Κώστας Παπαδάκης: Ναζισμός χωρίς έγκλημα, δεν υπάρχει

Λίγα 24ωρα πριν την ανακοίνωση της απόφασης στην δίκη της Χρυσής Αυγής, το Tvxs.gr μίλησε με μερικούς από τους πρωταγωνιστές της, δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής, οι οποίοι έδωσαν τη μάχη, τόσο μέσα στη δικαστική αίθουσα, όσο και έξω από αυτήν, συμμετέχοντας σε πλήθος εκδηλώσεων του αντιφασιστικού κινήματος, σε μια προσπάθεια να αναδείξει τις πλευρές που την καθιστούν σημαντική.

Στις 12 Ιουνίου του 2012, τέσσερις Αιγύπτιοι αλιεργάτες που εργάζονταν στα καϊκια της Ιχθυόσκαλας του Κερατσινιού και διέμεναν στο Ικόνιο Περάματος  έγιναν στόχος επίθεσης λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα από ομάδα 20 – 25 ατόμων, με αποτέλεσμα, ο ένας αλιεργάτης που δεν πρόλαβε να ξεφύγει, ο Αμπουζίντ Εμπάρακ, 28 ετών, πατέρας 3 παιδιών, να τραυματιστεί βαριά.

Το έγκλημα είχε ουσιαστικά προαναγγείλει ο Λαγός, πρώην βουλευτής της Χρυσής Αυγής, η οποία επανειλλημένα είχε στοχοποιήσει τους Αιγύπτιους ψαράδες της περιοχής, σε ομιλία του στο Πέραμα, λίγες ώρες πριν την επίθεση: «…Έχουμε γίνει δέκτες παραπόνων για  κάποια θέματα που έχετε εδώ στην ιχθυόσκαλα, στο Κερατσίνι, με τους  Αιγύπτιους που κάνουν ό, τι θέλουν, που πουλάν τα ψάρια όπως θέλουν, που τα παίρνουν από όπου θέλουν, γενικά δε δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Ε, λοιπόν, εμείς τους λέμε ότι από δω και πέρα θα δίνουν λογαριασμό, θα δίνουν λογαριασμό  στη Χρυσή Αυγή…».

Οκτώ χρόνια μετά, ο Κώστας Παπαδάκης, δικηγόρος των Αιγύπτιων ψαράδων στη δίκη της οργάνωσης, δηλώνει στο Tvxs.gr, ότι «μία αθωωτική απόφαση θια σημαίνει ένα τεράστιο μήνυμα ασυλίας και νομιμοποίησης σε όλους τους επίδοξους δημιουργούς ταγμάτων κοινωνικού εκφασισμού, όποιο τίτλο και όποια ονομασία και να έχουν». «Διότι θα σημάνει ηθική, νομική και πολιτική δικαίωση της Χρυσής Αυγής, επιβράβευσης του υπερασπιστικού της ισχυρισμού ότι η δίωξη αυτή είναι πολιτική και προέρχεται από το κατεστημένο εξαιτίας του “φιλολαϊκού” της χαρακτήρα και θα σημάνει και την επιβεβαίωση, ότι τα περιστατικά εγκληματικής βίας που εκδικάζονται είναι “μεμονομένα”, “τυχαία” και “ασύνδετα” μεταξύ τους, ό,τι ακριβώς υποστηρίζουν οι ίδιοι. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, θα διαιωνίσει την περαιτέρω ατιμωρησία αυτών των εγκληματικών δράσεων και θα αποθρασύνει τα νέα επίδοξα τάγματα εφόδου».

Ο Κώστας Παπαδάκης εκτιμά, στην περίπτωση που η απόφαση είναι καταδικαστική, «σημαίνει ότι το αντιφασιστικό κίνημα έχει επιβάλλει στο κράτος να σέβεται τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού αυτού, ο οποίος τα κατέκτησε και δεν του τα χάρισε κανένας». «Σημαίνει επίσης ότι θα έχει ακυρωθεί μία πολύ σημαντική συστημική εφεδρεία, διότι αυτή ήταν η Χρυσή Αυγή, στο σύνολό της. Και η προσπάθεια αναβίωσης της ναζιστικής, εγκληματικής βίας και ενός μορφώματος που θα βαδίζει προς την εξουσία μέσα από επιδεικτική άσκηση βίας, ακυρώνεται. Συνεπώς νομίζω ότι είναι κρίσιμο το τι από τα δύο θα λέει η απόφαση αυτή».

Το κίνητρο των πράξεων ήταν η ναζιστική ιδεολογία

Σε αυτό το σημείο ρωτάμε τον Κώστα Παπαδάκη για τα όρια της επίδρασης μιας δικαστικής απόφασης στην αντιμετώπιση του φασισμού στις σημερινές συνθήκες. «Μία δικαστική απόφαση δεν πρέπει ούτε να την υποτιμάμε, ούτε να την υπερτιμάμε» απαντά και εξηγεί: «Υποτίμηση είναι το να πεις “και να καταδικαστούν δεν τρέχει τίποτα αφού έτσι κι αλλιώς κάποιοι άλλοι θα υπάρξουν, δεν αντιμετωπίζεται ο φασισμός με μια δικαστική απόφαση”. Πράγματι μία δικαστική απόφαση δεν μπορεί ούτε πρέπει να αντιμετωπίζει ιδεολογίες. Οι πράξεις ελέγχονται από τη δικαστική εξουσία.».

Του ζητάμε να αναπτύξει περαιτέρω για να ξεκαθαριστεί αυτό το κομβικό σημείο, δεδομένου ότι η εισαγγελική πρόταση θεωρεί ότι δεν αποδείχθηκε οργανωμένη εγκληματική δράση μελών της Χρυσής Αυγής, χαρακτήρισε  μεμονωμένα περιστατικά τη δολοφονία Λουκμάν και την επίθεση στο στέκι Αντίπνοια και υποστήριξε ότι δεν προκύπτει να έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά τα εγκλήματα η ηγεσία, πόσω μάλλον να έχει δώσει εντολή ή έγκριση.

«Η εισαγγελική πρόταση έφτασε σε αυτή τη σκέψη, αφού πρηγουμένως έκρινε ότι τα περιστατικά εγκληματικής βίας τα οποία εκδικάστηκαν, είναι ασύνδετα μεταξύ τους» τονίζει ο Κώστας Παπαδάκης. «Οι άνθρωποι αυτοί δεν δικάζονται για την ιδεολογία τους, όσο αποκρουστική κι αν είναι. Δικάζονται για τις πράξεις τους. Η ιδεολογία ενδιαφέρει το δικαστήριο στο πλαίσο της ανάγκης του να αναζητήσει τα κίνητρα των πράξεων αυτών. Συνεπώς η ναζιστική ιδεολογία ενδιαφέρει ως κίνητρο, αλλά δεν σημαίνει ότι διώκεται αυτοτελώς. Και θα πω άλλη μια φορά ότι προσωπικά είμαι εναντίον της δίωξης οποιασδήποτε ιδεολογίας όσο αποκρουστική κι είναι. Είναι γεγονός ότι έγκλημα χωρίς ναζισμό υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει, ναζισμός χωρίς έγκλημα ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρχει. Παρόλ’ αυτά, επαναλαμβάνω, ότι εδώ ενδιαφέρει η καταδίκη των πράξεων. Εδώ αναζητάμε το κίνητρο των πράξεων αυτών, τόσο στο πρόσωπο των δραστών, όσο και στο πρόσωπο εκείνων που οργάνωσαν την εγκληματική οργάνωση, εντάχθηκαν σε αυτήν και τη διηύθυναν. Το κίνητρο αυτό ήταν η ιδεολογία. Ποτέ δεν ζητήσαμε να διωχθεί αυτοτελώς. Αλλά ήταν το κίνητρο των πράξεων. Θα ήταν λοιπόν υποτίμηση της δικαστικής απόφασης το “είτε αθωωθούν, είτε καταδικαστούν υπάρχουν και άλλοι επίδοξοι, και τι έγινε;”. Δεν είναι, “τι έγινε;”, διότι όταν οι επίδοξοι πάρουν ένα μήνυμα ότι η καταστολή αφορά και αυτούς, μαζεύονται. Όπως έχουν μαζευτεί τα ίδια τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, των οποίων έχει ελαχιστοποιηθεί η δραστηριότητα από το 2013 και μετά».

Αντίστοιχα λάθος είναι και η υπερτίμηση μιας καταδικαστικής απόφασης. «Ότι αν καταδικαστούν, οι συνειδήσεις του κόσμου θα αποτρέψουν τον φασισμό. Όχι. Η Ελλάδα έχει ένα κοινό το οποίο είναι στην ακροδεξιά και είναι φίλα προσκείμενο να είναι ανεκτικό προς ναζιστικές απόψεις, συνεπώς δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι η δικαστική απόφαση θα λύσει τα προβλήματα. Είναι ένας αναγκαίος παράγοντας, αλλά όχι ικανός».

Τα βλέμματα των αντιφασιστών από όλο τον κόσμο είναι στραμμένα στην Ελλάδα

Για το Κώστα Παπαδάκη η δίκη της Χρυσής Αυγής και η έκβασή της «έχει παγκόσμια σημασία και δεν είναι τυχαίο ότι τα βλέμματα των αντιφασιστών είναι στραμμένα στην Ελλάδα. Είχαμε και επισκέψεις από το εξωτερικό κατά τη διάρκεια της δίκης, έχουμε και ανακοινώσεις και ψηφίσματα και από τη Διεθνή Αμνηστία και από άλλους διεθνείς φορείς. Η παγκόσμια σημασία (σσ της δίκης) έγκειται στην παγκόσμια πρωτοτυπία της, γιατί είναι η πρώτη φορά που αναβιώνει ναζιστικό εγκληματιοκό κόμμα συνδυάζοντας κοινοβουλευτική ιδιότητα και εγκληματική δράση. Και, ταυτόχρονα, είναι πρώτη φορά, και αυτή είναι επιτυχία του αντιφασιστικού κινήματος, που στο εδώλιο δεν κάθονται μόνο τα εκτελεστικά όργανα. Πετύχαμε με τη συνεκδίκαση η δίκη αυτή να μην εξαντλείται στη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών στα εκτελεστικά όργανα, αλλά να την επεκτείνει και να τη διαπερνά όλο το φάσμα της ιεραρχίας και να κάθεται μέχρι και ο αρχηγός στο σκαμνί. Αυτή λοιπόν είναι μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Θα είναι η πρώτη φορά αν υπάρξει τέτοια καταδίκη. Και θυμίζω, όπως είχα πει και στην αγόρευσή μου, ότι υπάρχει μια μακρά παράδοση ατιμωρησίας της φασιστικής εγκληματικής βίας στην Ελλάδα, από τη δεκαετία του 1030 με τα τρία έψιλον (σς Εθνική Ένωσις «Ελλάς», η σημαντικότερη φασιστική οργάνωση του μεσοπολέμου) την επόμενη δεκαετία με τους δωσίλογους συνεργάτες της κατοχής, από τις επόμενες δεκαετίες με τους παρακρατικούς και τους δολοφόνους του Λαμπράκη και μετά με τους συνεργάτες της Χούντας, με το στιγμιαίο*».

Όμως, συνεχίζει ο Κώστας Παπαδάκης, «δεν σημαίνει ότι επειδή υπάρχει μια παράδοση, αναγκαστικά είναι νομοτελειακά αναγκαίο να προστεθεί ένας άλλος κρίκος της ίδιας ατιμωρησίας». «Διότι υπήρξαν και στιγμές που το αντιφασιστικό κίνημα επέβαλε αντίθετες αποφάσεις. Μια κορυφαία από αυτές ήταν τον Αύγουστο τπου 1975, όταν το πενταμελές Εφετείο Αθήνας με πρόεδρο τον Ιωάννη Ντεγιάννη, επέβαλε την εσχάτη των ποινών στους τρεις βασικούς υπαίτιους του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου, άλλο το ότι δεν εφαρμόστηκε. Πλην όμως και πάλι καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να δώσει αμνηστία ή χάρη στους ανθρώπους αυτούς και δεν επαναλήφθιηκε απόπειρα δικτατορίας. Γιατί όλοι οι πραξικοπηματίες του μεσοπολέμου ήταν ατιμώρητοι και ένας από αυτούς, ο Κονδύλης, είχε το θράσος να λέει ότι “αν ήξερα ότι είναι τόσο εύκολα από λοχίας θα είχα κάνει δικτατορία”. Κόπηκε αυτό το πράγμα. Νομίζω ότι αυτό μπορεί να γίνει και την Τετάρτη.».

Νικηφόρες νομικές μάχες

Τι κρατά ο ίδιος από όλη αυτή τη δικαστική και πολιτική περιπέτεια; «Η αίσθηση συμβολής μου σε μια κορυφαία και ιστορική μάχη του αντιφασιστικού κινήματος είναι κάτι το οποίο προσωπικά με δικαιώνει ηθικά, διότι, όπως και οι άλλοι συνάδελφοι συνήγοροι της Πολιτικής Αγωγής, έτσι κι εγώ, στη δίκη αυτή δεν μπήκαμε με επαγγελματικά κριτήρια, με οικονομικούς όρους – μπήκαμε εθελοντικά και χωρίς οικονομική απολαβή, είναι γνωστό αυτό – αλλά επειδή κρίναμε ότι ήταν καθήκον μας να δώσουμε τη συνεισφορά μας στη μάχη για να μπορέσει να ελεχθεί δικαστικά η εγκληματική οργάνωση στο σύνολό της και όχι τα μεμονομένα περιστατικά» μας απαντά και προσθέτει:

«Ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία, ήταν συγκλονιστική και από την άποψη του αποδεικτικού υλικού και από την παρουσία του ανιτφασιστικού κινήματος στο ακροατήριο και από τη δική μας παρουσία, παράλληλα με τη δίκη, σε εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα όπου γίναμε δέκτες ενός κύμματος αμέριστης συμπαράστασης και έκφρασης ευχαριστιών από τον κόσμο. Και από το ότι δώσαμε κάποιες νομικές μάχες μέσα στο δικαστήριο οι οποίες θεωρώ ότι – με την επιφύλαξη του τελικού αποτελέσματος βέβαια – ήταν νικηφόρες. Διότι και το αποδεικτικό υλικό αναδείξαμε και τη μάχη της συνεκδίκασης δώσαμε με επιτυχία, και τη μάχη της δημοσιότητας και της απεμπλοκής της δίκης από τον Κορυδαλλό και της μεταφοράς στο Εφετείο και τη μάχη της επιτάχυνσης, και την επιτυχία να μπορούμε να παραστούμε ως πολιτική αγωγή και για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης, έχοντας λόγο εφ’ όλης της ύλης για τη δίκη. Και θεωρώ ότι, παρά το γεγονός ότι καθημερινά λειτουργούσαμε σε ένα κλίμα συνεχών προκλήσεων, προσβολών και τραμπουκισμών από μια μικρή μερίδα συνηγόρων υπεράσπισης, απόλυτα ταυτισμένων με τους κατηγορουμένους, μπορέσαμε και υπερισχύσαμε. Από κει και πέρα ο δικός μας ρόλος έχει τελειώσει από τον Φεβρουάριο που παραδώσαμε το μικρόφωνο. Η πολιτική αγωγή από δω και πέρα δεν έχει λόγο στην διαδικασία. Ελπίζουμε ότι ο συνολικός απολογισμός θα είναι θετικός.».

*Στις 2 Ιουλίου του 1975, η ολομέλεια του Αρείου Πάγου εκδίδει βούλευμα με το οποίο χαρακτηρίζει «στιγμιαίο αδίκημα» το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με αποτέλεσμα να απαλλαγούν 104 πραξικοπηματίες.

Πηγή: tvxs

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *