Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης
Από την καταδίκη του 1947 στη δικαίωση και την καθιέρωση
Στις 4 Φλεβάρη 1947, εν μέσω εμφυλίου πολέμου και κοινωνικής καταστροφής, ο Ριζοσπάστης δημοσίευσε ένα άρθρο υπογεγραμμένο από τον Αλέκο Ξένο. Ο συγγραφέας δεν ασχολήθηκε με τις μάχες στα βουνά, ούτε με το ματωμένο κυνήγι του κράτους και των Άγγλων στις πόλεις. Επέλεξε να καταγγείλει… το ρεμπέτικο τραγούδι.
Σύμφωνα με τον Ξένο, το ρεμπέτικο δεν ήταν τίποτα άλλο παρά «φορέας των πιο αντιλαϊκών παραδόσεων», τραγούδι του «νταή, του μακαντάση αγαπητικού, του χασισοπότη, του πρεζάκια». Ένα κατάλοιπο της παρακμής της αστικής τάξης, φτιαγμένο από «τουρκικά μελωδικά υπολείμματα» και ξενόφερτους ρυθμούς που τάχα δεν είχαν καμία συγγένεια με το ελληνικό δημοτικό τραγούδι.
Το ιστορικό πλαίσιο
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πού βρισκόταν τότε η χώρα: μέσα στην καταστροφή της Κατοχής, με το ΕΑΜικό κίνημα τσακισμένο και τον εμφύλιο σε πλήρη εξέλιξη. Ο κόσμος του ΚΚΕ προσπαθούσε να σταθεί με μια «καθαρή» εικόνα του λαού: τίμιος, αγωνιστής, ηρωικός. Ό,τι θύμιζε ναργιλέ, φυλακή, μπαρμπουτιέρα ή μαχαιριές στην Κοκκινιά φάνταζε σαν στίγμα, σαν κάτι που δεν ταίριαζε με το όραμα ενός νέου κόσμου.
Με άλλα λόγια, για ένα μεγάλο κομμάτι της τότε αριστερής διανόησης, το ρεμπέτικο ήταν κάτι το βρώμικο, το ύποπτο, το λούμπεν. Ένα μουσικό απόστημα που έπρεπε να καθαριστεί ώστε να βγάλει στην επιφάνεια το «γνήσιο λαϊκό τραγούδι».
Έτσι, τα τραγούδια που έβγαιναν από τα υπόγεια του Πειραιά και τις παράγκες των προσφύγων θεωρήθηκαν επικίνδυνα. Όχι γιατί δεν μιλούσαν για τον πόνο – κάθε άλλο. Αλλά γιατί μιλούσαν για τον πόνο αλλιώς: με ντερβισιλίκι, με καημό, με μαστούρα, με τον τρόπο της φτωχολογιάς που δεν χώρεσε σε κομματικά σχήματα.

Η αντίφαση
Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο: την ίδια στιγμή που η εξουσία του Μεταξά έστελνε τους ρεμπέτες στην Ακροναυπλία, που οι λογοκριτές έσβηναν από τις πλάκες του γραμμοφώνου κάθε νύξη για χασίσι και φυλακή, η ίδια η αριστερά –αντί να τους υπερασπιστεί ως φωνή των φτωχών– τους πέταγε στην πυρά της «παρακμής».
Μα τι ήταν στην πραγματικότητα οι μάγκες του Πειραιά; Ήταν εργάτες στα καράβια, φορτοεκφορτωτές στα καμιόνια, πρόσφυγες από τη Μικρασία που τους στοίβαξαν σε παράγκες χωρίς ψωμί. Ήταν άνθρωποι που έζησαν την ίδια εξαθλίωση που γεννούσε και την ανάγκη της εξέγερσης. Μόνο που αυτοί δεν την έβαλαν σε μανιφέστο – την έκαναν μπουζούκι και στίχο.
Η μεγάλη στροφή
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, και κυρίως τη δεκαετία του ’60, το κλίμα αρχίζει να αλλάζει. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ξεφυτρώνουν μικρές μουσικές γωνιές όπου τα παλιά ρεμπέτικα ξαναζωντανεύουν. Νέοι φοιτητές και διανοούμενοι ανακαλύπτουν με θαυμασμό το μπουζούκι του Μάρκου, τις φωνές του Στράτου και του Νούρου, τα κομμάτια του Τούντα.
Το 1961 ο Ηλίας Πετρόπουλος εκδίδει την περίφημη Ανθολογία του ρεμπέτικου, έργο που βάζει στο χαρτί για πρώτη φορά τους στίχους αυτών των «καταφρονεμένων» τραγουδιών. Το βιβλίο διώκεται και ο ίδιος ο συγγραφέας περνάει από δίκες, αλλά ο σπόρος έχει ήδη πέσει: το ρεμπέτικο αρχίζει να θεωρείται πολιτιστική παρακαταθήκη, κι όχι «λούμπεν σκουπίδι».
Στα χρόνια της χούντας (1967–74), τα ρεμπέτικα γίνονται τραγούδια αντίστασης μέσα στις παρέες. Ο Μάρκος ξαναπαίζει και ξαναηχογραφεί, ο Τσιτσάνης καθιερώνεται, οι νεότεροι βρίσκουν εκεί μιαν αυθεντική φωνή που αντιστέκεται στην ψεύτικη λάμψη της «εθνικοφροσύνης».

Η αριστερά «ανακαλύπτει» τον Μάρκο
Μετά τη μεταπολίτευση, οι ίδιες δυνάμεις που το 1947 έβλεπαν παρακμή, τώρα αγκαλιάζουν το ρεμπέτικο. Στις σελίδες του Ριζοσπάστη και των αριστερών εντύπων το ύφος αλλάζει: οι μάγκες του Πειραιά παρουσιάζονται πλέον σαν γνήσιοι λαϊκοί εκφραστές, σαν «προλετάριοι της τέχνης» που με το μπουζούκι ύμνησαν τον καημό και τη φτώχεια.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής και τόσοι άλλοι εμπνέονται άμεσα ή έμμεσα από τον κόσμο του ρεμπέτικου. Τα τραγούδια περνούν από τα καφενεία στα αμφιθέατρα και στις πλατείες, γίνονται μέρος μιας συλλογικής ταυτότητας.
Η αντίφαση που έγινε μάθημα
Τι μας δείχνει αυτή η διαδρομή; Ότι η αριστερά –και όχι μόνο– συχνά έπεφτε στην παγίδα του να απορρίπτει αυτό που δεν ταίριαζε με τα θεωρητικά της σχήματα. Το ρεμπέτικο όμως δεν ζητούσε άδεια για να υπάρξει. Ήταν η φωνή μιας τάξης που ζούσε στο περιθώριο, που μιλούσε τη γλώσσα της φτώχειας και της ξενιτιάς.
Η δικαίωσή του στις επόμενες δεκαετίες έδειξε πως καμιά τέχνη βγαλμένη από τα σπλάχνα του λαού δεν μπορεί να μείνει για πάντα θαμμένη κάτω από ταμπέλες.
Κλείνοντας
Το άρθρο του Ριζοσπάστη το 1947 είναι σήμερα ένα ιστορικό τεκμήριο. Όχι για να καταγγείλουμε με καθυστέρηση τους συγγραφείς του, αλλά για να δούμε πόσο δύσκολα αναγνωρίζεται η αξία ενός λαϊκού δημιουργήματος την ώρα που γεννιέται.
Το ρεμπέτικο τραγούδι άντεξε όλες τις καχυποψίες, τις λογοκρισίες, τα ηθικά κηρύγματα. Κι έμεινε ζωντανό. Γιατί, όπως θα ’λεγε κι ο Μάρκος, «όταν πονεί ο άνθρωπος, το μπουζούκι δεν σωπαίνει».




Αφήστε μια απάντηση