Πέθανε σήμερα ο Αργύρης Ζήλος – Ο άνθρωπος που χάραξε τη γλώσσα στη μουσικοκριτική

Έφυγε σήμερα, 19 Νοέμβρη 2025, σε ηλικία 73 ετών, ο Αργύρης Ζήλος – ο άνθρωπος που για δεκαετίες ταύτισε όσο κανείς άλλος το όνομά του με το επάγγελμα «μουσικοκριτικός» στην Ελλάδα. Γεννημένος το 1952, ανήκει σε εκείνη τη γενιά που έστησε από το μηδέν μια ολόκληρη κουλτούρα γύρω από το πώς ακούμε, πώς κρίνουμε και πώς μιλάμε για τη μουσική.

Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τη δημόσια σφαίρα, οι εμφανίσεις του ήταν σπάνιες, και η είδηση του θανάτου του έρχεται να κλείσει έναν κύκλο σχεδόν πενήντα χρόνων γραφής, ραδιοφώνου, τηλεόρασης και βινυλίου.

Στη LiFO είχε αφηγηθεί ότι μεγάλωσε κυριολεκτικά μπροστά σε ένα πικάπ: γονείς άμουσοι, αλλά ένας θείος πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη έφερε στο σπίτι ρώσικα βινύλια με Τσαϊκόφσκι, Μότσαρτ, Μπετόβεν. Από ένα Beatles 45άρι και μετά, ό,τι χαρτζιλίκι έπιανε γινόταν δίσκος.

Το 1973 κάνει το άλμα: μέσω προσωπικής γνωριμίας με τον Πιτ Κωνσταντέα και τον Κώστα Καββαθά, μπαίνει στον νεοσύστατο τότε «Ήχο» – το περιοδικό hi-fi που θα γίνει σημείο αναφοράς. Εκεί μένει περίπου είκοσι χρόνια, μέχρι το 1992, χτίζοντας σιγά-σιγά αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως «μουσική κριτική» σε μια χώρα όπου τέτοιο πράγμα πρακτικά δεν υπήρχε.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Νίκος Σαραντάκος θυμάται πως για τους εφήβους των ‘70s και ‘80s «ήταν η πιο έγκυρη φωνή στον χώρο της μουσικοκριτικής – άλλοι τον λάτρευαν, άλλοι τον αντιπαθούσαν, όλοι όμως τον έπαιρναν υπόψη».

Το ευρύ κοινό τον έμαθε κυρίως από τις στήλες του στον «Ήχο» και στο «Αθηνόραμα», όπου για περίπου 45 χρόνια υπήρξε ταυτόχρονα ιχνηλάτης του καινούριου και κρεμάλα για κάθε εμπορική φτήνια, όσο «επιτυχημένη» κι αν ήταν.

Παράλληλα έγραψε σε άλλα μουσικά έντυπα της μεταπολίτευσης:

➤ στο «Δίφωνο» από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι τις αρχές του 2010,

➤ στο περιοδικό Sonik,

➤ συνεργάστηκε και με νεότερα μουσικά sites όπως το mic.gr και το Avopolis, είτε με κείμενα είτε μέσα από μεγάλες συνεντεύξεις – ουσιαστικά «μαθήματα» μουσικής κουλτούρας.

Δεν περιορίστηκε όμως στο χαρτί. Στην κρατική ραδιοφωνία παρουσίασε την εκπομπή «Χώροι και διαστάσεις του ροκ», ενώ στη δημόσια τηλεόραση υπήρξε ειδικός συνεργάτης στη σειρά «Ροκ το ελληνικό», που κατέγραψε την ιστορία του ελληνικού ροκ στις αρχές των ‘90s.

Σε πιο ανεπίσημα συμφραζόμενα, κράτησε για χρόνια ένα εβδομαδιαίο «ζουρ φικς» ως DJ σε μπαρ των Εξαρχείων, μεταφέροντας τη δισκοθήκη και το γούστο του σε ένα ζωντανό, συλλογικό άκουσμα – κάτι ανάμεσα σε ραδιόφωνο, παρέα και σεμινάριο, όπως θυμούνται όσοι τον πρόλαβαν.

Η φήμη του Ζήλου δεν χτίστηκε πάνω σε δημόσιες σχέσεις αλλά πάνω σε μια γραφή απαιτητική, συχνά δύστροπη, που δεν χαριζόταν σε κανέναν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε φόρουμ και συζητήσεις οι αναγνώστες τον αποκαλούσαν «ο πιο δυσνόητος δισκοκριτικός», αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζαν ότι ήταν «ψαγμένος» και αμείλικτος με τη μετριότητα – ειδικά όταν αυτή πλασαριζόταν ως «εναλλακτική».

Ο ίδιος περιέγραφε έτσι τη δουλειά του:

Όταν ξεκίνησε, δεν υπήρχε στην Ελλάδα αυτό που λέμε μουσική κριτική – αναγκάστηκε να βρει μόνος του ύφος, χωρίς να αντιγράφει Άγγλους ή Αμερικανούς κριτικούς, γιατί ήθελε να μιλά «στη γλώσσα της δικής του κοινωνίας».

Πίστευε ότι ο κριτικός δεν υπερασπίζεται μόνο ένα γούστο αλλά μια γλώσσα και ένα επίπεδο, απέναντι σε μια αντίληψη που θεωρούσε τη διεθνή μουσική «ελαφρύ νεανικό προϊόν».

Σε μια από τις τελευταίες μεγάλες συνεντεύξεις του έλεγε: «Δεν χρησιμοποιώ τη μουσική για απόλαυση, τη χρησιμοποιώ για να ζήσω – είναι το περιβάλλον μου, ο ορίζοντας μέσα στον οποίο αναπνέω» (περιληπτικά από Avopolis).

Γι’ αυτό και τα γνωστά «αστεράκια» του σε δίσκους: ποτέ σαν παιχνίδι, αλλά σαν απόπειρα να μπει μια τάξη μέσα σε έναν ωκεανό παραγωγών. Πολλές φορές υπερβολικός, συχνά εκνευριστικός για καλλιτέχνες και fans, αλλά πάντα με την αίσθηση ότι απευθύνεται σε ακροατές που δεν θέλει να τους χαϊδέψει τα αυτιά.

Όσοι μεγαλώσαμε πολιτικοποιημένοι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, ξέρουμε καλά ότι η μουσική δεν ήταν απλώς «ψυχαγωγία». Ήταν τρόπος να διαβάζεις τον κόσμο, ιδιαίτερα στο ροκ, στο πανκ, στην ανατρεπτική ποπ. Εκεί ακριβώς λειτούργησε ο Ζήλος:

⏩ ως φίλτρο απέναντι στην εμπορική σαβούρα,

⏩ ως οδηγός σε δισκογραφίες που αλλιώς δεν θα έφταναν ποτέ στην Ελλάδα,

⏩ ως αφετηρία για μια γενιά νεότερων μουσικοκριτικών, που τον θεωρούν δάσκαλο, είτε συμφώνησαν είτε συγκρούστηκαν μαζί του.

Μέσα από τον «Ήχο», το «Αθηνόραμα» και τα υπόλοιπα έντυπα, συνέβαλε στο να διαμορφωθεί το μουσικό γούστο μιας ολόκληρης γενιάς – από τα κλασικά ροκ και την electronica μέχρι το πιο απαιτητικό avant-garde και τις σκιές του ελληνικού ροκ.

Για έναν άνθρωπο σαν τον Ζήλο, που έβλεπε τη μουσική ως αναπνοή και όχι ως διακόσμηση της καθημερινότητας, η σημερινή πολιτιστική και πολιτική παρακμή αυτού του τόπου θα ήταν – και ήταν – ασφυκτική. Δεν τον ενδιέφεραν οι τηλεπερσόνες ούτε τα φεστιβάλ-βιτρίνες· τον ενδιέφερε η σχέση ανάμεσα σε ήχο, γλώσσα και ζωή.

Αν κάτι μένει σήμερα, είναι ακριβώς αυτό:

➤ η ιδέα ότι η τέχνη χρειάζεται κριτικό βλέμμα και όχι μόνο κατανάλωση,

➤ ότι η μουσική μπορεί να είναι εργαλείο κατανόησης του κόσμου,

➤ ότι ακόμη και μέσα στο εμπορικό κυκεώνα υπάρχει χώρος για μια φωνή που επιμένει να λέει «όχι», ακόμα κι αν αυτό την κάνει αντιδημοφιλή.

Για τους ανθρώπους της γενιάς του, αλλά και για τους νεότερους που τον διάβασαν από σκόρπιες σελίδες, ο Αργύρης Ζήλος θα μείνει ως αυτό ακριβώς: ο τύπος που μας έμαθε ότι δεν αρκεί να «μας αρέσει κάτι» – πρέπει και να μπορούμε να το υπερασπιστούμε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *