Προβολή ταινίας στα Χανιά: Αλονζανφάν, των αδελφών Ταβιάνι

Δελτίο Τύπου

1Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ”  δίνοντας συνέχεια στον πρώτο κύκλο των προβολών του κινηματογραφικού αφιερώματος στον φημισμένο ιταλικό κινηματογράφο με τον γενικό τίτλο: “Μικρά Αριστουργήματα Μεγάλων Ιταλών Σκηνοθετών”, θα προβάλλει στα Χανιά την Κυριακή, 29/11 στις 8.00 μ.μ. στη γνώριμη αίθουσα του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης(Νεάρχου 23) την ταινία: Αλονζανφάν (1974) των Πάολο και Βιττόριο Ταβιάνι.

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο και Bιτόριο Ταβιάνι

(Paolo Taviani, Vittorio Taviani)

ΧΩΡΑ: Ιταλία 1974

ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111΄έγχρωμο

ΣΕΝΑΡΙΟ: Paolo Taviani, Vittorio Taviani

ΜΟΥΣΙΚΗ: Έννιο Μορικόνε (Ennio Morricone) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Giuseppe Ruzzolini

ΠΑΙΖΟΥΝ: Marcello Mastroianni, Lea Massari, Mimsy Farmer, Laura Betti, Claudio Cassinelli, Stavros Tornes, Benjamin Lev, Renato De Carmine, Biagio Pelligra, Stanko Molnar, Luisa De Santis, Michael Berger, Raul Cabrera, Alderice Casali, Roberto Frau, Cirylle Spiga, Ermanno Taviani κ.α.

Λίγα λόγια για την ταινία:

2Η επανάσταση, η ουτοπία και σε αντιδιαστολή ο πραγματισμός κι ο κομφορμισμός… Το 1816 ένας ιταλός αριστοκράτης, ο Φούλβιο, ένας επαναστάτης, που έχει προδώσει τους συντρόφους του, θέλει ν’ αλλάξει τρόπο ζωής και να ζήσει συνηθισμένα. Τους ακολουθεί σε μια παράλογη εκστρατεία με προκαθορισμένη έκβαση. Όμως δεν θα του το επιτρέψουν η επαναστάτρια κοπέλα του και οι σύντροφοί της και θα τον οδηγήσουν σε μια αποστολή στη Νότια Ιταλία.

Η αριστουργηματική ταινία των αδελφών Taviani, που διεύρυνε το θέμα της επαναστατικής ουτοπίας, της αυτοθυσίας, του ευδαιμονισμού. Μέσα από ιστορικοπολιτικές παραβολές ερευνούν το θέμα της στράτευσης του ατόμου και τη σχέση του με την ιστορία. Σε επίπεδο φόρμας και αφηγηματικότητας, το «Αλονζανφάν» είναι μια κινηματογραφική σύνθεση κρυστάλλινης μουσικότητας, όπου συνυπάρχουν ο εστετισμός και η απλότητα. Ένα επιτηδευμένα αφελές, πρώτο μέρος του φιλμ δίνει τη θέση του σε μια σαφώς πιο πολυφωνική δράση, που απομονώνει τον Φούλβιο στην γωνία του προδότη. Το μουσικό σκέλος του Morricone δεν αποτελεί απλώς την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Είναι σφιχταγκαλιασμένο με την δομή και το ρυθμό της αφήγησης, στο βαθμό που μοιάζει να την ορίζει.

Η επιτυχία είναι απόλυτη –θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι Tavianiδημιούργησαν ελεύθερα πάνω σε δυο προϋπάρχοντα κομμάτια και στο στοίχημα της μετάβασης από το ένα στο άλλο. Αυτό ακριβώς το μουσικότροπο χτίσιμο προσδίδει μια αίσθηση ρέουσα, συναρπάζει και καθιστά εξαιρετικά εύληπτο τον αφηγηματικό σκελετό. Ωστόσο, πολύ πριν τη μνημειώδη τελική έξοδο, οι Taviani ενσωματώνουν στη ρεαλιστική φιλμική κρούστα μια αλληλουχία προσωπικών ουτοπιών. Ιδίως από άποψη πλανοθεσίας, φωτισμού και χρόνων, μια σειρά σκηνών περιβάλλεται από αύρα ονειρική και μετατοπίζεται στο μη-πραγματικό. Η ενυπάρχουσα αλληγορική αίσθηση ολοκληρώνει το προφανές –τις γέφυρες, δηλαδή, που ρίχνουν οι Taviani στο «τώρα»: δεν πρόκειται τόσο για μια ταινία εποχής, όσο για έναν μετωνυμικό αναχρονισμό.

Ακόμα παραπέρα, όλη η ταινία μπορεί να εκληφθεί ως μια αισθητική σύγκρουση μεταξύ ουτοπιών. Οι δημιουργοί δεν θα υποπέσουν στον διδακτισμό απέναντι στην προσωπική στάση των ηρώων. Αντιθέτως, «αισθητικοποιούν» την εκάστοτε ηθική στάση και μεταφέρουν την αντιπαράθεση ακριβώς σε αυτό το πεδίο –το αισθητικό. Η αποθέωση του ανέφικτου οράματος και η επιβίωση του φορέα του επικυρώνουν την συντριβή των ατομικών ουτοπιών από τη συλλογική –και σε αυτό το σημείο η διαλεκτική των Taviani εμφανίζεται νοθευμένη από μια ποιητική προδιάθεση.

Ennio Morricone – Allonsanfàn – Rabbia E Tarantella

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

[…] Το Αλλοζανφάν είναι ο ώριμος καρπός της διπλής τους παιδείας. Ενός λεπτολόγου εστετισμού, τυπικά αστικού, και ενός μαρξισμού που τον ανακάλυψαν σχετικά αργά.

[…] Η δράση της ταινίας τοποθετείται στην Ιταλία το 1816, δηλαδή τη χρονιά που η Παλινόρθωση ανακόπτει την εξελικτική διαδικασία της Γαλλικής Επανάστασης και μπολιάζει στο «παλιό» (το φεουδαρχικό) καθεστώς μερικές μόνο από τις κατακτήσεις της Μεγάλης Επανάστασης των Αστών. Το όραμα του Μαρά, του Ροβεσπιέρου και κυρίως, του Μπαμπέφ είναι ήδη μια απλή μνήμη, ή «ανολοκλήρωτη» επανάσταση ένα γεγονός, και η ήττα βεβαιωμένη από την Ιερά Συμμαχία.

3Ωστόσο εν ονόματι της μεγάλης ουτοπίας, μια ομάδα επαναστατών (οι Σουμπλίμ) συνεχίζουν στην Ιταλία τον αγώνα που άρχισε είκοσι περίπου χρόνια νωρίτερα στη Γαλλία ο Μπαμπέφ. Το οικτρό τέλος τους είναι ήδη προδιαγραμμένο απ’ τις ριζικά αλλαγμένες συνθήκες, και οι παλιοί επαναστάτες είναι υποχρεωμένοι είτε να συνθηκολογήσουν και να συμβιβασθούν είτε να συνεχίσουν μέχρις εσχάτως έναν απεγνωσμένο αγώνα, που αν δεν οδηγήσει στη νίκη, όπως ελπίζουν πάντα, θα διαφυλάξει ωστόσο το μεγάλο όραμα και θα δικαιώσει (στο ατομικό επίπεδο) τους προηγούμενους αγώνες μιας ζωής.

Η ταινία αρχίζει μ’ ένα θάνατο (του αρχηγού των Σουμπλίμ) και τελειώνει μ’ ένα μακελειό (ολόκληρη η ομάδα εξουδετερώνεται από τους χωριάτες του νότου). Εντούτοις, είναι «επαναστατικά αισιόδοξη». Την απάντηση σ’ αυτό το παράδοξο την δίνει το φινάλε της ταινίας: Ο νέος αρχηγός ο Αλονζανφάν (το ζωντανό «πνεύμα» της γαλλικής επανάστασης) θα σηκωθεί μέσα στο σωρό των πτωμάτων, για ν’ αναγγείλει στον ολιγόπιστο και προδότη Φούλβιο (Μαστρογιάννι) τη μεγάλη νίκη που θα ‘ρθει κάποτε, όταν οι χωριάτες (ο λαός) αποχτήσουν ταξική συνείδηση και πάψουν να ‘ναι όργανα των δεισιδαιμονιών, της πανούκλας και των παπάδων. Προς το παρόν, αυτό που προέχει για τους ηττημένους επαναστάτες είναι να διατηρήσουν το μεγάλο όραμα, δηλαδή για «ένα τίποτα».

Σε μια συνέντευξή τους οι Ταβιάνι διευκρινίζουν αυτή τη θέση: «Έχουμε δικαίωμα να ξαναντιμετωπίσουμε την Ουτοπία σαν Αλήθεια, σαν συγκεκριμένο σχέδιο, και να ελπίζουμε ότι η απελπισία θα γίνει ένα καινούργιο σημείο εκκίνησης». Θέλουν να πουν πως ο επαναστάτης είναι, πριν απ’ το κάθε τι, ένας «δρων ποιητής» που μπορεί ναν μην ξέρει να ζει αλλά, οπωσδήποτε ξέρει να πεθαίνει – όπως κάθε ποιητής, κυριευμένος απ’ το συχνά άπιαστο όραμά του- κι’ ότι κάθε λιγόψυχος και συμβιβασμένος δεν είναι παρά ένας προδότης που βολεύεται καλά πίσω απ’ την «ανωριμότητα των συνθηκών», τα «σφάλματα της ηγεσίας» κλπ., κλπ.

[…] Η ταινία χωρίζεται σαφέστατα σε δύο μέρη: ένα «αντάτζιο» και ένα «αλέγκρο μα νον τρόπο». Το πρώτο ήρεμο και συγκρατημένα θλιμμένο κυριαρχείται από τα «σόλι» και τα «ντουέτα» του Φούλβιο που προσπαθεί να ενταχθεί στην οικογένειά του, ενώ στο δεύτερο, γεμάτο συγκοπτόμενους και αντιστικτικούς ρυθμούς η έμφαση δίνεται στα «κόρα» της επαναστατικής ομάδας, χωρίς ο Φούλβιο να πάψει να είναι το «πρώτο βιολί».

Δυο ριζικά διαφορετικές μελωδίες (του Έννιο Μορικόνε, που εδώ ξεπέρασε τον εαυτό του) στην ηχητική μπάντα του φιλμ κάνουν σαφέστερο αυτόν το χωρισμό: Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί μια αφελέστατη υπεραισιόδοξη μελωδία που πρωτοεισάγεται με δηλωμένη την ηχητική της πηγή (την τραγουδάει η αδελφή του Φούλβιο), για να περάσει αμέσως μετά, με μια καταπληχτική μαεστρία στην υπόκρουση και ν’ αποκτήσει τη διάσταση ενός θριαμβικού – επικού τραγουδιού (το Ντιριντιντίν» θα το τραγουδάτε οπωσδήποτε βγαίνοντας απ’ το φιλμ), που κρεσεντάρει τη στιγμή ακριβώς που η κάμερα, μ’ ένα αργό πανοραμίκ, περιγράφει το αρχοντικό απ’ έξω και στο σύνολό του, και σταματάει όταν στο ίδιο πλάνο μπαίνει η επαναστάτρια Σαρλότ (Λέα Μασσάρι), η οποία και θα ξεβολέψει τόσο το σύζυγό της (τον Φούλβιο) όσο και τη φαμίλια του: Για τον Φούλβιο η μακαριότητα παίρνει τέλος με το τέλος της μελωδίας και με το μπάσιμο στον ιταλικό λόγο του ουγγαρέζικου μονολόγου της Σαρλότ. (Ολόκληρη αυτή η σεκάνς, είναι κάτι το καταπληκτικό και έξω από κάθε περιγραφή. Ποτέ δεν έχουμε δει κάτι ανάλογο. Άλλωστε, σ’ αυτήν ακριβώς τη σεκάνς ο θεατής έχει την ευκαιρία να επισημάνει με μεγαλύτερη ευχέρεια τη μουσική δομή της ταινίας).

4Στο δεύτερο μισό, κυριαρχεί το μουσικό θέμα που θα συνοδεύει συνεχώς τους επαναστάτες. Είναι μια μελωδία στέρεη, σοβαρή και απειλητική που εισάγεται και πάλι με δηλωμένη την ηχητική της πηγή για να περάσει κι’ αυτή στην υπόκρουση και να λειτουργήσει από κει και κάτω σαν σουίτα μπαλέτου.

Στον περιορισμένο χώρο που έχουμε είναι αδύνατο να εξαντλήσουμε τη μελέτη αυτού του αριστουργήματος. Ο θεατής πρέπει να κάνει μια προσπάθεια για να κατανοήσει και ν’ αγαπήσει το φιλμ. Αν δεν τα καταφέρει, δεν θα φταίνε γι’ αυτό οι αδελφοί Ταβιάνι, όπως ακριβώς δε φταίνε οι σοβαροί μουσουργοί που η συμφωνική τους μουσική δεν αρέσει σε όλους.

Βασίλης Ραφαηλίδης, Βήμα, 4 Ιανουαρίου 1975, (Λεξικό ταινιών Δ’, εκδόσεις Αιγόκερος, Αθήνα 1982)

Allonsanfan finale Rabbia E Tarantella

***

Μιλάμε όχι απλά για μια από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματόγραφου αλλά για ένα έργο σταθμό, για ένα αριστούργημα. Εδώ οι αδελφοί Ταβιάνι ξεπερνούν τον εαυτό τους και μας χαρίζουν μια από τις καλύτερες ταινίες τους.

