Το “Γλυκοχάραμα” (1944), του Μενέλαου Λουντέμη

1Tου Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.-ιστορικού, negreponte2004@yahoo.gr

Κι αχ! –έρμη ζωή! –Τι θα ’σουνα αν δεν έμοιαζες καμιά φορά και με τα παραμύθια; 1

Μικρός μαθητής ο Μενέλαος Λουντέμης, 15χρονο γυμνασιόπαιδο, στις καλοκαιρινές διακοπές του σχολείου ανέβαινε τα καλοκαίρια του 1926, 1927 και 1928 στα σαρακατσάνικα 2 καλύβια κι έκανε το δάσκαλο άλλοτε στου Καραφυλλιά στην Μπλάτσα κοντά στο παλιό χωριό Πευκωτό-Αριδαίας και άλλοτε στου Χύτα στην Τζένα πάνω από το χωριό Νότια.

Οι Σαρακατσαναίοι ακόμα θυμούνται τον δάσκαλο, το κουτσό παλικαράκι. Εκεί γνώρισε τη βουνίσια ζωή τους και εμπνεύστηκε τα διηγήματα της συλλογής «Γλυκοχάραμα» που κυκλοφόρησε τις συννεφιασμένες μέρες της Γερμανικής Κατοχής το 1944. Μαθητές του ήταν τα αδέρφια Γεώργιος, Αντρέας και Δημήτρης παιδιά του Δρόσου Καραφυλλιά από τα Γιαννιτσά 3.

2
“Η παιδεία των Σαρακατσάνων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Οι σκληρές συνθήκες ζωής και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία”.

Ο Λουντέμης στο κάθε διήγημα της συλλογής «Γλυκοχάραμα» συνθέτει και μια σύντομη «ποιμενική» σπουδή. Μ’ αυτήν τη λογοτεχνική του απόπειρα πέτυχε ν’ αναγνωριστεί -από ιστορική και λαογραφική άποψη- η προσφορά του στην παράδοση των Σαρακατσάνων. Θα γράψει χαρακτηριστικά ο Σαρακατσάνος Θεόδωρος Γιαννακός: “Ο Μενέ­λα­ος Λουντέμης, ο σπουδαίος αυτός λογοτέχνης και άνθρωπος, στα βιβλία του, και ιδιαίτερα στο «Γλυκοχάραμα», διασώζει αρκετά στοιχεία του πολιτισμού μας, και περισσότερο απ’ όλα τον ζωντανό προφορικό μας λόγο. Και εκτός από αυτό, μέσα από τα βιβλία του, κάνει γνωστό στον έξω κόσμο τον πολιτισμό των ανθρώπων των βουνών 4.

3
Κάποια τσελιγκάτα 5, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο, συνήθως συνταξιούχο, για να δώσει κάποιες γνώσεις στα παιδιά. Τα παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη καλύβα, το «δασκαλοκάλυβο»” 6.

Μιλώντας από λογοτεχνική άποψη, η συλλογή περιέχει πέντε διηγήματα. Τα δύο από αυτά, η «Λιέν» και το «Φονικό», είναι άσχετα με τους Σαρακατσαναίους και αναφέρονται το πρώτο στην περιοχή του Βόλου και το δεύτερο παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία σ’ ένα χωριό.

Τα υπόλοιπα τρία διηγήματα της συλλογής, το ομότιτλο «Γλυκοχάραμα» το «Τσιμπούσι του γέρο Λια» και ο «Πριόβολος» αναφέρονται στη ζωή των Σαρακατσαναίων όπως την έζησε ο ίδιος ο Λουντέμης.

Και έρχεται ο συγγραφέας στο τέλος του διηγήματος σα μικρός μάγος, με το ραβδί της ανθρωπιάς στην άκρη της πένας του να δώσει αίσιο τέλος σ’ αυτή την –κατά βάση- δραματική ιστορία, υπαινισσόμενος παιχνιδιάρικα πως ο γέρο Παναγός με τα σβησμένα λογικά επανέρχεται στην πραγματικότητα και επανενώνεται με τη μονάκριβη του θυγατέρα, τη Γαρουφαλιά, που τον λατρεύει:

Πιο συγκεκριμένα στο διήγημα «Γλυκοχάραμα» ο γέρο-Μάιτας είναι ο Μάττας, που έβοσκε τα πρόβατα στο τσελιγκάτο του Πασα-Γιώργη Καραφυλλιά στην Μπλάτσα. Η κόρη του που ήταν πραγματικά φυματική, κλέφτηκε με φυματικό, που είχε βγει στα βουνά για ανάρρωση, και γι αυτό τρελάθηκε ο γέροντας. Η Πόρδο-Πανάγιω είναι η Παναγιώτα Μπιζίκη, ο Μανώλης είναι ο Μανωλής

8

4Κι ο χινόπωρος ήρτε, καταπώς ήξερε να ’ρχεται ούλες τσι χρονιές: Με τους αέρηδές του, με τις δροσιές του και με τα κίτρινά του φύλλα.

Στο μπάσιμο της μεγάλης πολιτείας, μια μορφούλα, μιαν ασπρούλα, μια καλοστολισμένη κερά, καρτερούσε. Τι καρτερούσε; Την αργατιά που σκόλναε απ’ τα χωράφια; Τα ’φτακίνητα που γεμίζανε τις στράτες καπνούς και μπιζίνες; Ούτε… ούτε…

Τα καραβάνια καρτέραε. Τα φαλκάρια 7.

Κάθε κεχαϊά 8, κάθε μικροτσόμπανο που συντύχαινε τον ξέταζε και τον καλορωτούσε.

-Απ’ την Μπλάτσα κατεβαίνετε, τσέλιγκα 9;

-Καϊμαξαλάν…

-Καλό χειμώνα.

-Να ’σαι καλά!
Την άλλη μέρα πάλε εκεί:

-Απ’ την Τζένα κινήσατε;

-Ναι, ναι…

-Τα Μπλατσέϊκα τα φαλκάρια ροβολήσανε;

-Είναι ’κόμα πίσω κυρά μ’. Ταχιά, την άλλη, να τα καρτεράς.

Και την Τρίτη πάλε κει η μορφούλα:

-Κατηφορίσανε τα Μπλατσέϊκα φαλκάρια, κεχαϊά;

-Πιο πίσω… πιο πίσω. Στα Γεν’τσά τ’ άφ’καμαν. Το γιόμα φτάνουνε.

Και το γιόμα πάλε, εκεί ήταν και καρτέραε.

Πρώτα πέρασαν κάτι σκυμμένοι άνθρωποι τραβώντας τα μουλάρια τους. Η καρδιά τους ήταν ισκιωμένη. Τι στο χειμώνα πάγαιναν, τι σε λείψανο, το ίδιο ήταν.

Η Γαρφαλιώ δεν τους αρώτησε αυτούς. Ύστερα φάνηκε πυκνή σκόνη απ’ την αρχή της δημοσιάς. Η καρδιά της φλετούρισε 10. Ήταν κοπάδι! Κοπάδι ήταν κι όλο σίμωνε. Τα ζωντανά πάγαιναν. Κι οι προβατάρηδες τα σκιάζανε 11 με τις κάπες τους, τα συμμαζεύανε… και κείνα πάγαιναν σαν σε σφαγή. Και ζυγώνανε… και όλο και ζυγώνανε. Έτσι όπως ζυγώνουνε στ’ ακροθαλάσσι τσούρμο 12 τ’ ασπριδερά κύματα. Ξεχώριζε πια ανάμεσά τους κι ο τσομπάνος, σαν μαρτυρικός μακελάρης 13, που τα οδηγούσε μαζί με τον εαυτό του στη σφαγή.
Α! ναι… Είναι χλιβερό το κατηφόρισμα. Η ψυχή όλου αυτού του κόσμου που κατεβαίνει είναι γιομάτη σύννεφα. Ο αέρας τους μπουκώνει τη φωτιά της ζωής τους, τους πιάνει την αναπνοή, τους παγώνει τις κλείδωσες.

Οι δημοσιές 14 κυλάνε με τα πρόβατα, σαν ποτάμια που κατεβαίνουν με τα ξερά φύλλα μες στα νερά τους.
Το κοπάδι διάβηκε βελάζοντας λυπητερά. Στη μέση ήταν ο Παναγός και συλλάβιζε κάτι μισές βρισιές. Η Γαρουφαλιώ δεν είχε τη δύναμη να του μιλήσει, να του δώσει γνώρα. Ξοπίσου ακολούθαε ο γέρος. Ένας γέρος… Ξεχώριζες δυο βαριά πράματα πάνω του: Κάπα και ταγάρι. Μα το πιο βαρύ ήταν το κεφάλι του· κι ακόμη πιο βαριά η καρδιά του.

Η Γαρουφαλιώ λύθηκε, έλιωσε… Ό,τι είχε απομείνει από κείνο το βολικό ανθρωπάκι που είχε κάποτε πατέρα, ήταν τώρα αυτά τα σκισμένα ρούχα και τα κόκαλα.
-Πατέρα… Πατέρα!
Χίμηξε μπροστά του κι άπλωσε τα χέρια η Γαρουφαλιώ σαν να του έφραζε το δρόμο για τον γκρεμό.
Απόκριση;… Μα ποιος να δώσει απόκριση; Σε ποιον; Γνωρίζουνε τα σβησμένα λογικά; Η Γαρφαλιώ άφηκε τον εαυτό της να πήξει απάνω στο δρόμο.
Μέσα από δυο πεσμένα φρύδια, έφεγγαν τα μάτια του πατέρα της… μα που δεν ήταν πια δικά του.
Τον έπιασε, γαντζώθηκε απ’ το σουρτούκο 15 του και σπάραζε, και δερνότανε μπροστά σ’ αυτά τα ξένα μάτια και πάσκιζε με θρήνους, με καλοπιάσματα να τα ξυπνήσει.

-Πατέρα!…
Και μ’ όλη της τη δύναμη τον κοίταξε ολόισα, απεγνωσμένα, ορμητικά. Όχι πια μόνο με τα μάτια, μα με όλο της τον εαυτό που ήταν μάτια.
-Πατέρα!… Πατερούλη… Τατά μου!…
Κι από κείνες τις δυο τρυπούλες που έβλεπε ο γέρος τον άδικο και πικρό κόσμο, χίμησε μέσα της Γαρφαλιώς το βλέμμα κι η ψυχή…, και του ανατάραξε την αραχνιασμένη του θύμηση…
Κείνος, σαν ν’ άκουσε άξαφνα κάτι μακρινό και γλυκό, κάτι λατρευτό και γνώριμο, έκλεισε τα μάτια του…
Και τα ξανάνοιξε σαν για πρώτη φορά! Κοίταξε το σκονισμένο δρόμο κι η ψυχή του γιόμισε σκόνη…

Ύστερα η σκόνη άρχισε σιγά σιγά να κατακαθίζει… και πήρε το μυαλό του να ξελαγαρίζει 16, να ξεθολώνει, να χαράζει! Η Γαρουφαλιώ τον είχε τραβηγμένο στον όχτο… και τον κρατούσε σφιχτά κι απόμενε δεμένη απάνω του, και τον θωρούσε στα μάτια, μην τύχει πάλι κι αποξενωθούν… Του ’λεγε για τα πούπουλα που του ετοίμαζε, για μια ζωή ολόκληρη πουπουλένια, για την αγάπη που θα του ’χε αυτή κι ο άντρας της, κι ο Ζαφειράκης, τ’ αγγονούλι του.
Κατόπι ένα κοπάδι με πρόβατα, πουπουλένια και κείνα.

Ο Πανάγος είχε ξεμακρύνει πια πολύ, κι ένα καινούριο κοπάδι περνούσε τώρα.
Το κοπάδι πέρασε σύρριζα, σήκωσε μια στοίβα σκόνη και θάφτηκε πίσω της…
Κι αμέσως, μπροστά στα νεοφερμένα μάτια του γέρου, άρχισε να ξεπροβάλει το δικό του κοπάδι με τα λυγερά πρόβατα… Μια ζωή καλοσυνάτη και ζεστή… Πούπουλα… Ζαφειράκης… «Παππού»…
Κι αχ! –έρμη ζωή! –Τι θα ’σουνα αν δεν έμοιαζες καμιά φορά και με τα παραμύθια;

5Στάνη Παπαρούνα, Γυφτόκαμπος Σκαμνελίου – 1910

Στο διήγημα «Τσιμπούσι» αναγνωρίζεται ο Δρόσος Καραφυλλιάς και ο τσέλιγκας με τις έξι κόρες είναι ο Στέργιος (Τσάμης) Καραφυλλιάς αδερφός του Πασα-Γιώργη και του Δρόσου.

Στον «Πριόβολο», αν και παραλλάσσει ο συγγραφέας με τέχνη τα ονόματα, αναγνωρίζονται ο Θανάσης Μπιδικλής, που είναι ο Θανάσης Μπιζίκης, ο «Βλοιοβαγγέλης» που είναι ο Βαγγέλης Γάκης, ο Ζήσης Πατακιούτης που είναι ο Χύτας και ο Μήτρο-Κεχαγιάς ο φτωχός τσομπάνος, που βρήκε χρήματα και τον αποκαλούσαν έτσι ειρωνικά. Όλοι οι παραπάνω ήταν τσομπαναραίοι ή «σμίκτες» στο τσελιγκάτο του Χύτα στην Τζένα 17.
Τα παραπάνω στοιχεία, όπως το στέκι των Σαρακατσαναίων, τα βοσκοτόπια, που αναφέρει, τα ονόματα, που σκόπιμα παραλλάσσει και οι ιστορίες, που διαδραματίζονται με σιγουριά μας οδηγούνε να βρούμε τον τόπο, που περιγράφει ο συγγραφέας και είναι τα βουνά της Αλμωπίας (Καρατζόβας) και οι Σαρακατσαναίοι στα χρόνια 1926-29.

6(Σαρακατσάνοι): Οικογένεια Χρήστου Γιδάρη. Παλιά Σερβία – 1926

Γι’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων του Μενέλαου Λουντέμη θα γράψει ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: “Τα τοπία και τα τσοπανόπουλα της Μακεδονίας, που τον απασχόλησαν και στο πρώτο βιβλίο του, γίνονται τώρα το κύριο θέμα του. Και ο «ποιμενισμός» του δεν σκιάζεται από την αφέλεια του αρκαδικού ειδυλλίου…. Συνήθειες, τρόπος ζωής και ήθη αναβιώνουν… μακριά από τον φτηνό ενθουσιασμό του φολκλόρ. Αποφασιστικό ατού εν προκειμένω του συγγραφέα, η γλώσσα. Ο αφηγητής δεν υποπίπτει ούτε μια φορά στις μεγαλόσχημες αφαιρέσεις της Έκστασης. Μιλάει με κέφι το τοπικό ιδίωμα και ξέρει ότι δεν υπάρχει λόγος να επιδείξει την άνεση του χειρισμού του. Φροντίζει ακόμη να δείξει έμμεσα τις πηγές της κακοδαιμονίας που βασανίζει τους ήρωές του και διανθίζει με τόνους λελογισμένης ελαφρότητας το ζήτημα της ακτημοσύνης και της αμάθειάς τους: «μοιραίοι» αλλά όχι «άβουλοι», αδικημένοι αλλά όχι δειλοί ή ανήμποροί” 18.

7Οι γυναίκες σκεπάζουν το ορθό κονάκι με άχυρο Μιτσικέλι, 1922–Φωτ. C. Hoeg

Θετική είναι και η γνώμη του Γιάννη Χατζίνη για το «Γλυκοχάραμα» 19: «Όταν ύστερα από κάποια δοκιμασία της «Έκστασης», πήρα στα χέρια μου το «Γλυκοχάραμα» του κ. Μενέλαου Λουντέμη… πολύ γρήγορα παρασύρθηκα από το θέλγητρο της ανάγνωσης…

Στο «Γλυκοχάραμα» δεν πρόκειται παρά για την ίδια και αιώνια ιστορία, που μπορεί να συνοψισθεί στην κοινότοπη φράση: «έλξη των δύο φύλων», η οποία κλείνει ωστόσο όλο το μυστήριο κι όλο το δράμα της ανθρωπότητας. Δράμα δίχως λύση, γι’ αυτό και πάντα ανανεωνόμενο, ο έρωτας, έλκει ακαταμάχητα τον καλλιτέχνη για να ξοδεύει πάνω σ’ αυτό το ταλέντο του, και συχνά να φθείρει και τη ζωή του, – αφού βαθιά, άλλωστε, πιστεύει, πως αυτός είναι ο προορισμός του ταλέντου, αυτός ο σκοπός της ζωής. Η συνείδηση αυτής της φθοράς είναι που κάνει τον κ. Λουντέμη να προβάλει –μάλιστα και με κάποια έπαρση- το ταλέντο του, κάθε φορά που θέλει να δικαιώσει μιά στάση του ή να αναμετρηθεί, οπωσδήποτε, με το αντίμαχο κύμα της ζωής. Με το «Γλυκοχάραμα» βλέπω τον καλλιτέχνη να παίρνει μια ολοκλήρωση, καθώς διαμορφώνεται οριστικά και ξεκαθαρίζεται το συγγραφικό του κλίμα. Τα πέντε διηγήματα που συγκροτούν αυτό το βιβλίο, δεν μας προσφέρουν ασφαλώς κάτι καινούριο, αφού ήδη προηγήθηκε η «Ράτνικα», αλλά ίσα-ίσα αποτελούν μια ηθελημένη, και πέρα για πέρα επιτυχημένη επιστροφή στην ατμόσφαιρα εκείνη που στάθηκε η πιο πρόσφορη στην ιδιοσυγκρασία του και στις καλλιτεχνικές του δυνατότητες…

Με το «Γλυκοχάραμα» πρέπει κι ο ίδιος να κατάλαβε πως βρίσκεται πάλι στο σωστό του δρόμο. Του δίνεται η ευκαιρία, χρησιμοποιώντας την πατροπαράδοτη φόρμα μ’ έναν τρόπο δικό του να διοχετεύσει τον τραυματισμένον ερωτισμό του, όλη τη συναισθηματική ευθιξία του, σ’ ένα υλικό που παίρνει μια μαγεία στα χέρια του, καθώς μπορεί να του δίνει ωραία σχήματα σχεδόν αυτοσχεδιάζοντας, σχεδόν χωρίς κόπο συγγραφικό, αφού έχει οδηγό του μόνο την εσωτερική του παρόρμηση, την άμεση προσφορά της καλλιτεχνικής του φύσης. Γι’ αυτό οι περίπλοκες ψυχολογικές καταστάσεις, τα λογής προβλήματα που γεννάει η συμβίωση με ανθρώπους και που μπορούν επίσης ν’ αναταράζουν ως το βάθος την ανθρώπινη ψυχή, βρίσκονται έξω απ’ την περιοχή του ενδιαφέροντός του και της τέχνης του. Αυτός κοιτάζει να συλλάβει στιγμές και να τις εξωραϊσει. Στήνει τα ξόβεργά του στις πιο απροσδόκητες νότες, που δίνουν μια λεπτή χάρη και στην πιο αφελή ερωτική εξομολόγηση. Νομίζω πως χωράει εδώ ένα πειστικώτατο δείγμα για το θέλγητρο αυτής της αφέλειας (μολονότι, απομονωμένο από το κείμενό του, χάνει σχεδόν όλη του την ένταση):

8

-Κι’ εσύ… Γαρουφαλίτσα… εσύ αγάπησες καμιά φορά;

-Τσ… Όχι.

-Τώρα; Ούτε τώρα αγαπάς;

….-Τσ… Όχι. Απάντησε σιγά κ’ ένοχα.

Και δε θ’ αγαπήσεις; Την ρωτά κάπως ανήσυχος κείνος.

-Ποτές! αποκρίνεται η Γαρουφαλιά με ορμή.

-Μα καλά, γιατί; Αμάρτημα είναι; Λοιπόν;

-Δεν το λέω…

-Όχι θα μου πεις γιατί! Δεν θα με στενοχωρέσεις.
-Γιατί εμείς σ’ όλη μας τη ζωή, μαναχά μια βολά αγαπάμε.
-Α… ώστε αγαπάς λοιπόν… έκανε με απογοήτεψη ο άρρωστος… Και… δε θα μου πεις ποιος είναι;
-Τσ…
-Πες το τουλάχιστον σε μένα….Έλα ποιον αγαπάς; Λοιπόν;
-Κείνη έμενε ακόμα σκυμένη. Μα σε μια στιγμή αστράφτουνε τα μάτια της, σηκώνει απρόσμενα το κεφάλι, του πετάει αυτές τις λέξεις και χάνεται:
-Εγώ δεν το λέω σε ξένους και θα το πω στον ίδιο;
Και γίνεται καπνός κι αέρας».

Σημειώσεις-Παραπομπές

1. Μενέλαος Λουντέμης, «Γλυκοχάραμα», εκδόσεις Δωρικός, έκδοση 13η, Αθήνα 1996.

2. “Οι Σαρακατσαναίοι είναι: “Νομάδες κτηνοτρόφοι, ζούσαν στα βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα στα χειμαδιά διασκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα, χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά. (Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι, ο.π., κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr).

3. Ιωάννης Θ. Κουτσοκώστας, Ο Μενέλαος Λουντέμης στα Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα, απόσπασμα απο άρθρο της εφημερίδας «Τα Σαρακατσάνικα Χαιρετήματα» που εκδίδει η Αδελφότητα των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2008.

4. Βλ. Θεόδωρος Γιαννακός, Οι δάσκαλοι των τσελιγκάτων, κείμενο ανάρτηση στην ηλεκ. διεύθυνση “Πορτραίτα Σαρακατσάνων.

5. “Ο τρόπος ζωής τους (ενν. των Σαρακατσάνων) ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του… Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε – μαζί με τους γεροντότερους – και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια). (Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, καθηγητής, πρώην πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων (ΠΟΣΣ), Οι Σαρακατσάνοι, κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr).

6. Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι, ο.π., κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr.

7. φαλκάρια ήταν τα τσελιγκάτα με τα γυναικόπαιδα το βιό φορτωμένο στα μουλάρια και τ’ άλογα των κυρατζήδων και τα κοπάδια χωριστά-χωριστά, στέρφα-γαλάρια κλπ. που ανέβαιναν ή κατέβαιναν από τα βουνά.

8. κεχαϊάς ή κεχαγιάς, ήταν (1) αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους και (2) (μεταφορικά) αυτός που θέλει να είναι πάντα αρχηγός.

9. Τσέλιγκας ήταν αυτός που είχε πολλά αιγοπρόβατα (συνήθως πάνω από πεντακόσια).

10. φλετούρισε η φλετούριξε σημαίνει πέταξε και κυριολεκτικά (όπως το πουλί ή η πεταλούδα). Λέγεται ίσως και για άνθρωπο που «πέταξε» μεταφορικά, έφυγε γρήγορα, εξαφανίστηκε, έγινε καπνός.

11. σκιάζω (< σκιά), στη λαϊκή χρήση σημαίνει τρομάζω κάποιον άνθρωπο ή ακόμη κι ένα ζωντανό (όπως στο απόσπασμα), δημιουργώντας προσωρινά ή μόνιμα αισθήματα φόβου.

12. τσούρμο, το (ουσιαστικό): (1) το πλήρωμα ενός πλοίου, (2) (μεταφορικά) πλήθος ανθρώπων ή ζώων (εδώ), π.χ. παντρεύτηκαν κι έκαναν ένα τσούρμο παιδιά.

13. μακελάρης ο: 1. (λαϊκότρ.) ο χασάπης: Tο αρνί σπάραζε κάτω απ΄ το γόνατο του μακελάρη. 2. (λογοτ.) αυτός που έσφαξε ή γενικά έγινε άμεση αιτία να χάσουν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι. [μσν. μακελλάρης < μακελλάριος (αποφυγή της χασμ.) < λατ. macell(arius) “χασάπης” -άριος (δες -άρης) (ορθογρ. απλοπ.)].

14. δημοσιά η: (λαϊκότρ.) δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: Tο χωριό απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη ~. Άφησαν τη ~ και πήραν το μονοπάτι. [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος].

15. σουρτούκο ή σουρτούκω ή σουρτούκα, (τουρκικής προέλευσης: sürtük είναι η γυναίκα ελευθέρων ηθών, αυτή που τριγυρνά εδώ κι εκεί). Και στα Ελληνικά, χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν είναι νοικοκυρά, δεν φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της και δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Όμως στο κείμενο σημαίνει την κάπα-πανωφόρι.

16. (ξε)λαγαρίζω (το ξε- ως επιτατικό): 1α μππ. λαγαρισμένος : 1. απαλλάσσω ένα υγρό από ξένες ουσίες, για να γίνει διαυγές: ~ το λάδι / το κρασί. 2. (για υγρό) γίνομαι διαυγής: Λαγάρισε το λάδι. 3. (εδώ) καθαρίζω τέλεια, κάνω κάτι πολύ λαμπερό. [μσν. λαγαρίζω < λαγαρ(ός) -ίζω].

17. “Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο. Με τα πρόβατα αλλά και τα άλλα ζώα τους έδενε στενή σχέση. Τα φρόντιζαν και τα πρόσεχαν ιδιαίτερα, αφού ήταν γι’ αυτούς όλη τους η περιουσία”. (Βλ. Νικόλαος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσάνοι, ο.π., κείμενο αναρτημένο στην ιστοσελίδα: elassona.com.gr).

18. Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, Μενέλαος Λουντέμης, στο συλλογικό έργο Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμος Ε’, σελ. 241, εκδόσεις Σοκόλης, Αθήνα 1992.
19. Γιάννης Χατζίνης, Το διήγημα–Κριτική: Μενέλαου Λουντέμη, «Έκσταση»-«Γλυκοχάραμα», περιοδικό Νέα Εστία, τεύχος 405, σελ. 410-412.

Αναδημοσίευση από τον Αγώνα της Κρήτης,

Τετάρτη, 15/06/2016

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *