Γράφει ο Βελισσάριος Κοσσυβάκης
«ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» το κλασσικό ανεπανάληπτο αριστούργημα του ΒΙΤΟΡΙΟ ΝΤΕ ΣΙΚΑ σε DIGITAL 4K RESTORATION από τις 11/7 στους κινηματογράφους σε διανομή NEW STAR
Ένα κλασικό, ανεπανάληπτο αριστούργημα από τον πατέρα του Ιταλικού Νεορεαλισμού Βιτόριο Ντε Σίκα
Μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών, που κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία!
“Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο: εξαφάνισε την κάμερα”
Όρσον Γουέλς
«Μια ταινία-επανάσταση, που άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης»
«Δεν περιγράφει απλά μια κοινωνική πραγματικότητα, μα μετατρέπεται σε μια θετική ιδεολογία ανατροπής αυτού του κόσμου και στρατεύεται στην οικοδόμηση του καινούριου, του ελπιδοφόρου, του διαφορετικού, του ανθρώπινου»
Μια δυνατή γροθιά στο κινηματογραφικό κατεστημένο.
«Ο αγώνας των απλών ανθρώπων για επιβίωση, η αδικία, η αγωνία, η στοργή, η αγάπη, η ανθρωπιά, όλα χωρούν σε μια συγκινητική ταινία που μιλάει για ΕΜΑΣ, τους καθημερινούς ανθρώπους…»
«Ο Ντε Σίκα θίγει με σαφήνεια και δηκτικότητα τη γραφειοκρατία των δημοσίων υπηρεσιών, την απέραντη μοναξιά του πολίτη, την αναποτελεσματικότητα της συνδικαλιστικής δραστηριότητας, τις ουρές, την ανέχεια του εργάτη, την αδιαφορία της εκκλησίας…»
Κλέφτης ποδηλάτων
Ladri di Biciclette
Σκηνοθεσία – σενάριο – παραγωγή: Βιτόριο Ντε Σίκα
Φωτογραφία: Κάρλο Μοντουόρι
Μουσική: Αλεσάντρο Σικονίνι
Μοντάζ: Εράλντο Ντα Ρόμα
Με τους: Λαμπέρτο Μαγκιοράνι, Ένζο Σταϊόλα, Λιανέλα Καρέλ
Βιττόριο Αντονούτσι, Τζίνο Σαλταμερέντα, Τζούλιο Τσιάρι, Έλενα Αλτιέρι
Σέρτζιο Λεόνε, Ίντα Μπράτσι, Κάρλο Τζάχινο
Ιταλία – 1948 – Ασπρόμαυρη – (93΄)
Σύνοψη
Η ταινία ξεκινάει σε μια αλάνα, όπου ένα γεμάτο αγωνία τσούρμο ανέργων περιμένει να ακούσει ένα καλό νέο από τον υπεύθυνο του γραφείου εύρεσης εργασίας. Η τύχη χαμογελά σε κάποιον άνδρα που ονομάζεται Αντόνιο Ρίτσι, ο οποίος επιλέχθηκε από το δήμο της Ρώμης να εργαστεί ως αφισοκολλητής. Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μια ωραία στολή. Μέχρι αύριο πρέπει να βρει ένα ποδήλατο.
Η γυναίκα του έχει τη λύση: δίνει ενέχυρο τα σεντόνια της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν ξημερώσει οι ποδηλάτες-αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά τους και ο ευτυχισμένος ακόμα Ρίτσι. Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη.
Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι, την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά-σιγά αρχίζει να συμπάσχει με τον Ρίτσι και με το μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας, στις φτωχογειτονιές, στη δυστυχία..
Κέρδισε όσκαρ, πριν καθιερωθεί η κατηγορία!
Κλέφτης ποδηλάτων —του Βασίλη Ραφαηλίδη—
Δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα του κινηματογράφου Studio (1969)
«Ό, τι συμβαίνει γύρω μας, ακόμα και τα πιο κοινά πράγματα που βλέπει κανείς στο δρόμο του, έχει κάποιο νόημα, έχει μια σημασία κοινωνική, ανθρωπιστική και δραματική, και μπορεί να ανακινήσει μεγάλα προβλήματα που παίρνουν μια θέση δίπλα στα κοντινά ή μακρινά «σοβαρά» γεγονότα».
Αυτό το απόσπασμα από μια μελέτη του Τζαβατίνι/ Cesare Zavattini μπορεί να συνοψίσει θαυμάσια ολόκληρο το νόημα, τον προβληματισμό και την αισθητική του ιταλικού νεορεαλισμού του οποίου, άλλωστε, ο μόνιμος σεναρίστας του Ντε Σίκα/ Vittorio De Sica, υπήρξε ο βασικότερος θεωρητικός και απολογητής. Ο κλέφτης ποδηλάτων έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου σαν το «καθαρότερο» δείγμα αυτής της Σχολής, ένα δείγμα που θα είχε μια κάποια σημασία μόνο για τους ειδικούς και τους μελετητές, αν ο Ντε Σίκα δεν κατόρθωνε να ενσωματώσει οργανικά τις ασήμαντες μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής σε μια θεώρηση του κόσμου πολύ πιο πλατειά απ’ την ασημαντότητα του καθημερινού και να εκμαιεύσει απ’ αυτό το μάξιμουμ της σημασίας του, σε σημείο που να αποχτά διαστάσεις συμβόλου.
Το πρόβλημα του Ρίτσι δεν είναι αν θα ξαναβρεθεί ή όχι το κλεμμένο του ποδήλατο. Αυτό αποτελεί ένα απλό πρόσχημα. Ο Ρίτσι ψάχνει να βρει το χαμένο κουράγιο του, μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό κι αφιλόξενο, μέσα στο μεταπολεμικό χάος, όπου οι πάντες προσπαθούν να επιβιώσουν με κάθε τρόπο, αγνοώντας και τα πιο απλά προσχήματα της κοινά παραδεκτής ηθικής. Προσπαθεί ν’ αποκτήσει συνείδηση της παρουσίας του μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, αναζητεί εναγώνια την χαμένη του ελπίδα που πλακώθηκε κάτω απ’ τα ερείπια που συσσώρευσε ο πόλεμος.
Είναι ένας άνθρωπος που θα ’θελε πολύ να συναντήσει άλλους ανθρώπους, έτοιμους ν’ αρχίσουν μαζί του μια ζωή περισσότερο ανθρώπινη. Είναι η απλή ιστορία ενός ταπεινού που του κλέψανε την αξιοπρέπεια, που τον ρεζίλεψαν στα μάτια των συναδέλφων του, της οικογένειας του, του ίδιου του εαυτού του.
Η ταινία αφηγείται το βάσανο ενός μεροκαματιάρη που αποχτά συνείδηση της ανεπάρκειας του σαν μονάδα, μιας ανεπάρκειας που τον βυθίζει ολοένα και περισσότερο στο τέλμα μιας απομόνωσης που σύντομα γίνεται μοναξιά ανυπόφορη. Αγωνίζεται όσο και όπως μπορεί για ν’ αποκαταστήσει τη χαμένη ισορροπία και να ξαναβρεί τη θέση που είχε άλλοτε. Δεν εγκαταλείπεται ποτέ στο μοιραίο και παρόλη την αδεξιότητα και την αδυναμία του, αρπάζεται με τα δόντια απ’ όποια σανίδα σωτηρίας βρεθεί τυχαία στο δρόμο του. Φτάνει ακόμα, μέχρι του σημείου να εξομοιωθεί με τους αντιπάλους του, τους αόρατους «κακούς δαίμονες» που κλέψανε το εργαλείο της δουλειάς του και γίνανε δήμιοι του. Ο άνθρωπος που ψάχνει να βρει το ποδήλατο του γίνεται, έτσι, το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, γεμάτης αβεβαιότητα και σύγχυση.
Μια ταινία γυρισμένη το 1948 θα είχε γεράσει ήδη προ πολλού αν το ανεκδοτολογικό και τυχαίο γεγονός δεν αναγόταν στο επίπεδο του συμβόλου, αν το δράμα της καθημερινότητας της αυστηρά προσδιορισμένης από μια ιστορική περίοδο, δεν γινόταν αλληγορία μια αξία αιώνια και παγκόσμια. Αυτό ακριβώς το γεγονός προσδιορίζει και το μέτρο της επιτυχίας του Ντε Σίκα και δικαιολογεί την απόφαση 117 κριτικών απ’ όλο τον κόσμο που σε μια συνεδρίαση, στις Βρυξέλλες, το 1958, κατάταξαν τον Κλέφτη ποδηλάτων δεύτερη στη σειρά των σημαντικότερων ταινιών, που είχαν γυριστεί μέχρι τότε.
Αφήστε μια απάντηση