Το μπλόκο του Δουργουτιού –Μέρος 3ο

dourgoyti-mploko-1Γράφει ο kokkiniotis

Είναι σχετικά άγνωστες οι συγκλονιστικές λεπτομέρειες της εαμοελασίτικης αντίστασης στους γερμανούς ναζιστές κατακτητές και στα τσολιαδο-ταγματασφαλίτικα τσιράκια τους στις γειτονιές της Αθήνας, και πιο συγκεκριμένα στο Δουργούτι.

Εύλογα λοιπόν δίνουμε μεγαλύτερη έκταση στο αφιέρωμά μας στο μπλόκο που έγινε ξημερώνοντας η 9η Αυγούστου 1944 στο Δουργούτι, στα Αρμένικα, στο Φάρο και στη γύρω περιοχή.

Μπορείτε να διαβάσετε λεπτομέρειες σχετικά με το Μπλόκο του Δουργουτιού στις δύο προηγούμενες αναρτήσεις μας (9 Αυγούστου 1944: Το μπλόκο του Δουργουτιού  και Το μπλόκο του Δουργουτιού –Μέρος 2ο).

Στην προηγούμενή μας ανάρτηση περιγράφεται συγκλονιστικά το χρονικό του μπλόκου όπως το αφηγείται ο αγωνιστής Γιάννης Κυριακίδης στο βιβλίο του «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας Νέα Σμύρνη – Φάληρο, 1941-1945», Νέα Σμύρνη, 1983.

Από το ίδιο βιβλίο συνεχίζουμε σήμερα την παράθεση αφηγήσεων που έχει συγκεντρώσει ο Γιάννης Κυριακίδης για το μπλόκο στο Δουργούτι.

Καταθέτουν την μαρτυρία τους οι αγωνιστές Αλέκος Αδαμόπουλος, Γιάννης Φώσκολος και Δημήτρης Βάης.

Βλέπουμε τον φόβο που είχαν οι γερμανικές δυνάμεις για το χτύπημα από το Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ.

Tη σημασία και την αποτελεσματικότητα που είχε για τη διάσωση κάποιων έστω ομήρων η ελασίτικη επίθεση.

Tη μεθοδικότητα των ταγματασφαλιτών και των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στον αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών ώστε να μην ξεφύγει κανείς από το μπλόκο.

Βλέπουμε ακόμη την αποτρόπαια δράση των μασκοφόρων, όπου στην περίπτωση του Δουργουτιού συμμετείχε και μία γυναίκα.

Ένας από τους μασκοφόρους –«μάσκας», στην ορολογία των αγωνιστών της εποχής- ήταν παλιός εαμίτης που λύγισε, έσπασε και είχε στη συνέχεια αυτή τη θλιβερή πορεία. Ήταν ο Θανάσης Μπαξεβανίδης.

Βέβαια, και ο Σαρκίς Καρογλάν, μετά από σύλληψή του από τους τσολιάδες πήρε αυτόν τον κατήφορο.

Ο τρίτος μασκοφόρος ήταν ο γνωστός Μηνάς από το Δουργούτι. Έρχεται η στιγμή που ‘οι μάσκες πέφτουν’, κι αυτή η στιγμή ήρθε πολύ γρήγορα στην περίπτωση του συγκεκριμένου μπλόκου. Για έναν από τους τέσσερις μάλιστα, τον Θανάση Μπαξεβανίδη, η μάσκα έπεσε κυριολεκτικά: του την αφαίρεσε ο αγωνιστής Σταύρος (Δημήτρης Μπαρουτίδης, στέλεχος του Διαμερίσματος της Επιτροπής Πόλης) που εκτελέστηκε επί τόπου όπως είδαμε στην προηγούμενή μας ανάρτηση.

Την τετράδα των μασκοφόρων συμπλήρωνε μια γυναίκα, για την ταυτότητα της οποίας είχαν ειπωθεί διάφορες εκδοχές. Έτσι ο Γιάννης Κυριακίδης αποφεύγει στο βιβλίο του να αναφέρει το όνομά της.

Μια νεαρή γυναίκα επίσης, η Αστέρω, συμμετείχε σαν επικεφαλής σε ομάδα βασανιστών τσολιάδων, παίρνοντας μέρος και η ίδια στα βασανιστήρια.

Να συμπληρώσουμε ότι στα θύματα του μπλόκου, πρέπει να προστεθούν και όσοι δεν εκτελέστηκαν επί τόπου αλλά έχασαν τη ζωή τους στη συνέχεια σαν όμηροι.

Δυο τελευταίες παρατηρήσεις:

-Βλέπουμε ότι καθώς οι Αρμένιοι ήταν δραστήριοι στην αντίσταση και την αριστερά στην περιοχή, οι ταγματασφαλίτες είχαν φροντίσει να έχουν πληροφοριοδότη και μάλιστα μασκοφόρο τον Αρμένιο Σαρκίς Καρογλάν.

-Από τις αφηγήσεις προκύπτει ακόμη, ότι συχνά οι μασκοφόροι ‘έδειχναν’ κάποιους κατοίκους με κριτήριο τα προηγούμενα που είχαν μαζί τους οι ίδιοι και όχι απαραίτητα την αντιστασιακή τους δράση.

Θα συνεχίσουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα σε επόμενες αναρτήσεις.

ΔΙΗΓΗΣΗ Αλέκου Αδαμόπουλου και Γιάννη Φώσκολου

 

Από το πρωί είχαμε πληροφορίες για το Μπλόκο. Αλλος έλεγε ήταν στο Δουργούτι, άλλος στο Κατσιπόδι, κι άλλοι μιλούσαν για το Φάρο και τα Ταταύλα.

 

Ετοιμαζόμασταν για μάχη. Χωρίς να έχουμε κάτι συγκεκριμένο για το πού θα χτυπούσαμε και πότε. Πριν τις 10 μας ειδοποίησε το Τάγμα να είμαστε έτοιμοι για επίθεση, σε συνδυασμό με την Καλλιθέα. Εμείς θα χτυπούσαμε από τη Δεξαμενή προς το Φάρο. Οι Καλλιθεάτες από τον Ιλισσό. Για την ώρα θα μας ειδοποιούσαν.

 

Πράγματι μας ειδοποίησαν το μεσημέρι. Χτυπήσαμε από τη Δεξαμενή κατά τις 2.30. Στη δύναμη του Φρουραρχείου μας είχαν προστεθεί και αρκετοί ΕΛΑΣίτες του Λόχου Νέας Σμύρνης.

 

Οι φασίστες υποχωρούσαν. Παρά τη μεγάλη καταστροφή που είχαν κάνει, έφευγαν από φόβο μεγαλύτερων επιθέσεων του ΕΛΑΣ, όταν θα νύχτωνε.

 

ΔΙΗΓΗΣΗ Δημήτρη Βάη

nea-smyrni-1

 

Από την αρχή της κατοχής δούλευα στη Φορντ απέναντι στην Πάντειο. Το 1942 οργανωθήκαμε στο ΕΑΜ. Τότε κάναμε ένα συστηματικό σαμποτάζ, στις μηχανές που επισκευάζονταν. Ρίχναμε ζάχαρη ή ψιλή άμμο στις μηχανές.

 

Οταν το σαμποτάζ αποκαλύφτηκε βγήκα στην παρανομία και με πλαστή ταυτότητα άνοιξα ένα ταβερνάκι στην οδόν Αμασείας και Πανόρμου 10. Το μαγαζάκι χρησιμοποιούνταν σαν γιάφκα απτον ΕΛΑΣ και πολλοί ΕΛΑΣίτες περνούσαν απ’ εκεί.

 

Στις 9/8/44 το πρωί ώρα 5 έως 5.30 ακούσαμε μεγάφωνα (τηλεβόες) που φώναζαν.

 

«Μαζευτείτε. Ολοι οι άνδρες από 15 έως 60 ετών στην πλατεία Φάρου».

 

Μαζί στο σπίτι έμενε και ο ανηψιός μου Κώστας Μανωσίδης, που τότε ήταν 18 χρόνων και τελείωνε το γυμνάσιο. Ο πατέρας του ήταν στο βουνό, αντάρτης του ΕΛΑΣ.

 

Κατάλαβα αμέσως τι μας περίμενε αν πηγαίναμε στο Φάρο. Αποφασίζουμε να βγούμε και να φύγουμε προς Νεκροταφεία και Βουρλοπόταμο. Από διάφορες κατευθύνσεις ακούγονταν πυροβολισμοί. Γινότανε μάχη. Πήραμε αντίθετη κατεύθυνση, προχωρώντας προς Σκατζουράκη. Δυό στενά παρακάτω μας σταματούν 5-6 τσολιάδες, που ήταν περίπολο. Στη γωνιά είχαν πολυβολείο.

 

«Γιατί πάτε καταδώ, μας λένε, δεν ακούσατε το χωνί;»

 

«Μα αποκεί γίνεται μάχη», απάντησα τάχα φοβισμένα.

 

«Να πάτε προς τα κει, στο Φάρο» πρόσταξε και μας ωθούσαν κατεκεί.

 

Προχωρήσαμε προς τα κει, κατηφορίζοντας λιγάκι, μήπως βρούμε καμιά διέξοδο προς το Μπραχάμι. Σύντομα αντιληφτήκαμε πως όλοι οι δρόμοι ήταν κλεισμένοι. Ενας νεαρός, που προσπαθούσε να διαφύγει, έπεσε στην παγίδα τους, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν στην οδό Δαρδανελίων, κοντά στο σπίτι της Μαρίνας που είχαν δολοφονήσει πριν λίγους μήνες.

 

Προχωρούσαμε αργά και όπου δεν είχαμε μπροστά μας Τσολιάδες, πισωγυρίζαμε. Οι πυροβολισμοί έπεφταν όλο και πιό αραιοί, όσο που έπαψαν σχεδόν εντελώς. Η τρομοκρατία όλο και μεγάλωνε.
Φτάσαμε στο Φάρο περασμένες 7.30. Ηδη είχαν γίνει μερικές εκτελέσεις.

 

Οσοι ήταν εκεί καθόντουσαν κάτω. Μας κάθησαν κι εμάς. Μασκοφόροι δεν είχαν εμφανιστεί.
Τσολιάδες, Γερμανοί και Ασφαλίτες τριγύριζαν ανάμεσά μας. Χτυπούσαν και έβριζαν χυδαιότατα, ακατονόμαστα. Σε λίγο ξεχωρίζουν 4-5 από τους καθισμένους. Τους δέρνουν αλύπητα, τους βρίζουν τους χτυπάν με τα κοντάκια των όπλων τους, τους τραβούν απτά μαλλιά και τους σέρνουν. Συνεχώς τους φωνάζουν και τους ρωτάν.

 

«Πού είναι ρε οι άλλοι. Μαρτύρα γιατί σε φάγαμε».

 

Κανείς δεν τους απαντούσε. Αυτοί όλο και περισσότερο λυσσάγανε. Η σιωπή των θυμάτων τους, τους σκύλιαζε κυριολεκτικά. Η συμπεριφορά τους δεν είχε πια τίποτε το ανθρώπινο.

 

Οταν οι βασανισμένοι δεν μπορούσαν να σταθούν πια στα πόδια τους, και έπεφταν κάτω τους κλωτσούσαν και τους πατούσαν στην κοιλιά, στο κεφάλι, στο λαιμό.

 

Οποιον έβλεπαν και δεν άντεχε πια τον έδιναν σένα Γερμανό εκτελεστή που τον εκτελούσε στον τοίχο στο σπιτάκι απέναντι στην Μάντρα.

 

Εναν-έναν τους εκτέλεσαν και τους 5. Ενώ η τρομοκρατία συνεχίζονταν μέσα στους μαζεμένους στην πλατεία.

 

Τώρα εμφανίστηκε και μια τσολιαδίνα. Ορθια πάνω σένα θωρακισμένο αυτοκίνητο (τανκ) βρίζει χυδαιότατα και απειλεί να μας πατήσει με το τανκ.

 

Ενας τσολιάς φωνάζει: «Οσοι είναι του Γυμνασίου να βγούν έξω».

 

Βγήκαν 5-6 παιδιά. Κάνει να σηκωθεί και ο ανηψιός μου. Τον συγκρατώ, τραβώντας τον απτό μανίκι. Δεν ξέρεις τι γίνεται μ’ αυτούς.

 

Παίρνουν τα παιδιά. Τα χτυπούν και ένα-ένα τα παραδίνουν στον εκτελεστή. Τα εκτελεί στο σπιτάκι. Μια μικρή ανάπαυλα ακολουθεί. Λες και οι δήμιοι κουραστήκανε. Μόνο κάτι βρισιές ακούγονται για λίγο.

 

Ο εκτελεστής μένει για λίγο άεργος. Πλησιάζει και περιεργάζεται τους καθισμένους. Το μάτι του πέφτει και καρφώνεται σε κάποιον. Τον κοιτά επίμονα αυτός ανατριχιάζει, τρέμει, παρακαλά. Μη, όχι εμένα. Εχω παιδιά. Λυπηθείτε τα παιδιά μου. Ποιός θα τα ζήσει; Ο Γερμανός τον τραβά, αυτός αντιστέκεται, φωνάζει. Ο Γερμανός δεν πρόκειται να χασομερήσει, τον χτυπά με το αυτόματο. Μια ριπή και ο άνθρωπος είναι νεκρός εκεί μπροστά μας.

 

Σε λίγο έρχονται οι μασκοφόροι. Στην αρχή ένας, κατόπιν άλλοι δυό. Ολοι φορούσαν ένα τσουβάλι ανάποδα απτο κεφάλι, που είχε δυό τρύπες μπροστά, ψηλά. Θα ήταν περίπου 11 η ώρα. Ο ήλιος έκαιγε δυνατά. Η τρομοκρατία όλων των φασιστών έφτασε στ’ απροχώρητο.

 

Ο μασκοφόρος περνούσε μπροστά μας. Ολοι είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε τεντωμένο το λαιμό και να τον κοιτάμε στα μάτια.

 

Οποιον υπέδειχνε ο μασκοφόρος, τον άρπαζαν δυό τσολιάδες και με κλωτσιές και χτυπήματα τον παρέδιναν, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία, στον εκτελεστή. Αυτός τον εκτελούσε αμέσως στο ίδιο μέρος.

 

Πιστεύω ότι όλοι οι εκτελεσμένοι εκεί πρέπει να ήσαν πάνω από 50. Μεταξύ αυτών και ο Κεβόρ Γουγκασιάν αδελφός του Αντρανίκ, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που είχε σκοτωθεί σε μάχη με τους Γερμανοτσολιάδες λίγες μέρες πριν εκεί κοντά.

Τελευταίος εκτελέστηκε ένας νεαρός 16-17 ετών. Τον έφερναν δεμένο, με κλωτσιές και με γροθιές. Αυτός φώναζε συνέχεια. «Δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανα τίποτα.» Τον χτυπούσαν με τους υποκόπανους. Αυτός τα ίδια.

 

Κάποτε σταμάτησαν. Ενας τσολιάς του λέει, πεινάς ρε; Ναι, λέει ο νέος. Του δίνει λίγο ψωμί, που αυτός τρώει με βουλιμία. Πριν τελειώσει τον βουτά ο Γερμανός και του στήνει το αυτόματο. Τον πηγαίνει προς τον τοίχο. Αυτός φωνάζει. Σε μιά στιγμή ορμά και του πιάνει το αυτόματο απτην κάνη. Παλεύουν. Αλλά η πάλη είναι άνιση. Ο Γερμανός πολύ δυνατότερος υπερισχύει. Κρατά το αυτόματο, του ρίχνει μια ριπή στην κοιλιά και τον σκοτώνει.

 

Οι εκτελέσεις τελείωσαν. Τους υπόλοιπους μας πήγαν στο Χαϊδάρι. Χιλιάδες άνδρες στη γραμμή. Περάσαμε απτούς δρόμους, Ακροπόλεως – Αλωπεκής [σημερινή Αμβροσίου Φραντζή, σημ.Βαθύ Κόκκινο] – Συγγρού. Στην αρχή της Συγγρού στο Αγαλμα του Βύρωνα παίρνουν πολλούς για το Γουδί. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε την Πανεπιστημίου -Πειραιώς – Ιερά Οδό και καταλήγουμε στο Χαϊδάρι.

 

Απεκεί μας πήραν στις 16/8/1944 και μας πήγαν στο Ρουφ, όπου μας έδωσαν κάτι ρούχα — οι περισότεροι είμαστε με τα κοντομάνικα. Μας έβαλαν σε κάτι βαγόνια, που χρησίμευσαν για μεταφορά ζώων, μας έκλεισαν μέσα και μας άνοιξαν όταν φτάσαμε, μετά από πολλές περιπέτειες, στη Γερμανία. Εκεί μας έβαζαν να δουλεύουμε στις πιο βαρείες δουλειές, συνήθως στο ύπαιθρο.

 

Γυρίσαμε μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Από την ομάδα που είμαστε μαζί ένας δεν γύρισε, υπέκυψε εκεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *