Του Αλητόβιου
Σαν σήμερα, πριν από 54 χρόνια, στις 16 Νοέμβρη 1971, έσβησε στην Αθήνα ένας από τους τελευταίους μεγάλους του ρεμπέτικου τραγουδιού: ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο «Τεμπέλης», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και οι θαυμαστές του, δεν ήταν απλώς ένας τραγουδιστής με φωνή που έσπαγε πέτρες.
Σε μια εποχή που το ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι της αντίστασης ενάντια στην αστική ηθικολογία και την κρατική καταστολή, ο Παγιουμτζής στάθηκε όρθιος, με το μπουζούκι στο χέρι και το χασίς στο αίμα, υπερασπιζόμενος την ελευθερία του περιθωρίου.
Γεννημένος στις 12 Ιούνη 1904 στην Αϊδίνι της Μικράς Ασίας (κοντά στη Σμύρνη), ο Στράτος έζησε από παιδί την τραγωδία της προσφυγιάς. Η οικογένειά του, όπως χιλιάδες άλλες, ξεριζώθηκε το 1922 με την Μικρασιατική Καταστροφή. Μεταφέρθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί, το 1924, στον Πειραιά – την «πύλη» της Ελλάδας για τους πρόσφυγες. Εκεί, στα στενά του λιμανιού, ανάμεσα σε αποθήκες, τεκέδες και μπουρδέλα, ο νεαρός Στράτος βρήκε καταφύγιο στη μουσική.
Δεν άργησε να μπει στον κόσμο του ρεμπέτικου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, συνεργάστηκε με θρύλους όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστης Δελιάς. Μαζί σχημάτισαν την περίφημη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» – μια παρέα που έγραψε ιστορία στα δισκάκια των 78 στροφών.
Ο Παγιουμτζής δεν ήταν μόνο τραγουδιστής· έπαιζε μπαγλαμά και ακορντεόν, και η φωνή του, βαθιά και τραχιά, σαν να ‘χε πιει θάλασσα και καπνό, έδινε σάρκα και οστά στα τραγούδια του “περιθωρίου”.
Το ρεμπέτικο ήταν το τραγούδι των απόκληρων, που ζούσαν στο περιθώριο της καπιταλιστικής Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Ο Παγιουμτζής, όπως και οι σύντροφοί του, βίωσε στο πετσί του την κρατική βία.
Το 1936, η δικτατορία του Μεταξά απαγόρευσε το χασίς και λογόκρινε τα ρεμπέτικα, θεωρώντας τα «ανήθικα» και «επικίνδυνα». Ο Στράτος συνελήφθη πολλές φορές για κατοχή ναρκωτικών – εκείνη την εποχή, το χασίς ήταν μέρος της κουλτούρας του τεκέ, ένας τρόπος να ξεφύγεις από την εξαθλίωση της φτώχειας και της ανεργίας.
Κατά την Κατοχή, ο Παγιουμτζής συνέχισε να τραγουδάει σε υπόγεια και ταβέρνες, παρά τους κινδύνους. Μετά τον πόλεμο, η άνοδος του «αρχοντορεμπέτικου» και η εμπορευματοποίηση του τραγουδιού τον ώθησαν σιγά-σιγά στην άκρη. Η υγεία του κλονίστηκε από τα χρόνια της κατάχρησης – χασίς, αλκοόλ, φυλακές.
Τον Οκτώβρη του 1971 καταφέρνει να βγάλει διαβατήριο (το 1937 είχε συλληφθεί για χρήση χασίς και πήγε εξορία με αποτέλεσμα να μην του εκδώσουν ποτέ διαβατήριο) και να πάει στη Νέα Υόρκη και να δουλέψει στη «Σπηλιά», όπου αποθεωνόταν απ’ τους ομογενείς. Στις 16 Νοεμβρίου «έσβησε» πάνω του ίδιου χρόνου όμως “έσβησε” πάνω στο πάλκο, σε ηλικία 67 ετών. Για να τον γυρίσουν στην πατρίδα και να τον κηδέψουν, χρειάστηκε να γίνει έρανος από παλιούς φίλους και συνεργάτες του, ενώ τα έξοδα της κηδείας κάλυψε ο Γιώργος Ζαμπέτας.
Λέει ο Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του (επιμέλεια Ιωάννα Κλειάσιου – Εκδόσεις Ντέφι):
«Είχε μεγάλο καημό για την Αμερική… αλλά δεν μπορούσε να πάει και να βγάλει διαβατήριο, λόγω που του είχαν μαυρίσει τα χαρτιά από πριν τον πόλεμο για χασισεμπόριο και χασισοποσία… Αργότερα του δώσανε του Στράτου χαρτιά, αλλά ήτανε πια αργά. Ο Στράτος είχε γείρει πια, είχε πάθει και κάνα – δυό εμφράγματα…
Και μού ‘λεγε συνέχεια, να πάω στην Αμερική και ας πεθάνω…Τό ‘ζησε τουλάχιστον αυτό που ήθελε, τό ‘ζησε… Αλλά δεν κλείνει η ζωή του έτσι γιατί ο Στράτος είναι αιωνόβιος, θα ζεί πάντα, πολλούς αιώνες. Θα τραγουδιέται πάντα γιατί τον Στράτο δεν μπορεί να τον τραγουδήσει κανένας. Είναι ένας, μοναδικός. Ο Στράτος, ο Καζαντζίδης και μετά… το χάος…».


Αφήστε μια απάντηση