Οι τσιγγάνοι πιστεύουν πως έχει κανείς την υποχρέωση να λέει την αλήθεια μόνο στη γλώσσα του.
Στη γλώσσα του εχθρού, το ψέμα είναι υπεραρκετό.
Γκυ Ντεμπόρ
*
Οι ταραχές στο Μενίδι είναι η βίαιη έκφραση του αιτήματος μέρους της τοπικής κοινωνίας για περισσότερη αστυνόμευση. Η συγκεκριμένη αντίφαση, το να πετάει κάποιος δηλαδή πέτρες στους μπάτσους απαιτώντας περισσότερους μπάτσους, δεν πρέπει να ειδωθεί ως κάποιου είδους μαζική σχιζοφρενική δράση αλλά σαν δυναμική απαίτηση για την παροχή της μοναδικής πρόνοιας που προσφέρει πλέον το κράτος στους πολίτες του, ειδικά (αλλά όχι μόνο) σε αυτές τις περιοχές: της αστυνομίας.
*
Στο Μενίδι, όπως και στη Φυλή, τον Ασπρόπυργο και τα Άνω Λιόσια υπάρχει πολύ έντονο το πρόβλημα της «εγκληματικότητας» δηλαδή της μαζικής παραβατικής συμπεριφοράς, ότι και εάν σημαίνει αυτό, ή για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο πολιτική έκφραση υπάρχει έντονο το πρόβλημα κοινωνικού κανιβαλισμού. Πολύ πιο έντονο από ότι στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας. Αυτό δημιουργήθηκε έντεχνα από το ίδιο το κράτος. Στις σύγχρονες μητροπολιτικές συνθήκες αυτές οι περιοχές είναι προορισμένες να παίζουν ένα τέτοιο πολλαπλό ρόλο: κρύβουν τους απόβλητους από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, αποτελούν περιοχές δράσης της μαύρης οικονομίας και εγκλωβίζουν χωροταξικά τις επικίνδυνες τάξεις. Συνεπώς το πρόβλημα δεν είναι η απουσία κράτους όπως ισχυρίζονται οι διάφοροι καραγκιόζηδες που εκτελούν χρέη τοπικών εξουσιαστών και φυσικά πολλοί αφελείς κάτοικοι αλλά το ίδιο το κράτος που καθορίζει τον ρόλο των συγκεκριμένων περιοχών σε οικονομικό, ταξικό επίπεδο και φυσικά σε επίπεδο αστικού σχεδιασμού.
*
Από τη πρώτη στιγμή της είδησης ότι ο θάνατος του 11χρονου προκλήθηκε από σφαίρα μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι το όπλο άνηκε τσιγγάνο. Το γεγονός ότι η βολή ήταν κάθετη δείχνει επίσης και το τυχαίο του γεγονότος ότι δηλαδή ο 11χρονος ήταν θύμα ενός άσκοπου πυροβολισμού στον αέρα. Ταυτόχρονα σε μια περιοχή σαν το Μενίδι όπλα δεν έχουν μόνο οι τσιγγάνοι και φυσικά δεν πυροβολάνε (στον αέρα ή όχι) μόνο αυτοί.
*
Την Δευτέρα (12/06) και την Τετάρτη (14/06) οι συγκεντρώσεις ενάντιον στους τσιγγάνους επεκτάθηκαν και πέραν του Μενιδίου, συγκεκριμένα στα Άνω Λιόσια και το Αιτωλικό Αιτωλακαρνανίας, – σε μια παράλληλη εξέλιξη υπήρξαν και συγκρούσεις μεταξύ ρομά και υπόλοιπων κατοίκων στο Αίγιο – ενώ υπήρχε σαφής παρότρυνση από τα ΜΜΕ να επεκταθούν και αλλού δίνοντας βήμα σε διάφορους ρατσιστές ανά την ελλάδα να δηλώσουν ότι και αυτοί έχουν πρόβλημα με τους Ρομά και να προαναγγείλουν πιθανές κινητοποίησεις και στις δικές τους περιοχές. Όποιο συνεπώς και εάν ήταν το κίνητρο των πρώτων συγκεντρωμένων στο Μενίδι, αυτοί που συνεχίζουν και επεκτείνουν σε νέες περιοχές της αντι-Ρομά συγκεντρώσεις αν δεν είναι ανοιχτά ναζί, τότε απλά είναι επικίνδυνοι ηλίθιοι που κάνουν τη δουλειά τους.
*
Η πρέζα και η διακίνηση της στο Μενίδι και αλλού αποτελεί ένα εντατικό κοινωνικό πρόβλημα το οποίο, και αυτό, δεν χρεώνεται στην ανυπαρξία κράτους στην περιοχή αλλά ακριβώς στην ίδια του την ύπαρξη και πιο συγκεκριμένα σε ένα από τα πιο μαύρα κομμάτια του ελληνικού βαθέως κράτους. Οι τσιγγάνοι του Μενιδίου είναι απλά οι μεσάζοντες σε μια τεράστια επιχείρηση με αμύθητα κέρδη την οποία διαχειρίζονται οι ίδιοι άνθρωποι που κατέχουν τεράστιο μερίδιο της οικονομικής (φυσικά όχι μόνο) εξουσίας. Οι περιπτώσεις Μαρινάκη/Γιανουσσάκη του Noor1 που μετέφερε 2 τόνους πρέζα ή του επίσης μεγαλοεφοπλιστή Αγγελόπουλου, το 2004, με 5,5 κιλά κοκαίνη είναι μόνο κάποιες υποθέσεις που έγινα ευρέως γνωστές. Ενδεικτικά: Το 1998 οι εφοπλιστές Χαικάλης και Γατελούζος συνελήφθησαν με 4,5 τόνους κοκαίνης μετά απο συνεργασία ελλήνων και αμερικάνων μπάτσων. Το 2000 ο εφοπλιστής Λαιμός συνελήφθη, στη Βενεζουέλα, για μεταφορά 8,5 τόνων κοκαίνης αλλά την γλίτωσε αφού πρόλαβαν και ξεφόρτωσαν το εμπόρευμα στη θάλασσα. Το 2001, το πλοίο «Σατούρν», ελληνικών συμφερόντων, ξεφόρτωσε στις Αζόρες 1.300 κιλά κοκαΐνης και 200 κιλά στην Πρέβεζα – το δεύτερο τμήμα του φορτίου ήταν αμοιβή του πληρώματος για τη μεταφορά της κοκαΐνης. Τον Μάιο του 2002, ο γαλλικός στόλος άνοιξε πυρ εναντίον του ελληνικού πλοίου «Γουίνερ», ιδιοκτησίας Κοτσορέ και Σεϊντή (ιδιοκτήτες ναυτιλιακών επιχειρήσεων), όταν αρνήθηκε να σταματήσει για έλεγχο – το πλοίο είχε φορτώσει 2,5 κοκαΐνη από μικρά αλιευτικά 200 μίλια ανοιχτά της Κούβας.
*
Μια από της πιο απλές μεθόδους πολεοδομικής καταστολής είναι ο αποκλεισμός των κατοίκων μιας περιοχές μέσω τεράστιων αυτοκινητόδρομων που λειτουργούν σαν απροσπέλαστα τείχη. Αυτός ο σχεδιασμός χρησιμοποιήθηκε στο Λος Άντζελες μετά την εξέγερση του ’93 για να χωριστούν οι »καλές» από τις »κακές» περιοχές. Αυτή τη στιγμή, ανεξάρτητα από το εάν προέκυψε εκούσια ή όχι, το Μενίδι έχει τέτοιου τύπου σύνορα: την Αττική οδό, που το αποκόπτει νότια από τον αστικό ιστό της υπόλοιπης Αθήνας και την Εθνική όδο που το χωρίζουν από το Μαρούσι και την μεγαλοαστική Κηφισιά. Έαν χρειαστεί μελλοντικά η (εύκολη) προσθήκη αστυνομικών μπλόκων στις τρύπες αυτών των δρόμων μπορεί να μετατρέψει την περιοχή σε καθαρό γκέτο. Άλλη μια μέθοδος πολεοδομικής καταστολής, ακόμα πιο απλή, είναι να μην υπάρχουν συγκοινωνίες. Στο Μενίδι από το αθηναικό κέντρο πηγαίνουν δύο λεωφωρεία (Α10,Β10) και στα Άνω Λιόσια ένα (Β12) ενώ σε περιοχές με ίσο ή και πολύ μικρότερο πληθυσμό όπως το Χαλάνδρι ή το Μαρούσι αντίστοιχα υπάρχουν τρείς ή τέσσερις σταθμοί του μετρό.
*
Ο όχλος που επιτέθηκε στα σπίτια των τσιγγάνων με τις ίδιες του τις πράξεις δεν έκρυψε τίποτα από την ταυτότητα και την ποιότητα του. Οι επιτιθέμενοι έκαψαν και λεηλάτησαν τα τσιγγανικά σπίτια ενώ κάποια στιγμή επιτέθηκαν με πέτρες και στο εν κινήσει και γεμάτο επιβάτες διερχόμενο τραίνο. Όλα αυτά σε μια συγκέντρωση ενάντια στην εγκληματικότητα των τσιγγάνων.
*
Η επίθεση στην κοινότητα των Ρομά έχει να κάνει και με την μοιρασιά της αγοράς της μαύρης οικονομίας. Η αντίστοιχη με αυτή των τσιγγάνων, ρωσοποντιακή μαφία έχει πολύ καλές άκρες με τους χρυσαυγίτες, που αναμφίβολα βρίσκονται στα οδοφράγματα και που επίσης αναμφίβολα ενδιαφέρονται να βάλουν χέρι σε μια τόσο μεγάλη αγορά.
*
Οι τσιγγάνοι δεν είναι εύκολος αντίπαλος για τους ναζί, οι οποίοι έχουν σαφέστατα στον πολιτικό τους πρόγραμμα την πρόκληση φυλετικών συγκρούσεων μέσω της διοργάνωσης δράσεων ενάντια στην παραβατικότητα των Ρομά. Το καλοκαίρι του 2012 μια κοινή επιχείρηση μπάτσων – χρυσαυγιτών στα Άνω Λιόσια κατέληξε με τους τσιγγάνους να πραγματοποιούν μικρής διάρκειας εξέγερση με λεηλασίες, συγκρούσεις και οδοφράγματα και τελικά να περικυκλώνουν, πυροβολόντας με καραμπίνες το Α.Τ της περιοχής όπου κατέφυγαν για να σωθούν μπάτσοι και χρυσαυγίτες. Ένα μήνα πριν, συγκέντρωση ενάντια στους ρομά, η οποία κατέληξε επίσης σε κοινή επιχείρηση μπάτσων – χρυσαυγιτών, στο Αιτωλικό Αιτωλακαρνανίας είχε σαν αποτέλεσμα τρεις πυροβολημένους κατοίκους που δρούσαν στο πλευρό των μπάτσων. Η πρόθεση για τόσο κοινωνικά επικίνδυνες κινήσεις εκ μέρους των ναζί υπάρχει ακόμα – και εφαρμόζεται τώρα στο Μενίδι – απλά μέχρι τώρα δεν τους έχει βοηθήσει ο συσχετισμός δυνάμεων.
*
Ο κοινωνικός αποκλεισμός των τσιγγάνων έχει προαιώνιες ρίζες και βασίζεται σε μια σειρά μυθεύματα και προκαταλήψεις παρόμοια με ότι βίωναν οι εβραικές κοινότητες ή οι μαύροι στον αμερικάνικο νότο. Η συνολικά από φοβική εώς εχθρική στάση των άλλων πληθυσμών απέναντι τους, οδήγησε τους τσιγγάνους στο να αναπτύξουν πολύ έντονα το συλλογικό/κοινοτικό στοιχείο συνδυαζόμενο με έναν ηθικό κώδικα διαφορετικό από τον επικρατόν. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση στο εσωτερικό των τσιγγάνικων κοινοτήτων, αυτή συνυπάρχει με μια σειρά φυλετικές ιεραρχήσεις που βασίζονται στην, από κοινού, προβληματική σχέση με το κράτος και φυσικά στις εσωτερικές οικονομικές αλληλεξαρτήσεις. Είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός και η παρανομοποίηση που πριμοδοτεί την επικράτηση της κοινής φυλετικής ταυτότητας σαν συνδετικό στοιχείο μεταξύ των τσιγγάνων και δεν αφήνει χώρο για οποιαδήποτε έκρηξη των εσωτερικών αντιφάσεων στις τσιγγάνικες κοινότητες.
*
Οι κοινότητες των τσιγγάνων δεν έχουν καμία αλληλεπίδραση με μια σειρά από δομικές, για το αστικό κράτος, σχέσεις, όπως για παράδειγμα οι αστικοδημοκρατικές σχέσεις ή ο τομέας της δικαιοσύνης, με την έννοια ότι ούτε τις κατανοούν, ούτε φυσικά τις αποδέχονται. Ταυτόχρονα και η σχέση των τσιγγάνων με τον καπιταλισμό είναι προβληματική: οι, νομάδες και έμποροι, τσιγγάνοι δεν μπορούν με κανένα τρόπο να αφομοιώσουν την μισθωτή εργασία.
*
Εκτός από την ιδιάιτερη σχέση τους με την καπιταλιστική ιδεολογία, οι τσιγγάνοι έχουν μείνει σχετικά ανεπηρέαστοι και από τα κοινωνικά κινήματα που αναπτύχθηκαν τους τελευταίους αιώνες. Η πρώτη συνέλευση για τα όρια του αναρχικού μοντέλου στην επαναστατημένη Βαρκελώνη Ιούλιο του 1936 ήταν για το θέμα των τσιγγάνων. Ενώ έφευγαν όλοι μαζικά απο τις εχθρικές δεξιές περιοχές και ερχόταν στις περιοχές των αναρχικών και ενώ χρησιμοποιούσαν τα δημόσια αγαθά δεν ήταν διατεθειμένοι να δουλέψουν σε καμία κολλεκτιβοποιημενη επιχείρηση.
*
Η εικόνα του τσιγγάνου που πουλάει ναρκωτικά, οπλοφορεί και οδηγάει ακριβά αυτοκίνητα είναι το προτεινόμενο μοντέλο της κοινωνίας του θεάματος για τις γκετοποιημένες περιοχές, το αντεσταρμένο κοινωνικό πρότυπο των παραβατικών που με αυτό τον τρόπο γίνεται ακίνδυνο και ταυτόχρονα προσοδοφόρο. Αυτοί οι τσιγγάνοι είναι πρέζάκια της κοινωνίας του θεάματος.
*
Οποιαδήποτε κινηματική παρέμβαση θα πρέπει δυστυχώς να γίνει από έξω, χωρίς να υπάρχει καμία σύνδεση με τις κοινότητες των τσιγγάνων. Αυτό καθορίζει και το εφήμερο μιας οποιασδήποτε παρέμβασης. Σε πρώτο χρόνο το επίδικο είναι στην άλλη πλευρά, στο πώς δεν θα επικρατήσει η φασιστική αφήγηση των γεγονότων καθολικά στην δυτική αττική.
[…] θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «ΑΠΑΤΡΙΣ». Γράφτηκε […]
Πολύ ενημερωμένη τοποθέτηση.
Ωστόσο να προσθέσω μιά παρατήρηση που κατ’ εμέ έχει μεγάλη αξία για την κατανόηση του προβλήματος που αναπτύσσει το κείμενό σας.
Από την πρώτη στιγμή που τα ΜΜΕ και ιδιαίτερα οι “ιστοσελίδες ενημέρωσης” ανέβασαν όπως λέμε το θέμα, το όνομα της περιοχής από Αχαρνές έγινε ξαφνικά Μενίδι. Γιατί?
Αχαρνές είναι το αρχαίο και σημερινό όνομα του Δήμου (Δήμος Αχαρνών)ενώ Μενίδι είναι το αρβανίτικο όνομα της περιοχής το οποίο πλέον δεν χρησιμοποιείται από κανέναν τουλάχιστον στον γραπτό και επίσημο προφορικό λόγο.
Η μαζική και απόλυτα καθοδηγούμενη χρήση της λέξης Μενίδι ξαφνικά σε όλα τα παραπάνω μέσα εκφράζει εντελώς ξεδιάντροπα την επιθυμία κάποιων να παρασύρουν – οδηγήσουν την λαϊκή αγανάκτηση σε ατραπούς τοπικιστικών (ξένος – ντόπιος) ή και ρατσιστικών ακόμα διαχωρισμών.
Δυστυχώς γι αυτούς ο κόσμος στο “Μενίδι” καταλαβαίνει την πουτανιά τους.
Ένας κάτοικος (γεννήθηκα, μεγάλωσα και ζω) των Αχαρνών.