5Η δράση της ταινίας μας μεταφέρει στον ιταλικό βορρά του 1816. Ο Ναπολέων βρίσκεται φυλακισμένος στην Αγία Ελένη και οι βασιλιάδες είναι και πάλι στο θρόνο τους. Οι παλιοί δημοκρατικοί αγωνιστές δέχονται τρομοκρατικά χτυπήματα. Ένα από τα θύματα αυτών των χτυπημάτων είναι και ο Φούλβιο (Μαρτσέλο Μαστρογιάννι), ένας ευγενής που παράτησε περιουσία, οικογένεια, ερωμένη και τις σπουδές του στη μουσική, για να πάει στο Παρίσι να πολεμήσει για της νέες ιδέες. Φυλακίζεται από τους αυστριακούς που διακαώς επιθυμούν να τον εκθέσουν ηθικά απέναντι στους πρώην συντρόφους του, την ομάδα των Σουμπλίμι, και εν συνεχεία τον αφήνουν ελεύθερο. Το παρελθόν όμως και η καταγωγή του κυνηγά σαν ερινύα τον φεουδάρχη Φούλβιο, που δεν θα καταφέρει να βρει καταφύγιο στο πολυτελές πατρικό του. Κατανοώντας ότι δεν έχει πολιτικό και επαναστατικό μέλλον προσπαθεί να αποποιηθεί το πολιτικό παρελθόν του. Αναγκάζεται να ακολουθήσει λοιπόν τους συντρόφους του στον ιταλικό νότο, σε μια παράλογη εκστρατεία προκειμένου να ελευθερώσουν τη Νότια Ιταλία. Εκεί ο Φούλβιο προδίδει την ομάδα, η οποία θα σφαγιαστεί από τους κατοίκους των χωριών του νότου.

Τούτο το στόρι είναι η αφετηρία για τους Ταβιάνι, προκειμένου να μιλήσουν και να σχολιάσουν τη στράτευση, την επανάσταση, τον αγώνα. Τη φύση τους, τις εκδοχές τους και τις συνέπειές τους. Όλα αυτά ειδωμένα κάτω από μια ποιητική ματιά, αφού για τους Ταβιάνι η στράτευση δεν είναι τίποτα άλλο από μια ποιητική πράξη και ο επαναστάτης ένας ονειροπόλος, αυτό δε που θέλει να φέρει σε πέρας με τις πράξεις του, είναι η εγκατάσταση του ονείρου στη γη. Ακόμα και η αποτυχία δεν τον πτοεί αφού αυτό που έχει σημασία για τους Ταβιάνι είναι το όραμα. Ένα όραμα που παραμένει –και πρέπει να παραμείνει- ανέγγιχτο ακόμα και μετά τη συντριβή του.

Οι ίδιοι οι Ταβιάνι βέβαια δεν παραλείπουν να μας τονίσουν ότι η αποτυχία των Σουμπίλι, είναι ιστορικά αναπόφευκτη. Αλλά η ίδια η ταινία, ταυτόχρονα, αρνείται την αποτυχία τους και τούτο μοιάζει με αντίφαση, με το παραλήρημα ενός ρομαντικού ονειροπόλου. Αλλά αν κάτι μας λέει το Αλοζανφάν είναι ακριβώς αυτό: η επιβεβαίωση της ουτοπίας σαν στιγμή της αλήθειας, η συνειδητοποίηση της δυνατότητας αλλαγής της ιστορίας, το ξεκίνημα για κάτι νέο, ονειρικό και ουτοπικό. Από την άλλη όμως οι Ταβιάνι με τούτη την αξεπέραστη ταινία τους, απαντούν οριστικά στο ερώτημα του αν ένας αστός μπορεί να αποποιηθεί το παρελθόν του και να γίνει επαναστάτης. Και η απάντηση είναι οριστικά, αρνητική!Ειδική μνεία οφείλουμε στην αξεπέραστη μουσική του Έννιο Μορρικόνε, που ντύνει, αγκαλιάζει και συντροφεύει τον Φλούβιο σε όλες του της μεταπτώσεις· μουσική που χωρίς την οποία η ταινία θα είχε παραμείνει ημιτελής.

Παναγιώτης Καρώνης
 

Μπακογιαννόπουλος – allonsanfan – Κινηματογραφική λέσχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *