Η διαφαινόμενη σύγκρουση στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλισμού και οι προοπτικές του κομμουνισμού

Γ. Λιοδάκης 1

Εισαγωγικές παρατηρήσεις για το σύγχρονο καπιταλισμό.

Το άρθρο αυτό αποτελεί μετάφραση τμήματος μιας ευρύτερης σχετική μελέτης του
συγγραφέα, στο πρώτο μέρος της οποίας αναλύεται η σχέση του κλασικού ιμπεριαλισμού με το σύγχρονο στάδιο του καπιταλισμού, που σε παλαιότερες αναλύσεις μας έχουμε χαρακτηρίσει ως
ολοκληρωτικό καπιταλισμό, και επισημαίνονται ιδιαίτερα οι νέες αναπτυξιακές τάσεις και τα
διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού.

Αντλούνται στοιχεία από τη θεωρία του διεθνικού καπιταλισμού και αναγνωρίζεται η τάση ανάπτυξης μιας διεθνικής αστικής τάξης (ΔΑΤ) καθώς και ενός υπό διαμόρφωση διεθνικού κράτους του κεφαλαίου (ΔΚΚ), το οποίο συγκροτείται από μια σειρά διεθνών Οργανισμών (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΟΟΣΑ, κ.λπ.), χωρίς να καταργεί τα υπάρχοντα εθνικά κράτη, αλλά αλλάζοντας το χαρακτήρα και τις λειτουργίες τους και υποβαθμίζοντας την κυριαρχία των κρατών λιγότερο αναπτυγμένων χωρών.

Ταυτόχρονα, υιοθετούνται οι προηγούμενες επεξεργασίες μας για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ο οποίος θεωρείται ως μια διαλεκτική υπέρβαση του ιμπεριαλισμού (με τη Λενινιστική του).

Σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό, η έμφαση δίδεται περισσότερο στα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και όχι τόσο, όπως γίνεται συχνά, στην επιθετικότητα και την εξωτερική του επέκταση, αν και η τελευταία αυτή τάση διατηρείται και σήμερα. Η αντίληψη για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό τονίζει την τάση διεθνικής ολοκλήρωσης και παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, την σχεδόν ολική υπαγωγή της εργασίας και της φύσης στο κεφάλαιο, και την αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου που συνεπάγεται μια αντίστοιχη συγκέντρωση και αυταρχικοποίηση της κοινωνικοπολιτικής εξουσίας.

Επιχειρείται επίσης μια σύντομη διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στην
πολύπλευρη και ραγδαία επιδεινούμενη κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο καπιταλισμός
διεθνώς και στη δομική ανασυγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ) σε
παγκόσμιο επίπεδο. Όπως επισημαίνεται, η εντεινόμενη κοινωνικο-οικολογική κρίση οδηγεί σε
μια τάση παγκοσμιοποίησης, μια γεωγραφική αναδιάταξη του καπιταλισμού, μια ακόμα
μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασίας και καταλήστευση της φύσης, μια αυταρχικότερη
εξέλιξη των καθεστώτων κοινωνικοπολιτικού ελέγχου, και μια απειλή κοινωνικής και
οικολογικής κατάρρευσης.

Η εντεινόμενη κρίση συνεπάγεται επίσης μια επιδείνωση των ταξικών αντιθέσεων και των εθνικών εντάσεων, και σε μια σοβαρότατη απειλή γεωπολιτικών συγκρούσεων και πολεμικών συρράξεων. Όπως γίνεται φανερό, η κρίση, η δομική ανασυγκρότηση, και οι εντεινόμενες αντιθέσεις του καπιταλισμού έχουν σοβαρότατες συνέπειες, όχι μόνο για την αναπαραγωγή και ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά και για τις προοπτικές ενός σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, τη στιγμή που η ανάγκη ριζικών κοινωνικών αλλαγών παρουσιάζεται πιο επιτακτική από ποτέ. Και ενώ η τάση παγκοσμιοποίησης φαίνεται να δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια διεθνική ενοποίηση της εργατικής τάξης και των κοινών της αγώνων, ταυτόχρονα, η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί των εθνικών κρατών, και το αναδυόμενο ΔΚΚ δημιουργούν σοβαρά εμπόδια σε μια τέτοια διεθνική ταξική συνεργασία και στην προοπτική εξελίξεων σε μια
σοσιαλιστική/κομμουνιστική κατεύθυνση.

Το ερώτημα που γεννάται επομένως, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι πώς θα μπορούσε να
αντιμετωπιστεί η απειλή του πολέμου και της κοινωνικής και οικολογικής κατάρρευσης από τη
σκοπιά της εργατικής τάξης και της κοινωνικής πλειοψηφίας; Πώς τοποθετούνται σήμερα οι
δυνάμεις που μάχονται για μια κομμουνιστική προοπτική σε σχέση με τις εξελισσόμενες εθνικές
ή γεωπολιτικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, και πως θα μπορούσε να ενισχυθεί σήμερα μια
τέτοια προοπτική; Στα επόμενα επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση αυτού του ζητήματος και
γίνεται μια απόπειρα σκιαγράφησης μιας στρατηγικής για την προώθηση αυτού του στόχου.

Εντεινόμενος διχασμός και σύγκρουση στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό

Υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι η βαθύνουσα και πολυδιάστατη κρίση που
αντιμετωπίζει σήμερα ο καπιταλισμός τείνει να εντατικοποιεί σημαντικά τις ταξικές αντιθέσεις
και τους αγώνες, καθώς και τις εθνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Καθώς η κρίση οδηγεί σε
μια όλο και πιο εντατική εκμετάλλευση της εργασίας, οι ανισότητες εισοδήματος και πλούτου
έχουν τελευταία σημειώσει μια τεράστια αύξηση στις περισσότερες χώρες και διεθνώς.

Ταυτόχρονα, η κρίση οδηγεί σε μια ραγδαία χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών και μια
καλπάζουσα ελεύθερη (δωρεάν) ιδιοποίηση και υποβάθμιση της φύσης και του οικοσυστήματος.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, βεβαίως, μια ποικιλία ταξικών ή κοινωνικών αγώνων ξεσπούν σε
διαφορετικές κλίμακες. Οι αγώνες αυτοί έχουν συνήθως έναν αμυντικό χαρακτήρα αλλά μπορεί
περιστασιακά να συνεπάγονται ρήξεις στην καπιταλιστική παραγωγή και την κυκλοφορία των
εμπορευμάτων. Συχνά στοχεύουν καπιταλιστές εργοδότες ή διεθνικές εταιρείες (ΔΕ), αλλά
μπορεί επίσης να στοχεύουν εθνικές κυβερνήσεις, μεγάλες ΔΕ, και διεθνείς Οργανισμούς που
θεωρούνται υπεύθυνοι για τις πολιτικές οικονομικής λιτότητας ή νεοφιλελεύθερες πολιτικές που
προωθούν την παγκοσμιοποίηση.

Πέρα απ’ όλες αυτές τις δυσχέρειες, η πανδημία του COVID-19 κατά τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε μια σοβαρή θρόμβωση την καπιταλιστική παραγωγή και τις διεθνείς σχέσεις, αύξησε την επισφάλεια των συνθηκών εργασίας και ζωής, και διεύρυνε έτσι παραπέρα και εντατικοποίησε τόσο την ταξική πάλη όσο και τις κοινωνικές ή εθνικές εντάσεις.

Όπως σημειώθηκε ήδη, η ακραία επιδείνωση της κοινωνικο-οικολογικής κρίσης από-
νομιμοποιεί ταχύτατα τον καπιταλισμό, ενισχύει τον αυταρχισμό, και τροφοδοτεί ακροδεξιά ή
φασιστικά ρεύματα σε πολλές χώρες. Ανερχόμενα αντι-μεταναστευτικά αισθήματα τείνουν
επίσης να ενισχύουν τέτοια φασιστικά ρεύματα και διάφορες μορφές εθνικισμού. Η τάση αυτή
επικοινωνείται διεθνικά και συχνά αντιπαρατίθεται βίαια απέναντι σε αντι-φασιστικά λαϊκά
κινήματα. Έτσι, στην περίπτωση αυτή έχουμε έναν ακόμα αυξανόμενης σημασίας
κοινωνικοπολιτικό διχασμό και πάλη, που συνιστά μια ακραία έκφραση της αντίθεσης
κεφαλαίου-εργασίας, στο βαθμό που η πολιτική έκφραση του κεφαλαίου αποκτά μια φασιστική
μορφή κάτω από συνθήκες μιας υπαρξιακής κρίσης. Η κοινωνικοπολιτική αυτή αντιπαράθεση
μπορεί συχνά να αντανακλάται από εθνικές και διεθνικές συγκρούσεις.

Η ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει επίσης αυξήσει τις ανισότητες
εισοδήματος και πλούτου, τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς, και έχει διευρύνει τις εμπορικές
ανισορροπίες, τις διεθνείς διαφορές, και την επώδυνη υπερχρέωση πολλών περιφερειακών
χωρών. Οι διεθνείς αυτές ανισορροπίες, οι ενδείξεις μιας εκτεταμένης άνισης ανταλλαγής, και η
συνεχιζόμενη κοινωνικο-οικολογική καταλήστευση των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών
του καπιταλισμού από τις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες συνεπάγονται μια ποικιλία αντι-
ιμπεριαλιστικών αγώνων σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πρέπει να τονιστεί, όμως, ότι η κατάστασηκατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημαντικά αλλάξει, συγκριτικά με την πιο ακραίααναπτυξιακή πόλωση των δεκαετιών του 1960 και 1970, όταν η ακραία ανισόμερη ανάπτυξη και οι μονόπλευρες εξαρτήσεις οδήγησαν στην ανάπτυξη διαφόρων «θεωριών της εξάρτησης» και σε μια παραπλανητική προσέγγιση που θεωρούσε ότι η αντίθεση Βορρά-Νότου (Β-Ν) και η σχετική άνιση ανταλλαγή ήταν οι κύριες αιτίες της «υπανάπτυξης» των εξαρτημένων χωρών του Νότου.

Αλλά αν οι αντιλήψεις και οι θεωρίες αυτές είχαν ποτέ κάποια εγκυρότητα, καθώς
κατανοούσαν εσφαλμένα την ταξική εκμετάλλευση ως εκμετάλλευση μεταξύ χωρών, κατά τις
τελευταίες δεκαετίες έχουν ελάχιστη πλέον εγκυρότητα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι
η αποβιομηχάνιση των αναπτυγμένων ιμπεριαλιστικών χωρών, η μεταφορά των περισσότερων
βαρειών βιομηχανιών στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (του Νότου), οι εκτεταμένες διεθνικές
επενδύσεις του κεφαλαίου, και η αδιάκοπη αναζήτηση του για φθηνή εργασία και πρώτες ύλες ή
ενεργειακές και άλλες πολύτιμες πηγές έχουν οδηγήσει σε μια δραστική γεωγραφική
αναδιοργάνωση του καπιταλισμού.

Η αναδιοργάνωση αυτή καθιστά τον κόσμο αρκετά διαφορετικό από την εποχή του Λένιν, όταν ο ιμπεριαλισμός αφορούσε κυρίως τον εμπορικό διαμοιρασμό των παγκόσμιων αγορών και των σφαιρών επιρροής, αλλά επίσης διαφορετικό από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Περιλαμβάνει μερικά νέα επίκεντρα της βιομηχανικής παραγωγής σε νότιες χώρες, όπως η Κίνα, η Ν. Κορέα, η Ινδία, και η Βραζιλία, μια εκτεταμένη αλληλο-διείσδυση μεταξύ προηγμένων χωρών, μια σημαντικά διαφοροποιημένη νέα διαμόρφωση των διεθνών κρατικών και χρηματοπιστωτικών θεσμών, και την εμπλοκή, όχι μόνο του εμπορίου, αλλά όλων των κυκλωμάτων του διεθνικού κεφαλαίου στις χώρες του Νότου. Και παρότι η ανισομέρεια της ανάπτυξης, ιδιαιτέρως μεταξύ των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών του Νότου παραμένει, η κατάσταση εμφανίζεται περισσότερο ισορροπημένη και οι πρωτοπόρες στην εκβιομηχάνιση και ανάπτυξη χώρες του Νότου παρουσιάζουν μια δυναμική και σταθερή πορεία οικονομικής μεγέθυνσης.

Η εκτεταμένη αναδιοργάνωση του παγκόσμιου καπιταλισμού που επισημάνθηκε
παραπάνω και η διεθνική ανάπτυξη και παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου έχουν συμβάλλει
σημαντικά σε μια ταχεία μεταβολή της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων κατά τις τελευταίες
δεκαετίες. Σημαντικές αλλαγές στους παγκόσμιους οικονομικούς θεσμούς, στις ηγεμονικές
στρατηγικές, και στις οικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες, καθώς και η κατάρρευση του
μπλοκ του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», κατά τη διάρκεια του τελευταίου τέταρτου του
εικοστού αιώνα, έχουν επίσης σημαντικά συμβάλλει σ’ αυτή τη μεταβολή της παγκόσμιας
τάξης.

Με την αυξανόμενη από-νομιμοποίηση των θεσμών του Breton Woods, την αναστολή
της μετατρεψιμότητας του δολαρίου μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’70, και την ακόλουθη
επικράτηση ενός καθεστώτος ελαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών, το δολάριο των ΗΠΑ
εξελίχτηκε σε ένα μοναδικό, διεθνώς αποδεκτό, αποθετικό νόμισμα, το οποίο έδινε στις ΗΠΑ
τρομερά πλεονεκτήματα σχετιζόμενα όχι μόνο με το εκδοτικό προνόμιο και μια σχεδόν δωρεάν
ιδιοποίηση πλούτου από την παγκόσμια οικονομία, αλλά επίσης με ένα στρατηγικό υπό όρους
δανεισμό, και μια προστακτική αυθεντία σε ό, τι αφορά το διεθνές εμπόριο, τις οικονομικές και
στρατιωτικές συμμαχίες, και τον έλεγχο διεθνών Οργανισμών. Με αυτά τα πλεονεκτήματα και

ως η πιο προηγμένη και ισχυρή χώρα, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, οι ΗΠΑ επεδίωξαν
και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν μια θέση παγκόσμιας υπεροχής ως ο μοναδικός και πλέον ισχυρός
ιμπεριαλιστικός ηγεμόνας. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε μια παγκόσμια τάξη ρυθμιζόμενη σε
μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» χαρακτηριζόμενη
ποικιλοτρόπως ως μονοπολικός ιμπεριαλισμός, υπερ-ιμπεριαλισμός, ή Αμερικανική
Αυτοκρατορία. Ο ψυχρός πόλεμος έφτανε επίσης στο τέλος του κατά τα τέλη της δεκαετίας του
’80. Έτσι, η παγκόσμια τάξη που συχνά χαρακτηρίζεται ως Pax Americana, έφτασε στο απόγειο
της κατά την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της
Σοβιετικής Ένωσης.

Ωστόσο, οι αδικίες και ανισορροπίες αυτής της παγκόσμιας τάξης, ο στρατηγικά
κυρίαρχος ρόλος του δολαρίου των ΗΠΑ, και οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και του
ΝΑΤΟ, καθώς και η προς ανατολάς επέκταση του τελευταίου, έχουν οδηγήσει σε μια ταχέως
αυξανόμενη αγανάκτηση και σοβαρές αιτιάσεις από τον λιγότερο αναπτυγμένο κόσμο και τις
ραγδαία αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής και του Νότου, με προεξάρχουσα τη ραγδαία
αναπτυσσόμενη Κίνα και την επανα-συγκροτούμενη Ρωσία.

Η σχετική οικονομική πτώση των ΗΠΑ από τις αρχές του εικοστού-πρώτου αιώνα και οι πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ηγεμονική τους θέση, πιο κρίσιμα, οδηγούν σε σημαντικές εξελίξεις στη μέχρι πρότινος κυρίαρχη παγκόσμια τάξη. Η αντίδραση απέναντι στο δυτικό ιμπεριαλισμό από την Κίνα και τη Ρωσία, και ευρύτερα από ένα ταχέως επεκτεινόμενο συνασπισμό χωρών που συγκροτούν τους BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότια Αφρική), συνιστά τον κύριο καθοριστικό
παράγοντα πίσω από τη σημαντική αλλά σε μεγάλο βαθμό ακαθόριστη μεταβολή στην
παγκόσμια τάξη.

Ο συνασπισμός των BRICS επιδιώκει τη μετάβαση από μια μονοπολική σε μια
πολύ-πολική παγκόσμια τάξη, με μια υποκατάσταση του δολαρίου των ΗΠΑ από εναλλακτικά
διεθνή νομίσματα και την ανάπτυξη περισσότερο ισορροπημένων διεθνών σχέσεων προς
αμοιβαίο όφελος. Καθώς ο ανερχόμενος αυτός συνασπισμός συνιστά μια σοβαρή απειλή για
την ηγεμονία των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική, υπάρχει μια αυξανόμενη
ένταση και πόλωση ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Στο πλαίσιο των πυκνών διεθνικών εξελίξεων και μιας αυξανόμενης αλληλεξάρτησης όπως αυτή ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα (με την τελευταία να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως εξαγωγική πλατφόρμα, έχοντας ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, και διατηρώντας ένα μεγάλο μερίδιο του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ), η αναδυόμενη τελευταία παγκόσμια τάξη καθίσταται εξαιρετικά πολύπλοκη και η σχέση ανάμεσα στον φθίνοντα ηγεμόνα και ένα ανταγωνιστικό κράτος όπως η Κίνα παρουσιάζεται ως μια περίπλοκη μορφή «συνεργασίας και αντιπαράθεσης».

Αλλά όπως επιβεβαιώνεται από την ιστορική εμπειρία, η μετάβαση από μια παγκόσμια τάξη στην επόμενη και η υποκατάσταση μιας ηγεμονικής δύναμης στη θέση του προηγούμενου ηγεμόνα εμπλέκει
συνήθως μια πολεμική αντιπαράθεση, η οποία αυτή τη φορά μπορεί να επιφέρει καταστροφές
χωρίς προηγούμενο, πέρα από περιφερειακούς πολέμους όπως αυτός στην Ουκρανία και στη
Μέση Ανατολή.

Οι εκτυλισσόμενοι κοινωνικοί αγώνες και οι εθνικές ή γεωπολιτικές συγκρούσεις που
σκιαγραφήθηκαν παραπάνω μπορεί μερικά να καθορίζονται και να διαμορφώνονται από
ιδεολογικές και πολιτισμικές ή θρησκευτικές διαφορές, παραμένουσες ιδεολογίες, και φυλετικές
διαφορές. Παρόλα αυτά, δεν θα έπρεπε να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το υλικό
υπόστρωμα όλων αυτών των αντιθέσεων και συγκρούσεων καθορίζεται κυρίως από τις
υποκείμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Είναι πρωταρχικά ο κυρίαρχος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ) και η ιστορική του ανάπτυξη που καθορίζουν τους ταξικούς και αντιθέσεις τόσο σε εθνικό όσο και διεθνικό επίπεδο, τη σχετική σύγκρουση συμφερόντων, την ιμπεριαλιστική και στρατιωτική επιθετικότητα, και τις γεωπολιτικές
συγκρούσεις που εκτυλίσσονται σήμερα.

Το ερώτημα που αναφύεται τώρα σ’ αυτό το πλαίσιο είναι πώς οι εργατικές τάξεις και οι καταπιεσμένοι και κολασμένοι της γης οργανώνουν τον αγώνα τους και συντονίζουν την διεθνική τους δράση με στόχο την κοινωνική απελευθέρωση και μια κομμουνιστική προοπτική; Και, επιπλέον, πώς τοποθετούνται σε σχέση με τις τρέχουσες εθνικές ή γεωπολιτικές συγκρούσεις; Τα ερωτήματα αυτά αναμφίβολα απαιτούν μια παραπέρα και ειδικότερη εξέταση.

σχηματισμούς και αντιθέσεις τόσο σε εθνικό όσο και διεθνικό επίπεδο, τη σχετική σύγκρουση
συμφερόντων, την ιμπεριαλιστική και στρατιωτική επιθετικότητα, και τις γεωπολιτικές
συγκρούσεις που εκτυλίσσονται σήμερα. Το ερώτημα που αναφύεται τώρα σ’ αυτό το πλαίσιο
είναι πώς οι εργατικές τάξεις και οι καταπιεσμένοι και κολασμένοι της γης οργανώνουν τον
αγώνα τους και συντονίζουν την διεθνική τους δράση με στόχο την κοινωνική απελευθέρωση
και μια κομμουνιστική προοπτική; Και, επιπλέον, πώς τοποθετούνται σε σχέση με τις τρέχουσες
εθνικές ή γεωπολιτικές συγκρούσεις; Τα ερωτήματα αυτά αναμφίβολα απαιτούν μια παραπέρα
και ειδικότερη εξέταση.

Η σύγκρουση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ με τους BRICS και μια κριτική της προσέγγισης των ίσων
αποστάσεων

Ο συνασπισμός των BRICS, μια αρχικά Ρωσική πρωτοβουλία, συνεπάγεται μια άτυπη
οικονομική και πολιτική συνεργασία μεταξύ των χωρών-μελών, που συντονίζεται μέσα από
ετήσιες συναντήσεις από το 2009. Ο σημαντικός τους ρόλος στις τρέχουσες διεθνείς σχέσεις
καταδεικνύεται, όχι μόνο από την αθροιστική οικονομική και στρατιωτική ισχύ τους (27% της
γήινης έκτασης, 42% του παγκόσμιου πληθυσμού, και περί το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ), αλλά
και από τη ραγδαία επέκταση του αριθμού των συμμετεχόντων.

Μετά την ετήσια συνάντηση του 2023 στη Νότια Αφρική, ένας αριθμός χωρών μπήκαν στους BRICS (από τον Ιανουάριο 2024), συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου, της Αιθιοπίας, του Ιράν, και των Ενωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ένας μεγάλος αριθμός χωρών έχουν επίσης κάνει αίτηση συμμετοχής.

Όπως σημειώθηκε ήδη, ο συνασπισμός αυτός απετέλεσε σε μεγάλο βαθμό μια αντίδραση στο
συντριπτικό ρόλο του δυτικού ιμπεριαλισμού και στη μονοπολική κυριαρχία των ΗΠΑ στην
παγκόσμια οικονομία και πολιτική, στοχεύοντας στη ριζική αλλαγή της παγκόσμιας τάξης με
την καθιέρωση ενός πολύ-πολικού κόσμου. Με οικονομικούς όρους, οι BRICS ουσιαστικά
αντιπαρατίθενται σε δυτικούς συνασπισμούς και ολοκληρώσεις όπως οι G7, ο ΟΟΣΑ και η Ε.Ε.,
καθώς και σε πολιτικές που εκπορεύονται από διεθνείς Οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, η
Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΠΟΕ, ενώ με όρους ασφάλειας και στρατιωτικής ισχύος
εναντιώνονται στην προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ και στις στρατιωτικές δραστηριότητες
ή την επιθετικότητα της δυτικής συμμαχίας στον υπόλοιπο κόσμο.

Η αυξανόμενη συνεργασία μεταξύ των BRICS προωθείται μέσω ενός αριθμού οργανωτικών πλαισίων και πρωτοβουλιών που αφορούν τις διεθνείς επενδύσεις, την οικονομική ανάπτυξη, και τη στρατιωτική συνεργασία, όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB), η Επενδυτική Τράπεζα Ασιατικών Υποδομών (AIIB), και η Πρωτοβουλία Ζώνη & Δρόμος (BRI).

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η στενή συνεργασία και οι στρατηγικές συμφωνίες ανάμεσα σε Κίνα
και Ρωσία, τις προεξέχουσες οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις του συνασπισμού.
Διάφοροι ερευνητές και σχολιαστές έχουν τονίσει την ετερογένεια των BRICS, τις
διαφορετικές στρατηγικές ανάμεσα στη Ρωσία και την Κίνα, και τις δυσκολίες στη μεταβατική
διαδικασία προς μια νέα πολύ-πολική παγκόσμια τάξη, ή έχουν υποστηρίξει ότι μια τέτοια πολύ-
πολική νέα τάξη θα επέτρεπε την εδραίωση μιας μεγαλύτερης σταθερότητας στις διεθνείς
σχέσεις.

Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς και πολιτικοί ακτιβιστές ή φορείς που, περισσότερο
θεμελιακά, θεωρούν τους BRICS ως έναν αντι-ιμπεριαλιστικό συνασπισμό και ένα πρώτο βήμα
προς το σοσιαλισμό. Η Artner (2023), για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι η Ρωσία διεξάγει έναν

αντι- ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία, που είναι μερικά σωστό, και ότι «με την άνοδο της
Κίνας η ιστορική αλλαγή που γίνεται ορατή στον ορίζοντα δεν είναι απλώς μια αλλαγή στη δομή
του παγκόσμιου καπιταλισμού αλλά η αντικατάσταση του παγκόσμιου καπιταλισμού από το
σοσιαλισμό». Αναμένεται ότι η αντι-ιμπεριαλιστική πάλη των καταπιεσμένων εθνών (και
συνασπισμών όπως οι BRICS) μπορεί να καταλήξει σε ένα πολύ-πολικό κόσμο που θα
«επιτρέπει στα έθνη να διαλέξουν τους δικούς τους δρόμους ανάπτυξης», και η συγγραφέας
συμπεραίνει ότι «ένας επιτυχής αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και για τη διαμόρφωση ενός
πολύ-πολικού κόσμου …ανοίγει το δρόμο για το σοσιαλισμό».

Με την ίδια έννοια, και έναν αριθμό πολύτιμων ενοράσεων και σημείων με ενδιαφέρον, το International Manifesto Group (2021: 16-17) υποστηρίζει ότι, «καθώς προάγεται η πολύ-πολικότητα, η κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και του δολαρίου υποχωρεί και ο καπιταλισμός συνεχίζει να υπολειτουργεί, η προπαγάνδα του Νέου Ψυχρού Πολέμου εναντίον της Κίνας θα ακούγεται όλο και πιο κενή …η υποστήριξη της Κίνας σε μια διεθνή ‘κοινότητα ενός κοινού μέλλοντος για την ανθρωπότητα’ που θα στηρίζεται σε κοινές αξίες και στις αρχές του ΟΗΕ και στις Πέντε Αρχές της ειρηνικής συνύπαρξης προσφέρει μια πολύ πιο ελκυστική εναλλακτική ικανή να αντιμετωπίσει τα κοινά προβλήματα της ανθρωπότητας».

Προφανώς, οι συγγραφείς που υιοθετούν μια τέτοια προσέγγιση υποθέτουν ότι η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική χώρα. Μερικοί απ’ αυτούς συχνά μιλούν για ένα τύπο «σοσιαλισμού της αγοράς» ή έναν «υβριδικό σοσιαλισμό».
Από την άλλη μεριά, αρκετοί συγγραφείς υιοθετούν μια κριτική στάση απέναντι στην
προηγούμενη προσέγγιση. Τονίζουν συνήθως τα αυταρχικά και εθνικιστικά ή λαϊκίστικα
καθεστώτα σε μερικές από τις χώρες-μέλη των BRICS, τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις σε
χώρες όπως η Κίνα, τη ραγδαία μεγέθυνση των καπιταλιστικών ελίτ σ’ αυτές τις χώρες και την
(ιμπεριαλιστική;) διείσδυση τους στις προηγμένες χώρες, τον «τραβεστί αντι-ιμπεριαλισμό» των
BRICS, και τις αυξανόμενες ανισότητες ή την ακραία εκμετάλλευση της εργασίας και της φύσης
σ’ αυτές τις χώρες.

Ενώ είναι σωστοί σε αρκετά επιχειρήματά τους, αρνούμενοι ολοκληρωτικά
ένα σοσιαλιστικό χαρακτήρα της Κίνας ή οποιασδήποτε χώρας-μέλους των BRICS, τείνουν να
θεωρούν την ανερχόμενη σύγκρουση ανάμεσα στο δυτικό ιμπεριαλισμό και τον αναδυόμενο
συνασπισμό των BRICS ως μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο εκδοχές του ιμπεριαλισμού, ή
απλώς ως μια ενδο-ιμπεριαλιστική φιλονικία. Με άλλα λόγια, υιοθετούν μια στάση αδιαφορίας ή
ίσων αποστάσεων από τους δύο πόλους της ανερχόμενης γεωπολιτικής σύγκρουσης. Είναι
αξιοσημείωτο ότι μερικά κομμουνιστικά κόμματα υιοθετούν επίσης αυτή την προσέγγιση ίσων
αποστάσεων, ενώ άλλα παίρνουν την πλευρά των BRICS.

Σε αντίθεση και με τις δύο προηγούμενες προσεγγίσεις, και από τη σκοπιά του
προλεταριακού διεθνισμού, μπορούμε εδώ να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ενός ανεξάρτητου
τρίτου δρόμου ο οποίος δεν είναι μια μέση οδός αλλά μάλλον μια ποιοτικά και πολιτικά
διαφορετική προσέγγιση, με έμφαση όχι στις εθνικές ή γεωπολιτικές αντιθέσεις, αλλά μάλλον
στις ταξικές αντιθέσεις στο πλαίσιο μιας επαναστατικής προοπτικής προς τον κομμουνισμό. Απ’
αυτή τη σκοπιά, είναι εύλογο να απορρίψουμε την προσέγγιση των ίσων αποστάσεων που
σκιαγραφήθηκε παραπάνω, αλλά επίσης μια ανεπιφύλακτη υποστήριξη του συνασπισμού των
BRICS στην αναζήτηση τους για μια νέα πολύ-πολική παγκόσμια τάξη και τις υποτιθέμενες
σοσιαλιστικές τους προοπτικές.

Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μια πολύ-πολική παγκόσμια τάξη θα αποτελούσε μια ευνοϊκή και πλεονεκτική συνθήκη που θα επέτρεπε το ξεδίπλωμα ενός επαναστατικού κινήματος προς τον κομμουνισμό, αλλά τίποτα περισσότερο απ’ αυτό. Θα ήταν λάθος για τις εργατικές τάξεις σε παγκόσμιο επίπεδο και τους πολιτικούς τους φορείς να ταυτιστούν με ή να υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα (πολιτικά και στρατιωτικά) το συνασπισμό των BRICS στην αντιπαράθεση τους με το δυτικό ιμπεριαλισμό.

Από τη μια μεριά, είναι σαφές για τον επαναστατικό Μαρξισμό ότι η μετάβαση προς τον
κομμουνισμό δεν μπορεί να είναι ένα στιγμιαίο επαναστατικό γεγονός συνεπαγόμενο μια μαύρο-
άσπρο ριζική αλλαγή. Πιθανότατα, θα πάρει τη μορφή ενός ιστορικά παρατεταμένου και
επώδυνου μετασχηματισμού, περιλαμβάνοντας τόσο νικηφόρα πετάγματα όσο και πρόσκαιρες
οπισθοχωρήσεις και ανασχέσεις. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ιστορικής διαδικασίας, δεν θα
μπορούσε κανείς να αναμένει μια ομαλή εξέλιξη και τέλεια κοινωνικοπολιτική διακυβέρνηση
και καθοδήγηση, αλλά δεν πρέπει και να γίνουν αποδεκτές εγκληματικές συμπεριφορές ή
πολιτικές στο όνομα του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε ότι όλοι οι αγώνες του παρελθόντος ή οι επαναστατικές προσπάθειες δεν ήταν μάταιες, ακόμα κι αν ηττήθηκαν. Πέραν των άλλων κοινωνικοπολιτικών επιτευγμάτων, οι προσπάθειες αυτές έχουν σίγουρα αφήσει ένα πλούτο επαναστατικής εμπειρίας και έχουν σημαντικά εμπλουτίσει την κοινωνική (και ταξική) συνείδηση. Οι συνέπειες αυτές μπορεί να έχουν μια επίδραση διαρκείας στις τρέχουσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες και στις προοπτικές σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Με αυτή την έννοια, και παρά την παραμόρφωση και την κατάρρευση της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης ως μιας μορφής κρατικού καπιταλισμού, ή τη σημερινή δομή της
Ρωσίας ως ολιγαρχικού κρατικού καπιταλισμού και τις επανειλημμένες αντι-κομμουνιστικές
τοποθετήσεις του Β. Πούτιν, μπορούμε να εκτιμήσουμε τα σημαντικά κοινωνικοοικονομικά και
πολιτικά επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και τις επαναστατικές παραδόσεις και
εμπειρίες του Ρώσικου λαού. Παρομοίως, μπορούμε να εκτιμήσουμε τα κοινωνικοοικονομικά
και πολιτικά επιτεύγματα χωρών όπως η Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της ραγδαίας ανόδου της
σε θέση παγκόσμιας υπερδύναμης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, των σοσιαλιστικών στοιχείων
που παραμένουν μετά τις πρώτες επαναστατικές δεκαετίες (1950s & 60s), της σημαντικής
αύξησης της μέσης κοινωνικής ευημερίας, της εντυπωσιακής επέκτασης οικολογικά φιλικών
τεχνολογικών επενδύσεων, και της αντίστασης της χώρας ενάντια σε διάφορες επιθέσεις από τις
ΗΠΑ και τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Παρ’ όλα αυτά και άλλα επιτεύγματα, η Κίνα δεν θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως μια σοσιαλιστική/κομμουνιστική χώρα. Είναι μάλλον
ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού σε εξέλιξη, που περιλαμβάνει μερικά σοσιαλιστικά
στοιχεία, αλλά επίσης μια εκτεταμένη δραστηριότητα ιδιωτικού (εγχώριου και ξένου)
κεφαλαίου. Η εμπορευματική παραγωγή βασιλεύει περίοπτα, η Κινεζική οικονομία με όλες τις
εξωτερικές της επεκτάσεις λειτουργεί στο πλαίσιο του καπιταλιστικού νόμου της αξίας, και ως
παγκόσμια υπερδύναμη η χώρα ενεργεί σε όλα τα παγκόσμια fora ως πρωταθλητής του
ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου. Η εκτεταμένη εμπλοκή του κράτους (και της κρατικής
ιδιοκτησίας) ή του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν καθιστά, αφ’ εαυτού ή εξαιτίας του, τη χώρα
σοσιαλιστική. Ταυτόχρονα, οι αυξανόμενες ανισότητες εισοδήματος και πλούτου ή οι
εκτεταμένες αυταρχικές πρακτικές του Κινεζικού κράτους δεν συνηγορούν για το σοσιαλιστικό
χαρακτήρα της χώρας, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι, ως ένα βιομηχανικό εργαστήρι
του δυτικού καπιταλισμού, η Κίνα έχει εξελιχθεί σε βασικό ρυπαντή του παγκόσμιου
οικοσυστήματος.

Πέρα απ’ όλα αυτά, τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν παραπάνω φαίνεται
να προσδίδουν κάποια στήριξη στο συνασπισμό των BRICS στην αντιπαράθεσή τους με το
δυτικό ιμπεριαλισμό και την προσπάθεια τους για επίτευξη μιας νέας παγκόσμιας τάξης. Αλλά
χρειάζεται να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί σε σχέση μ’ αυτό.

Από την άλλη μεριά, χρειάζεται να αναλογιστούμε ότι οι εγκληματικές δραστηριότητες,
τα στρατηγικά λάθη, και η χρήση μέσων ασύμβατων με τους τελικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό, καθώς και οι κοινωνικοοικονομικές
ανισότητες, οι αυταρχικές πρακτικές, οι οικολογικά μη βιώσιμες πολιτικές, οι καταπιεστικές και
εκμεταλλευτικές σχέσεις, και η αποτυχία ικανοποίησης των προσδοκιών της εργατικής τάξης και
της κοινωνικής πλειονότητας σε ομολογουμένως σοσιαλιστικά/κομμουνιστικά καθεστώτα,
μπορεί να οδηγεί σε στρατηγικά πισωγυρίσματα και σε μια ρεφορμιστική ενσωμάτωση
επαναστατικών προσπαθειών, και να δυσφημεί τον σοσιαλισμό, μειώνοντας έτσι την οραματική
του ελκυστικότητα.

Γι αυτούς τους λόγους, και μολονότι ο όρος κομμουνισμός χρησιμοποιείται
συχνά για να σημάνει απλώς ένα επαναστατικό κίνημα που επιζητεί να αλλάξει την υπάρχουσα
τάξη πραγμάτων, το κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να είναι πολύ διστακτικό στο να αποδώσει
ένα σοσιαλιστικό ή κομουνιστικό χαρακτήρα και να συμβιβαστεί με οποιοδήποτε καθεστώς ή
κοινωνικό κίνημα που αποκλίνει σημαντικά από τις βασικές αρχές και τους σκοπούς του
κομμουνισμού. Είναι γι αυτό το λόγο που έχουμε προτείνει ότι ένα κομμουνιστικά
προσανατολισμένο εργατικό κίνημα δεν θα πρέπει να συμβιβαστεί και να ταυτιστεί με τον
αναδυόμενο συνασπισμό και τον αγώνα των BRICS, ενώ κριτικάρουμε την προσέγγιση των
ίσων αποστάσεων σε σχέση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό.

Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις μιας επιθετικής και εκμεταλλευτικής εξωτερική επέκτασης, ο επικρατών ΚΤΠ μεταξύ των BRICS συνεπάγεται ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, δυνητικά τουλάχιστον, ενώ μια ιμπεριαλιστική τάση υπαγωγής της εργασίας και της φύσης στο κεφάλαιο είναι ήδη προφανής, τόσο εγχώρια όσο και σε ένα διεθνικό επίπεδο.

Στα σημερινά πλαίσια, επομένως, ένα ταξικά στηριζόμενο κίνημα χρειάζεται να αναπτύξει μια ανεξάρτητη και καλά οργανωμένη αντι- καπιταλιστική στρατηγική, και κατ’ ακολουθία μια αντι-ιμπεριαλιστική στρατηγική, για να προωθήσει τον κομμουνιστικό του σκοπό.

Η ανάγκη μιας (από τα κάτω) διεθνικής ταξικής πάλης προς τον κομμουνισμό

Όπως υποστηρίχτηκε παραπάνω, η ακραία επιδείνωση και οι πολλαπλές μορφές της
κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα ο παγκόσμιος καπιταλισμός τείνουν να αποκτήσουν έναν
υπαρξιακό χαρακτήρα, και φαίνεται ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες για να διασφαλίσει η
ανθρωπότητα μια κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμη πορεία ανάπτυξης χωρίς ένα ριζικό και
πιθανότατα επαναστατικό μετασχηματισμό με μια κομμουνιστική κατεύθυνση.

Ταυτόχρονα, η ιστορικά συγκεκριμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες προς μια μορφή ολοκληρωτικού ιμπεριαλισμού, που περιλαμβάνει μια τάση παγκοσμιοποίησης και
διεθνικής συσσώρευσης, έχει επιδεινώσει τα κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα, αυξήσει τις
ταξικές και εθνικές εντάσεις, και οδηγήσει σε μια σειρά παγκόσμιων προβλημάτων (οικολογική
υποβάθμιση και κλιματική αλλαγή, ειρήνη και ασφάλεια, πανδημίες, κ.λπ.).

Και ενώ μερικά από τα πιο σοβαρά προβλήματα αποκτούν ένα παγκόσμιο χαρακτήρα, απαιτώντας μια εξίσου παγκόσμια αντιμετώπιση, οι υπάρχοντες θεσμοί του συστήματος εθνικών-κρατών, το
αναδυόμενο διεθνικό κράτος του κεφαλαίου (ΔΚΚ), και οι αναφυόμενες εντάσεις και
συγκρούσεις μεταξύ εθνικών κρατών και γεωπολιτικών μπλοκ δημιουργούν σοβαρά εμπόδια
στην επειγόντως αναγκαία συνεργασία πέρα από εθνικά σύνορα για την επίλυση ή τη μείωση
αυτών των προβλημάτων.

Οι διεθνικές εξελίξεις και τα νέα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου
καπιταλισμού, που συνεπάγονται την ανάδυση μιας διεθνικής αστικής τάξης (ΔΑΤ) και ενός
ΔΚΚ, καθώς και τη διεθνικοποίηση των ταξικών αντιθέσεων και της αντίθεσης κεφαλαίου-
εργασίας ειδικότερα, τείνουν επίσης να καθιστούν αναγκαία και μερικά εφικτή μια διεθνική

ενοποίηση των εργατικών τάξεων και τη συνεργασία τους για τη μείωση της εκμετάλλευσης, την
άμβλυνση των κοινωνικο-οικολογικών προβλημάτων, και τη γενικότερη απελευθέρωση της
ανθρωπότητας. Η αυξανόμενη όμως ισχύς του κεφαλαίου, παράλληλα με τους εξουσιαστικούς
μηχανισμούς του κράτους και του αναδυόμενου ΔΚΚ, εγείρουν σημαντικά εμπόδια στη διεθνική
ενοποίηση και οργάνωση της εργατικής τάξης και στην ικανότητα της να ενεργεί ως «τάξη για
τον εαυτό της». Παρόλα αυτά, η πάλη αυτή ξεδιπλώνεται με διάφορες μορφές, αυξάνοντας τη
διεθνική και διεθνή αλληλεγγύη και την κοινή δράση σε πολλές περιοχές.

Μέσα στο σημερινό πλαίσιο των ανερχόμενων εθνικών και γεωπολιτικών εντάσεων και
της εντεινόμενης σύγκρουσης ανάμεσα στο δυτικό ιμπεριαλισμό (ΗΠΑ-ΝΑΤΟ) και στον
αναδυόμενο συνασπισμό των BRICS, έχει υποστηριχτεί ότι η πάλη της εργατικής τάξης και το
κοινωνικό κίνημα που οραματίζεται το σοσιαλισμό χρειάζεται να αναπτύξει μια ανεξάρτητη
προσέγγιση και στρατηγική. Αν και έχουμε κριτικάρει την προσέγγιση των ίσων αποστάσεων
μέσα στο πλαίσιο της παραπάνω γεωπολιτικής σύγκρουσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι η
προσέγγιση που προτείνεται εδώ δεν αφορά μια κρατικο-κεντρική προσέγγιση (συνδεόμενη με
εθνικές ή γεωπολιτικές συγκρούσεις), αλλά μάλλον μια διεθνική και ταξικά στηριζόμενη
προσέγγιση για τη προώθηση της κομμουνιστικής προοπτικής.

Η αντι-καπιταλιστική αυτή πάλη, από τα κάτω, εμπλέκει σαφώς μια πάλη ενάντια στους θεσμούς του καπιταλιστικού κράτους σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, και θα ήταν τεράστιο λάθος είτε να αγνοήσουμε είτε να υποτιμήσουμε το ρόλο αυτών των θεσμών και κρατικών μηχανισμών. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί εμφατικά ότι η θεμελιακή αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και το κοινωνικό ζήτημα θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι οποιωνδήποτε εθνικών αντιθέσεων (ή καπιταλιστικών
μπλοκ) ή ενός αγώνα εθνικής απελευθέρωσης.

Εάν μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τμήματα της αστικής τάξης για την προστασία εθνικών συμφερόντων ή την εθνική απελευθέρωση είχε ποτέ κάποια εγκυρότητα, οι σημερινές διεθνικές εξελίξεις του καπιταλισμού κάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας τέτοιων συμμαχιών εξαιρετικά ισχνές. Όπως έχει επίσης επιβεβαιώσει η ιστορική εμπειρία, μια προτεραιοποίηση εθνικών στόχων θα λειτουργήσει κατά το πλείστον σε βάρος της κοινωνικής απελευθέρωσης και της κομμουνιστικής προοπτικής. Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και της κοινωνικής απελευθέρωσης, η εθνική απελευθέρωση και η άμυνα έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που υπάρχει ένας υποκείμενος επαναστατικός αγώνας και μια λαϊκή κυριαρχία για υπεράσπιση.

Καθόσον η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού εντείνεται παραπέρα, ένας επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας με βάση μια ανεξάρτητη στρατηγική όπως αυτή
που επισημάνθηκε παραπάνω καθίσταται όλο και πιο επιτακτικός. Μια τέτοια επαναστατική
εξέλιξη, όμως, δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να προχωρήσει τυφλά, χωρίς ένα σχέδιο και μια
ευρεία σκιαγράφηση των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών αυτής της μετάβασης και
των βασικών χαρακτηριστικών της κομμουνιστικής κοινωνίας προς την οποία οδεύουμε.
Ευτυχώς, μια εκτεταμένη πρόσφατη βιβλιογραφία αναλύει τις συνθήκες ενός καταρρέοντος
καπιταλισμού και ρίχνει επαρκές φως στις σύγχρονες συνθήκες και τα προαπαιτούμενα μιας
βιώσιμης μετάβασης στον κομμουνισμό, καθώς και στα βασικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας
μελλοντικής κοινωνίας.

Μπορούμε να ολοκληρώσουμε την ερευνητική αυτή προσπάθεια υπογραμμίζοντας
μερικά πρόσθετα σημεία που αφορούν την επιτακτικά αναγκαία επαναστατική στρατηγική προς
τον κομμουνισμό. Η στρατηγική αυτή, όπως σκιαγραφήθηκε παραπάνω, μπορεί να έχει μια
προφανή ομοιότητα με το παλαιότερο «κίνημα των αδεσμεύτων», αλλά υπάρχουν στην πραγματικότητα ουσιαστικές διαφορές καθόσον το τελευταίο ήταν ένα κρατικο-κεντρικό κίνημα
χωρίς ένα σαφή κομμουνιστικό προσανατολισμό.

Απεναντίας, η στρατηγική που προτείνεται εδώ είναι μια ταξικά στηριζόμενη στρατηγική προς τον κομμουνισμό που εκπορεύεται από την εργατική ταξική πάλη (από τα κάτω). Όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει ο Μαρξ, η εργατική τάξη μπορεί ουσιαστικά να χειραφετηθεί μόνο με το δικό της αγώνα. Δεν είναι μια κρατικο- κεντρική αλλά μάλλον μια διεθνική στρατηγική που διασυνδέει τους εργατικούς αγώνες πέρα από εθνικά σύνορα και γεωπολιτικά μέτωπα.

Υπογραμμίζοντας τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, ο Μαρξ έχει τονίσει ότι «η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να καταλάβει τον ετοιμοπαράδοτο κρατικό μηχανισμό, και να τον χρησιμοποιήσει για τους δικούς
της σκοπούς».

Η παρατήρηση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την, μάλλον αβάσιμη, θέση του Λένιν ότι ο κρατικός καπιταλισμός αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα στη μετάβαση από τον
καπιταλισμό προς το σοσιαλισμό. Αν ο εθνικός κρατικο-κεντρισμός και ο εθνικισμός
λειτουργούν σήμερα ως ένα καπιταλιστικό κοντέινερ, ο επαναστατικός σοσιαλισμός θα πρέπει
να ανατινάξει αυτό το κοντέινερ! Θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι οι αντι-δημοκρατικές και
αυταρχικές πρακτικές του κράτους ή κομματικών μηχανισμών δεν μπορεί να αποτελούν τα
κατάλληλα μέσα προς το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης και του σοσιαλισμού. Ούτε είναι
το κράτος το κατάλληλο μέσο για μεγάλα έργα γεωμηχανικής προκειμένου να αντιμετωπιστούν
πλανητικά προβλήματα όπως η κλιματική κρίση.

Η μετάβαση στον κομμουνισμό περιλαμβάνει έναν επαναστατικό μετασχηματισμό και
μια πραγματική κοινωνικοποίηση (όχι απλώς εθνικοποίηση) των περιουσιακών σχέσεων που
αφορούν τα μέσα παραγωγής και όλους τους υλικούς και άυλους πόρους. Περιλαμβάνει επίσης
την υπέρβαση της εμπορευματικής παραγωγής και του καπιταλιστικού νόμου της αξίας, με μια
παράλληλη επέκταση του τομέα των κοινών (ή δημόσιων) αγαθών. Καθώς η εμπορευματική
παραγωγή και η παραγωγή αξίας και υπεραξίας αποτελούν την πεμπτουσία του ΚΤΠ, η
υπέρβαση τους θα πρέπει να ξεκινά από τα πρώτα στάδια της επαναστατικής μετάβασης.

Όσο για το ρόλο της τεχνολογίας σ’ αυτή τη μετάβαση, παίρνοντας υπόψη τον κοινωνικά μη-
ουδέτερο χαρακτήρα της, ένα κομμουνιστικά προσανατολισμένο κίνημα θα πρέπει να εξετάσει
κριτικά αν και κατά πόσο, ακόμα και οι πιο μοντέρνες και σύνθετες τεχνολογίες (όπως το
διαδίκτυο, η ΤΝ, η βιοτεχνολογία, η γεωμηχανική, κ.λπ.) είναι συμβατές και θα μπορούσαν να
υπηρετήσουν σοσιαλιστικούς σκοπούς, ή αν υπάρχει ανάγκη ανάπτυξης μιας ριζικά νέας και
αναπροσανατολισμένης τεχνολογίας.

Πέρα από τη θεωρία, όμως, αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι η πράξη: Πώς θα
μπορούσε πιο συγκεκριμένα μια τέτοια ανεξάρτητη ταξική στρατηγική να αναπτυχθεί και να
εφαρμοστεί, παίρνοντας υπόψη την ανισόμερη ανάπτυξη του καπιταλισμού, τα εμπόδια που
μπαίνουν από κεφαλαιοκρατικούς και κρατικούς θεσμούς, και το γεγονός ότι μόνο διάσπαρτες
δυνάμεις αγωνίζονται επί του παρόντος σε παρόμοιες κατευθύνσεις; Συνήθως θεωρείται ότι
πραγματικό είναι μόνο ό, τι επί του παρόντος υπάρχει και ότι υπάρχει πάντα η ανάγκη ενός
υπαρκτού μοντέλου.

Και εντούτοις, υπάρχει ελπίδα! Αλλά για να αλλάξουμε τον κόσμο, χρειάζεται επίσης να αλλάξουμε τους εαυτούς μας, να αλλάξουμε ριζικά τις εργατικές ενώσεις και τα πολιτικά κόμματα, να επινοήσουμε νέες οργανωτικές μορφές για την παραγωγή και τον πολιτικό συντονισμό, νέες μορφές διεθνικής ταξικής συνεργασίας και κοινού αγώνα. Υπάρχει προφανώς ανάγκη για παραπέρα έρευνα και επαναστατικό πειραματισμό. Αν και η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι η κατάληψη της κρατικής εξουσίας μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες, μερικές ιδιαίτερες μορφές «κρατικών» θεσμών θα μπορούσαν ίσως να εμπλακούν στη διαδικασία μετασχηματισμού προς τον κομμουνισμό.

Οι επαναστατικές δυνάμεις, όμως, θα πρέπει να επινοήσουν νέα όργανα και μορφές συντονισμού και πολιτικής οργάνωσης, και αναμφίβολα οι δυνάμεις στο πλαίσιο μιας τέτοιας ανεξάρτητης πολιτικής προοπτικής θα έπρεπε να εξετάσουν κριτικά και ενδεχομένως να υποστηρίξουν πολιτικές και μέτρα που προτείνονται σε διεθνή fora από συνασπισμούς όπως οι BRICS για να συμβάλλουν επιφέροντας
συγκεκριμένες αλλαγές στην υπάρχουσα παγκόσμια τάξη.

Κατόπιν τούτων, απομένει στις δρώσες ταξικές δυνάμεις, στις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις, και στους φορείς των μελλοντικών αγώνων παγκοσμίως να διαμορφώσουν πιο συγκεκριμένα τους θεσμούς και τις οργανωτικές μορφές στη διαδικασία προς τον κομμουνισμό, κάνοντάς τον έτσι μια ελκυστική πραγματικότητα προσβάσιμη σε όλους.

1 Αφυπηρετήσας καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *