί να σταθεί με κάποια σοβαρότητα απέναντι στα προβλήματα της περιόδου, που είναι πολλά και πρωτότυπα και άρα χρειάζονται νέες μεθόδους λύσης.

Το ότι αυτή η δουλειά δεν μπορεί να νοηθεί γενικά κι αφηρημένα αλλά σε σύνδεση με τις συγκεκριμένες πλευρές των επιλογών του ΠΑΣΟΚ, το ότι δεν μπορεί να έχει ευκαιριακό και αποσπασματικό χαρακτήρα, είναι κάτι το αυτονόητο.

Μια πολιτική εργατικού ελέγχου στις σημερινές συνθήκες που θα περιοριζόταν σε γενικές αναφορές στο σοσιαλισμό και στην επανάσταση και δε θα αντιμετώπιζε τα επί μέρους προβλήματα σαν εκφράσεις της ενιαίας συμμετοχικής λογικής του ΠΑΣΟΚ ελάχιστη χρησιμότητα θα είχε για την εργατική τάξη.

Η «κοινωνικοποίηση» των δημόσιων επιχειρήσεων, η λίστα των προβληματικών επιχειρήσεων, τα εποπτικά συμβούλια σε βιομηχανικούς κλάδους, τα αυτοδιαχειριστικά πειράματα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, όλες αυτές οι εκφράσεις της συμμετοχικής λογικής του ΠΑΣΟΚ, που επιδιώκουν να εξομαλύνουν τις εργασιακές σχέσεις, οι μαζικές απολύσεις και η ανεργία, οι ξέφρενοι ρυθμοί δουλειάς, χρειάζεται να αντιμετωπιστούν με έναν ενιαίο αλλά και συγκεκριμένο τρόπο.

Απέναντι στα ρεφορμιστικά κηρύγματα ταξικής συμφιλίωσης και στις πρακτικές ενσωμάτωσης και περιθωριοποίησης του εργατικού κινήματος που απορρέουν απ’ αυτό, απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του κινήματος, η μόνη πολιτική απάντηση της εργατικής τάξης είναι οι ιδέες και οι πρακτικές του εργατικού ελέγχου.

Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αρνούμαστε να μπούμε στο «παιχνίδι» της ανάκαμψης της εθνικής οικονομίας και να αναλάβουμε την ευθύνη της διαχείρισης της κρίσης του συστήματος.

Αρνούμαστε να αποδεχτούμε τις «νέες παραγωγικές σχέσεις» του ΠΑΣΟΚ και τα συμμετοχικά του όργανα, ό,τι όνομα κι αν έχουν.

Αρνούμαστε να θεωρήσουμε την επιχείρηση σαν «κάτι δικό μας», γιατί απλούστατα είναι δικό τους.

Αρνούμαστε να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα τη μοίρα του ανέργου που μας επιφυλάσσουν τα αφεντικά για να αυξηθεί η αποδοτικότητα της επιχείρησης.

Αρνούμαστε να παγώσουμε τις διεκδικήσεις μας και να κάνουμε υπομονή για να γίνουν τα ελληνικά προϊόντα ανταγωνιστικά στις αγορές του εξωτερικού ή για να μειωθούν τα ελλείμματα των «κοινωνικοποιημένων» επιχειρήσεων.

Αρνούμαστε να πάρουμε μέρος στην κωμωδία των εκλογών για τις γνωμοδοτικές επιτροπές νομιμοποιώντας έτσι την απάτη της «κοινωνικοποίησης».

Αρνούμαστε να δεχτούμε τις απεργοσπαστικές διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1365.

Αρνούμαστε να γίνουμε μηχανήματα και να θυσιάζουμε τη σωματική και ψυχική υγεία στο βωμό της παραγωγικότητας. Αρνούμαστε να παίζουμε το ρόλο των «κουκιών» στις συνδικαλιστικές διαδικασίες και να εξουσιοδοτούμε εν λευκώ για τη λύση των προβλημάτων μας ορισμένους «καταξιωμένους» ηγέτες που σκέφτονται «πριν από μας για μας».

Αρνούμαστε να δουλέψουμε για το «νοικοκύρεμα» της δικής μας επιχείρησης, γιατί αυτό σημαίνει τη μεταφορά της αρχής του ανταγωνισμού από την καπιταλιστική αγορά στους κόλπους της δικής μας οργάνωσης και ταξικής πάλης.

Αυτή είναι η ουσία και η λογική του εργατικού ελέγχου που χρειάζεται να προβάλει σήμερα η εργατική τάξη απέναντι στις συμμετοχικές και αυτοδιαχειριστικές παρλαπίπες του κ. Παπανδρέου και των «αριστερών» υποστηριχτών του.

maxhths-1Βεβαίως όλα αυτά δύσκολα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελούν πρακτική εργατικού ελέγχου.

Από την άρνηση να αποδεχτεί το εργατικό κίνημα το «μερίδιο» του στην κρίση μέχρι το σημείο να επιζητήσει veto στα σοβαρά προβλήματα της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή από την απόρριψη των συμμετοχικών θεσμών μέχρι τη συνειδητή πάλη για την κατάκτηση του εργατικού ελέγχου, υπάρχει όντως μεγάλη απόσταση, η οποία βεβαίως δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί ούτε με διακηρύξεις αρχών ούτε με παραδειγματικού τύπου ενέργειες.

Όταν σήμερα μιλάμε για εργατικό έλεγχο πρέπει να έχουμε καθαρό ότι εννοούμε περισσότερο μια πολιτική στάση και λιγότερο μια κοινωνική πρακτική.

Κάτι τέτοιο όμως καθόλου δε μειώνει τη σημασία αυτής της δουλειάς, αντίθετα είναι αυτό που αντιστοιχεί στα σημερινά δεδομένα.

Φυσικά αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν είναι πιθανό, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανάλογα με τις ιδιομορφίες των εργατικών χωρών, να γίνουν σύντομα κάποια πρακτικά βήματα και να κατακτηθούν κάποιες μορφές εργατικού ελέγχου.

Οι καταλήψεις εργοστασίων που κλείνουν ή απολύουν μαζικά, με την πολιτική δυναμική που περικλείει μια τέτοια μορφή πάλης, ίσως αποδειχτούν στο όχι μακρινό μέλλον ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο άμυνας των εργατών μπροστά στον κίνδυνο της ανεργίας και άρα μια μορφή ελέγχου της ασυδοσίας των αφεντικών.

Επίσης είναι δυνατόν να υπάρξουν πρακτικές εργατικού ελέγχου σε εργασιακούς χώρους σχετικά με προβλήματα εντατικοποίησης της δουλειάς και οργάνωσης της παραγωγής.

Το βάθαιμα της οικονομικής κρίσης και οι καταστροφικές επιπτώσεις που έχει πάνω στον κόσμο της δουλειάς είναι πιθανό σχετικά σύντομα να αναδείξουν στο επίκεντρο της πάλης ολοένα και περισσότερο τέτοιες ριζοσπαστικές πρακτικές, που να αμφισβητούν το «διευθυντικό δικαίωμα» του εργοδότη και να απαιτούν την κατάργηση του εμπορικού μυστικού και το άνοιγμα των οικονομικών βιβλίων των αφεντικών.

Οι εργατικές πρωτοπορίες και οι επαναστατικές δυνάμεις οφείλουν να προετοιμάζονται και να προετοιμάζουν και την εργατική τάξη σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο μια τέτοια προοπτική δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση, ότι σήμερα είναι δυνατόν να γίνει ο εργατικός έλεγχος σύνθημα μαζικής πολιτικής ζύμωσης και κοινωνικής πρακτικής.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *