Ο ρόλος της Βέρμαχτ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

image001Εισαγωγικό σημείωμα

Μετά το τέλος της φασιστικής κυριαρχίας διαδιδόταν η θέση στη κοινή γνώμη –ιδιαίτερα στη Δυτική Γερμανία- και γινόταν επίσης πιστευτό, ότι οι μαζικές δολοφονίες στον (εβραϊκό) πληθυσμό κυρίως στη Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, ήταν έργο φανατικών ανδρών των SS και της αστυνομίας, ενώ αντιθέτως η γερμανική Βέρμαχτ συμπεριφέρθηκε όπως και κάθε άλλος στρατός, και ότι διεξήγαγε έναν «καθαρό πόλεμο» (αυτό από μόνο του δείχνει κυνισμό και απανθρωπιά, όταν σκεφθεί κανείς, ότι μόνο στη Σοβιετική Ένωση έχασαν τη ζωή τους 27 εκατομμύρια άνθρωποι και 6 ακόμη εκατομμύρια στη Πολωνία).

Υποστηριζόταν επιπλέον, ότι αναφορικά με την ιδεολογία, μεταξύ Βέρμαχτ και SS υπήρχε ένα τεράστιο χάσμα. Η αλήθεια είναι ότι η γερμανική Βέρμαχτ –εν μέρει έδρασε από μόνη της, εν μέρει σε συνεργασία με τα τμήματα της αστυνομίας και των Βάφεν- SS [=SS υπό τα όπλα] –ένας εξοντωτικός πόλεμος ενάντια στους «λαούς της Ανατολής», ο οποίος είχε ρατσιστικά, πληθυσμιακά-πολιτικά και οικονομικά κίνητρα.

Μια βασική αιτία για το ιστορικό ψέμα περί «καθαρής Βέρμαχτ», είναι το γεγονός, ότι μετά το 1945 ναζιστές στρατιωτικοί έπαιζαν κατά την περίοδο της καγκελαρίας Άντεναουερ (Δυτική Γερμανία) συμβουλευτικό ρόλο και σε μεγάλο βαθμό συμμετείχαν στην οικοδόμηση της Μπούντσεσβερ [γερμανικός στρατός]. Το πιστεύω τους ταίριαζε απόλυτα στην περίοδο του «ψυχρού πολέμου», επειδή το κοσμοείδωλό τους, που ήταν αποτυπωμένο ως «αντιμπολσεβίκικο», παρέμεινε το ίδιο. Ο εχθρός παρέμεινε επίσης ο ίδιος: η Ανατολή.

Μεταξύ Βέρμαχτ και Βάφεν- SS δεν υπήρχαν ουσιαστικές διαφορές αναφορικά με το ρατσιστικό εχθρικό είδωλο. Το κοσμοείδωλο και των δυό ήταν αποτυπωμένο από έναν συνδυασμό αντιμπολσεβικισμού, έσχατου ρατσισμού και πρόθεσης για εξόντωση. Σ΄ αυτά προστίθεται ακόμη η ετοιμότητα για υπακοή στην εξουσία.

Η γερμανική Βέρμαχτ δε διέπραξε απάνθρωπα εγκλήματα μόνο στην Ανατολή κατά του άμαχου πληθυσμού, αλλά και μια σειρά σφαγές σε άλλες χώρες όπως στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, για να αναφέρουμε μόνο μερικές, ακόμη και –μάλιστα θα λέγαμε ιδιαίτερα- κατά την αποχώρησή της από τις κατεχόμενες χώρες προς το τέλος του πολέμου.

Τα εγκλήματα της Βέρμαχτ δεν είχαν μόνο κίνητρα τη βούληση για εξόντωση των «σκλάβων υπανθρώπων» και τον φανατικό αντισημιτισμό, αλλά και την πίστη ότι αυτή διεξάγει έναν δίκαιο πόλεμο για τη «σωτηρία της πατρίδας». Τη πίστη αυτή την είχαν πολλοί στρατιώτες, που δεν ήταν απαραίτητα ρατσιστές, αλλά «κανονικοί γερμανοί άνδρες», που έμαθαν να υπακούν στην εξουσία.

***

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 εγκαινιάστηκε στο Αμβούργο μια Έκθεση του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Έρευνα, που αφορούσε στα εγκλήματα της Βέρμαχτ, η οποία μέχρι και το 1999 περιόδευσε σε 27 ακόμη πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας. Συνολικά οι επισκέπτες αυτό το διάστημα ανήλθαν στους 850.000. Διευθυντής αυτού του πρότζεκτ ήταν ο συγγραφέας του κειμένου που ακολουθεί, ο Hannes Heer.

Η Έκθεση αυτή για πρώτη φορά έφερε στη δημοσιότητα σημαντικό υλικό για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, ενώ συνάντησε αντιστάσεις ιδιαίτερα από τους νεοναζιστές και τους αναθεωρητές της Ιστορίας. Το άρθρο του ιστορικούHannes Heer αποτελεί ένα μικρό μόνο «απόσταγμα» αυτής της έρευνας, ιδιαίτερα σημαντικό –κατά τη γνώμη μας- για πτυχές της Ιστορίας, που μέχρι σ΄ ένα βαθμό είναι άγνωστες στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το παρουσιάζουμε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 70 χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την απελευθέρωση από τη φασιστική πανούκλα. Ασφαλώς και θα δώσουμε στη δημοσιότητα πολλές ακόμη αναλύσεις που αφορούν στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το φασισμό –και όχι μόνο με την ευκαιρία επετείων.

Παναγιώτης Γαβάνας

του Hannes Heer

Στη μνήμη του Thomas Harlan (1929–2010)

Η Χάνα Άρεντ, στην ερώτηση, πως μπορεί να αποτραπεί η λήθη του Ολοκαυτώματος, απάντησε λακωνικά: με τη θύμηση. Και στη συνέχεια πρόσθεσε ότι, είναι όμως αναγκαίο για αυτό να βρίσκει κανείς διαρκώς μια νέα μορφή αφήγησης. Αυτή η ρήση ισχύει επίσης για το δεύτερο μεγάλο έγκλημα της ναζιστικής Γερμανίας: τον εξοντωτικό πόλεμο. Με τη διαφορά όμως ότι το γεγονός της δολοφονίας των Εβραίων, το οποίο έχει αφηγηθεί με πολλές παραλλαγές στα μέσα ενημέρωσης, στο μεταξύ δεν αμφισβητείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Γερμανών. Αντιθέτως, τα εγκλήματα της Βέρμαχτ, αφότου έγιναν αντιληπτά για πρώτη φορά από εκατομμύρια ανθρώπους από το 1995 έως το 1999 σε μια περιοδεύουσα έκθεση και συζητήθηκαν μέχρι τα όρια του πόνου, όπως δείχνουν εδώ και καιρό ξανά μελέτες του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας του Μονάχου ή της Υπηρεσίας Ερευνών της Στρατιωτικής Ιστορίας, έχουν γίνει αντικείμενο αναθεωρητικών ερμηνειών, και στην τηλεόραση του Γκουίντο Κνοπ[1] πηγή για ντοκιμαντέρ-σαπουνόπερες, που παίζουν με τη γοητεία του κακού και αθωώνουν τους δράστες. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να γίνει ακόμη μια φορά αφήγηση της προϊστορίας του πολέμου του Χίτλερ.

Ο δεύτερος πυλώνας

Στις 3 Φεβρουαρίου 1933, μπροστά σε όλους τους φορείς της κρατικής εξουσίας, ο Χίτλερ κάλεσε όλους τους διοικητές του στρατού ξηράς και του ναυτικού, ώστε να τους εξηγήσει το πρόγραμμά του. Αυτό αποτελούνταν από τέσσερα σημεία: 1. Η Βέρμαχτ είναι ένοπλος φορέας του έθνους. Δεν τίθεται ζήτημα συγχώνευσης με κομματικούς σχηματισμούς όπως η SA [Τάγματα Εφόδου]. 2. Ως υπερκομματικός και μη πολιτικός θεσμός, πρέπει να εξυπηρετεί την προστασία του Ράιχ, όχι όμως την ειρήνευση των αγώνων στο εσωτερικό. Αυτό το τελευταίο είναι υπόθεση του Κόμματος. 3. Για να γίνει ικανός ο λαός για άμυνα θα έπρεπε να εξαλειφθούν οι στρατιωτικοί περιορισμοί της Συνθήκης των Βερσαλλιών, μεταξύ άλλων, η απαγόρευση της καθολικής υποχρεωτικής στράτευσης και να εξολοθρευτεί το μαρξιστικό-ειρηνιστικό φρόνημα στη Γερμανία. Κατά λέξη: «Όποιος δε θέλει να μεταπειστεί, πρέπει να καμφθεί. Εξολόθρευση του μαρξισμού. Προσαρμογή της νεολαίας και όλου του λαού στην ιδέα ότι μπορεί να μας σώσει μόνο ο αγώνας». 4. Μακροπρόθεσμος στόχος της πολιτικής του, όπως συμπέρανε ο Χίτλερ, είναι η «κατάκτηση νέου ζωτικού χώρου στην Ανατολή και η ανελέητη γερμανοποίησή του».

Η προγραμματική ομιλία του νέου καγκελάριου του Ράιχ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η προσφορά μιας συνθήκης μεταξύ του NSDAP [Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα / ναζιστικό κόμμα] και της Βέρμαχτ: Για την αναθεώρηση του 1918 και την επάνοδο της Γερμανίας σε μεγάλη δύναμη, ο Χίτλερ απαίτησε την ανοχή της πολιτικής του στο εσωτερικό. Οι στρατηγοί μετά τη συνάντηση έδειξαν συναίνεση: «[Είναι] αναγκαία η γνώση, ότι βρισκόμαστε σε μια επανάσταση. Το σάπιο κράτος πρέπει να πέσει. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την τρομοκρατία. Το Κόμμα θα ενεργήσει ενάντια στον μαρξισμό ανελέητα. Καθήκον της Βέρμαχτ, το όπλο παρά πόδα. Καμιά υποστήριξη, σε περίπτωση που οι διωκόμενοι αναζητούν καταφύγιο στη μονάδα». Ο Χίτλερ έκανε το δικό του και κράτησε το λόγο του:

– με την ίδρυση τής αρχικά ακόμη μυστικής γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, τον Μάιο του 1933,

– με την καθιέρωση της καθολικής στρατιωτικής θητείας στις 16 Μαρτίου 1935,

– με την είσοδο της Βέρμαχτ στην αποστρατικοποιημένη Ρηνανία, και ως εκ τούτου την επανάκτηση της στρατιωτικής κυριαρχίας τον Μάρτιο του 1936,

– με την υποστήριξη του πραξικοπηματία στρατηγού Φράνκο από το καλοκαίρι του 1936 και μια σχεδόν τρίχρονη δοκιμή για τον μελλοντικό πόλεμο.

Η Ράιχσβερ[2] βρισκόταν με το όπλο παρά πόδα, όπως υποσχέθηκε, σε όλες τις φάσεις αναδιοργάνωσης της κατακτημένης δημοκρατίας σ΄ ένα ολοκληρωτικό κράτος αδίκου:

Μέσα σε τέσσερις μόνο μήνες οι συντηρητικοί εταίροι στη συμμαχία, που ήθελαν να τιθασεύσουν τον Χίτλερ, απέτυχαν και μετατράπηκαν σε αμελητέες φιγούρες. Τα κρατίδια είχαν υπαχθεί στους κομματικούς κυβερνήτες, δεκάδες χιλιάδες άνδρες των Ταγμάτων Εφόδου διορίστηκαν σε βοηθούς αστυνομικούς. Το Διάταγμα περί Πυρπόλησης του Ράιχσταγκ (28 Φεβρουαρίου 1933) και ο Νόμος περί Εξουσιοδότησης που ακολούθησε (23 Μαρτίου 1933) έθεσαν εκτός ισχύος όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και έκαναν δυνατή την αυθαίρετη καταδίωξη των πολιτικών αντιπάλων. Τα συνδικάτα και τα δημοκρατικά κόμματα διαλύθηκαν, το ναζιστικό κόμμα [NSDAP] λειτουργούσε ως το μοναδικό κόμμα. Ενόσω δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές και σοσιαλιστές γέμιζαν τα νεοδημιουργηθέντα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με το Νόμο για την Αποκατάσταση του Επαγγελματικού Δημόσιου Τομέα (7 Απριλίου 1933) τέθηκε σε λειτουργία η οριστική εκδίωξη των Εβραίων.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 30 Ιουνίου 1934, αποτράπηκε ο κίνδυνος μιας σύγκρουσης μεταξύ κομματικού στρατού του Χίτλερ και της Βέρμαχτ με τη δολοφονία του Ρεμ και περισσότερων από 100 στελεχών των Ταγμάτων Εφόδου. Λίγο αργότερα, μετά τον θάνατο του Χίντεμπουργκ, ο καγκελάριος του Ράιχ, Χίτλερ, έγινε και πρόεδρος του Ράιχ: Ο Χίτλερ ήταν τώρα αρχηγός της Βέρμαχτ. Η Βέρμαχτ από τώρα πλέον δεν έδινε όρκο στο Σύνταγμα και την πατρίδα, αλλά προσωπικά «στον φύρερ του Γερμανικού Ράιχ και του λαού, Αδόλφο Χίτλερ».

Οι φυλετικοί νόμοι που θεσπίστηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου 1935 στο Συνέδριο του Κόμματος στη Νυρεμβέργη, μετέτρεψαν τους γερμανούς Εβραίους σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Η Βέρμαχτ όμως εφάρμοζε ήδη από πριν αυτή την πολιτική του Απαρτχάιντ: Στις 28 Φεβρουαρίου 1934 απομακρύνθηκαν όλοι οι Εβραίοι αξιωματικοί και στρατιώτες από το στράτευμα. Η έννοια του φυλετικού αίσχους [Rassenschande] αποτέλεσε από τώρα μέρος του υπηρεσιακού κανονισμού: Στους αξιωματικούς απαγορεύονταν να παντρευτούν Εβραίες.

Η δρακόντεια επιβολή της Παραγράφου περί Αρίων [Arierparagraph] δεν ήταν απλά υπακοή της ηγεσίας της Βέρμαχτ που προπορευόταν σ΄ ένα ξεχωριστό ζήτημα, αλλά αποτέλεσμα του πλησιάσματος του στρατεύματος στον εθνικοσοσιαλισμό, που προωθήθηκε από αυτήν συστηματικά. Από το φθινόπωρο του 1933 η «εθνικο-πολιτική διδασκαλία» είχε το καθήκον να θεμελιώσει την «κατευθυντήρια ιδέα της εθνικοσοσιαλιστικής κοσμοαντίληψης» και τα καθημερινά-πολιτικά μέτρα του ναζιστικού κόμματος, με σκοπό την «επαναστατική αναδιοργάνωση του κράτους και της κοινωνίας» στο σώμα των αξιωματικών. «Η Βέρμαχτ και το κράτος έγιναν ένα», ανακοίνωσε ο υπουργός Άμυνας, Μπλόμπεργκ, ήδη το 1934 γεμάτος υπερηφάνεια. Και ο Χίτλερ επιβεβαίωσε: Η νέα κρατική ηγεσία «υποστηρίζεται από δυό πυλώνες, πολιτικά από την οργανωμένη στο εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα λαϊκή κοινότητα, στρατιωτικά από την Βέρμαχτ». Αυτό αντιστοιχούσε ασφαλώς, στο πως έβλεπε τον εαυτό της η πλειοψηφία των στρατιωτικών. Η συμμαχία ναζιστικού κόμματος και Βέρμαχτ δεν ήταν απλά μια τακτική συναλλαγή για την εξασφάλιση των ιδίων συμφερόντων, αλλά βασιζόταν σε ένα μεγάλο σύνολο κοινών πολιτικών πεποιθήσεων: Οι στρατιωτικοί του στρατού των 100.000 ανδρών απέρριψαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ήθελαν το αυτοκρατικό κράτος του φύρερ, μισούσαν τα δημοκρατικά κόμματα και τα συνδικάτα που δρούσαν διεθνώς, τα οποία για αυτούς ίσχυαν ως υποστηρικτές του μπολσεβικισμού, οι στόχοι τους ήταν εκδίκηση για τις Βερσαλλίες και ένας νέος πόλεμος για το μέγεθος της Γερμανίας. Οι Εβραίοι ήταν για αυτούς ύποπτοι, και δεν τους πείραζε που η υποτιθέμενη «εξουσία» τους περικόπηκε. Αυτή η, όπως το διατύπωσε ο Μάνφρεντ Μέσερσμιτ, «μερική ταυτότητα στόχων», φρόντισε ώστε το 1933 η συμμαχία να πετύχει την εξασφάλιση της νίκης στον Χίτλερ και το σφράγισμα της τύχης της Γερμανίας.

Ο πόλεμος σαν κοινωνική κατάσταση

Στο επίκεντρο της σκέψης του Χίτλερ βρισκόταν ο πόλεμος. Στο προγραμματικό του σύγγραμμα «Ο αγών μου», αυτό το εξέφρασε καθαρά ήδη από το 1924, και στο «Δεύτερο Βιβλίο» του που γράφηκε το 1928, αυτή τη σκέψη την κλιμάκωσε παραπέρα: Ο «αγώνας» ήταν το φυσιολογικό και ο «πόλεμος» ο στόχος κάθε πολιτικής. Έτσι, η εργαλειακή αντίληψη περί πολέμου ως μέσου της πολιτικής, όπως την είχε αναπτύξει ο Κλαούζεβιτς, τέθηκε με το κεφάλι προς τα κάτω: ο πόλεμος ήταν ο σκοπός, ήταν πολιτική. Ο Χίτλερ συνήγαγε το σχέδιό του άμεσα από το φυσικό νόμο: Επειδή το δίκαιο του ισχυρότερου καθορίζει -κατά την άποψή του- την πορεία της ζωής του ατόμου όπως και την πορεία της παγκόσμιας Ιστορίας, ο πόλεμος πρέπει να θεωρείται ως η υψηλότερη έκφραση της ζωής ενός λαού και ως η μοναδική δυνατότητα επιβίωσης ενός έθνους. Ο αντίπαλος έχει καθοριστεί ήδη εδώ και πολύ καιρό εξαιτίας ενός ιστορικού ανταγωνισμού, ο οποίος μέσω της ήττας της Γερμανίας το 1918 και τη νίκη της ρωσικής επανάστασης, απέκτησε μια επικίνδυνη κλιμάκωση: Το καρκίνωμα της Ιστορίας -πάντα κατά τον Χίτλερ- είναι οι Εβραίοι, η πιο ακραία ενσωμάτωση αυτού του κακού όμως είναι ο μπολσεβικισμός. Αυτός ο εβραϊκός μπολσεβικισμός άρχισε να σφραγίζει με το θάνατο τις ανώτερες πολιτιστικά φυλές, για να κατακτήσει έτσι την παγκόσμια κυριαρχία. Μοναδικοί στόχοι ενός γερμανικού αγώνα πρέπει να είναι η εξάλειψη αυτών των παγκόσμιων διαφθορέων και η ιδία βίαιη κατάκτηση ζωτικού χώρου στην Ανατολή. Εδώ, σε περίπτωση ενός τέτοιου πολέμου, δεν είναι δεσμευτικοί όλοι οι υπερεθνικοί περιορισμοί που προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο ή την ηθική. Η πάλη ενάντια στον φυλετικό εχθρό και υπέρ του ζωτικού χώρου, είναι ένας πόλεμος για την τύχη της Γερμανίας, και ως εκ τούτου ένας δίκαιος πόλεμος. Επομένως, θα μπορούσε να διεξαχθεί με όλα τα μέσα –ακόμη και με τα πιο απάνθρωπα.

Η πορεία προς τα εκεί, δε μπορεί να γίνει σε ένα βήμα, αλλά σε πολλές φάσεις. Μετά την «επανένωση» με την Αυστρία σε ένα μεγαλογερμανικό Ράιχ, τίθεται στην ημερήσια διάταξη η «εξόντωση» του «αδυσώπητου θανάσιμου εχθρού», της Γαλλίας. Στη συνέχεια –κατά τον Χίτλερ- θα αρχίσει ο πραγματικός αγώνας για την τύχη του γερμανικού λαού στην Ανατολή, ο οποίος θα επιτευχθεί σε συμμαχία, το λιγότερο όμως με την επιδοκιμασία, της «θαλάσσιας δύναμης» Αγγλίας, η οποία δεν ενδιαφέρεται για τη μετατόπιση δυνάμεων στην ήπειρο. Χώρες όπως η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία ως αποκυήματα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και ως μέρος της σλαβικής κατώτερης φυλής, δεν έχουν δικαίωμα στη ζωή και πρέπει να «εκγερμανιστούν».

Η χρονική περίοδος από το 1933 έως το 1939 χρησίμευσε στον Χίτλερ για να επιβάλλει τον πόλεμο ως κοινωνικό σχέδιο. Οι εσωπολιτικοί αντίπαλοι στιγματίστηκαν ως αυτοί που είναι υπαίτιοι για τις ζημιές του παρελθόντος και του παρόντος, και ανάλογα με τον καιροσκοπισμό, εξαλείφθηκαν με κτηνώδη βία ή με διατάγματα. Το χάος της διεθνούς πολιτικής, η οποία ως αποτέλεσμα της Συνθήκης των Βερσαλλιών και της παγκόσμιας οικονομικής διαρκούς κρίσης δεν είχε εκφραστεί ακόμη με μια νέα τάξη, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόφαση για να ακυρωθούν οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Γερμανία και να χαραχτούν νέα σύνορα στην Ευρώπη. Η ομαλή «ευθυγράμμιση» στο εσωτερικό, καθώς και οι «συνδέσεις» των γειτονικών κρατών οι οποίες έγιναν ανεκτές στο εξωτερικό, κατανοήθηκαν από τους περισσότερους Γερμανούς ως επιτυχημένη επιβεβαίωση μιας πολιτικής, η οποία αντί να στοιχειοθετηθεί με δικανικές διαδικασίες και διπλωματικά Σύμφωνα, στηρίχτηκε στην ανοιχτή βία.

Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1930 ο Χίτλερ δεν εμπιστευόταν ακόμη εντελώς το λαό του και την ετοιμότητά του για βία, καθώς και τη στρατιωτική του ετοιμότητα. Στις 5 Νοεμβρίου 1937 ανακοίνωσε στους διοικητές της Βέρμαχτ την απόφασή του να λυθεί αμέσως με στρατιωτικά μέσα το ζήτημα της τύχης του γερμανικού λαού, η απόκτηση ζωτικού χώρου. Πρώτοι στόχοι μ΄ αυτό τον τρόπο, ήταν η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία. Έτσι, με μια πράξη κρατικού εκβιασμού στις 12 Μαρτίου 1938 προσαρτήθηκε η Αυστρία, στη συνέχεια εξαιτίας της Συνθήκης του Μονάχου στις 10 Οκτωβρίου 1938 η τσεχοσλοβάκικη «Χώρα των Σουδητών», που στην πλειοψηφία της κατοικούνταν από Γερμανούς. Προτού ο Χίτλερ προχωρήσει στα επόμενα πολύ πιο ριψοκίνδυνα βήματα, την «καταστροφή της υπόλοιπης Τσεχίας» και την επίθεση στην Πολωνία, κάλεσε στις 10 Νοεμβρίου 1938 στο Βερολίνο 400 δημοσιογράφους και εκδότες για να κάνει την μεγαλύτερη προπαγανδιστική καμπάνια της σύγχρονης εποχής. Στην αρχή της ομιλίας του ανέφερε ότι η μέχρι τώρα υποστήριξή του για μια ειρηνική εξάλειψη των αδικιών που προέκυψαν από την Συνθήκη των Βερσαλλιών, ήταν μια σκόπιμη εξαπάτηση για να επανακτήσει ο γερμανικός λαός την ελευθερία δράσης του και τη στρατιωτική του κυριαρχία. Ωστόσο, αυτή η μακροχρόνια  προπαγάνδα υπέρ της ειρήνης –κατά τον Χίτλερ- οδήγησε επίσης στο ότι πολλοί πίστεψαν ότι αυτός τάσσεται υπέρ της ειρήνης με κάθε τίμημα. Ως εκ τούτου, είναι πλέον καιρός, ότι «ο γερμανικός λαός πρέπει να αλλάξει ψυχολογικά και να του γίνει σιγά σιγά καθαρό, ότι υπάρχουν πράγματα, τα οποία (…) πρέπει να επιβληθούν με τα μέσα της βίας.» Αυτό δεν επιτυγχάνεται με το να κηρύσσει απλά κανείς μόνο τη βία. Πολύ περισσότερο, το ζήτημα είναι, έλεγε ο Χίτλερ στους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, «να διαφωτίζονται συγκεκριμένες διαδικασίες της εξωτερικής πολιτικής, έτσι ώστε να [αρχίσει] να φωνάζει σταδιακά η ίδια η εσωτερική φωνή του λαού για βία», «να προκληθεί στον εγκέφαλο της πλατιάς μάζας του λαού εντελώς αυτόματα βαθμιαία η πεποίθηση: έτσι δε μπορεί να συνεχιστεί σε καμιά περίπτωση.» Αυτό το αίσθημα του «έτσι-δε-μπορεί-να-συνεχιστεί», που τους επόμενους μήνες τέθηκε σε κίνηση συστηματικά, τροφοδοτήθηκε από την υποτιθέμενη άρνηση του ζωτικού χώρου για το γερμανικό λαό και την δήθεν περικύκλωσή του από μια πολεμική συμμαχία, στην οποία ηγεμόνευε η Αγγλία.

Η εισβολή στην Πράγα στις 15 Μαρτίου και η επίθεση στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, φαινόταν ότι είναι η διέξοδος από αυτό το αδιέξοδο. Το ότι και τα δυό χτυπήματα πέτυχαν, έδωσε στις προαποφασισθείσες αιτίες του πολέμου, μια εκ των υστέρων νομιμοποίηση. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος στην Πολωνία έδωσε επιπλέον την ευκαιρία να μελετηθεί η αντίληψη του Χίτλερ για τον πόλεμο.

Πολωνία: Εξάσκηση στη γενοκτονία

Στις 22 Αυγούστου 1939, κατά τη διάρκεια που η διεθνής διπλωματία βρισκόταν σε ένταση για να αποτρέψει ακόμη το απειλητικό ξέσπασμα του πολέμου, ο Χίτλερ συγκέντρωσε στο Όμπερσαλτσμουργκ τους διοικητές που προορίζονταν για την εκστρατεία λέγοντάς τους καθαρά: «Μην δείξετε οίκτο. Ενεργήστε βίαια. (…) Στρατιωτικός στόχος είναι η ολοκληρωτική καταστροφή της Πολωνίας.» – «Όχι κατοχή (…) της χώρας, αλλά καταστροφή δυνάμεων.» – «Με την φυσική καταστροφή [του πληθυσμού η Γερμανία] θα αποκτήσει το ζωτικό χώρο που χρειαζόμαστε.» – [Η χρήση] των μέσων είναι αδιάφορη. (…) Δεν πρόκειται για το ζήτημα ότι έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, αλλά αποκλειστικά για τη νίκη.» Τις ανησυχίες των στρατηγών του πριν από μια επικείμενη επίθεση της Αγγλίας και της Γαλλίας στη Δύση, ο Χίτλερ τις διέλυσε εντελώς όπως με ένα μαγικό ραβδί: Το Σύμφωνο Μη Επίθεσης με τον Στάλιν, το οποίο θα μονογράφονταν την επόμενη ημέρα στη Μόσχα, προέβλεπε, ότι η Πολωνία θα κλειστεί σε τανάλια και θα μοιραστεί μεταξύ τους μετά τη νίκη.[3]

Αυτό δεν θα ήταν μια κανονική ένοπλη αντιπαράθεση, οι στρατηγοί το ήξεραν ήδη κατά τη διάρκεια της ομιλίας. Η Πολωνία όμως δεν ήταν επίσης ένας κανονικός αντίπαλος, αλλά λόγω της υποτιθέμενης πολιτιστικής και οικονομικής της καθυστέρησης περιφρονήθηκε από μεγάλα τμήματα Γερμανών για δεκαετίες και μισήθηκε εξαιτίας των αποτυχημένων μαχών για την Άνω Σιλεσία στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Αντίστοιχα, ρατσιστικές ήταν οι οδηγίες που μοιράστηκαν από το Τμήμα Προπαγάνδας στα τέλη Αυγούστου του 1939 στα στράτευμα: ο Πολωνός «στις απαιτήσεις του [είναι] (…) υπερβολικός, στις υποσχέσεις του αναξιόπιστος (…). Είναι αυθαίρετος και ανελέητος απέναντι στους άλλους. Οι θηριωδίες, η κτηνωδία, ο δόλος και το ψέμα είναι τα μέσα πάλης που χρησιμοποιεί όταν εξάπτεται, αντί την ήρεμη δύναμη.» Οι διοικητές των μονάδων έβγαλαν από δω στρατιωτικά σαφή συμπεράσματα, προτού ακόμη να έχει πέσει η πρώτη σφαίρα: «Αντίστοιχα με τον ύπουλο χαρακτήρα του Σλάβου» πρέπει να υπολογίζεται με έναν πόλεμο πίσω απ΄ το μέτωπο, οι φορείς του οποίου –πάντα κατά τον Χίτλερ- είναι κυρίως ο κλήρος, που ως γνωστό «μισεί φανατικά τους Γερμανούς». Πρέπει επίσης να υπολογίζεται με μια «δραστηριότητα υποδαύλισης » από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Το μοναδικό μέσο ενάντια σ΄ αυτά είναι η «ανελέητη επέμβαση» – «Οι εκτελέσεις είναι το πιο αποτελεσματικό [μέσο]». Δεν είναι να απορεί κανείς που το στράτευμα είχε τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο, που μετά τη διέλευση των συνόρων άνοιγε πυρ ενάντια σε καθένα που θεωρούνταν ύποπτος για σαμποτάζ ή για αντίσταση. Δεκάδες χωριά τυλίχτηκαν στις φλόγες ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου, εκατοντάδες κάτοικοι τουφεκίστηκαν. Σε πόλεις, όπως το Κατοβίτσε και η Τσεστοχόβα υπήρξαν σφαγές με περισσότερους από 1000 νεκρούς. Εδώ, τα θύματα σε πολλές περιπτώσεις ήταν εθελοντές που είχαν κινητοποιηθεί για την υποστήριξη των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων, οι οποίες δέχτηκαν επίθεση χωρίς κήρυξη πολέμου ή είχαν οργανωθεί εθελοντικά σε «επιτροπές πολιτών».

Η χίμαιρα του ανταρτοπόλεμου φαινόταν να επιβεβαιώνεται από την εμφάνιση διάσπαρτων εχθρικών τμημάτων στα πλευρά και τα όπισθεν της Βέρμαχτ. Παρ΄ όλο που συνεπεία της στρατιωτικής επίθεσης, και της μ΄ αυτό τον τρόπο δυνατής γρήγορης διείσδυσης των πολωνικών στρατευμάτων, δημιούργησε η ίδια αυτή την ασάφεια του πεδίου της μάχης, έλυσε το πρόβλημα με το να κηρύξει όλες αυτές τις εχθρικές μονάδες ως αντάρτες, σε περίπτωση που δεν παραδίνονταν: «Ύπουλες επιθέσεις στις γερμανικές μονάδες πίσω από το μέτωπο δεν είναι έντιμος πόλεμος. Τέτοιου είδους συμμορίες τις θεωρούμε ως ληστές και θα τις αντιμετωπίσουμε ανάλογα», ανέφερε η αποδεικτική των στρατηγών, η οποία κατάργησε τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Υπονόμευση υπήρχε ήδη από πριν, στο μέτωπο μέσω πολλαπλών καταχρήσεων: Περίπου 500 αιχμάλωτοι πολέμου εξοντώθηκαν πριν από τις 12 Σεπτεμβρίου ως «αντίποινα» για τις ιδίες απώλειες επειδή «επαναστάτησαν» ή επειδή «ήθελαν να τραπούν σε φυγή». Άλλοι 1500 κρατούμενοι εκτελέστηκαν μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών στις 28 Σεπτεμβρίου 1939. Σ΄ αυτούς προστίθενται ακόμη 8000 πολίτες που εκτελέστηκαν ως «ελεύθεροι πολεμιστές» και όμηροι.

«Εκκαθάριση του διαδρόμου»

Στην καθολική βαρβαρότητα συνεισέφερε το ότι μαζί με την Βέρμαχτ είχαν εισβάλλει και γερμανικές ειδικές μονάδες, οι οποίες δεν βρίσκονταν υπό τη διοίκησή της. Επρόκειτο για έξι ομάδες δράσης της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) του αρχηγού του Ράιχ των SS, έξι τάγματα της αστυνομίας, τρία συντάγματα νεκροκεφαλών των SS από τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, Νταχάου και Σάξενχαουζεν. Όλοι αυτοί ακολουθούσαν τις διαταγές του Χίμλερ και με βάση μια συμφωνία με την Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού (ΟΚΗ) είχαν λάβει εντολή για την «καταπολέμηση όλων των εχθρικών προς το Ράιχ και τη Γερμανία στοιχείων στην εχθρική χώρα, στα όπισθεν των μονάδων που μάχονταν». Στην ακριβή διατύπωση του Χέυντριχ η εντολή ανέφερε: «Στους μικρούς ανθρώπους θα δείξουμε επιείκεια, οι ευγενείς, οι ιερείς και οι Εβραίοι όμως πρέπει να θανατωθούν.» Ή ως κυνικό πρόσταγμα: «Εκκαθάριση του διαδρόμου: Εβραϊσμός, διανόηση, κλήρος, ευγενείς.» Ήδη στα τέλη της πρώτης βδομάδας του πολέμου ο Χέυντριχ ανέφερε τον αριθμό «καθημερινά (…) 200 εκτελέσεις». Χάρη σ΄ αυτή τη δολοφονική πρακτική ο διοικητής της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) ήταν σε θέση στα τέλη Σεπτεμβρίου να αναφέρει ότι από την πολωνική ηγεσία «έμεινε το πολύ ένα 3%». Συνολικά από τις μονάδες των SS και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εκτελέστηκαν 10.000 έως 17.000 άνθρωποι.

Ο Χίτλερ είχε πληροφορήσει επίσημα στις 7 Σεπτεμβρίου την ηγεσία της Βέρμαχτ για την εκστρατεία εξόντωσης από ταSS των Εβραίων και της πολωνικής διανόησης. Η ηγεσία όμως της Βέρμαχτ αντέδρασε πρώτα, όταν ο Χέυντριχ την πληροφόρησε στις 19 Σεπτεμβρίου για τα περαιτέρω ριζοσπαστικά του σχέδια: οι Εβραίοι έπρεπε να απομακρυνθούν από τα εδάφη της δυτικής Πολωνίας, που σύντομα ήταν γερμανικά, και μαζί με τους Εβραίους του Ράιχ να συγκεντρωθούν σ΄ ένα «εβραϊκό κράτος υπό γερμανική διοίκηση», το οποίο θα ιδρυόταν στην Κρακοβία. Ο Βάλτερ Μπράουχιτς, διοικητής του στρατού, προσπάθησε να κερδίσει χρόνο και να αποφύγει την ευθύνη και τάχθηκε υπέρ, στο να λάβουν χώρα αυτά τα «λαϊκά- πολιτικά κινήματα» μετά την απόσυρση της Βέρμαχτ και τη δημιουργία μιας πολιτικής διοίκησης. Ακόμη και για οικονομικούς λόγους προειδοποίησε για μια «πολλή γρήγορη εξάλειψη των Εβραίων».

Οι αιτίες αυτής της αμφιλεγόμενης στάσης της ηγεσίας της Βέρμαχτ στο λεγόμενο εβραϊκό ζήτημα, οφειλόταν στη γενική απόρριψη των «Εβραίων της Ανατολής» από το σώμα των αξιωματικών. Ανάλογα, είχαν παρουσιάσει οι διοικητές στις μονάδες τους από την πρώτη μέρα τούς Εβραίους σαν εχθρούς: Αυτοί είναι «απόλυτα εχθρικοί προς τους Γερμανούς» και «τις περισσότερες φορές έχουν συμμαχήσει άνευ όρων με την κυβέρνηση». Ανάλογα με την περιοχή όπου λάμβαναν χώρα οι εκστρατείες, γινόταν προειδοποίηση για «χωρικούς Εβραίους» ή για κινδύνους που απειλούσαν τις «μέχρι και 90% εβραϊκές» πόλεις στο βορρά ή την πετρελαϊκή περιοχή από το «εβραϊκό προλεταριάτο» της ανατολικής Γαλικίας. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι τμήματα αυτών των μονάδων ακολουθούσαν αυτές τις οδηγίες. Δεν υποστήριζαν μόνο τις δολοφονίες των Εβραίων από τα SS, αλλά ενεργούσαν και οι ίδιοι: Λεηλατούσαν τα σπίτια και τα μαγαζιά τους, πυρπολούσαν τις Συναγωγές, βίαζαν και δολοφονούσαν. Από τους 10.000 πολίτες και αιχμαλώτους που σκότωσε η Βέρμαχτ τον Σεπτέμβριο του 1939, οι 2000 ήταν Εβραίοι. Για να διατηρηθεί η πειθαρχία του στρατεύματος, η Ανώτατη Διοίκηση με μια μυστική διαταγή απαγόρευσε την ενίσχυση με όπλα των SS, και οι επιτόπιοι διοικητές των μονάδων απαγόρευσαν «αυθαίρετα μέτρα ενάντια στους Εβραίους». Όπως δείχνει το σημείωμα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Φραντς Χάλντερ, στο ημερολόγιο πολέμου στις 5 Οκτωβρίου 1939, αυτό δεν είχε καμιά επίδραση: «Δολοφονίες Εβραίων – Πειθαρχία!».

Μετά τη νίκη κατά της Πολωνίας, ο Χίτλερ ανακοίνωσε στις 6 Οκτωβρίου στο Ράιχσταγκ, ότι σχεδιάζει «μια νέα τάξη των εθνογραφικών συνθηκών» στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς και «μια ρύθμιση του εβραϊκού προβλήματος». Μετά την συνένωση των περιοχών της δυτικής Πολωνίας σε δυό νέα Γκάου [= διοικητική περιφέρεια] του Ράιχ, Γκντανσκ / δυτική Πρωσία και την περιοχή της Βάρτα («Wartheland“) και της κεντρικής Πολωνίας με τις πόλεις Βαρσοβία, Κρακοβία, Λούμπλιν σε ένα «Γενικό Κυβερνείο», άρθηκε στις 25 Οκτωβρίου η μέχρι τότε στρατιωτική διοίκηση και η πολιτική εξουσία μεταβιβάστηκε στους γκάουλαιτερ και στον Γενικό Κυβερνήτη, Χανς Φρανκ. Αμέσως άρχισε η «μετεγκατάσταση» των Πολωνών και των Εβραίων από τα δυό νέα Γκάου στο Γενικό Κυβερνείο. Παράλληλα, και στις τρεις περιοχές υπήρξαν μαζικές εκτελέσεις της πολωνικής ηγεσίας και των Εβραίων.

Οι διαμαρτυρίες των στρατιωτικών διοικητών και στα δυό νέα Γκάου ενάντια στις δημόσιες εκτελέσεις, είχαν επίσης μικρή επίδραση όπως [δείχνουν] τα γραπτά του αρχιστράτηγου φον Μπλάνκοβιτς που στάθμευε στο Γενικό Κυβερνείο, ο οποίος εφιστούσε τη προσοχή για την πολιτική ζημιά την οποία προκάλεσε η σφαγή «μερικών δεκάδων χιλιάδων Εβραίων και Πολωνών», όχι τελευταία, για το ότι έτσι επιδρούσε «ανυπολόγιστη αποκτήνωση και ηθική εξαχρείωση» στο στράτευμα. Ο διοικητής του, αρχηγός του στρατού, αυτό το δικαιολόγησε για τη «διασφάλιση του γερμανικού ζωτικού χώρου που είναι αναγκαίος και για τη λύση των λαϊκών-πολιτικών καθηκόντων που κανονίστηκαν από τον φύρερ», και υποσχέθηκε για την εφαρμογή τους στο μέλλον «να μείνει μακριά απ΄ το στράτευμα». Τους τελευταίους ενδοιασμούς τούς εξάλειψε ο Χίμλερ, όταν στις αρχές Μαρτίου του 1940, δήλωσε σε μια συνάντηση στους στρατηγούς, που είχαν μετατεθεί για την εκστρατεία στη Δύση, στην πόλη Κόμπλεντς, ότι όλα τα μέτρα των SS στην Πολωνία, έχουν ληφθεί με ρητή διαταγή του φύρερ. Αυτό ήταν αρκετό για να τερματιστούν οι συζητήσεις περί «λαθών» στη Πολωνία.

Η «Επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”», ο εξοντωτικός πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ, ήταν πάντα ο σχεδιασμένος, βασικός του πόλεμος. Η ομιλία την οποία απεύθυνε στους 100 διοικητές και επιτελάρχες του μελλοντικού στρατού της Ανατολής στις 30 Μαρτίου 1941 στην αίθουσα υποδοχής της καγκελαρίας του Ράιχ, αυτό πρόδιδε. Η ομιλία αυτή ήταν ένα ανοιχτό κάλεσμα για εγκλήματα: «Αγώνας μεταξύ δυό κοσμοθεωριών σήμερα. Η αρνητική θέση για τον μπολσεβικισμό ισοδυναμεί με αντικοινωνική εγκληματικότητα. Ο κομμουνισμός είναι τεράστιος κίνδυνος για το μέλλον. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τη θέση της στρατιωτικής συντροφικότητας. Ο κομμουνιστής δεν ήταν παλιότερα σύντροφος και δε θα είναι σύντροφος ούτε αργότερα [ως αιχμάλωτος]. Πρόκειται για έναν εξοντωτικό αγώνα. (…) Εξόντωση των μπολσεβίκων κομισάριων και της κομμουνιστικής διανόησης. (…) Ο αγώνας πρέπει να διεξαχθεί ενάντια στο δηλητήριο της αποσύνθεσης. Αυτό δεν είναι ζήτημα στρατιωτικών δικαστηρίων. (…) Ο αγώνας θα είναι πολύ διαφορετικός απ΄ τον αγώνα στη Δύση. Στην Ανατολή η σκληρότητα είναι ήπια για το μέλλον. Οι ηγέτες πρέπει να απαιτήσουν απ΄ τον εαυτό τους θυσίες, να υπερνικήσουν τους δισταγμούς τους.».

Όταν ο Χίτλερ μετά την ομιλία του έφυγε αμέσως από την αίθουσα, διαλύθηκε και η συγκέντρωση. Εκφράσεις αγανάκτησης, αντιρρήσεις ή αμφιβολίες δεν είναι γνωστές από τον κύκλο των στρατηγών που ήταν παρόντες. Αυτό το τεκμηριώνουν επίσης οι τέσσερις διαταγές που επεξεργάστηκε η ηγεσία της Βέρμαχτ τις επόμενες βδομάδες. Από ιστορικούς ονομάστηκαν «οι εγκληματικές διαταγές» επειδή έθεσαν τη βάση για τον εξοντωτικό πόλεμο:

Στις 13 Μαΐου 1941 καταργήθηκαν τα στρατιωτικά δικαστήρια που ήταν αρμόδια για αδικήματα του άμαχου πληθυσμού: «Ελεύθεροι πολεμιστές» όπως όλοι οι πολίτες που θεωρούνταν ύποπτοι, έπρεπε να εξοντώνονται επί τόπου από τη στρατιωτική μονάδα. Σε περίπτωση που δεν συλλαμβάνονταν, θα έπρεπε να ληφθούν «συλλογικά μέτρα βίας» ενάντια στα κοντινά χωριά και τους κατοίκους τους. Έτσι, εγκαινιάστηκε και νομιμοποιήθηκε από την αρχή ένα δεύτερο μέτωπο –ο ανταρτοπόλεμος ως αγώνας ενάντια στον άμαχο πληθυσμό.

Στις 19 Μαΐου ακολούθησαν οι «Κατευθυντήριες Γραμμές για τη συμπεριφορά της μονάδας στη Ρωσία», στις οποίες, για κάθε στρατιώτη προσδιορίστηκαν οι εχθρικές ομάδες του μελλοντικού πολέμου: ο αγώνας ενάντια στο μπολσεβικισμό, ο «θανάσιμος εχθρός του εθνικοσοσιαλιστικού γερμανικού λαού», απαιτεί «αδίστακτη και ενεργητική δράση ενάντια στους μπολσεβίκους υποδαυλιστές, ελεύθερους πολεμιστές, σαμποτέρ, Εβραίους». Έτσι, κατονομάστηκαν οι Εβραίοι ως στρατιωτικός εχθρός.

Στις 6 Ιουνίου εκδόθηκε διαταγή για τη μεταχείριση των κομισάριων του Κόκκινου Στρατού: «Ως δημιουργοί βαρβαρικά ασιατικών μεθόδων αγώνα» πρέπει «να εξοντώνονται βασικά αμέσως με το όπλο». Έτσι, εγκαινιάστηκε η δολοφονία αιχμαλώτων στο πεδίο της μάχης.

Στις 16 Ιουνίου ακολουθούν διατάξεις για τους αιχμαλώτους πολέμου: Τα δικαιώματα που έχουν, όπως επαρκής τροφή και ιατρική περίθαλψη, πρακτικά καταργήθηκαν. Στις 8 Σεπτεμβρίου θεσπίστηκε μια διάταξη, σύμφωνα [με την οποία] ο αιχμάλωτος στρατιώτης του Κόκκινου Στρατού «χάνει την αξίωση για μεταχείριση ως έντιμος στρατιώτης, [επομένως] και σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης». Από τώρα οι αιχμάλωτοι ήταν οριστικά απροστάτευτοι.

Αναλυτικές εντολές

Αυτές οι διαταγές αποτελούσαν τη βάση για τρεις ακόμη εντολές, που όμως δεν αναφέρονταν ανοιχτά. Η πρώτη, η οποία καθόριζε την τύχη των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, έλεγε ότι η Βέρμαχτ έπρεπε να διατρέφεται «από τη χώρα» και ότι θα έπρεπε όλα τα πλεονάσματα να εισάγονται στην πατρίδα. «Σ΄ αυτή την περίπτωση», έτσι ανέφερε η απόφαση των υπουργείων που συμμετείχαν στις 2 Μαΐου 1944 στο Βερολίνο, «θα πεινάσουν αναμφίβολα δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι [στη Ρωσία]». Ο μαζικός θάνατος των αιχμαλώτων πολέμου, ένα εκατομμύριο κατά το πρώτο εξάμηνο, δεν ήταν επομένως μια κακοδιαχείριση που προκλήθηκε από δυσμενείς συνθήκες, αλλά πολεμικό σχέδιο.

Το δεύτερο από τα μέτρα στρεφόταν ενάντια στους Εβραίους και αποτελούσε τη βάση συμφωνίας μεταξύ της Βέρμαχτ και των SS στις 28 Απριλίου 1941. Για την «εφαρμογή των ιδιαίτερων καθηκόντων της αστυνομικής ασφάλειας» θα έπρεπε να αναλάβουν δράση τέσσερις μονάδες επέμβασης της Υπηρεσίας Ασφαλείας στις περιοχές όπισθεν του στρατού ενάντια στους «ηγέτες μετανάστες, τους σαμποτέρ, τους τρομοκράτες κτλ». Το ότι με τη φόρμουλα «κτλ» εννοούνταν οι Εβραίοι και οι κομμουνιστές, αυτό το γνώριζαν όλοι οι αξιωματικοί του επιτελείου από τις προφορικές εντολές και από μια πιο ακριβή εντολή από την εκστρατεία ενάντια στη Γιουγκοσλαβία. Τα κομάντος των SSενεργούσαν «με δική τους ευθύνη», «υπάγονταν [όμως] σε ό,τι αφορούσε την εκστρατεία, τον εφοδιασμό και τη διαμονή» στη Βέρμαχτ και υποχρεώνονταν να «γνωστοποιούν έγκαιρα» όλες τις σχεδιαζόμενες ενέργειες στα αρμόδια επιτελεία της Βέρμαχτ. Η Βέρμαχτ γνώριζε επομένως τί αντιστοιχούσε σ΄ αυτήν, αναφορικά με την καταδίωξη των Εβραίων: ένας ακριβής ρυθμισμένος καταμερισμός εργασίας.

Η τρίτη απόφαση-πλαίσιο αφορούσε στο σχέδιο-στόχο για την ηττημένη Σοβιετική Ένωση: Σύμφωνα με τη βούληση του Χίτλερ ο «ζωτικός χώρος στην Ανατολή» έπρεπε να χρησιμεύει ως προμηθευτής τροφίμων και ως οικιστικός χώρος για τους γερμανούς πολίτες. Για να δημιουργηθεί για αυτό χώρος, το επεξεργασμένο «Γενικό Σχέδιο Ανατολή» που εκπονήθηκε κατ΄ εντολή του Χίμλερ, προέβλεπε να αφεθούν ζωντανοί 14 εκατομμύρια ντόπιοι ως σκλάβοι εργασίας, 31 εκατομμύρια έπρεπε να εκτοπιστούν και να δολοφονηθούν. Κάθε νεκρός Ρώσος αποτελούσε επομένως ένα κομμάτι του γερμανικού μέλλοντος.

Οι εγκληματικές διαταγές εφαρμόστηκαν και ο προκαθορισμένος από τον Χίμλερ αριθμός των νεκρών Ρώσων σχεδόν επιτεύχθηκε. 27 εκατομμύρια σοβιετικοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους σ΄ αυτό τον πόλεμο -11,5 εκατομμύρια στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού, 3,5 εκατομμύρια αιχμάλωτοι πολέμου, 2,5 εκατομμύρια Εβραίοι και 9,5 εκατομμύρια άλλοι πολίτες. Αυτό το γεγονός εννοούσαμε, όταν στη πρώτη έκθεση για τη Βερμαχτ, ονομάζαμε τον πόλεμο αυτό «το οποίο (γεγονός) -μαζί με το Άουσβιτς- ως το πιο βάρβαρο κεφάλαιο της γερμανικής και αυστριακής Ιστορίας». Αυτή η μαζική δολοφονία δεν ήταν το έργο των SS, όπως λεγόταν εδώ και δεκαετίες, αλλά μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή, την έγκριση ή την ανοχή των δέκα εκατομμυρίων στρατιωτών της Βέρμαχτ, οι οποίοι δρούσαν στο ανατολικό μέτωπο. Πως όμως εξηγείται αυτή η ετοιμότητα για εγκλήματα που παρατηρήθηκε από την πρώτη μέρα; Πως μπόρεσαν οι στρατιώτες να γίνουν δολοφόνοι;

Δαιμονοποίηση του αντιπάλου

«Για εσάς, η ειρηνική εργασία είναι σημαντικότερη και σάς ευχαριστεί περισσότερο, πιστεύω όμως, ότι όταν οι άνθρωποι αποκτήσουν πεποίθηση, τότε και αυτή τη δουλειά την κάνουν με υπερηφάνεια και ευσυνειδησία», γράφει ένας άγνωστος στρατιώτης σε ένα γράμμα που στάλθηκε από στρατιωτικό ταχυδρομείο σ΄ έναν γνωστό του στη πατρίδα, ο οποίος (στρατιώτης) βίωσε από πρώτο χέρι την αλλαγή. Όταν θέλει να ερμηνεύσει κάποιος τις αιτίες αυτής της «πεποίθησης», ότι οι δολοφονίες είναι νόμιμες, τότε δεν αρκεί να εφιστάται η προσοχή στη ρατσιστική κοινωνικοποίηση στο σχολείο, στη Χιτλερική Νεολαία, στην Υπηρεσία Εργασίας του Ράιχ και την Βέρμαχτ, στην πρακτική εξάσκηση της γενοκτονίας στη Πολωνία ή στο ναρκωτικό περί αήττητου στις κεραυνοβόλες νίκες στη Δύση. Εξίσου σημαντικό ήταν, ότι με την άμεση παρέμβαση του Χίτλερ και των εκτελεστικών επιτελείων της Βέρμαχτ, έγινε κατορθωτό να χειραγωγηθεί εκ των προτέρων η αντίληψη περί πολέμου στο ανατολικό μέτωπο, ότι αυτή φαινόταν να επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα του «ανατολικού μετώπου».

Ο Χίτλερ στο έργο του «Ο αγών μου», είχε ήδη προσπαθήσει να εξιχνιάσει, με ποιο τρόπο θα μπορούσε κάποιος να κατασκευάσει από μια μελλοντική ένοπλη σύγκρουση μια συγκεκριμένη «οπτική» για τα γεγονότα. Μοντέλο του αποτέλεσαν εδώ οι ενέργειες των Άγγλων στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι Άγγλοι, αυτό ήταν το συμπέρασμά του, παρουσίαζαν τους Γερμανούς «ως βάρβαρους και Ούννους» και μ΄ αυτό τον τρόπο προετοίμαζαν αποτελεσματικά τους στρατιώτες τους για τη φρίκη του πολέμου: «Γιατί η κτηνώδης επίδραση των όπλων, την οποία αυτός γνώριζε από τη μεριά του αντιπάλου, τού παρουσιαζόταν σταδιακά ως απόδειξη της ήδη γνωστής σ΄ αυτόν κτηνωδίας του βάρβαρου εχθρού των “Ούννων”, χωρίς επίσης να σκεφθεί έστω και για μια στιγμή, ότι τα όπλα του (…) θα μπορούσαν να επιδράσουν ακόμη πιο φρικτά». Το μάθημα αυτό ο Χίτλερ το εφάρμοσε όταν προετοίμαζε για μεγάλο διάστημα τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αποφασισμένος να τον διεξάγει έξω από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, φρόντιζε στις ομιλίες του, στις διαταγές και στις εντολές, να κρύβει αυτό το σενάριο με το να στιγματίζει τον αντίπαλο ως παραβάτη του δικαίου. Στη Σοβιετική Ένωση καταλογίστηκε ότι σχεδίαζε μια επίθεση, την οποία πρόλαβε το γερμανικό Ράιχ, ότι ασκεί έναν «ασιατικό» τρόπο αγώνα και ότι έχει μια συμπεριφορά που βρίσκεται έξω από όλες τις Συμβάσεις για τον πόλεμο και πέρα από όλα τα στάνταρ ενός πολιτισμένου έθνους: «Στον αγώνα ενάντια στο μπολσεβικισμό δεν πρέπει να υπολογίζεται με μια συμπεριφορά του εχθρού με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού ή του διεθνούς δικαίου», αυτό έγινε η φράση-κλειδί στις εγκληματικές διαταγές: Οι κομισάριοι έπρεπε να εκτελούνται επειδή από αυτούς «πρέπει να αναμένεται μια γεμάτη μίσος, κτηνώδης και απάνθρωπη μεταχείριση των αιχμαλώτων μας», στους αιχμάλωτους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού τούς αρνήθηκε μια μεταχείριση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, επειδή αυτοί έχουν εκπαιδευτεί να διεξάγουν τον πόλεμο «με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους: σαμποτάζ, ανατρεπτική προπαγάνδα, εμπρησμούς, δολοφονίες», τα στρατιωτικά δικαστήρια, αρμόδια κατά τα άλλα για αδικήματα, καταργήθηκαν εξαιτίας της «ιδιαιτερότητας του αντιπάλου» και η «περίοδος των δεινών στην οποία υπέφερε ο γερμανικός λαός» από την «μπολσεβίκικη επιρροή» από το 1918. Και οι Εβραίοι μετατράπηκαν σε εχθρούς επειδή αποτελούσαν τους «φορείς του μπολσεβικισμού», του θανάσιμου εχθρού της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας.

Αυτό που επιτεύχθηκε μ΄ αυτή τη δαιμονοποίηση του αντιπάλου, ήταν η πεποίθηση για την ιδία δίκαιη υπόθεση. Η διεξαγωγή του πολέμου των Γερμανών απ΄ τη σκοπιά της Βέρμαχτ, απαντούσε προφανώς μόνο στις διαρκείς παραβιάσεις του δικαίου από τον Κόκκινο Στρατό και προσπαθούσε να προστατεύσει τους δικούς της στρατιώτες από αυτές. Η ηγεσία της Βέρμαχτ χαρακτήριζε επομένως τις ενέργειές της στο ανατολικό μέτωπο ως «χρήση του πολέμου με τα μέσα της Ανατολής» και εφιστούσε από την αρχή την προσοχή για το ότι «στην επόμενη επέμβαση το περί δικαίου αίσθημα θα πρέπει ενδεχομένως να τεθεί σε δεύτερη μοίρα πίσω από την αναγκαιότητα του πολέμου»: Ο ίδιος αγώνας, με το να υπάρχει αντίσταση στη διαρκή παραβίαση του δικαίου από τον αντίπαλο και ότι [αυτός πρέπει] να τιμωρηθεί, αποκτούσε, απονέμοντας τιμή στη θυσία των συντρόφων που έπεσαν, μια υψηλή ηθική νομιμοποίηση, η οποία απέκλειε κάθε αμφιβολία για την ιδία διεξαγωγή του πολέμου.

«Παρά του ότι τα φαινόμενα, τα οποία βασικά έδειχναν με σαφήνεια τον εξοντωτικό χαρακτήρα αυτού του “πολέμου”», θυμόταν αυτοκριτικά ένας πρώην στρατιώτης, «προσαρμόστηκα (όπως εξάλλου και οι περισσότεροι στρατιώτες του μετώπου) στα εντελώς γενικά, για να μην πω “κανονικά” πολεμικά γεγονότα και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις». Μόνο λίγοι από τους πολεμιστές του Χίτλερ ήταν σε θέση, χρόνια μετά τη γενοκτονία στο ανατολικό μέτωπο, να αναγνωρίσουν και να αναφέρουν τη δική τους τύφλωση –το πώς ο αμοραλισμός μετατράπηκε σε κανονικότητα.

Η εξαγωγή του εξοντωτικού πολέμου

Στις 7 Ιουνίου 1944, μια ημέρα μετά την απόβαση των συμμάχων στη Νορμανδία, στις 5 η ώρα το πρωί, 1300 μέλη του γαλλικού αντιστασιακού κινήματος «Franctireurs et partisans», επιτέθηκαν στην πόλη Τυλ, την πρωτεύουσα της περιφέρειας Corrèze. Η πόλη, στην οποία στάθμευαν 700 γερμανοί στρατιώτες και άλλοι τόσοι γάλλοι αστυνομικοί, έπρεπε να καταληφθεί και να δοθεί σήμα για ανοιχτή εξέγερση σε όλη τη νότια Γαλλία. Το βράδυ της 8ης Ιουνίου ο στόχος φαινόταν να έχει επιτευχθεί: μετά τη συνθηκολόγηση 700 γάλλων αστυνομικών και το δικαίωμα της ελεύθερης αποχώρησης που τούς δόθηκε, το πέσιμο [στη μάχη] 60 γερμανών στρατιωτών καθώς και εννέα μελών της Υπηρεσίας Ασφαλείας και την αιχμαλώτιση ακόμη 60 στρατιωτών, οι υπόλοιποι γερμανοί κατακτητές είχαν οχυρωθεί σε ένα σχολείο, ώστε από εκεί να δραπετεύσουν τη νύχτα. Ενόσω ο πληθυσμός γιόρταζε την απελευθέρωση στους δρόμους και τις πλατείες της Τυλ και η Αντίσταση έστηνε το αρχηγείο της στο Δημαρχείο, κατά τις 10 η ώρα τη νύχτα έφθασε στην Τυλ ένα τμήμα τεθωρακισμένων της μεραρχίας των SS «Το Ράιχ» και άρχισε να ανακαταλαμβάνει την πόλη. ΟιMaquisards [ΠΓ: αντάρτες] που άφησαν πίσω τους δεκάδες νεκρούς, κατόρθωσαν να αποχωρήσουν ανενόχλητοι μαζί με τους αιχμαλώτους τους.

Ένοπλοι αγώνες όπως στην Τυλ λάμβαναν χώρα το καλοκαίρι του 1944 σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Η Βέρμαχτ δεν βρίσκονταν μόνο απέναντι σ΄ έναν πολύ ανώτερο στρατιωτικό αντίπαλο, αλλά πολεμούσε και σ΄ ένα δεύτερο μέτωπο ενάντια σε μια ένοπλη αντίσταση, η οποία υποστηριζόταν από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η αντίσταση αυτή αναπτύχθηκε κυρίως ως αποτέλεσμα των συμμαχικών αποβατικών επιχειρήσεων. Η πρώτη φάση ξεκίνησε το χειμώνα του 1942, το ίδιο χρονικό διάστημα που περικυκλωνόταν η 6η στρατιά στο Στάλινγκραντ: Στις 7 Νοεμβρίου είχαν κάνει απόβαση μονάδες των συμμάχων στη βόρεια Αφρική και ξεκίνησαν την κατάκτηση της Αλγερίας και του Μαρόκου. Στη συνέχεια η Βέρμαχτ, στις 11 Νοεμβρίου, έθεσε υπό κατοχή τις περιοχές νότια του [ποταμού] Λίγηρα, οι οποίες μέχρι τότε διοικούνταν στη Γαλλία από την κυβέρνηση Βισύ. Τώρα αποτελούσε τον άμεσο αντίπαλο της Αντίστασης που υπήρχε από το καλοκαίρι του 1941. Στην Ελλάδα η Αντίσταση προσέλκυε την προσοχή, υποστηριζόμενη από Άγγλους ειδικούς και προμήθειες όπλων, το ίδιο χρονικό διάστημα με εντυπωσιακές ανατινάξεις σε συγκοινωνίες ανεφοδιασμού. Οι ιταλοί κατακτητές, που είχαν υπό έλεγχο το 70% της χώρας, απωθήθηκαν στους στρατώνες τους. Η δεύτερη φάση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1943: Η απόβαση των συμμάχων στη Σικελία που πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου και η επιτυχημένη μετάβαση στην ηπειρωτική χώρα στις 3 Σεπτεμβρίου, οδήγησαν στην πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση του ιταλικού στρατού. Η Βέρμαχτ αντέδρασε όπως στη Γαλλία: Κατέλαβε την υπόλοιπη Ιταλία και τα μέχρι τότε ιταλικά εδάφη στην Αλβανία και την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια που τα γερμανικά στρατεύματα άρχιζαν τήν σε μεγάλες απώλειες υποχώρησή τους μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ και την αποτυχημένη επίθεση στο Κουρσκ από το καλοκαίρι του 1943 στην Ανατολή, στη δυτική και νότια Ευρώπη είχαν μεγάλες απώλειες σ΄ έναν διμέτωπο πόλεμο.

Η απάντηση σ΄ αυτή την απειλητική κατάσταση ήταν μια διπλή εξαγωγή –η μεταβίβαση μεθόδων μιας ανελέητης τρομοκρατίας που είχαν δοκιμαστεί στο ανατολικό μέτωπο και η μετάθεση προσωπικού το οποίο είχε πολυετή πείρα στον πόλεμο ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Ο Χίμλερ το καλοκαίρι του 1942, είχε ήδη φροντίσει να αναλάβουν τα SSέναν ηγετικό ρόλο στη καταπολέμηση των σοβιετικών ανταρτών: Ο αξιωματικός των SS Έριχ φον ντεμ Μπαχ-Τσελέβσκι, τον οποίο ο Χίτλερ εκτιμούσε ιδιαίτερα λόγω της κτηνωδίας του, ίδρυσε μια κεντρική διοίκηση, η οποία με τις μονάδες της τελειοποίησε αυτό που είχε αρχίσει ήδη η Βέρμαχτ κατά το πρώτο έτος της κατοχής –τη μυστική εισχώρηση πληροφοριοδοτών στο πληθυσμό, αιφνίδιες και μεγάλης κλίμακας εφόδους, μαζικούς απαγχονισμούς και το κάψιμο χωριών ως εκφοβισμό, στρατιωτικές ενέργειες μεγάλης κλίμακας, στις οποίες μέχρι και 20.000 στρατιώτες, αστυνομικοί και άνδρες των SS με τη χρήση βαρέων όπλων και στη μορφή μιας παγανιάς, περικύκλωναν «μολυσμένες από συμμορίες περιοχές» μετατρέποντάς τες σε «νεκρές ζώνες». Εξαιτίας αυτών των υπηρεσιών ο Μπαχ-Τσελέβσκι διορίστηκε από τον Χίμλερ στις 21 Ιουνίου 1943 σε «αρχηγό των μονάδων που πολεμούσαν τις συμμορίες» σε όλες τις κατεχόμενες από την Βέρμαχτ περιοχές. Όλη η Ευρώπη, αυτή ήταν η θέληση του Χίτλερ, έπρεπε να επωφεληθεί από τις εμπειρίες του στη γενοκτονία και από τις μονάδες των SS και της αστυνομίας.

Αλλά και η Βέρμαχτ έστειλε στις περιοχές της δυτικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις οποίες είχε αναλάβει την εκτελεστική εξουσία, βοηθητικά στρατεύματα από το ανατολικό μέτωπο –έμπειρους διοικητές, επιτόπιους και από το πεδίο της μάχης, την χωροφυλακή που είχε εξειδικευτεί στην πολιτική «καταπολέμηση του αντιπάλου» και τη μυστική στρατιωτική αστυνομία, συντάγματα ασφαλείας και μονάδες της μεραρχίας «Βρανδεμβούργο», που αποτελούνταν από «τάγματα της Ανατολής» αιχμαλώτων πολέμου καθώς και μεραρχίες ορεινών καταδρομών εξοπλισμένες για πόλεμο σε δύσβατα εδάφη που ήταν ιδιαίτερα υπάκουες στον Χίτλερ. Το ματωμένο ίχνος που άφησαν πίσω τους αυτές οι μονάδες της Βέρμαχτ στη στενή ένοπλη συνεργασία με τις μονάδες των SS του Μπαχ-Τσελέβσκι, είναι στο μεταξύ γνωστό σε όλους στην Ευρώπη. Ο αριθμός των θυμάτων –τις περισσότερες φορές γέροι, γυναίκες και παιδιά- ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες. Οι περιοχές φέρουν ονόματα όπως Κομμένο, Καλάβρυτα, Δίστομο στην Ελλάδα, Τσιβιτέλα, Σαντ΄ Άννα Ντι Στατσέμα, Μαρτζαμπότο, Φοσέ Αρντεατίνε στην Ιταλία, Τυλ και Οραντούρ στη Γαλλία.

«Αυτό εδώ δε μάς πειράζει»

Στην Τυλ, ένα τμήμα τεθωρακισμένων της μεραρχίας των SS, «Το Ράιχ», διεξήγαγε μετά την ανακατάληψη της πόλης στις 9 Ιουνίου μια έφοδο και συγκέντρωσε σε μια πλατεία 5.000 άνδρες ηλικίας μεταξύ 16 και 45 ετών. 99 από αυτούς επιλέχτηκαν και το απόγευμα κρεμάστηκαν στους τηλεφωνικούς στύλους, στους στύλους φωτισμού των δρόμων και στα μπαλκόνια. 149 ακόμη άνδρες εκτοπίστηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, 101 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους στο δρόμο ή στο στρατόπεδο. Ο αξιωματικός των SS, ο οποίος διεύθυνε τη διαλογή, σχολίασε τον απαγχονισμό των 99 ομήρων ως εξής: «Στη Ρωσία εμείς συνηθίσαμε στους απαγχονισμούς. Στο Χάρκοβο και στο Κίεβο απαγχονίσαμε περισσότερους από 100 χιλιάδες άνδρες, αυτό εδώ δε μάς πειράζει». Με το «εμείς», εννοούνταν οι αξιωματικοί του, οι οποίοι πολέμησαν μαζί του στο ανατολικό μέτωπο από το 1941 έως το 1943:

Ο σημερινός τους διοικητής, ταξίαρχος των SS Χάιντς Λάμερντιγκ, ήταν ο πρώτος επιτελάρχης του ανώτατου «πολεμιστή συμμοριών» φον ντεμ Μπαχ-Τσελέβσκι, συμμετείχε στην ανάπτυξη όλων των μεθόδων της τρομοκρατίας και των δολοφονιών που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Ο διευθυντής της Υπηρεσίας Ασφαλείας (SD), που ήταν υπεύθυνη για την πόλη Τυλ και την περιοχή [εκεί], ο Άουγκουστ Μάγιερ, οι άνθρωποι του οποίου αναζητούσαν τα θύματα, ήταν το 1941/42, ως αρχηγός των κομάντος της Ομάδας Επέμβασης C, υπεύθυνος για τη δολοφονία 40.000 ουκρανών Εβραίων.

Ο Ανώτατος Διοικητής της Ομάδας Στρατού G, δηλαδή όλων των γερμανικών στρατευμάτων νότια του ποταμού Λίγηρα, ήταν εκείνος ο στρατηγός του Μπλάσκοβιτς, ο οποίος το 1939 διοικούσε μια στρατιά στην Πολωνία και είχε μάλιστα «πόνο στην κοιλιά» λόγω των τουφεκισμών των αμάχων από τα SS. Τώρα ο ίδιος διέταξε τέτοια μέτρα, όπως η τριών εβδομάδων «Δράση Μπρέμερ», κατά την οποία την άνοιξη του 1944 δολοφονήθηκαν 208 άμαχοι σε τρεις διοικητικές περιοχές, το ένα τρίτο από αυτούς Εβραίοι.

Όλοι επίσης οι υπηρεσιακοί διοικητές μονάδων στην περιοχή Τυλ/Λιμόζ είχαν υπηρετήσει παλιότερα ως επιτόπιοι διοικητές και στο πεδίο της μάχης στα μετόπισθεν ή στο μέτωπο στη Ρωσία. Ο τωρινός τους προϊστάμενος, στρατάρχης Γκερντ φον Ρούντστετ, ο οποίος το 1941 είχε εισβάλλει στη Σοβιετική Ένωση ως διοικητής της Ομάδας Στρατού Νότος, διορίστηκε το 1942 σε ανώτατο διοικητή Δύση. Από αυτή τη θέση είχε υπαγάγει τη μεραρχία τεθωρακισμένων των SS, «Το Ράιχ», στις 7 Ιουνίου 1944, στο 66ο Σώμα Στρατού και έδωσε τις διαταγές για την ανελέητη επίθεση σε όλους τους θύλακες αντίστασης στο δρόμο προς το μέτωπο της εισβολής στη Νορμανδία.

Κατά τη διάρκεια των μαζικών απαγχονισμών στην Τυλ στις 9 Ιουνίου, το 4ο σύνταγμα τεθωρακισμένων των SSπήγαινε προς το βορρά. Στις 10 Ιουνίου 150 άνδρες αυτής της μονάδας, συγκέντρωσαν, ως εκδίκηση υποτίθεται για δυό νεκρούς συντρόφους τους, σε μια γειτονική περιοχή, όλους τους κατοίκους του χωριού Οραντούρ σε μια πλατεία. Στη συνέχεια οι άνδρες τουφεκίστηκαν σε αχυρώνες, οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγήθηκαν στην εκκλησία και εκεί τους έκαψαν. 642 αθώοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη τη μέρα. Ο υπεύθυνος διοικητής της μεραρχίας Χάιντς Λάμερντιγκ, παρ΄ όλο που το 1953 είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο στη Γαλλία εξαιτίας της σφαγής στην Τυλ και το Οραντούρ, δεν εκδόθηκε ποτέ [στη Γαλλία] και πέθανε εν ειρήνη το 1971 στο Μπαντ Τελτς.

Έχω φθάσει στο τέλος του άρθρου μου. «Η σύγχρονη κοινωνία των μέσων ενημέρωσης», αυτός είναι ο νηφάλιος απολογισμός του Έρικ Χομπσμπάουμ, του Νέστορα της σύγχρονης ιστοριογραφίας «(υπο)βοήθησε το παρελθόν σε μια άνευ προηγουμένου σπουδαιότητα και σε ένα τεράστιο δυναμικό εξουσίας. Σήμερα ξαναγράφεται ή εφευρίσκεται περισσότερη Ιστορία από ποτέ, από ανθρώπους οι οποίοι δε θέλουν το πραγματικό παρελθόν, αλλά ένα παρελθόν που υπηρετεί τους σκοπούς τους. Σήμερα ζούμε στη μεγάλη εποχή της ιστορικής μυθολογίας». Αν δεν κάνουμε διαρκώς αυτό το δύσκολο έργο της συλλογής στοιχείων για τη περίοδο 1939 έως 1945, της γνωστικής και συναισθηματικής ιδιοποίησης των συμβάντων εκείνης της εποχής, της ανάληψης της ευθύνης για αυτά τα εγκλήματα, τότε θα συμβεί αυτό που προφήτεψε ο Καρλ Κράους με το βλέμμα στραμμένο στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο: «Όλα, ό,τι συνέβησαν στο παρελθόν, θα έχουν ξεχαστεί, αυτό που συμβαίνει σήμερα, δεν βλέπεται, αυτό που θα έρθει αύριο δεν ανησυχεί. Θα έχει ξεχαστεί ότι ο πόλεμος χάθηκε, ότι κάποιος τον ξεκίνησε, θα ξεχαστεί ότι κάποιος τον διεξήγαγε. Γι΄ αυτό ο πόλεμος δε θα σταματήσει».

Ο ιστορικός Hannes Heer ήταν διευθυντής του πρότζεκτ της έκθεσης «Εξοντωτικός πόλεμος. Εγκλήματα της Βέρμαχτ από το 1941 έως το 1944», από το 1993 έως το 2000. 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα junge Welt σε δυό μέρη (22/01/2011 και 24/01/2011) με τίτλο «Βαρβαροποίηση με σύστημα» και υπότιτλο «Ο πόλεμος αγιάζει τα μέσα – Ο ρόλος της Βέρμαχτ στον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο» (Σημείωση του μεταφραστή).

Έχει παρθεί από το βιβλίο «Heinrich Fink/Cornelia Kerth (Hg.): Einspruch! Antifaschistische Positionen zurGeschichtspolitik», εκδ. PapyRossa (2011) και περιέχει ένα επιστημονικό υλικό μεγάλης έκτασης, που εδώ παραλείπεται λόγω έλλειψης χώρου (Σημείωση της Σύνταξης της εφημερίδας junge Welt).

Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας

____________

Σημειώσεις του μεταφραστή

[1] Όπως είχαμε αναφέρει και σε ένα παρεμφερές κείμενο, ο Γκουίντο Κνοπ είναι ένας Γερμανός δημοσιογράφος και παρουσιαστής στη γερμανική τηλεόραση, συντηρητικός, γνωστός ιδιαίτερα για την παρουσίαση διάφορων ιστορικών θεμάτων (ας πούμε χοντρικά ένα κράμα Παπαχελά και Πρετεντέρη)

[2] Ράιχσβερ (Reichswehr) ήταν η επίσημη ονομασία των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων από το 1921 έως το 1935, δηλαδή, κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τα πρώτα χρόνια του Τρίτου Ράιχ. Στις 16 Μαρτίου 1935 το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων της φασιστικής Γερμανίας μετονομάζεται σε Βέρμαχτ (Wehrmacht). Η ονομασία αυτή διατηρείται μέχρι τον Αύγουστο του 1946. Στη συνέχεια η Βέρμαχτ διαλύεται και στις 12 Νοεμβρίου 1949 ιδρύονται ξανά, επίσημα, οι ένοπλες δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας με την ονομασία Μπούντεσβερ (Bundeswehr).

[3] Στο ζήτημα αυτό, που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων, θα παρουσιάσουμε μελλοντικά συγκεκριμένη ανάλυση με τα αντίστοιχα ντοκουμέντα. Προς το παρόν το παρακάμπτουμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *