Το μπλόκο του Δουργουτιού –Μέρος 4ο

anatolikes_synoikies-1Γράφει ο kokkiniotis

Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας στο μπλόκο που έγινε ξημερώνοντας η 9η Αυγούστου 1944 στο Δουργούτι, στα Αρμένικα, στο Φάρο και στη γύρω περιοχή, έχουμε κάνει τρεις προηγούμενες αναρτήσεις: 9 Αυγούστου 1944: Το μπλόκο του Δουργουτιού,  Το μπλόκο του Δουργουτιού –Μέρος 2ο και Το μπλόκο του Δουργουτιού –Μέρος 3ο.

Από το βιβλίο του Γιάννη Κυριακίδη «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας Νέα Σμύρνη – Φάληρο, 1941-1945», Νέα Σμύρνη, 1983, συνεχίζουμε σήμερα την παράθεση μαρτυριών αγωνιστών που έζησαν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, τα δραματικά γεγονότα.

Καταθέτουν την μαρτυρία τους οι αγωνιστές Γιάννης Βαπορίδης, Θεόφιλος Γαβριελάτος, Αντίλ Μπερμπεριάν και Αλέκος Μπιμπίκος.

Όσοι γνωρίζουν την περιοχή, αντιλαμβάνονται από τις διηγήσεις την τεράστια έκταση της επιχείρησης των ταγματασφαλητών, των τσολιάδων και των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, καθώς είχαν κυριολεκτικά ζώσει μια έκταση από το Δουργούτι και το Νέο Κόσμο μέχρι τον Άη-Γιώργη και τη Νέα Σμύρνη ως στα σύνορα με το Μπραχάμι.

Βλέπουμε ακόμη ότι από την παραμονή είχαν διανυκτερεύσει στην περιοχή δυνάμεις του ΕΛΑΣ από Βύρωνα, Καισαριανή, Κουπόνια που είχαν απαγκιστρωθεί από το μπλόκο στις 7 Αυγούστου στο Βύρωνα.

Να σημειώσουμε ότι στην ευρύτερη περιοχή είχαν γίνει πολλά άλλα μικρότερης έκτασης μπλόκα, το συγκεκριμένο όμως μπλόκο της 9ης Αυγούστου αναφέρεται στις διηγήσεις ως “το μεγάλο Μπλόκο”.

Παρατηρούμε πως από το σύνολο των διηγήσεων, αναδεικνύεται το γεγονός ότι οι ΕΛΑΣίτες δεν είχαν κυρίως την ψυχολογία του αμυνόμενου και διωκόμενου, όσο την ψυχολογία του αγωνιστή του λαού που χτυπάει τους γερμανούς κατακτητές και τους άθλιους ντόπιους συνεργάτες τους.

Είδαμε στις προηγούμενες αναρτήσεις μας την αποτελεσματικότητα που είχε το χτύπημα του ΕΛΑΣ στη διάσωση πολλών από τους ομήρους. Άλλωστε, γι’ αυτό οι Γερμανοι ναζιστές επισπεύσανε την αναχώρησή τους από την περιοχή, ακριβώς για να αποφύγουν την νυχτερινή εμπλοκή με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που ήταν σίγουροι ότι δεν θα την αποφεύγανε.

Συνέχισαν βέβαια το άθλιο έργο τους στο Χαϊδάρι, όπου εκτός από τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις, έφεραν και εκεί τους ίδιους μασκοφόρους για να συνεχίσουν την αναγνώριση αγωνιστών.

Βλέπουμε πώς ο Αλέκος Μπιμπίκος, αναγνωρίζει πίσω από τη μάσκα τον παλιό συμμαθητή του Θανάση Μπαξεβανίδη.

Βλέπουμε επίσης, για άλλη μια φορά, πώς οι μασκοφόροι ‘έδιναν’ και ανθρώπους με τους οποίους είχε τύχει να τσακωθούν τις προηγούμενες ημέρες.

Θα συνεχίσουμε στο επόμενο –τελευταίο- κομμάτι του αφιερώματός μας, με την αφήγηση του Γιάννη Παγανέλη και το επίμετρο του Γιάννη Κυριακίδη.

Διήγηση Γιάννη Βαπορίδη

dourgoyti-mploko-plakwtariskwstas-1-300x284
Το κάψιμο του συνοικισμού μετά το μπλόκο του Δουργουτιού, έργο του Κώστα Πλακωτάρη

 

Στην κατοχή μέναμε στην οδό Βοσπόρου 26. Το πρωί του Μπλόκου ακούσαμε τους πυροβολισμούς της μάχης. Κατόπιν τα χωνιά που καλούσαν τον κόσμο στην πλατεία Φάρου.

 

Εμείς μείναμε όλοι στο σπίτι. Μέχρι τις 10 φαινότανε ήσυχα. Δεν είχαμε να φάμε τίποτε και έπρεπε ένας από την οικογένεια να πάει για ψωμί. Τα δελτία μας τα είχαμε στου Τσανακαλιώτη το φούρνο.

 

Παίρνω λοιπόν εγώ όλα τα δελτία και σαν μικρότερος, ήμουν τότε στα 17, ξεκινώ για το φούρνο. Με προφυλάξεις έφτασα στην Αγίας Σοφίας. Απέναντι στο φούρνο του Τσανακαλιώτη, μια ομάδα Ιταλών και Γερμανών με σταματά και αρχίζει τις ερωτήσεις. Προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι πάω στο φούρνο απέναντι για ψωμί. Δεν ακούν τίποτε. Φωνάζουν ένα περίπολο τσολιάδων και με παραδίδουν.

 

Αυτοί με πάνε προς την Αγία Φωτεινή. Εκεί έχουν σταθμό και πολυβολείο. Υπάρχουν και άλλοι πιασμένοι. Μας παραλαβαίνουν άλλοι τσολιάδες που βρίζοντας και κλωτσώντας μας μας πάνε και μας παραδίνουν σε μια ομάδα στην γωνιά Αιγαίου και Δαρδανελίων. Αυτοί μας πάνε στην πλατεία Φάρου και μας βάζουν να καθίσουμε κοντά σε πολλούς άλλους.

 

Ο χώρος εκεί ήταν γεμάτος. Η τρομοκρατία αφόρητη. Η ώρα θα ήταν πια 11 και παραπάνω. Περνά ο μασκοφόρος. Κοιτά έναν-έναν μας καλά. Εμείς έπρεπε να τον κοιτάμε ίσια στα μάτια. Δηλαδή στις τρύπες του τσουβαλιού.

 

Οποιον υπόδειχνε ο Μασκοφόρος τον έδιναν σ’ έναν Γερμανό S.S., και τον εκτελούσε με αυτόματο.

 

Ετσι εκτελέστηκαν γύρω στους 30.

 

Κατά τη 1 μ.μ. τελείωσαν οι εχτελέσεις. Οι γερμανοί πήραν 1000-2000 ομήρους ακολουθώντας την Ακροπόλεως – Φραντζή – Συγγρού – Αμαλίας – Πανεπιστημίου -Πειραιώς – Ιερά οδό, φτάσαμε στο Χαϊδάρι.

 

Εκεί εγώ έμεινα πάνω από μήνα. Πολλές φορές έφεραν εκεί μασκοφόρους για αναγνώριση. Πολλούς πήραν για τη Γερμανία. Αλλοι γύρισαν μετά τη λήξη του πολέμου, άλλοι όχι. Πέθαναν εκεί.

 

Εμένα με άφησαν όταν άρχισαν να αδειάζουν το Χαϊδάρι.

 

Πολλοί γείτονες πιάστηκαν τότε και γύρισαν κατόπιν από το Χαϊδάρι ή την Γερμανία. Απαυτούς θυμάμαι τον Ζαχαριόγλου που έμενε γωνία Βαπορίδη-Αμισσού. Τους αδελφούς Ροδοκανάκη, τον Ανέστη Παπαδόπουλο, τον Σοφοκλή Λιζάρδη, τον Φάνη Ορφανό — τον Βασίλη Κοσταρίδη που τον έπιασαν στο σπίτι του, αλλά τον άφησαν σαν υπερήλικο.

Διήγηση Θεόφιλου Γαβριελάτου

 

Εκείνη την εποχή ήμουνα μικρό παιδί.

 

Εχει όμως χαραχτεί στη μνήμη μου πως το βραδάκι της παραμονής του μπλόκου, είχαν έρθει κάτι ΕΛΑΣίτες Καισαριανιώτες. Θυμάμαι καλά τις γυναίκες που έτρεχαν να μαζέψουν τρόφιμα, για να τα δώσουν στους ΕΛΑΣιτες.

 

Το πρωί, πριν ξημερώσει έγινε μάχη. Σκοτώθηκαν πολλοί. Ετσι έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Το πρωί φώναζαν όλους τους άνδρες στην πλατεία του Φάρου. Πήγε και ο Πατριός μου Τάσος Κασάνος. Δεν ξαναγύρισε. Τον σκότωσαν εκεί. Τις άλλες μέρες μάθαμε πως τον είχε γνωρίσει ένας τσολιάς με τον οποίο είχαν τσακωθεί, λίγες μέρες πριν, σε μια ταβέρνα στην Αθήνα για ασήμαντη αφορμή. Ολο το πρωί ήμουνα κοντά στο σπίτι, είδα μόνο τσολιάδες να τριγυρνούν.

……………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Διήγηση Αντίλ Μπερμπεριάν

 

Μέναμε στο συνοικισμό Νέας Αρμενίας της Νέας Σμύρνης, στην οδό Εθνικής Στέγης 50, από το 1939.

 

Το πρωΐ της 9 Αυγούστου 44, ξυπνήσαμε με μια μεγάλη ανησυχία. Εξω γινόταν χαλασμός, μάχη. Κατόπιν χωνιά ειδοποιούσαν να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία ΦΑΡΟΥ.

 

Καθυστερήσαμε αρκετά, μη ξαίροντας τι να κάνουμε. Καμιά 15 είμαστε συγκεντρωμένοι έξω απτα σπίτια μας συζητώντας και προσπαθώντας να βρούμε τρόπο να γλυτώσουμε. Μας μάζεψε απεκεί ένα περίπολο τσολιάδων. Με βρισιές, κλωτσιές και απειλές μας πήγε στην πλατεία.

 

Μας υποχρέωσαν να καθίσουμε. Διάφοροι φασίστες κυκλοφορούσαν χτυπώντας, βρίζοντας και τρομοκρατώντας. Θάταν 11 όταν ήρθε ο Κουκουλοφόρος. Επρεπε να τον κοιτάμε στα μάτια. Οποιος δεν το έκανε τον έστελναν στον Γερμανό για εκτέλεση. Το ίδιο και όποιον υπέδειχνε ο κουκουλοφόρος. Χωρίς καμιά άλλη διατύπωση τον έπαιρναν, τον παρέδιναν στον Γερμανό εκτελεστή, που τον εκτελούσε εκεί αμέσως στο σπιτάκι.

 

Ο κουκουλοφόρος έφτασε μπροστά μας, σηκώνει το χέρι δείχνει τον αδελφό μου τον Αμπαρτσούμ. Ενα ηλεκτρικό ρεύμα λες και με διαπερνά. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Βλέπω το αδελφάκι μου στα χέρια του Δήμιου. Λίγα δευτερόλεπτα και μια ριπή τον ρίχνει κάτω. Δεν θα τον ξαναδώ! Η εικόνα του όρθιου μπροστά στο αυτόματο του δήμιου θα είναι η τελευταία και που θα μου μείνει για πάντα… Μάθαμε αργότερα ότι ο κουκουλοφόρος ήταν ένας Σαρκίς Καρογλάν,

 

Κατά τη μία περίπου σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Μας έβαλαν στη γραμμή και με τα πόδια πήγαμε στο Χαϊδάρι.
Τις επόμενες μέρες ήρθαν και άλλοι κουκουλοφόροι για αναγνώριση. Ενας απαυτούς ο Μηνάς, υπέδειξε τον Καρμπέτ Σετιάν. Είχαν πριν καιρό τσακωθεί σ’ ένα σουβλατζίδικο στο Δουργούτι. Τον Καρμπέτ τον πήραν, μαζί μ’ έναν άλλον, απτό Χαϊδάρι και τον εκτέλεσαν στο Πικέρμι.

 

Εμένα με μια ομάδα 580 ατόμων, μας πήραν στις 18 Αυγούστου. Μας πήγαν στο Σταθμό Λαρίσης. Μας φόρτωσαν σε φορτηγά βαγόνια, 36 σε καθένα και 2 Γερμανοί φρουροί.

 

Μπαίνοντας στην Γιουγκοσλαβία, έγινε αεροπορική επιδρομή. Οι Γερμανοί μας κλείδωσαν και μας άφησαν εκεί. Αυτοί πήγαν να κρυφτούν. Φτάσαμε στη Γερμανία χωρίς να βγούμε απτά βαγόνια, που έμειναν κλειδωμένα. Εκεί μας χρησιμοποίησαν στις πιο βαρείες δουλειές. Σκαψίματα, καθαρίσματα βομβαρδισμένων και άλλα. Πάντα πεινασμένοι, με το ελάχιστο φαγητό που μας έδιναν και κινδυνεύοντας απτούς βομβαρδισμούς. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τέλη του Απρίλη 1945, που Γαλλικές δυνάμεις μας απελευθέρωσαν. Γυρίσαμε στα σπίτια μας στα τέλη 1945.

 

Διήγηση Αλέκου Μπιμπίκου

 

Μέναμε με την οικογένειά μου στον Αη-Γιώργη, δίπλα στο φούρνο του Γκιώνη. Τότε εργαζόμουνα σαν τεχνίτης και ανήκα και στον ΕΛΑΣ της συνοικίας.

 

Το πρωί της 9 Αυγούστου ξυπνήσαμε νωρίς. Κάτι έκτακτο συνέβαινε. Αλλά καμιά ειδοποίηση δεν είχαμε. Οταν άρχισαν τα χωνιά να καλούν σε συγκέντρωση, βγήκα απτό σπίτι και παίρνοντας αντίθετη κατεύθυνση προσπάθησα να διαφύγω, ή να συναντήσω κάποιον απτή διμοιρία μου. Δυστυχώς δεν κατάφερα τίποτα. Σε κάθε σχεδόν γωνιά ήταν Τσολιάδες και άλλοι φασίστες, που ανάγκαζαν τους άνδρες να πηγαίνουν προς την πλατεία.

 

Εκεί καθιστοί ή γονατισμένοι, κάτω από αφόρητη τρομοκρατία, χτυπήματα και εκτελέσεις, περιμέναμε κάτω από καυτερό ήλιο. Χωρίς νερό είχαμε κυριολεκτικά στεγνώσει. Οι τσολιάδες γύριζαν ανάμεσά μας και κάθε τόσο σήκωναν και κάποιον, τον χτυπούσαν τον κλωτσούσαν έβριζαν χυδαιότατα και τον παρέδιδαν στον Γερμανό που τον εκτελούσε δίπλα στη μάντρα πίσω στο σπιτάκι.

 

Κατά τις ένδεκα ήρθαν οι μασκοφόροι, πρώτα ένας, ύστερα άλλοι δυο. Οποιον έδειχναν, τον άρπαζαν οι τσολιάδες και με κλωτσές-μπουνιές, χτυπήματα με τα κοντάκια των όπλων τον πήγαιναν στον απαίσιο εκτελεστή Γερμανό που τον εκτελούσε με μια ριπή.

 

Σωρός ήταν τα πτώματα όταν κατά τις 1 παρά 10″ το μεσημέρι, καταφτάνει ο Γερμανός Διοικητής των S.S.  και φωνάζει με τηλεβόα, πολλές φορές προς διάφορες κατευθύνσεις, «ΑΛΕΣ ΣΤΟΠ». Τότε όλα σταμάτησαν μας σήκωσαν όρθιους και άρχισε η διαδικασία για την ομηρία. Χιλιάδες άνδρες στη γραμμή. Απτά πλάγια Τσολιάδες, Ασφαλίτες, Γερμανοί, Ιταλοί και κάθε είδους φασίστες με τα όπλα έτοιμα για δράση, χτυπούσαν και έβριζαν συνέχεια.

 

Εμάς, γραμμένους σε μια κατάσταση 81 άτομα, μας πήγαν στο Γουδί. Περάσαμε όλοι από φριχτά βασανιστήρια, εκτός απτούς ξυλοδαρμούς με βούνευρα, με σιδεροσωλήνες και άλλα, τον φάλαγγα στα πόδια, τις καρφίτσες στα νύχια κλπ. μας άνοιγαν το στόμα με μια μέγγενη και μ’ ένα χωνί μας πότιζαν αλατόνερο.

 

Πολλοί αγωνιστές υπέκυψαν και ξεψύχησαν την ώρα των βασανιστηρίων.

 

Από τους μασκοφόρους αναγνωρίστηκαν ο Μηνάς που έμενε στις πολυκατοικίες [στις ‘κίτρινες’ προσφυγικές πολυκατοικίες του 1936, που ήταν οι μόνες πολυκατοικίες στο Δουργούτι την εποχή εκείνη,σημ. Βαθύ Κόκκινο], ο Σαρκίς που πριν μήνες είχε πιαστεί απτούς τσολιάδες και είχε προσχωρήσει στα τάγματα και ο Θανάσης Μπαξεβανίδης [πρώην εαμίτης που συνελήφθη, έσπασε και μεταστράφηκε, σημ. Βαθύ Κόκκινο], που έμενε στο Δουργούτι και είμαστε συμμαθητές στο δημοτικό σχολειό.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *