Η σημερινή κατάθεση του Κώστα Βαξεβάνη στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, στη δίκη για το σκάνδαλο των υποκλοπών, -που δημοσιεύεται στο Documento– δεν ήταν απλώς εντυπωσιακή. Ήταν αποκαλυπτική και πολιτικά εκρηκτική. Ο δημοσιογράφος αποκάλυψε ότι η περίφημη λίστα με τους στόχους του Predator, που δημοσιεύτηκε από το Documento τον Νοέμβριο του 2022, είχε πηγή προέλευσης την ίδια την ΕΥΠ.
Με άλλα λόγια, οι πληροφορίες για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα παρακολούθησης στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας δεν προήλθαν από “σκοτεινά κέντρα” ή τυχαίες διαρροές, αλλά από τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό που –υποτίθεται– έχει αποστολή να προστατεύει το απόρρητο και την εθνική ασφάλεια.
Και εδώ προκύπτει το αμείλικτο ερώτημα:
Τι είδους μυστική υπηρεσία είναι αυτή, όταν απόρρητες πληροφορίες της καταλήγουν στα χέρια δημοσιογράφων;
Η απάντηση είναι απλή και τρομακτική ταυτόχρονα. Η ΕΥΠ –και συνολικά το σύστημα παρακολούθησης που στήθηκε τα τελευταία χρόνια– δεν είναι ούτε “στεγανό”, ούτε ελεγχόμενο, ούτε θεσμικά θωρακισμένο. Είναι ένα σουρωτήρι, ένας μηχανισμός όπου τα «άκρως απόρρητα» διακινούνται κατά το δοκούν, ανάλογα με σκοπιμότητες, εσωτερικούς ανταγωνισμούς ή πολιτικές ανάγκες.
Η ίδια η κατάθεση Βαξεβάνη κατέρριψε οριστικά το κυβερνητικό αφήγημα περί «δύο διαφορετικών κόσμων»: από τη μια οι «νόμιμες επισυνδέσεις» της ΕΥΠ και από την άλλη το «παράνομο Predator». Αντίθετα, περιέγραψε ένα ενιαίο σύστημα παρακολουθήσεων, με κοινό κέντρο εποπτείας, που λειτουργούσε υπό την πολιτική ομπρέλα του Μεγάρου Μαξίμου.
Το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος είχε πρόσβαση σε τέτοιου τύπου πληροφορίες –και μάλιστα από την ΕΥΠ– δεν εκθέτει τον δημοσιογράφο. Εκθέτει το κράτος. Εκθέτει έναν μηχανισμό που παρακολουθούσε πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους και στελέχη του κρατικού μηχανισμού, δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε) να προστατεύσει τα ίδια του τα «μυστικά», λειτουργούσε χωρίς ουσιαστικό έλεγχο, χωρίς διαφάνεια και χωρίς λογοδοσία
Το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν είναι απλώς ζήτημα παραβίασης προσωπικών δεδομένων. Είναι κρίση δημοκρατίας και θεσμών. Και η σημερινή κατάθεση ήρθε να επιβεβαιώσει ότι το πρόβλημα δεν ήταν «κάποιοι κακοί χειρισμοί», αλλά ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας που θεωρούσε τις παρακολουθήσεις εργαλείο πολιτικής διαχείρισης.
Όταν λοιπόν η πιο «στεγανή» υπηρεσία του κράτους αποδεικνύεται τρύπια σαν κόσκινο, τότε το ζήτημα δεν είναι ποιος διέρρευσε.
Το ζήτημα είναι ποιοι κυβερνούσαν, ποιοι γνώριζαν και ποιοι έδιναν εντολές.
Και αυτά, όσο κι αν προσπαθούν να τα θάψουν, αργά ή γρήγορα βγαίνουν στο φως.

Ε, όσο νά’ναι, κάτι λέει και για τον “δημοσιογράφο”…
Και μην παραπονιόμαστε για τον “ξεπεσμό της δημοκρατίας”, αφού λέτε για δικτατορία της αστικής τάξης. Διαφορετικές εποχές, διαφορετικές μορφές, δεν αλλάζει η κυριαρχία. Μην θρέφετε αυταπάτες, μην κάνετε πισωγυρίσματα. Δεν υπάρχουν σωτήρες, υπάρχει μόνο ο αγώνας της εργατικής τάξης. Αν αρχίζουμε να βάζουμε μεσολαβητές και να ψάχνουμε για σωτήρες, θα τρώμε τα μούτρα μας.
ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΤΕ