Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης
Από σήμερα ξεκινάμε ένα αφιέρωμα για όλους τους μεγάλους του ρεμπέτικου τραγουδιού. Και φυσικά δεν μπορούσαμε παρά να κάναμε αρχή από την Πατριάρχη του.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν ήταν απλά ένας μουσικός. Ήταν το στόμα που μίλησε για λογαριασμό μιας τάξης που βίωνε τη σκληρότερη εκμετάλλευση και τον πιο άγριο αποκλεισμό.
Γεννημένος το 1905 στη Σύρο, μεγάλωσε σε χρόνια φτώχειας, ανεργίας, προσφυγιάς και πείνας. Εκεί που οι άνθρωποι κοιμόντουσαν σε βαγόνια, σε αποθήκες και σε τσαντίρια. Εκεί που ο ντόπιος «καθωσπρεπισμός» τους έφτυνε και τους περιφρονούσε, ενώ το κράτος τους κυνηγούσε και τους έκλεινε φυλακή.
Μέσα σε αυτό το τοπίο γεννήθηκε το ρεμπέτικο. Στα υπόγεια, στους τεκέδες, στα λιμάνια και στις παράγκες. Δεν ήταν μουσική για σαλόνια, ήταν μουσική των απόκληρων, των εργατών, των περιθωριοποιημένων. Το μπουζούκι του Μάρκου έγινε η φωνή της φτωχολογιάς, το όργανο που έκλαψε, γέλασε και φώναξε την αλήθεια μιας τάξης που δεν είχε εκπροσώπηση.
Οι αστοί το χαρακτήρισαν «μουσική του υποκόσμου» και έστειλαν την αστυνομία να σπάει μπουζούκια και να συλλαμβάνει τους μουσικούς. Μα ακριβώς εκεί, στον πόλεμο ενάντια στη φτώχεια και στην καταστολή, το ρεμπέτικο ρίζωσε βαθύτερα. Γιατί δεν ήταν «διασκέδαση», ήταν μνήμη και επιβίωση, ήταν διαμαρτυρία και καταφύγιο.
Ο ίδιος ο Μάρκος τραγουδούσε:
«Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε,
μες στα βεγγαλικά κρασιά γλεντάνε και με κερνούνε».
Κι αλλού έδινε την πιο καθαρή φωνή της φτώχειας:
«Φραγκοσυριανή μου γλυκιά, θα ’ρθω να σε ζητήσω,
μες στη φτωχογειτονιά να ζήσουμε μαζί».
Δεν τραγουδούσε για παλάτια, μα για τη φτωχογειτονιά, για τον κόσμο που ζούσε στο περιθώριο αλλά δεν σταμάτησε να ονειρεύεται.
Ο Βαμβακάρης παραμένει παρών γιατί το έργο του δεν είναι «μουσική νοσταλγία». Είναι η ίδια η φωνή της φτωχολογιάς, που μέσα από τα τραγούδια του θυμίζει ότι η ιστορία γράφεται και από τους από κάτω.
120 χρόνια μετά τη γέννησή του, ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου στέκει σαν μνημείο της εργατικής τάξης και του λαϊκού πολιτισμού, κόντρα σε όσους προσπάθησαν να θάψουν και να λογοκρίνουν τη φωνή του.

Αφήστε μια απάντηση