Προβολή ταινίας στα Χανιά: Θάνατος στη Βενετία (1970)

posterΔελτίο Τύπου

[…] Τα παιδιά ξέρουν καλά 

ότι το αδύνατο 

είναι η πιο ωραία λύση…                                                                                                                            (Τάσος Λειβαδίτης, Τα μοναχικά βήματα)
Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ”  συνεχίζοντας τον δεύτερο κύκλο των προβολών του κινηματογραφικού αφιερώματος στον φημισμένο ιταλικό κινηματογράφο με τον γενικό τίτλο: “Μικρά Αριστουργήματα Μεγάλων Ιταλών Σκηνοθετών”, θα προβάλλει στα Χανιά την Κυριακή, 24/01/2016στις 8.00 μ.μ. στη γνώριμη αίθουσα του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης (Νεάρχου 23) την ταινία: “Θάνατος στη Βενετία(1979) του Λουκίνο Βισκόντι.

Περίληψη: Ένας Γερμανός συνθέτης φθάνει για ανάπαυση στην Βενετία. Μια απροσδόκητη συνάντηση θα αλλάξει τη ζωή του δραματικά, ανήμπορος ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Η βασανιστική ιστορία ενός ανθρώπου παθιασμένου με την ιδανική ομορφιά. Αριστουργηματική ταινία βασισμένη σε νουβέλα του Τόμας Μαν, όπου ο κεντρικός χαρακτήρας βασίζεται στην προσωπικότητα του συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ. Mεγάλο Eιδικό Bραβείο Eικοσιπενταετίας του Φεστιβάλ Kαννών 1971.

Λίγα περισσότερα στοιχεία για την ταινία: «Θάνατος στη Βενετία» του Λουκίνο Βισκόντι

Γκούσταβ φον Άσκενμπαχ: Ξέρεις, μερικές φορές νιώθω ότι οι καλλιτέχνες είναι σαν κυνηγοί μέσα στο σκοτάδι. Δεν ξέρουν ποιος είναι ο στόχος τους και δεν ξέρουν αν τον έχουν πετύχει. Αλλά δεν μπορείς να περιμένεις από τη ζωή να φωτίσει το στόχο και να σημαδέψει για σένα. Η δημιουργία της ομορφιάς και της αγνότητας είναι μια πνευματική πράξη.

Άλφρεντ: Όχι Γκούσταβ, όχι. Η ομορφιά ανήκει στις αισθήσεις. Μόνο στις αισθήσεις.

14-Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα πολλά ανυπέρβλητα αισθητικά μοτίβα της μεταφοράς του μυθιστορήματος του Τόμας Μαν στον κινηματογράφο από τον Λουκίνο Βισκόντι είναι το χρώμα και η υφή της άμμου στην παραλία του Λίντο της Βενετίας, εκεί όπου αντανακλάται κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή αυτής της ιστορίας, πένθιμης όσο λίγες στην ιστορία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.

Κάποια στιγμή ο τρομαγμένος από το πέρασμα του χρόνου και την πρωτόγνωρη ερωτική επιθυμία που αισθάνεται για τον νεαρό Τάτζιο, συνθέτης Γκούσταβ φον Άσκενμπαχ θα μιλήσει για μια κλεψύδρα που θυμάται από τον πατέρα του και την άμμο που ορίζει την αντίστροφη μέτρηση μόλις την αναποδογυρίσεις. Και πριν προφτάσεις να σκεφτείς οτιδήποτε, ο χρόνος (σου) έχει τελειώσει.

Μια αναποδογυρισμένη ταινία που μετρά αντίστροφα προς το οριστικό τέλος είναι και ο «Θάνατος στη Βενετία», που περισσότερο από ένα δοκίμιο πάνω στην ερωτική επιθυμία ή στην αγριότητα της νεότητας ή ακόμη και στην ατέρμονη αναζήτηση της απόλυτης ομορφιάς, είναι μια εκκωφαντική συμφωνία (σαν αυτή την ομώνυμη του Γκούσταβ Μάλερ που στοιχειώνει κάθε εικόνα του φιλμ) ενορχηστρωμένη πάνω στο θάνατο και κυρίως πάνω στη ζωή που τον προσπερνά, αδιαφορώντας για την νομοτελειακή ύπαρξή του.

Διασχίζοντας ένα καλοκαίρι βασανιστικής υγρασίας, παρακμής και θανατηφόρας επιδημίας, ο ήρωας του σπαρακτικού Ντερκ Μπόγκαρντ δεν είναι μόνο ένας άντρας που προσπαθεί μάταια να εξιδανικεύσει την τόσο φυσική έλξη του για ένα αγγελικό αγόρι, αλλά κυρίως ο τελευταίος κάτοικος μιας Ευρώπης που τελειώνει, πριν παραδώσει για πάντα το χρόνο της σε μια νέα εποχή.

Καθισμένος σε μια σεζ λονγκ στην επίπεδη παραλία απέναντι από το «Grand Hotel des Bains» – στο συγκλονιστικό φινάλε της ταινίας – θα προδοθεί από την αμείλικτη ζέστη, μα περισσότερο και από αυτήν από την εκ προοιμίου χαμένη μάχη απέναντι σε όλα όσα πεισματικά τρομάζεις να παραδεχτείς τη στιγμή που πρέπει.

15Ένα ακόμη κείμενο την σπουδαία ταινία: “ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ”

  1. Μετά από μια κρίση δημιουργικότητας, ο μουσικός

Γκούσταφ φον Άσενμπαχ φτάνει στο Λίντο της Βενετίας για να περάσει μόνος του μια περίοδο διακοπών όχι μόνο για να στοχαστεί, αλλά κι επειδή είναι κουρασμένος και άρρωστος. Στο ξενοδοχείο στο οποίο καταλύει, την προσοχή του προσελκύει μια οικογένεια πολωνών τουριστών και ιδιαίτερα ένας πανέμορφος έφηβος, ο Τάτζιο, για τον οποίο νιώθει αμέσως μεγάλη έλξη. Έχοντας σε αντάλλαγμα μιαν αμφίσημη ανταπόκριση, ο Γκούσταφ ακολουθεί με το βλέμμα το νεαρό στο ξενοδοχείο και στην παραλία, και αναστατωμένος απ’ το πάθος, αποφασίζει να φύγει, όταν ένα μπέρδεμα με τις αποσκευές τον αναγκάζει να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Ακολουθώντας τον νεαρό στα στενοσόκακα της Βενετίας, ο Άσενμπαχ ανακαλύπτει ότι στην πόλη έχει ξεσπάσει επιδημία πανούκλας. Οι αρχές αποκρύπτουν την κατάσταση, επειδή φοβούνται  μην πληγεί ο τουρισμός. Ο Άσενμπαχ σκέφτεται να ειδοποιήσει την πολωνική οικογένεια, αλλά σωπαίνει, γιατί θέλει να συνεχίσει να βλέπει τον αγαπημένο του. Έχοντας μακιγιαριστεί για να κρύψει τα σημάδια των γηρατειών και της αρρώστιας, ο Γκούσταφ παρακολουθεί τον Τάτζιο στην παραλία για τελευταία φορά. Ενώ ο νεαρός μοιάζει να του δείχνει ένα σημείο στον ορίζοντα, ο Άσενμπαχ πεθαίνει.

Ο Γκούσταφ  Άσενμπαχ είναι ένας συνθέτης (ο Mann στο βιβλίο αναφέρεται σε συγγραφέα) στο λυκόφως της ζωής του. Ο Dirk Bogarde παίζει εξαιρετικά τον ντροπαλό αστό, την επιτηδευμένη, κατηφή, κάποτε περιφρονητική, οξύθυμη πλευρά του, αυτό που ο Lukacs ονόμασε «συμπεριφορά» αλλά και την αδεξιότητα του, ακόμα και την αφέλεια του, όταν στην Βενετία τον κυριεύει ξαφνικά ο δαίμονας του πάθους.

Είναι ένας μυστικιστής και ιδεαλιστής δημιουργός, όπως πολλοί άλλοι στα τέλη του 19ου αιώνα. Παθιασμένος με το απόλυτο, με τις αγνές ιδέες, τις υπέρτατες αξίες, θεωρεί πως η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις, τη χυδαιότητα του σώματος, την καθημερινότητα της ύπαρξης, αλλά με το μεγαλείο, το εξαίσιο  της ψυχής. Αυτή η ηθική της αισθητικής αποτελεί το θέμα έντονων συζητήσεων μ’ ένα φίλο του που είναι κι αυτός μουσικός. Ο αντίπαλός του αντιτείνει ως μοναδικές αυθεντικές και γόνιμες πηγές της δημιουργίας το σαρκικό πάθος, το συγκεκριμένο συναίσθημα, έστω και το χυδαίο, το βίωμα, όπως θα λέγαμε σήμερα.

16Ήδη από την άφιξή του στη Βενετία, η αρρώστια και η εξάντληση επιβάλλουν στον Άσενμπαχ την πρώτη παρέκκλιση, την πρώτη «υποταγή» του πνεύματος στο σώμα. Βιολογικές ανάγκες ευνοούν την ανάδυση του απωθημένου: τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του συνθέτη. Μετά την συνάντηση με τον Τάτζιο (που πασχίζει να τον προκαλέσει «αθώα») κυριαρχεί μέσα του το σεξ με όλη του τη σκληρότητα κι ανατρέπει όλη την ισορροπία της προσωπικότητάς του. Στην αρχή, ο Άσενμπαχ προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή την κατάρρευση σαν μια καλλιτεχνική κρίση, ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Αν και δεν συνθέτει καθόλου ή σχεδόν καθόλου, βυθίζεται ξανά στο «θεωρητικό» πρόβλημα της ζωής του ως δημιουργού στη Γερμανία: ο Άλφρεντ ο φίλος του είχε δίκιο, είχε προβλέψει σωστά;

Η εικόνα της Βενετίας έτσι όπως την παρουσιάζει η ταινία, είναι τουλάχιστον παράξενη. Η πόλη είναι καταθλιπτική και βρώμικη: σκουπίδια στοιβαγμένα σε κάθε γωνία. Ωστόσο, στο ξενοδοχείο δεν παίρνουν καμία ιδιαίτερη προφύλαξη και πέρα από ένα-δυο περαστικούς, κανείς δεν νιώθει το κακό που πρέπει να έχει γεμίσει, όπως λένε, νεκροτομεία και νοσοκομεία. Αυτή η θλιβερή Βενετία καθρεφτίζει την εικόνα του Άσενμπαχ, καταβεβλημένη, γερασμένη, βασανισμένη (ο καθρέφτης του περουκέρη το επιβεβαιώνει). Ένας κινηματογραφιστής λιγότερο ρεαλιστής από τον Visconti  θα την είχε ζωγραφίσει με τον τρόπο του Bosch. Στα σοκάκια, στους  δαιδάλους, στις στοές της Βενετίας,  ο Άσενμπαχ  προβάλλει το δικό του χάος. Ο Θάνατος στη Βενετία είναι το πραγματικό «Προυστικό» έργο του Visconti, σίγουρα περισσότερο αυθεντικό από όσο θα ήταν η μεταφορά του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο”.

Τι σκέφτεται, τι νιώθει ο Άσενμπαχ όταν στο τέλος λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βλέπει τον Τάτζιο ν’ αγκαλιάζεται, να χαϊδεύεται και να νικιέται από ένα μεγαλύτερο αγόρι; Υποφέρει από ζήλια βλέποντας ένα νεαρό αγροίκο να κατακυριεύει και να αλλοιώνει τη λεπτότητα και την τελειότητα, ένα νεαρό που αγνοεί την ομορφιά, που την μεταχειρίζεται τόσο άσχημα; Ή καταλαβαίνει πικραμένος πως αυτή η ομορφιά τού είναι απαγορευμένη από μιαν άλλη ηλικία, πως οι επιθυμίες του θα διαλυθούν μπροστά στην ίδια του την αδυναμία, την -κυρίως φυσική-ανικανότητα, πως το καλύτερο που μπορεί να αποκτήσει είναι η ενατένιση; Έτσι, στο τέρμα του ταξιδιού, θα επιστρέψει παραδόξως στις παλιές, τις πρώτες του ιδέες: η μουσική του, η αισθητική του, που βασίζονταν στην εξιδανίκευση, στο πλατωνικό ιδεώδες, σε μια μεταφυσική αντίληψη για την τέχνη, δεν ήταν τόσο μάταιες! Η επιθυμία δε φτάνει ποτέ τον στόχο της: η ομορφιά, οι ηδονές, η μέθη που αναμένει κανείς, θα παραμείνουν Γη της Επαγγελίας, θα βρουν τη δύναμη και τη δικαίωσή τους σ’ αυτή τη γοητευτική, τη «θεϊκή» απομάκρυνση.

17 Στις τελευταίες εικόνες της ταινίας, η φωτογραφική μηχανή πάνω στο τρίποδο (υπάρχει στο βιβλίο του Thomas Mann) είναι προφανώς, η υπογραφή του Visconti. Ο κινηματογραφιστής βλέπει, είδε, όπως ο συνθέτης, και δικαιώθηκε. Ο Τάτζιο, με το δεξί χέρι τεντωμένο, δείχνει προς τα ανοιχτά, στο προπέτασμα των αχνών που φωσφορίζουν. Γίνεται παγανιστική φιγούρα, «πολιτιστική» μυθολογία, περαματάρης, μεσολαβητής, τοποθετεί την ομορφιά του (άδικη, μοιραία, δεδομένη) στα σύνορα του πραγματικού, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ορατό και σ’ αυτό που διακρίνει κανείς πέρα από το ορατό. Προς τι λοιπόν ο ρεαλισμός που βλέπει, αγγίζει και μιμείται τον πραγματικό κόσμο; Γι’ αυτό ακριβώς που προσεγγίζει και γι’ αυτό που είναι ανέγγιχτο μέσα στην πραγματικότητα

Κινηματογραφική Ομάδα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Λίγα λόγια για τον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι

(Luchino Visconti 2/11/1906 – 17/3/1976)

«Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών και αυτή η ημερομηνία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή σαν κακός οιωνός» έγραφε ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Μοντρόνε, τελευταίος επίγονος μιας γενιάς αριστοκρατών που κινούσε τα νήματα στη Λομβαρδία για 200 χρόνια. Γεννημένος στις 2 Νοεμβρίου 1906, ο Λουκίνο Βισκόντι μεγάλωσε με τους τρεις αδελφούς και τις τρεις αδελφές του και πέρασε τα νεανικά του χρόνια νωχελικός δανδής ανάμεσα στο θεωρείο του στη Σκάλα, ένα κάστρο κοντά στην Πιατσέντζα, διακοπές στο Λιντό της Βενετίας και αδιάφορες περιπλανήσεις στο οικογενειακό παλάτσο στο Μιλάνο, το βαρυφορτωμένο με αμέτρητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Ο πατέρας του Τζουζέπε τον βοήθησε να ανακαλύψει το έργο του Προυστ. Η μητέρα του Κάρλα που γνώριζε τον Βέρντι και ήταν φίλη του Πουτσίνι και του Τοσκανίνι, τον έκανε να αγαπήσει τη μουσική. «Σαν σκηνικό στη ζωή μου υπήρχε πάντα όλη αυτή η κουλτούρα που δεν με άφηνε ποτέ σε ησυχία» έλεγε ο ίδιος. Αλλά μέσα σε αυτή τη χλιδή, ο νεαρός Λουκίνο παρακολουθεί ανήμπορος το δράμα που τσακίζει τις ζωές των γονιών του. Η μητέρα του ταπεινωμένη από τους ομοφυλοφιλικούς δεσμούς του συζύγου της, τον αφήνει. Ο Βισκόντι αποκηρύσσει τον πατέρα του και αφιερώνεται ολόψυχα στη μητέρα του για την οποία αργότερα θα πει ότι «έμοιαζε με όραμα μαγικό που το περιτριγύριζαν μέτρα ολόκληρα από τούλι σαν σύννεφα»

18Δεν προκαλεί έκπληξη λοιπόν ότι μέχρι τα 35 του χρόνια αυτός ο άνθρωπος που ανακάλυψε τη δική του ομοφυλοφιλία με ένα μίγμα φρίκης και ευτυχίας, περιφέρει άσκοπα την ανία του κομψού και διαβασμένου αριστοκράτη. Η αγάπη του για τους άντρες μετατρέπεται σε απαγορευμένο θέμα ακόμα και για τους πιο κοντινούς του ανθρώπους. Μετά τη στρατιωτική του θητεία όπου τρομοκρατεί το τάγμα του, ξεκινάει ένα ιπποφορβείο με άλογα κούρσας. Ακολουθούν τα τρελά χρόνια του Μεσοπολέμου όπου συχνάζει στα πιο φημισμένα σαλόνια του Παρισιού και συνεχίζει ατάραχος τις κομψές περιπλανήσεις του στο ναζιστικοποιημένο Βερολίνο και τη φασίζουσα Ιταλία. Μοιάζει να διατρέχει την εποχή του χωρίς να κατατρέχεται ο ίδιος από αυτήν. Θα είναι ο πρώτος του εραστής, ο γερμανός φωτογράφος και εχθρός του φασισμού Χορστ Π. Χορστ που θα σκαλίσει για πρώτη φορά τη θράκα της πολιτικής του συνείδησης. Χάρη στην Κοκό Σανέλ γνωρίζει τον Ζαν Ρενουάρ και το 1936 σχεδιάζει τα κοστούμια για την ταινία του Εκδρομή στην Εξοχή. Αυτή η εμπειρία θα καθορίσει το πεπρωμένο του. Τότε ανακαλύπτει τον κινηματογράφο, το Λαϊκό Μέτωπο και τον κομμουνισμό. Κάτι που, μετά την επιστροφή του στην Ιταλία κατά τις παραμονές του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, θα του στοιχίσει ένα διάστημα στη φυλακή και μπλεξίματα με τη Γκεστάπο.

Σχεδόν κατά τύχη γυρίζει το 1943 την πρώτη του ταινία Ossessione (Διαβολικοί Εραστές), κινηματογραφική μεταφορά του ωμού μυθιστορήματος του αμερικάνου Τζέημς Κέιν Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές. Ταινία που σκόπευε να γυρίσει ο Ρενουάρ αν ο πόλεμος δεν τον εμπόδιζε. Ο Βισκόντι αναλαμβάνει αυτό το ατίθασο σχέδιο και δημιουργεί ένα έργο σκοτεινού ερωτισμού, δυνατό και ακανθώδες. Η ταινία εγκαινιάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό στο σινεμά. Εν μέσω του παρακμιακού και παρακμάζοντος φασισμού μετατρέπεται σε αρχάγγελο του λαϊκισμού -κάτι που θα του επιτρέψει να γλιτώσει παρά τρίχα το εκτελεστικό απόσπασμα-, ένα άροτρο που σκαλίζει συνειδήσεις με ταινίες όπως το θαυμάσιο ντοκιμαντέρ Η Γη που Τρέμει και η Bellissima με την Άννα Μανιάνι.

19Στροφή στο έργο του θα είναι το Senso το 1954. Εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Καμίλο Μπόιτο, αυτή η ερωτική τραγωδία στην Ιταλία της περιόδου του Ρισορτζιμέντο διασταυρώνει την επίσημη Ιστορία με το ανεκδοτολογικό στοιχείο. Ο νεορεαλισμός σε αυτή την ταινία αντικαθίσταται από αυτό που ο Βισκόντι αποκαλεί «ρομαντικό ρεαλισμό», ένας ορισμός παράδοξος και προβληματικός που θα χαρακτηρίσει στη συνέχεια την πλειοψηφία των έργων του. «Τα ανθρώπινα πάθη είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας» είναι η εξήγηση που δίνει ο ίδιος. Με αυτή την υπερπαραγωγή (1392 ηθοποιοί, 2100 ιππείς, 8000 κομπάρσοι!) αποκαλύπτεται η προτίμησή του στο επικό στοιχείο και ο έρωτάς του για τη λεπτομέρεια, στοιχεία που θα τρομοκρατούν τους παραγωγούς του για πολύ καιρό!

Μετά την κινηματογραφική αναγνώριση στρέφεται στο θέατρο και αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία παραστάσεων όπερας χάρη στη Μαρία Κάλλας που θα ανοίξει ξανά τις πόρτες της Σκάλας σε αυτόν που η κοινωνική του τάξη αποκαλεί ο Κόκκινος Κόμης. Ο ίδιος επαναλαμβάνει τη βεβαιότητά του ότι μόνο ο μαρξισμός-λενινισμός μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα, αλλά συχνά κρύβει τη Ρολς Ρόις που τον μεταφέρει στα γυρίσματα πίσω από τα τεράστια πανό των σκηνικών. Ελάχιστα εγκλιματισμένος στην οικογένεια του ιταλικού σινεμά, φτάνει σε σημείο να δηλώσει ότι «όλοι οι σκηνοθέτες που το όνομά τους τελειώνει σε –ίνι είναι ατάλαντοι». Όταν το πληροφορείται, ο Φελίνι απαντάει: «Ποιος το είπε αυτό; Ο Βισκοντίνι;» Τα λεπτοκαμωμένα χείλη του μπορούν να προφέρουν, ανάλογα με τη μέρα, σοφά αποφθέγματα ή αυταρχικές διαταγές: «Μια σταρ είναι σαν καθαρόαιμο άλογο. Πρέπει να την καλοπιάνεις, να την χαϊδεύεις ή να την μαστιγώνεις».

Παρ’ όλα αυτά οι μεγάλες σταρ συνωστίζονται για να δουλέψουν μαζί του. Στα πρόσωπα της Αλίντα Βάλι (Senso), της Σιλβάνα Μαγκάνο (Θάνατος στη Βενετία), της Κλαούντια Καρντινάλε (Γατόπαρδος) και της Ρόμι Σνάιντερ (στον Λουδοβίκο, το Λυκόφως των Θεών της προσφέρει το ρόλο της Ελισάβετ της Αυστρίας τον οποίο έχει ήδη ερμηνεύσει στη Σίσυ) αναζητά παντοτινά την Κάρλα, το πρόσωπο της μητέρας του για την οποία λέει ότι δεν υπάρχει στιγμή στη ζωή του που να μην φωτίζεται από την ανάμνησή της. Στους άντρες, έχει το χάρισμα να ανακαλύπτει ηθοποιούς με ένα ιδιαίτερο φυζίκ που συνδυάζει το εύθραυστο του πρωτάρη με τη ζωώδη ομορφιά -όπως ο Αλέν Ντελόν (Ο Ρόκο και τα αδέλφια του), ο Ζαν Σορέλ (Σάντρα) ο Χέλμουτ Μπέργκερ (στους Καταραμένους και τον Λουδοβίκο) και ο Μπγιορν Άντερσεν (ο Τάτζιο στον Θάνατο στη Βενετία)- και να τους μετατρέπει σε πλάσματα μυθικά και μυθοποιημένα. Η ομοφυλοφιλία θα σημαδέψει αρκετά έργα του, σύμβολο γοητείας αλλά και απαγόρευσης. Πόσες από τις πιο σημαδιακές ταινίες του δεν μπορούν να ιδωθούν μέσα από αυτό το πρίσμα: στον Θάνατο στη Βενετία η παρακμή του γήρατος έρχεται αντιμέτωπη με τον πειρασμό της νεότητας, ενώ οι Καταραμένοι συμβολίζουν την κατάρρευση των ναζιστικών ηθών. Και τέλος στον Λουδοβίκο οι ερωτικές προτιμήσεις ενός χαμένου βασιλιά συνοδεύουν την κάθοδό του προς την τρέλα. Αλλά για τους δικούς του έρωτες και τα πάθη του γνωρίζουμε ελάχιστα. Πραγματικός άρχοντας της Αναγέννησης, δέχεται για πολύ καιρό τους καλεσμένους του στην έπαυλή του στη Βία Σαλάρια της Ρώμης ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας μανσέτες από δαντέλα και περιστοιχισμένος από βάζα της δυναστείας των Μινγκ και μια στρατιά αυλικών που επαγρυπνεί για την ικανοποίηση και των πιο απίθανων επιθυμιών του. Κανείς όμως δεν μιλάει για τους πανέμορφους νεανίες που τον περιτριγυρίζουν. Δεν έχει έρθει ακόμα η ώρα των ταμπλόιντ. Και οι φελινικοί παπαράτσι που περιδιαβαίνουν την Αππία Οδό προτιμούν τα κοκέτικα φρου-φρου και τους ποδόγυρους μιας στάρλετ από τους απαγορευμένους έρωτες ενός σεβάσμιου σκηνοθέτη.

22Ποιος να μιλήσει λοιπόν για τον Χέλμουτ Μπέργκερ, ξανθό άγγελο και τελευταίο εραστή του δασκάλου; Σε αυτόν θα αναφερθεί με σκληρότητα ο ίδιος ο Βισκόντι προς το τέλος της ζωής του: «Ήταν ασήμαντος. Να όμως που απέκτησε προσωπικότητα», πριν προσθέσει: «Δεν είμαι πονηρός και συχνά με εκμεταλλεύονται». Επίσημα δεν θα μάθουμε τίποτα περισσότερο.

Για τους κοντινούς του ανθρώπους, το μοναδικό πάθος του Βισκόντι ήταν η μουσική που σημαδεύει όλες του τις ταινίες. Ο Βέρντι ξεσηκώνει τα πάθη των ηρώων του Senso, ο Βάγκνερ χύνει τα δηλητηριώδη φίλτρα του στο αίμα των Καταραμένων και στο ταλαιπωρημένο κορμί του Λουδοβίκου, ο Μάλερ ντύνει με τις σιωπές του την αγωνία του Θανάτου στη Βενετία. Καθώς γερνάει (ένα εγκεφαλικό τον αφήνει ημιπαράλυτο το 1970) η νοσταλγία για την καλλιεργημένη ελίτ που χάθηκε φαίνεται να υπερισχύει της συμπάθειας που τρέφει προς τους προλετάριους. Σκηνοθέτης των μεγάλων νεκρικών ρέκβιεμ, ο Βισκόντι μοιάζει με αφοσιωμένο πυροτεχνουργό που αναλύει και καταγράφει τα χημικά συστατικά ενός σύμπαντος πριν το αποκηρύξει και το παραδώσει στις φλόγες.

Ο θάνατος θα τον βρει στις 17 Μαρτίου 1976 στο σπίτι του στη Ρώμη καθώς βάζει τις τελευταίες πινελιές στο μοντάζ του Αθώου. Αυτό το έργο, που οι θαυμαστές του συχνά θεωρούν έλασσον, ίσως να είναι στην πραγματικότητα η καλλιτεχνική του διαθήκη. Η αυτοκτονία του Τζιανκάρλο Τζιανίνι μετά τη δολοφονία του νόθου παιδιού της γυναίκας του δεν συμβολίζει στην πραγματικότητα την αδυναμία της μεγάλης ιταλικής αριστοκρατίας να περάσει την σκυτάλη στην επόμενη γενιά; Η συγκίνηση από το θάνατό του είναι παγκόσμια, αλλά κάθε αφιέρωμα τον παρουσιάζει διαφορετικά. Κρυμμένος πίσω από τις χίλιες διαφορετικές εκδοχές της προσωπικότητάς του, τόσο πολυμορφικός και τόσο προικισμένος στις αντιφάσεις, πως μπορεί κανείς να τον περιγράψει με ακρίβεια; Ίσως μόνο ένας από τους ήρωές του μπορεί να τον συμβολίσει, ο βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος που ενσάρκωσε ο Χέλμουτ Μπέργκερ, ο οποίος και δεν δίστασε μετά τον θάνατο του σκηνοθέτη να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ο απαρηγόρητος «χήρος» του. Σαν τον γερμανό ηγεμόνα που χτίζει μια αυτοκρατορία πάνω σε όνειρα, ο Βισκόντι έκανε ταινίες όπως ο Λουδοβίκος έφτιαχνε κάστρα με τους πανύψηλους πυργίσκους τους που προσπαθούν να τρυπήσουν τον ουράνιο θόλο, ελπίζοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να πετάξει ψηλά αφήνοντας πίσω του τα καταστροφικά γήινα πάθη. Όπως ο Λουδοβίκος, έτσι και ο Βισκόντι ονειρευόταν να ατενίσει την κατοικία των θεών. Για μην γνωρίσει τελικά παρά μόνο το λυκόφως τους.

Φιλμογραφία

1976     Οι αθώοι

1974     Η γοητεία της αμαρτίας

1972     Το λυκόφως των θεών

1971     Θάνατος στην Βενετία

1970     Alla ricerca di Tadzio

1969     Οι καταραμένοι

1967     Ο ξένος

1967     Οι μάγισες

1965     Μακρινά αστέρια της αρκτου

1963     Ο γατόπαρδος

1962     Βοκκάκιος ’70

1960     Ο Ρόκο και τα αδέρφια του

1957     Λευκές νύχτες

1954     Σένσο

1953     Siamo donne

1951     Bellissima

1951     Appunti su un fatto di cronaca

1948     Η γη τρέμει

1945     Giorni di gloria

1943     Διαβολικοί εραστές

Κινηματογραφική Λέσχη Γυθείου: 

http://www.klg.gr/viskonti.htm

 Νέο website των Φίλων των Γραμμάτων και των Τεχνών (Χανιά-Κρήτη) | ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ (ΧΑΝΙΑ – ΚΡΗΤΗ)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *