Η Σμύρνη που καίγεται και το μπουζούκι που γεννιέται

Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης

Μάγκες μου και μαγκίτισσες, πιάστε καρέκλα, γεμίστε ποτήρι κι αφήστε με να σας σεργιανίσω από τη Σμύρνη που έγινε στάχτη, στον Πειραιά που ’βραζε σαν καζάνι, κι από κει στη γέννηση του ρεμπέτικου που έγινε το τραγούδι του λαού μας.

Η φωτιά και ο ξεριζωμός

Το 1922 δεν ήταν απλά χρονολογία. Ήταν τομή. Η Σμύρνη, πόλη-στολίδι με παζάρια, σοκάκια, ουζερί και μουσικές, τυλίχτηκε στις φλόγες. Χιλιάδες ψυχές έτρεχαν στη θάλασσα∙ ολόκληρες οικογένειες ξεριζώθηκαν. Όσοι γλίτωσαν, φόρτωσαν σε μισοσαπισμένα καράβια μνήμες, γλώσσα, κουλτούρα και πάνω απ’ όλα μουσική. Γιατί, όπως έλεγε κι ο παππούς μου, «μπορεί να χάσεις το σπίτι σου, μα το τραγούδι δεν στο παίρνει κανείς».

Από την Ανατολή στο λιμάνι του Πειραιά

Οι πρόσφυγες σκορπίστηκαν στην Ελλάδα, αλλά το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά έγινε η καρδιά τους. Εκεί, σε παράγκες που έσταζαν νερό από τις λαμαρίνες, ξεφύτρωσαν ολόκληρες «Σμύρνες». Κι εκεί που μύριζε φτωχό μεροκάματο και ιδρώτας φορτοεκφορτωτή, μπήκαν στον χορό τα σαντούρια, τα βιολιά και τα ούτια.

Οι μάγκες και οι πρόσφυγες

Μα ο Πειραιάς δεν είχε μόνο πρόσφυγες∙ είχε και μάγκες. Τεκέδες, κουτσαβάκηδες, αλάνια με μπαγλαμάδες κρυμμένους στο μανίκι και μπουζούκια κρεμασμένα στον ώμο. Εκεί συναντήθηκαν οι δύο κόσμοι: οι Σμυρνιοί με τα περίτεχνα τραγούδια της Ανατολής και οι ντόπιοι με τις βαριές πενιές και τα λόγια της πιάτσας.

Στην αρχή κοιτάχτηκαν καχύποπτα. Μα ύστερα άρχισαν να παίζουν μαζί. Και τότε έγινε το πάντρεμα: το σαντούρι έδωσε χρώμα, το βιολί έφερε θλίψη, μα ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι έδωσαν τη φωνή της νύχτας.

Τα πρώτα ρεμπέτικα

Έτσι γεννήθηκε το ρεμπέτικο. Στην αρχή, περιθωριακό∙ μιλούσε για τεκέδες, για μαστούρες, για φυλακές, για καψούρα και ξενιτιά. Οι «καθωσπρέπει» το ’λεγαν χυδαίο, οι μπάτσοι έσπαγαν όργανα, η λογοκρισία κυνήγαγε στίχους. Μα το ρεμπέτικο, σαν αγριόχορτο, φύτρωνε παντού.

Στη δισκογραφία των ’30s ξεπετάγονται σπουδαία ονόματα: ο Μάρκος Βαμβακάρης, μάγκας από τη Σύρα, με μπουζούκι που έσπαγε κόκαλα. Ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας, μελωδιστές που έφεραν τον σμυρναίικο αέρα. Ο Κώστας Σκαρβέλης με τα αληθινά, πονεμένα τραγούδια του. Η Ρόζα Εσκενάζυ, Σμυρνιά που η φωνή της έλιωνε σίδερα.

Το ρεμπέτικο απ’ τον τεκέ στο πανελλήνιο

Σιγά σιγά, το ρεμπέτικο βγήκε από τους τεκέδες και μπήκε στα στούντιο. Οι δίσκοι 78 στροφών γέμισαν με «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Φραγκοσυριανή», «Τι σε μέλλει εσένανε», «Καραντουζένι». Η φωνή των απόκληρων έγινε φωνή όλου του λαού.

Κι όταν ήρθε η Κατοχή, τα ρεμπέτικα έγιναν τραγούδια αντίστασης και παρηγοριάς. Μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης κι άλλοι έφεραν νέα πνοή∙ το μπουζούκι μπήκε στα σαλόνια, μα δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του.

Κληρονομιά

Όποτε σήμερα ακούς μπουζούκι να ταξιδεύει, σκέψου πως μέσα στην κάθε πενιά καίει ακόμα η Σμύρνη. Κι ας την έκαψαν τότε, η ψυχή της έμεινε ζωντανή στα ρεμπέτικα. Γιατί από τη στάχτη και τον ξεριζωμό γεννήθηκε μια μουσική που δεν λύγισε ούτε από μπάτσους, ούτε από λογοκρισίες, ούτε από καταστροφές.

Η Σμύρνη που χάθηκε έδωσε στον Πειραιά το μπουζούκι. Κι αυτό, με τη σειρά του, έδωσε στον λαό μια φωνή που ακόμη και σήμερα σιγοτραγουδάει στις ταβέρνες, στα γλέντια και στις παρέες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *