Ο καραφλός γόης ξεκίνησε παιδάκι από τη Λάρισα για να κυνηγήσει µια καλύτερη ζωή στην Αθήνα και έγινε ο θρύλος που σφράγισε το ελληνικό ερωτικό σινεµά τη δεκαετία του ’70
- Πώς σκιαγραφεί τον παππού του ο εγγονός του ∆ηµήτρης – Το σνοµπάρισµα στον Αλαν Πάρκερ, το fan club, τα στιγµιότυπα µιας γεµάτης ζωής, οι µυθικές ατάκες («σκύψε, ευλογηµένη») και η άγνωστη φιλία µε τον Ανδρέα Παπανδρέου
Τέλη του 1977, ο Αλαν Πάρκερ ψάχνει ηθοποιούς για τη νέα του ταινία µε τίτλο «Το εξπρές του µεσονυχτίου». Κατά τη διάρκεια του κάστινγκ βλέπει φωτογραφίες διαφόρων ανδρών και κάποια στιγµή στέκεται στο ενσταντανέ ενός καραφλού 46χρονου µε σκληρά χαρακτηριστικά.
«Αυτός είναι!», αναφωνεί. «Αυτός είναι ο Χαµιντού. Βρείτε τον!», φέρεται να είπε στους υπεύθυνους του κάστινγκ, αφού η συγκεκριµένη φάτσα ήταν ο ιδανικός τύπος για να ενσαρκώσει τον ρόλο του σαδιστή Τούρκου αρχιφύλακα που βασανίζει τον Μπίλι Χέιζ στην ταινία. Οι υπεύθυνοι δυσκολεύονται να προφέρουν το επίθετο Γκουσγκούνης, αλλά εντοπίζουν εύκολα τον «άξιο» του ελληνικού ερωτικού κινηµατογράφου.
Οταν του γίνεται η πρόταση, ο Κώστας το σκέφτεται, αλλά τελικά λέει όχι στον Αλαν Πάρκερ και σε µια ταινία που έγινε τεράστια εµπορική επιτυχία και συζητήθηκε όσο λίγες.
Πιθανόν η καριέρα του να έπαιρνε µια εντελώς διαφορετική τροπή, ο Γκουσγκούνης όµως δεν έκανε ποτέ κάτι µε γνώµονα τα λεφτά ή τη δόξα. Η καρδιά του τον πήγαινε πάντα εκεί που επέλεγε, η καρδιά του τελικά πρόδωσε τον ακαταπόνητο κινηµατογραφικό εραστή ή την πιο αναγνωρίσιµη cult ανδρική φιγούρα του ελληνικού ερωτικού κινηµατογράφου της δεκαετίας του ’70.
Κι όµως, ο Κώστας Γκουσγκούνης ήταν ένας καρατερίστας που θα µπορούσε να γίνει ακόµη και πρωταγωνιστής, αφού πετύχαινε πάντα να ξεχωρίσει σε µια ταινία, ακόµα κι αν ο ρόλος του ήταν δευτερεύων ή απλά υποστηρικτικός. Εχοντας παίξει δίπλα στον Ρόµπερτ Μίτσαµ χωρίς να την ψωνίσει, δεν κυνήγησε ποτέ µια διεθνή καριέρα ή τους µεγάλους ρόλους. Επέλεξε να γίνει ένας σούπερ σταρ πρωταγωνιστής σε ταινίες ερωτικού περιεχοµένου, ένας δάσκαλος της ατάκας σε φιλµ που πρωτίστως έκαναν τους φανατικούς θαυµαστές του να γελάνε. Μέχρι και fan club είχε ο «δάσκαλος», για να µην πούµε για τις πορείες µε αναµµένες λαµπάδες που έκαναν οι φανατικοί του θαυµαστές πριν από την πρεµιέρα µιας ταινίας του.
Ντόµπρος, λάτρης του ωραίου φύλου αλλά πάντα κύριος, ο cult ιππότης του ερωτισµού έζησε µια ζωή που ο ίδιος επέλεξε, αρνούµενος ουσιαστικά να µπει σε ένα καλούπι. Ακόµη και τότε που η καράφλα του ήταν η πλέον αναγνωρίσιµη στην Ελλάδα και αυτός διάσηµος, πολλές φορές επέλεγε να βγει φορώντας περούκα. Γι’ αυτόν η ζωή ήταν στιγµές µακριά από τα φλας, να παίζει ρακέτες µε τους φίλους του στη Λούτσα, να βγάζει βόλτα τη γυναίκα της ζωής του για ένα παγωτό, να παίζει µε τα παιδιά του και αργότερα µε τα εγγόνια του.
Πόσοι να ξέρουν ότι ήταν προσωπικός φίλος µε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος του ζήτησε να πολιτευτεί µε το ΠΑΣΟΚ αλλά ο Κώστας είπε όχι; Τελικά τα όχι που λέµε είναι αυτά που καθορίζουν την πορεία της ζωής µας και ο Γκουσγκούνης είπε πολλά, αρνούµενος ουσιαστικά να ενταχθεί στο εγχώριο star system.
Γι’ αυτό και ο ίδιος ο άνθρωπος που ταυτίστηκε µε θρυλικές ατάκες, όπως το «σκύψε, ευλογηµένη», ήταν φειδωλός στις συνεντεύξεις που παραχωρούσε, οι οποίες, να σηµειωθεί, είναι µετρηµένες στα δάχτυλα.
Τον θυµόµαστε σχεδόν όλοι -ειδικά οι άρρενες- από την εµβληµατική παρουσία του σε ταινίες µε ευφάνταστους τίτλους, όπως η «Sex… 13 µποφόρ», αλλά πολλοί λιγότεροι σε άλλους ρόλους. Ρόλους που ο Κώστας Γκουσγκούνης κλήθηκε αρκετές φορές να ενσαρκώσει στο mainstream σινεµά δίπλα σε θρύλους του κινηµατογράφου.
Ξεχωρίζουν τα περάσματά του από τις ταινίες «Μια ζωή την έχουμε» με τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν, «Η θεία από το Σικάγο» με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Ορέστη Μακρή, αλλά και από την «Αγνή του λιμανιού» με την Ελένη Χατζηαργύρη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Και ήταν ρόλοι που μπορεί να μην τον έκαναν τότε ευρέως γνωστό, ωστόσο του έδωσαν τη δυνατότητα να καλλιεργήσει το υποκριτικό του ταλέντο και να συμμετάσχει στην ξένη παραγωγή Angry Hills (Οργισμένοι Λόφοι) με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Οι ουρές στα εκδοτήρια και ο φόρος τιμής
Στο σύνολο της καριέρας του συμμετείχε σε είκοσι ταινίες από το 1952 έως και το 2010, αρκετές από τις οποίες είναι αστυνομικές και κωμωδίες, ενώ άλλες αισθησιακές και άκρως ερωτικές.
Το 1975 αποδείχτηκε ιδανική επιλογή για τον ρόλο του Σεΐζη σε κάποια επεισόδια της τηλεοπτικής σειράς «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.
Η ερμηνεία του στον ρόλο του θηριώδη σωματοφύλακα του Τούρκου Αγά ήταν συγκλονιστική.
Τελικά, όμως, η παρουσία του δύο φορές με πρωταγωνιστικό ρόλο σε hard core ταινίες ήταν αυτή που έχτισε τον μύθο του. Η επιτυχία τους σε εισιτήρια και εισπράξεις τον καθιέρωσαν ως «βασιλιά του σεξ» και θρύλο του ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου.
Μόνο στην ταινία «Sex… 13 μποφόρ» που βγήκε το 1971 -εν μέσω χούντας και λογοκρισίας- στήθηκαν στην ουρά για να αγοράσουν εισιτήριο και να τον θαυμάσουν 85.000 άτομα.
Το φιλμ σε παραγωγή της Οσκαρ Φιλμ θα γράψει ιστορία, ενώ έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι συμπρωταγωνιστής του Κώστα Γκουσγκούνη είναι ο πολυβραβευμένος ηθοποιός Λυκούργος Καλλέργης.
Η προαναφερθείσα ταινία μαζί με τον «Ανώμαλο» του 1975 και το «Στην παγίδα του σεξ και του εγκλήματος» θεωρούνται από τις πιο εμπορικές της κινηματογραφικής ερωτικής του καριέρας, αλλά και οι αγαπημένες του κοινού του.
Μάλιστα, όπως εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» ο εγγονός του Δημήτρης, γιος της μονάκριβης κόρης του Χαρούλας Γκουσγκούνη από τον γάμο του με την πολυαγαπημένη του Δώρα, την εποχή που ο Γκουσγκούνης γύριζε τις συγκεκριμένες απαιτητικές για πολλούς λόγους ταινίες, είχε μπει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του.
«Ταινίες με καθαρό πορνό ο παππούς μου είχε γυρίσει μόνο δύο, οι περισσότερες που είχε κάνει ήταν ερωτικού περιεχομένου, χωρίς απαγορευμένες σκηνές. Για την εποχή του δεν ήταν εύκολες οι ταινίες αυτές γιατί δεν ήταν εύκολο τότε να εκτεθείς μπροστά στο κοινό. Πήγαινε στο γύρισμα χωρίς βοήθημα, χωρίς τίποτα και έκανε τις σκηνές του κανονικά και μιλάμε για έναν άνδρα σε ηλικία τότε 40 και 50 χρόνων, όχι νεαρό».
Και μας επισημαίνει ότι «σημαντικό είναι και το γεγονός ότι ταυτόχρονα με αυτές τις ταινίες έπαιξε ρόλους και σε άλλες, που το σενάριο δεν είχε σχέση με το ερωτικό σινεμά.
Τον εμπιστεύονταν οι συντελεστές ακόμα και την εποχή που είχε γίνει όνομα από τις ερωτικές του συμμετοχές. Ο χαρακτήρας του και το ταμπεραμέντο του τον βοήθησαν να πάει μπροστά».
Την τελευταία φορά που ο Κώστας Γκουσγκούνης βρέθηκε μπροστά από κινηματογραφικές κάμερες ήταν το 2010, μετά από πρόταση του Δημήτρη Σειρηνάκη και της εταιρείας Sirina. Ηταν κατά κάποιον τρόπο ένας φόρος τιμής στον Κώστα Γκουσγκούνη από τη νεότερη γενιά του ελληνικού πορνό που θέλησε να αποδώσει τα εύση µα στον 80χρονο πλέον πρωταγωνιστή, αυτόν που έγινε θρυλική φιγούρα.
«Την ταινία αυτή τη γύρισε το 2010 όταν τον πλησίασε ο ∆ηµήτρης Σειρηνάκης, ο οποίος του πρότεινε να παίξει σε µια παραγωγή που ετοίµαζε εκείνη την περίοδο. Είχε δεχτεί µε χαρά, του άρεσε που επέστρεψε και ο ρόλος που του είχαν προτείνει ήταν στα µέτρα του και του πήγαινε. Γνώριζε ότι είχε ρεύµα και τον αγαπούσαν όλες οι ηλικίες».
Στην ταινία ο µύθος του ελληνικού σεξ δεν έχει καµία ερωτική σκηνή, αλλά ρίχνει γνωστές ατάκες και δίνει συµβουλές σε νεαρά κορίτσια. Μέχρι και σε σεξ επί σκηνής θεάτρου επιδόθηκε στο αλήστου µνήµης «Ο Γκουσγκούνης και η χαµένη φυλή των Αµαζόνων», όπου όµως έπαθε και ένα «ατύχηµα». ∆εν είναι και ό,τι πιο εύκολο να «λειτουργήσεις» έχοντας από κάτω τετρακόσιους µαντράχαλους να φωνάζουν διάφορα, κάτι που προκάλεσε ταραχή στο κοινό, οπότε και ακούστηκε το περίφηµο «πατέρα, µας πρόδωσες». Ωστόσο, όταν πήρε µπρος -και δεν άργησε- ακούστηκε το αποθεωτικό «ξύπνησες Γκουσγκούνη και µας έγινε µπαστούνι», µαζί µε άλλα, τα οποία είναι αυστηρώς ακατάλληλα.
Το fan club και η ζωή αλλιώς
Εκτός πλατό ήταν ένας φωτογράφος που είχε το µαγαζί του και ένας καλός οικογενειάρχης, λίγο άστατος κατά διαστήµατα, κάτι που τον οδήγησε στο διαζύγιο µε τη σύζυγό του ∆ώρα. Ενας χωρισµός που δεν κράτησε, αφού το ζευγάρι τα βρήκε και ενώθηκε ξανά µε τα δεσµά του γάµου, ενώ την καλύτερη ίσως ατάκα γι’ αυτόν τον τυπά-γλόµπο µε τα µεγάλα πεταχτά αυτιά την είπε η σύζυγός του.
Οταν ο Γκουσγκούνης τη ρώτησε γιατί επέστρεψε πάλι µετά τον χωρισµό τους και το διαζύγιο που ακολούθησε: «Θέλω να σε παντρευτώ πάλι γιατί µετά από σένα υπάρχει το χάος». Κάτι που µάλλον πίστευαν και άλλοι, αφού για χάρη του αλλά και για χάρη του κινηµατογράφου που εκπροσωπούσε, κάπου στα µέσα της δεκαετίας του ’70, δηµιουργήθηκε η λεγόµενη «Γκουσγκουνική» νεολαία.
«Χαιρόταν να έχει δίπλα του νέους ανθρώπους και χαιρόταν διπλά όταν τον αναγνώριζαν», τονίζει ο εγγονός του.
«Ας µην ξεχνάµε ότι στην εποχή του είχε δηµιουργηθεί η “Γκουσγκουνική” νεολαία, όπως την έλεγαν, που τον ακολουθούσε σε ό,τι έκανε. Είχε φτάσει στο σηµείο να κυκλοφορεί µερικές φορές µε περούκα για να µην τον αναγνωρίζουν. ∆εν µπορούσε να έχει προσωπική ζωή, είχε ζήσει µεγάλες στιγµές δόξας ο παππούς. Ηταν σταρ σε αυτό που έκανε για την εποχή του και ήξερε να ζει τη ζωή του».
Οπως είπε ο Γκουσγκούνης µετά από χρόνια, «αυτές οι ταινίες είχαν καλά λεφτά ενώ είχα και το σεξ µέσα στο αίµα µου. Σιγά-σιγά άρχισε να µε µαθαίνει ο κόσµος, αλλά αυτό που νοµίζω ότι κέρδισε το κοινό ήταν ο αυθορµητισµός µου και οι ατάκες µου. Ηταν όλα πολύ αυθεντικά».
Πάνω σε αυτό το κλίµα κατάφερε να δηµιουργήσει και µια σχέση αλλιώτικη από τις καθιερωµένες µε όλα τα µέλη της οικογένειάς του και τους κολλητούς του. Ηταν για όλους ανεξαιρέτως πάντα ένα στήριγµα, πατριάρχης, αλλά και ένας πιστός φίλος στον οποίο µπορούσαν να µιλήσουν και να του εµπιστευτούν τα πάντα: «Με τον παππού µου ήµασταν πάρα πολύ κοντά, η σχέση µας ήταν πέρα από το κλασικό πρότυπο παππού µε εγγονό που όλοι γνωρίζουµε. Ηµασταν φίλοι, βγαίναµε έξω µαζί, γυµναζόµασταν µαζί, κάναµε πολλά πράγµατα οι δυο µας. Ο,τι έκανα µε τον πατέρα µου, τα ίδια κάναµε και µε τον παππού».
Ο ∆ηµήτρης µιλάει µε στοργή και αγάπη γι’ αυτή την ξεχωριστή περσόνα, είδωλο για άλλους, αλλά ένας τρυφερός παππούς για τον ίδιο: «Κάθε δεύτερο καλοκαίρι ερχόταν στην Κρήτη για διακοπές και πηγαίναµε για µπάνιο, εκδροµές. Ακόµα και όταν ήταν πολύ µεγάλος πια, πήγαινε σχεδόν κάθε µέρα για µπάνιο στη θάλασσα, στη Λούτσα, εκεί όπου ήταν 40 χρόνια δηµότης, και έπαιζε ρακέτες. Ηταν ένας υπέροχος άνθρωπος και θα µείνει για πάντα στην καρδιά µου».
Ο ίδιος, σε σελίδα του στα social media, όπου υπογράφει µε το επίθετο Γκουσγκούνης, έγραψε: «Ο παππούς µάς ήθελε πάντα δίπλα του κι εµένα αλλά και τον αδελφό µου τον Κώστα, που είναι πέντε
χρόνια µικρότερος. Λάτρευε την οικογένειά του, είχε τροµερή αδυναµία στην κόρη του και µητέρα µας. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς ∆ώρας είχε διπλό ρόλο: και πατέρας και µητέρα. Ας µην ξεχνάµε ότι
παντρεύτηκε την ίδια γυναίκα δύο φορές. Η γιαγιά ήταν η µεγάλη του αδυναµία. Μπορεί να έκανε ό,τι έκανε εξαιτίας και των καταστάσεων γιατί δεν καθόταν και φρόνιµος, ήταν λίγο “αδέσποτος” ως άνδρας και να χώρισαν, ωστόσο αυτός εκεί, µέχρι που την παντρεύτηκε ξανά».
Σύµφωνα µε τις περιγραφές του εγγονού που υπηρετεί ως υπαξιωµατικός του Πολεµικού Ναυτικού, ο Κώστας Γκουσγκούνης «έφυγε» ευτυχισµένος και γεµάτος από τη ζωή του: «Λίγες ηµέρες πριν “φύγει” είχε τα γενέθλιά του.
Εκλεισε τα 91 χαρούµενος. “Εφυγε” γεµάτος, µας είχε όλους κοντά του και µας έδωσε εντολές για τα πάντα πώς ήθελε να γίνουν. “Εφυγε” ευτυχισµένος, άλλωστε ήθελε και να ξεκουραστεί. ∆εν σκεφτόταν τον θάνατο, αντιθέτως, για χρόνια έλεγε πως ο θάνατος τον φοβάται. Το απέδειξε αυτό µε το φευγιό του, µας έλεγε “καλή αντάµωση” και “είµαι έτοιµος για αναχώρηση” µέχρι που “έφυγε”».
Σε µια από τις τελευταίες φωτογραφίες του, ο Γκουσγκούνης δεν θυµίζει σε πολλά τον αγέρωχο κινηµατογραφικό εραστή που εκτόξευε ατάκες όπως το «Βάστα τοίχο, θα σπρώξω». Οµως ο χρόνος φέρθηκε καλά σε αυτόν τον καραφλό γόη που ξεκίνησε παιδάκι από τη Λάρισα για να κυνηγήσει µια καλύτερη ζωή στην Αθήνα.
Τα κατάφερε και µε το παραπάνω, ακολουθώντας πάντα τα δικά του θέλω και όχι αυτά των άλλων, ενώ όταν σταµάτησε τη θρυλική του διαδροµή, επέστρεψε στη συνήθη καθηµερινότητα του φωτογραφείου του.
Ο αείµνηστος Νίκος Τριανταφυλλίδης που τον θαύµαζε, του έδωσε ρόλους σε δύο ταινίες του, ενώ τον τίµησε δύο φορές στο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηµατογράφου.
Εκεί που αποθεώθηκε αυτός ο αγαθός γόης που «έφυγε» όταν αυτός ήθελε, καταφέρνοντας εν πολλοίς να νικήσει, αν όχι να «πηδήξει», ακόµη και τον πανδαµάτορα χρόνο.
Πηγή: Εφημερίδα “Θέμα”
Αφήστε μια απάντηση