Δε σας χρειαζόμαστε όλους – άρα εξοντωθείτε, συγχωνευτείτε, κτλ

Έχουμε πολλές φορές στο ότι ο κεφαλαιοκράτης θεωρεί “υπερβολικές” τις απαιτήσεις του δυτικού εργάτη, σε σχέση με τις πολύ μικρότερες απαιτήσεις που έχει ο εργάτης στην Ασία, ή σε άλλα τέτοια μέρη, όπου υπάρχει άφθονη εργατική δύναμη, η οποία είναι συγκριτικά πάμφτηνη (άρα και πολύ πιο “ανταγωνιστική”).

Και εννοείται βέβαια ότι ο κεφαλαιοκράτης δε θεωρεί τις δικές του απαιτήσεις για ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη ως “υπερβολικές” (παρότι οι ανισότητες έχουν σπάσει κάθε ρεκόρ, ή παρότι πλέον προωθεί εμπράκτως ακόμα και το 1 ευρώ/μέρα ως αποδεκτό μισθό, κτλ, κτλ, κτλ)

Ως εκ τούτου, ο κεφαλαιοκράτης απλά δε θα επενδύσει στη Δύση, έως ότου οι εργάτες δεχτούν να γίνουν και αυτοί αρκετά “ανταγωνιστικοί”. Βραχυπρόθεσμα, έχουμε μια “καταστροφή” (όξυνση της ύφεσης), ωστόσο μακροπρόθεσμα οι εργάτες θα δεχτούν λόγω της απελπισίας τους (λόγω ανεργίας) να δουλέψουν με μισθούς πείνας και μηδαμινά δικαιώματα. Αυτή η διαδικασία προφανώς θα οδηγήσει στον αποδεκατισμό ενός μέρος του εργατικού πληθυσμού, που απλά δε θα βρίσκει δουλειά για να επιβιώσει, και στη φτωχοποίηση των υπολοίπων.

Διαβάσαμε στον Παραλληλογράφο ένα πρόσφατο άρθρο της Mαριαννας Tζιαντζη από την Καθημερινή, το οποίο μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε και μία ακόμα πτυχή του θέματος:

Ότι και ο ανθρώπινος πληθυσμός βρίσκεται σε εξάρτηση από τους κανόνες της αγοράς, και βασίζεται και αυτός σε μεγάλο βαθμό…στη σπέκουλα. Σήμερα, που βιώνουμε μια μεγάλη κατάρρευση των προσδοκιών, αυτό θα επηρεάσει κατά πολύ τον πληθυσμό, διότι απλούστατα οι άνθρωποι στη Δύση γεννούσαν παιδιά έχοντας την εντύπωση ότι υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για να τα μεγαλώσουν, και μετά αυτά να μπορέσουν να σταθούν αξιοπρεπώς στα πόδια τους, κτλ.

Αυτή η πεποίθηση βέβαια αλλάζει, και γι’ αυτό πολλοί θα αναβάλλουν/ακυρώσουν γάμους και παιδιά, διότι δεν πιστεύουν πλέον ότι μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Επίσης, πολλά παιδιά και νέοι δεν προορίζονται να επιβιώσουν: Είναι κάπως σαν να σπέρνεις σπόρους σε ένα χωράφι, που όμως αποδεικνύεται τελικά ότι δεν είναι καθόλου γόνιμο. Προφανώς πολλά από τα λουλούδια δε θα φυτρώσουν καθόλου, ή θα πεθάνουν σύντομα, διότι το χώμα και οι καιρικές συνθήκες δεν ευνοούν την ανάπτυξη τους.

Κάπως έτσι και εδώ, καθώς ο κεφαλαιοκράτης προφανώς προτιμά πχ να βάζει έναν Κινέζο να δουλεύει 12 ώρες την ημέρα για πενταλοδεκάρες, παρά να μειώσει τα ωράρια εργασίας ώστε να δημιουργηθούν παγκοσμίως θέσεις εργασίας για όλους, να δώσει αξιοπρεπείς μισθούς, κτλ. Έτσι, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού είναι καταδικασμένο στην ανεργία ή στην ημιαπασχόληση, κτλ, κάτι που σημαίνει ότι δε θα τα καταφέρουν όλοι να επιβιώσουν.

Το φαινόμενο που παρουσιάζει το άρθρο είναι ένα δείγμα της αμυντικής προσπάθειας των πληττόμενων στρωμάτων να αντέξουν όπως και όσο μπορούν απέναντι σε αυτή την επίθεση που δέχονται. Λύση βέβαια στο πρόβλημα δε φαίνεται προς το παρόν να υπάρχει, καθώς η λύση προυποθέτει να ξεφύγουμε από το αγοραίο σύστημα της μισθωτής εργασίας, επαναστατώντας εναντίον της άρχουσας τάξης, διότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν συμφέρον να ρίχνουν τους μισθούς, ή να αυξάνουν τα ωράρια την ίδια ώρα μάλιστα που η τεχνολογία προχωρά, κτλ, κτλ, κτλ, μιας και αυτό είναι που αυξάνει τον δικό τους πλουτισμό. Είναι έτοιμη η εργατική τάξη να κάνει κάτι τέτοιο σήμερα;

http://parallhlografos.files.wordpress.com/2011/07/parents-ts-thumb-large.jpg?w=300&h=225

Συγχωνεύσεις οικογενειών

Οι συγχωνεύσεις των σχολείων είναι ένα σοβαρό θέμα που συντελείται στη δημόσια σφαίρα. Αθόρυβα όμως και ιδιωτικά έχει αρχίσει η συγχώνευση των νοικοκυριών, η συγκατοίκηση συγγενικών οικογενειών, που μέχρι χθες ήταν διασκορπισμένες.

Ανύπαντροι νέοι, άνεργοι ή πληττόμενοι εργαζόμενοι, ζευγάρια με παιδί, διαζευγμένες νέες μητέρες επιστρέφουν στο πατρικό τους. Δεν είναι οι άσωτοι υιοί που για χάρη τους θα σφαχτεί ο μόσχος ο σιτευτός, αλλά οι χθεσινοί νοικοκύρηδες που έγιναν σώγαμπροι ή τα οικονομικά ανεξάρτητα (μέχρι χθες) τέκνα που έγιναν προστατευόμενα μέλη. Αντίο στο «μακριά και αγαπημένοι».

Την εποχή της εσωτερικής μετανάστευσης ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο η μακρόχρονη φιλοξενία συγγενών από την επαρχία, που έρχονταν στην Αθήνα για να βρουν δουλειά ή να σπουδάσουν. Το ράντζο, η στρωματσάδα, οι βαλίτσες που έπαιζαν το ρόλο συρταριού ή ντουλάπας ήταν στην ημερήσια διάταξη, ενώ η συγκατοίκηση δεν ήταν πάντα αρμονική. Αναπόφευκτες ήταν οι τριβές, οι γκρίνιες, αλλά και η αλληλεγγύη, τα γέλια και οι χαρές.

Η μεγάλη διαφορά του χθες από το σήμερα δεν βρίσκεται στο επίπεδο των ανέσεων, αλλά στις προσδοκίες. Τότε οι νεοφερμένοι ένοικοι αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή, όμως σήμερα κουβαλούν το στίγμα της προσωπικής αποτυχίας. Ανοιξαν τα φτερά τους, πέταξαν για λίγο και τώρα γυρίζουν στην παλιά φωλιά ηττημένοι και στριμωγμένοι. Και το πάνω χέρι στη νέα διευρυμένη οικογένεια δεν το έχει ο πιο ηλικιωμένος και σεβάσμιος, αλλά ο ιδιοκτήτης της κατοικίας ή αυτός που φέρνει έναν μισθό ή μια σύνταξη στο σπίτι. Αυτός κρατάει το τηλεκοντρόλ, αυτός αποφασίζει.

Πολλοί θυμούνται με νοσταλγία την εποχή του «εφτά νομά σ’ ένα δωμά», θυμούνται την ακατάβλητη ορμή, την αισιοδοξία της νιότης. «Οσο δύσκολα και αν ζούσαμε, ξέραμε ότι κάθε μέρα που περνούσε είχαμε κάνει ένα μικρό, μικρούτσικο βήμα προς την πρόοδο», μας έλεγε πρόσφατα μια κυρία που έχει ζήσει από πρώτο χέρι το έπος της εσωτερικής μετανάστευσης. Η φτώχεια της πόλης δεν συγκρινόταν με τις κακουχίες και το αδιέξοδο του χωριού. «Υπήρχαν δουλειές, υπήρχε ανάπτυξη, υπήρχε ελπίδα». Υπήρχε και το Σαββατόβραδο, που κάποτε οι άνθρωποι δεν το περνούσαν βλέποντας μουσικοχορευτικά σόου στην τηλεόραση, αλλά το τραγουδούσαν με τη δική τους φωνή.

Η συγχώνευση των οικογενειών μόλις έχει αρχίσει. Ισως η ανεργία, οι εξώσεις, η απώλεια προσημειωμένων κατοικιών να την επιταχύνουν. Ομως, σε αντίθεση με το ’50 και το ’60, η συγκατοίκηση δεν είναι το εφαλτήριο για την πρόοδο, αλλά η ανώμαλη προσγείωση, το ορατό σημάδι της ήττας.

Ο διαχωρισμός, στην αγροτική κατοικία, του χώρου ύπνου της οικογένειας από τον στάβλο, όπως και ο διαχωρισμός του χώρου ύπνου παιδιών και γονιών, ήταν τομές στην ιστορία του πολιτισμού. Η σημερινή αναγκαστική διεύρυνση της οικογένειας είναι μια οπισθοδρόμηση που δεν εξυψώνει, αλλά τραυματίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, καθώς εδώ και δεκαετίες αποθεώνεται το δικαίωμα στην «ιδιωτικότητα». Εχω δικαίωμα να τρώω όποτε πεινάσω, να ακούω τη μουσική που μου αρέσει, να βλέπω τις εκπομπές και τις ταινίες που διαλέγω, να μιλώ στους φίλους μου με το δικό μου τηλέφωνο, να μην ξυπνώ με το κοινό εγερτήριο. Εχω δικαίωμα στον χώρο μου. Πώς θα συγχωνευθούν συνήθειες ριζωμένες, νοοτροπίες, ηλικίες και τρόποι ζωής διαφορετικοί;

Τις οικογενειακές συγχωνεύσεις δεν τις υπαγορεύει το «μαζί θα προχωρήσουμε, μαζί θα αγωνιστούμε και θα προκόψουμε», αλλά το «μαζί θα επιβιώσουμε». Ωστόσο, για να έχει η συγχωνευμένη ζωή νόημα και προοπτική, δεν αρκούν τα κοινά γονίδια. Χρειάζεται και μια κοινή ελπίδα, που όμως δεν έχει ακόμη βρεθεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *