Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης
Ο Πάνος Τζαβέλας, ο ανυπότακτος τραγουδοποιός της Αριστεράς, είχε βάλει το ζήτημα στη σωστή του βάση: το λαϊκό τραγούδι γεννήθηκε «στα καταγώγια, στους ντεκέδες, στις παράγκες, στις φυλακές», από τους «νικημένους και απόβλητους απ’ τη ζωή». Δεν ήταν προϊόν κοσμικών κέντρων ή σαλονιών· ήταν η φωνή των κατατρεγμένων. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή το έπνιξε η καχυποψία. Οι αστοί διανοούμενοι το χαρακτήριζαν «χασικλίδικο, αλήτικο, του υποκόσμου». Το ίδιο όμως έκαναν –κι εδώ βρίσκεται η ειρωνεία– και οι «προοδευτικές δυνάμεις» της εποχής, υιοθετώντας τη ρητορική της άρχουσας τάξης.
Η περιφρόνηση και η αντίφαση
Το ρεμπέτικο κουβαλούσε εξαρχής την ταμπέλα του «αντικοινωνικού». Οι αναφορές του στον τεκέ, στη φυλακή, στο χασίς, χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα για να απαξιωθεί. Όμως ο Τζαβέλας υπογράμμιζε το αυτονόητο: πριν απ’ όλα, το ρεμπέτικο είναι μουσική. Είναι ρυθμός, μελωδία, σμίξιμο της ανατολής με τη δύση, λυγμός του μπουζουκιού και του μπαγλαμά. Όποιος το αρνείται, χάνει το μισό του νοήματος.
Από τα κελιά στις αίθουσες
Κι όμως, ό,τι θεωρήθηκε «υπόκοσμος» κατέληξε σήμερα να θεωρείται κορυφαίο κομμάτι της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Μπάτη, τον Στράτο και τον Δελιά, μέχρι τον Τσιτσάνη και τον Χιώτη, το ρεμπέτικο διέσχισε δεκαετίες. Έφυγε από τα κελιά, τους τεκέδες και τις παράγκες για να ακουστεί σε δίσκους, σε συναυλιακές αίθουσες, σε πανεπιστημιακά μαθήματα. Η UNESCO το αναγνώρισε ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Το ίδιο το κράτος που κάποτε το κυνηγούσε με λογοκρισίες και διώξεις, τώρα το παρουσιάζει ως «εθνικό προϊόν».
Η Αριστερά και το ρεμπέτικο
Η Αριστερά, εγκλωβισμένη για χρόνια σε μια ηθικολογική ανάγνωση, άργησε να αγκαλιάσει το ρεμπέτικο. Όμως η λαϊκή εμπειρία το επέβαλε: οι ίδιοι οι εργάτες, οι φτωχοί, οι πρόσφυγες, οι φυλακισμένοι, είχαν ήδη αναγνωρίσει το τραγούδι αυτό ως δικό τους. Το ρεμπέτικο είναι η μουσική της καθημερινής βιοπάλης, της πίκρας αλλά και της περηφάνιας. Δεν είναι μοιρολατρία· είναι μαρτυρία ζωής. Μέσα στους στίχους και στις μελωδίες του υπάρχει η ιστορία μιας τάξης που δεν είχε άλλη φωνή.
Γιατί παραμένει επίκαιρο
Σήμερα, που η εμπορευματοποίηση της μουσικής βιομηχανίας έχει ισοπεδώσει τα πάντα, το ρεμπέτικο εξακολουθεί να στέκει σαν μνημείο αυθεντικότητας. Μιλά για την αδικία, για τον έρωτα, για την απώλεια, για την ξενιτιά. Και μιλά με τρόπο που κανένα άλλο είδος δεν μπορεί να μιλήσει. Δεν ωραιοποιεί· καταγράφει. Δεν χαϊδεύει· ξύνει πληγές. Γι’ αυτό και παραμένει αγαπητό σε νεότερες γενιές, που αναζητούν αλήθεια μέσα στον κόσμο των πλαστικών ήχων.
Συμπέρασμα
Η θέση του Πάνου Τζαβέλα μάς θυμίζει ότι το ρεμπέτικο δεν είναι ντροπή, δεν είναι παραστράτημα, δεν είναι «χασικλίδικο». Είναι η μουσική των απόβλητων που έγινε παγκόσμια κληρονομιά. Είναι η φωνή των καταπιεσμένων που βρήκε τρόπο να ταξιδέψει ως τις μέρες μας. Και αν σήμερα το τραγουδάμε με καμάρι, είναι γιατί ο λαός δεν άφησε ποτέ να σβήσει η δική του μουσική.
✍️ Ο Μπαγλαμάς του Αϊβαλιώτη


Αφήστε μια απάντηση