Μπάλα και εξουσία: Από τον Μοάτσο στον Μαρινάκη

marinakisΠηγή: Διονύσης Ελευθεράτος – “Unfollow”

«Tελικά, ούτε δημοτικές εκλογές δεν γίνονται στον Πειραιά χωρίς να ανακατέψουν μέχρι αηδίας τον Ολυμπιακό και να πουλήσουν τόνους ολυμπιακοφροσύνης...» Το έλεγε προσφάτως σε ραδιοφωνική εκπομπή αριστερός οπαδός των «ερυθρόλευκων», σφόδρα ενοχλημένος με την υποψηφιότητα Μώραλη. Η παρατήρησή του είχε φυσικά ως αφορμή τη συγκρότηση «ολυμπιακής» παράταξης (κατά τα άλλα, -no politica»…), λάμβανε όμως υπόψη αρκετά ακόμη παρόμοια συμβάντα.

Ο Παναγιώτης Φασούλας, λόγου χάρη, ουδέποτε θα διατελούσε δήμαρχος Πειραιά εάν νωρίτερα δεν ήταν φημισμένος μπασκετμπολίστας του Ολυμπιακού. Το βράδυ της νίκης του, στις 15 Οκτωβρίου 2006, τα μεγάφωνα του εκλογικού του κέντρου παιάνιζαν τον υμνο της ομάδας, γεγονός που ώθησε τον ηττημένο, απερχόμενο Π. Αγραπίδη να σχολιάσει: «Μόνον ο Ολυμπιακός μας δεν χάνει ποτέ».

Στην προεκλογική περίοδο η πλευρά Αγραπίδη είχε επιστρατεύσει το σύνθημα «Όχι παοκτσής δήμαρχος στον Πειραιά». Επισήμως ο ίδιος ο -τότε- δήμαρχος παρουσίασε το ψηφοδέλτιο της παράταξης με ένα δηλητηριώδες σχόλιο: «Δεν περιλαμβάνει υποψήφιους που πολιτεύονται μια στην Αθήνα και μια στη Θεσσαλονίκη». Σαφές το καρφί. Μέχρι το 1993 ο Π. Φασούλας ήταν παίκτης του ΠΑΟΚ, αλλά και μέλος του δημοτικού συμβουλίου Θεσσαλονίκης.

Προσωπικές, παιδαριώδεις υπερβολές αγχωμένων υποψηφίων; Οχι μόνο. Τα ίδια τα κόμματα που τους στήριξαν εισήλθαν σε αυτό το παιχνίδι της απύθμενης «ειλικρίνειας»: προτού ξιφουλκήσει ο Αγραπίδης εναντίον του «ημι-παοκτσή» αντιπάλου του, ο νεοδημοκράτης υπουργός Άμυνας Β. Μεϊμαράκης είχε κατηγορήσει το ΠΑΣΟΚ ότι με την επιλογή Φασούλα προσπαθούσε «να μετατρέψει τα κριτήρια της ψήφου του δημότη σε συναισθηματικά και αθλητικά». Κάτι το οποίο, υποθέτουμε, δεν έκανε την ίδια περίπου περίοδο ο μηχανισμός της Νέας Δημοκρατίας, όταν πάσχιζε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Τ. Μητρόπουλου, βετεράνου ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, στο ψηφοδέλτιο Αγραπίδη. Ούτε -εικάζουμε- ο ίδιος : Π. Αγραπίδης κολάκευε το αθλητικό συναίσθημα των δημοτών, όταν φρόντιζε να μετονομαστεί η πλατεία Αλεξάνδρας σε πλατεία Ολυμπιακού – το Μάρτιο του 2006.

Ασφαλώς η διείσδυση του Γιάννη Μώραλη -ουσιαστικά του Β. Μαρινάκη– στα του Δήμου Πειραιά αποτελεί «ποιοτικό άλμα» σε σχέση με όλα τα προηγούμενα. Έως τώρα αρκετοί επιχειρηματίες χρησιμοποιούν αθλητικές ομάδες ως διαπραγματευτικά βαριά χαρτιά στις σχέσεις τους με την πολιτική εξουσία. Αρκεί να θυμηθούμε, π.χ, το ακριβές timing της προειδοποίησης Κόκκαλη πως η διοίκηση του Ολυμπιακού επρόκειτο να παραιτηθεί, εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ρύθμιζε «ικανοποιητικά» τα χρέη του συλλόγου προς την Τράπεζα Κρήτης – και μάλιστα εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων: τον Ιούλιο του 1993, όταν αγρίευε η μάχη για τις 1.100.000 ψηφιακές παροχές του ΟΤΕ. Καθυστερούσε η λήψη της σχετικής με τα ψηφιακά κυβερνητικής απόφασης και ο Τύπος «ανίχνευε» έντονη πίεση εκ μέρους δύο εταιρειών που ανταγωνίζονταν την Intracom του Σωκράτη Κόκκαλη, της Alcatel και της Northern Telecom. Ο Σ. Κόκκαλης γνώριζε καλά ότι στην κυβέρνηση θα προκαλούσε ιλίγγους η σκέψη ότι ο Ολυμπιακός θα έμενε και πάλι ακέφαλος, αυτήν τη φορά με δική της «υπαιτιότητα» – έτσι θα το εκλάμβαναν εκατοντάδες χιλιάδες οπαδοί της ομάδας.

Το φαινόμενο Μώραλη-Μαρινάκη σηματοδοτεί, λοιπόν, μια εξέλιξη: καλύτερα να ρυθμίζεις εσύ απευθείας, παρά να πιέζεις. Επανέρχεται σε ελληνική εκδοχή το δόγμα των 90s, σύμφωνα με το οποίο η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουν στους πολιτικούς οι επιχειρηματικές ελίτ. Μοιραία η κίνηση Μώραλη-Μαρινάκη, ανεξαρτήτως του εκλογικού αποτελέσματος που θα έχει, χαρακτηρίστηκε ως είδος «μπερλουσκονισμού». Την άνοιξη του 1994 ο Σύλβιο Μπερλουσκόνι έγινε ο πρώτος πολιτικός που θριάμβευσε σε βουλευτικές εκλογές ως επικεφαλής παράταξης, την οποία είχε βαφτίσει με αμιγώς ποδοσφαιρικό σύνθημα – Forza Italia. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 2007, εξελέγη δήμαρχος του Μπουένος Άιρες ο συντηρητικός Μαουρίτσιο Μάκρι, γόνος πλουσιότατης οικογένειας. Προσόν του: η φήμη που είχε αποκτήσει, από το 1995, ως επιτυχημένος πρόεδρος της λαοφιλέστατης Μπόκα Τζούνιορς.

Κάτι όμως διαφοροποιεί τον Πειραιά όχι μόνο από το Μπουένος Αιρες και το Μιλάνο, αλλά και από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το «κάτι» εξηγεί εν πολλοίς τους «τόνους ολυμπιακοφροσύνης» για τους οποίους μιλούσε ο αριστερός φίλος του Ολυμπιακού στα ερτζιανά: στον Πειραιά δεν υπάρχει ποδοσφαιρικό, αθλητικό αντίπαλο δέος – οι φίλοι του Εθνικού είναι ελάχιστοι. Εκεί, ουδείς πολιτικός υποχρεούται να τηρήσει ισορροπίες ανάμεσα σε «μεγάλες δυνάμεις» όταν «παίζει» με το τοπικό, αθλητικό συναίσθημα.

Τι κάνεις όταν υποχρεούσαι να τηρήσεις τέτοιες ισορροπίες; Εξαρτάται. Υπάρχουν πολλές συνταγές παγκοσμίως. Φέρ’ ειπείν, ο διαβόητος Καολος Μένεμ, ο «θατσερικός περονιστής» που κυβέρνησε την Αργεντινή στα 90s, καταστρέφοντάς την, θέσπισε ένα είδος οικογενειακού-ποδοσφαιρικού προγραμματισμού: απύθμενα παθιασμένος με τη Ρίβερ Πλέιτ ο ίδιος, υποχρέωσε την κόρη του, τη Σουλεμίτα, να γίνει -ή τουλάχιστον να δείχνει- οπαδός της Μπόκα Τζούνιορς!

Αλλη συνταγή: να υποστηρίζεις κατά περιόδους τα οικονομικά αιτήματα όλων, με ασυγκράτητο πάθος. Τόπος άψογης παράδοσης του μαθήματος: Θεσσαλονίκη. Καθηγητής: Παναγιώτης Ψωμιάδης. «Αν κάποιος έπρεπε να έχει γήπεδο μπάσκετ με έξοδα του Δημοσίου, αυτός είναι ο Άρης». Τάδε έφη νομάρχης Ψωμιάδης το 2009, στην επέτειο της ίδρυσης του Άρη.Έτσι, χωρίς λεκτικές περικοκλάδες. Ο επιπόλαιος ή ανενημέρωτος παρατηρητής ίσως θα απορούσε: καλά, ο Ψωμιάδης δεν προκαλούσε την τύχη του και την οργή των οπαδών του ΙΊΑΟΚ; Όχι, διότι, πρώτον, ο ΠΑΟΚ διαθέτει γήπεδο μπάσκετ που χτίστηκε και λειτουργεί ακριβώς έτσι, δηλαδή με χρήμα του Δημοσίου. Δεύτερον, οι φίλοι του ΠΑΟΚ είχαν δει τον νομάρχη να συμμετέχει ακόμη και σε διαδήλωση με αίτημα (τι άλλο;) τη διαγραφή των χρεών της ΠΑΕ. Διαδήλωση της 25ης Νοεμβρίου 2007, με κεντρικό σύνθημα: «Εδώ και τώρα διαγραφή, αλλιώς θα φτάσουμε μέχρι τη Βουλή». Καμαρωτός ο νομάρχης, δήλωνε: «Είμαι μαζί με τον Ζαγοράκη και τον ΠΑΟΚ σε ό,τι θελήσει να κάνει και σε ό,τι ζητήσει». Αν και σκληρός δεξιός, ο Ψωμιάδης σε αυτά μάλλον εμπνεόταν από τη μαρξιστική αρχή «Στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Ήταν 25 Σεπτεμβρίου 1993, όταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ αποθέωσαν τον Ευάγγελο Βενιζέλο στο κλειστό της Νεάπολης στη Θεσσαλονίκη, σαν να επρόκειτο για τον δεινό σκόρερ της ομάδας μπάσκετ, τον Μπάνε Πρέλεβιτς. Η συνήθης ιαχή «ω, Μπάνε, Μπάνε» για ένα βράδυ μετατράπηκε σε «ω, Μπένι, Μπένι». Ο ίδιος ο «Μπένι» εισήλθε σαν ροκ σταρ: διέσχισε το χώρο πίσω από τους πάγκους των δυο ομάδων, χαιρέτησε τον κόσμο που τον επευφημούσε και κατευθύνθηκε στις κερκίδες. Γιατί αυτή η υποδοχή; Διότι, απλούστατα, ο Ευ. Βενιζέλος είχε προσφέρει νομική αρωγή στον ΠΑΟΚ, στη διένεξη με την ΑΕΚ για την υπόθεση του μπασκετμπολίστα Νάσου Γαλακτερού. Ο ΠΑΟΚ «κέρδισε» τον Νάσο, ο «Μπένι» έγινε νομικός «πατέρας της νίκης». Έσπευσε λοιπόν για τα… περαιτέρω στο κλειστό της Νεάπολης, στο πρώτο ματς που έδωσε ο ΠΑΟΚ με τον Γαλακτερό στη σύνθεσή του (εναντίον του Ηρακλή). Όλα αυτά, 15 ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές – τις πρώτες στις οποίες κατερχόταν ο «Μπένι». Καθόλου άσχημα!

Αυτός που ένιωσε άσχημα με τη λατρεία των φίλων του ΠΑΟΚ προς το πρόσωπο του «Μπένι» ήταν ο άσπονδος «σύντροφος» και ανταγωνιστής του Άκης Τσοχατζόπουλος. Για πολύ καιρό ο Άκης εξέφραζε διπλό παράπονο σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Έλεγε πως κι ο ίδιος είχε ασκήσει επιρροή προς όφελος του ΠΑΟΚ στην υπόθεση Γαλακτερού. Τόνιζε, επίσης, ότι ουδέποτε εκτιμήθηκε επαρκώς μια άλλη προσφορά του: ως υπουργός Εσωτερικών μερίμνησε ώστε να δοθεί γρήγορα η ελληνική υπηκοότητα στον Πρέλεβιτς. Τι να κάνεις όμως; Στο μπάσκετ δεν υπάρχει ισοπαλία – πάντα ένας κερδίζει.

Εάν τα προαναφερθέντα αποτελούν μερικούς ξεχωριστούς σταθμούς η «κανονική» διαδρομή του τρένου της μεγάλης διαπλοκής ανάμεσα στις πολιτικές ελίτ και το αθλητικό «παραγοντιλίκι» περιλαμβάνει αναρίθμητες χαριστικές ρυθμίσεις, παραγραφές χρεών, παροχές γαιών, εθελοτυφλία μπροστά σε φοροδιαφυγή (π.χ. τα «λευκά συμβόλαια»).

Σε όσους αδαείς θεωρούν πως όλα αυτά είναι συπτώματα του «πελατειακού κράτους της μεταπολίτευσης» (βλακώδης θεωρία που ανάγει ως αφετηρία όλων των κακών το 1974), αξίζει να αφιερωθεί ένα απόσπασμα από το Ιστορικό Λεύκωμα της εκημερίδας Καθημερινή. Αρχές Οκτωβρίου 1966, εποχή κυβέρνησης «αποστατών» Στεφανόπουλου: «Ο υπουργός ΔημοσίωνΈργων Κ.  Μαρής απειλεί με παραίτηση αν δεν προβιβασθεί -παρατύπως- στην Α Εθνική Κατηγορία ο ΟΦΗ, ο υπουργός Βιομηχανίας I. Γκλαβάνης απαιτεί, κατά πληροφορίες, να παραμείνει στην Α’ Εθνική η Νίκη Βόλου, ενώ ο υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου Τ. Δρούλιας ενδιαφέρεται ζωηρά για τον Παναιγιάλειο».

Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο ακροβολίστηκαν στο χώρο του ποδοσφαίρου οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Το 1952 έγινε πρόεδρος του Παναθηναϊκού ο Γιάννης Μοάτσος, παραδοσιακός πολιτικός της ΕΠΕΚ, ο οποίος διηύθυνε το πολιτικό γραφείο του Νικολάου Πλαστήρα την εποχή που εκείνος ήταν πρωθυπουργός. Ποόεδρος του Ολυμπιακού ανέλαβε, το 1954, ο Γιώργος Ανδριανόπουλος, παλιός παίκτης της ομάδας και στέλεχος της ΕΡΕ. Διετέλεσε δήμαρχος Πειραιά και υπουργός Ναυτιλίας.
«Αν πάρουν ποτέ τον Ολυμπιακό τίποτε αριστεροί, θα καταστραφεί ο εφοπλισμός» έλεγε τη δεκαετία του ’80 ο τότε πρόεδρος της ομάδας Σταύρος Νταϊφάς. Τώρα φαίνεται πως η γκάμα των κινδύνων έχει διευρυνθεί: ακόμη και μια πειραϊκή δημοτική αρχή που δεν είναι «δεδομένη», μπορεί να ναρκοθετήσει το -τόσο… κατατρεγμένο, στην Ελλάδα- εφοπλιστικό κεφάλαιο… 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *