Το ρεμπέτικο: από το περιθώριο στην αναγνώριση

Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης.

Το ρεμπέτικο γεννήθηκε εκεί που η «επίσημη κοινωνία» έστρεφε το βλέμμα αλλού: στους τεκέδες, στα φτωχικά σοκάκια του Πειραιά, στις φυλακές. Ήταν η φωνή των ξεριζωμένων της Μικρασίας, των φτωχοδιάβολων εργατών, των ανθρώπων που δεν χωρούσαν στη βιτρίνα της Ελλάδας των «εθνικοφρόνων».

Το «τραγούδι της παρακμής»

Για χρόνια η εξουσία –και όχι μόνο η δεξιά– πολέμησε το ρεμπέτικο. Το καθεστώς του Μεταξά το ’36 απαγόρευσε το χασίς, σφράγισε τους τεκέδες και φίμωσε το τραγούδι, στο όνομα της «εθνικής αναμόρφωσης». Οι αστυνομικοί κυνηγούσαν τους ρεμπέτες σαν εγκληματίες, λες και η φτώχεια και ο καημός ήταν έγκλημα.
Μα ούτε κι η Αριστερά στάθηκε καλύτερα. Για δεκαετίες, το ΚΚΕ χαρακτήριζε το ρεμπέτικο «τραγούδι της παρακμής». Τα χασικλίδικα, οι φυλακές, οι μάγκες θεωρούνταν «όπιο» που αποπροσανατόλιζε τον λαό από τον αγώνα. Έτσι, το τραγούδι των απόκληρων βρέθηκε διπλά στο περιθώριο: από το κράτος και από το ίδιο το κίνημα.

Η κουλτούρα που άντεξε

Κι όμως, μέσα σε αυτήν τη διπλή καταπίεση, το ρεμπέτικο έφτιαξε δική του γλώσσα, δικό του σύμπαν. Ο μπαγλαμάς – μικρός και φτωχός, εύκολος να χωρέσει στη φυλακή – έγινε το όπλο των κατατρεγμένων. Οι στίχοι μιλούσαν για τον καημό του εργάτη, τον καπνό της προσφυγιάς, τον έρωτα και τον θάνατο, μα και για την περηφάνια να ζεις κόντρα στους νόμους και τα πρέπει.

Η τομή του Χατζιδάκι

Το 1949, ένας μόνο άνθρωπος από το «καθώς πρέπει» στρατόπεδο τόλμησε να πει την αλήθεια: ο Μάνος Χατζιδάκις. Με την περίφημη διάλεξή του για το ρεμπέτικο, κατέρριψε την υποκρισία. Είπε αυτό που οι εξουσίες αρνούνταν: ότι το ρεμπέτικο δεν είναι παρακμή, είναι λαϊκή ψυχή, ισάξια της δημοτικής μας παράδοσης. Αυτή η παρέμβαση άνοιξε τον δρόμο για την αναγνώριση.

Από το χτες στο σήμερα

Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, το ρεμπέτικο μετασχηματίστηκε. Ο Τσιτσάνης κι άλλοι μεγάλοι το οδήγησαν σε πιο «καθαρή» μορφή, κι έτσι πέρασε στο λαϊκό τραγούδι. Στη μεταπολίτευση ξαναγεννήθηκε, έγινε σύμβολο μιας νεολαίας που έψαχνε ρίζες και αυθεντικότητα. Και το 2017, η ίδια Ελλάδα που κάποτε κυνηγούσε τους ρεμπέτες, πανηγύριζε την αναγνώριση του ρεμπέτικου από την UNESCO ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά.

Απόβλητο ή θησαυρός;

Η ιστορία του ρεμπέτικου είναι η ιστορία κάθε λαϊκής φωνής: πρώτα την πνίγουν, μετά την περιφρονούν, και στο τέλος τη στεφανώνουν σαν «εθνικό θησαυρό». Η αλήθεια είναι απλή: το ρεμπέτικο υπήρξε η μουσική των αποκλεισμένων. Κι αν σήμερα παίζεται στα μεγάλα φεστιβάλ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι γεννήθηκε στη ζούλα, στο περιθώριο, κυνηγημένο από χωροφύλακες και «καθωσπρέπει» ιδεολόγους.

Το ρεμπέτικο δεν είναι παρακμή. Είναι η απόδειξη ότι ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να τραγουδούν τον πόνο και την περηφάνια τους. Και όσο υπάρχει μπαγλαμάς, οι φωνές των απόκληρων δεν θα σωπάσουν.

Το ρεμπέτικο δεν είναι παρακμή. Είναι η απόδειξη ότι ακόμα και στα πιο σκοτεινά χρόνια, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπο να τραγουδούν τον πόνο και την περηφάνια τους. Γεννήθηκε κυνηγημένο, μα άντεξε, γιατί εξέφραζε την αλήθεια μιας τάξης που δεν λύγιζε.

Κι αν σήμερα κάποιοι το σερβίρουν αποστειρωμένο, σαν φολκλόρ για τουρίστες, η αλήθεια του παραμένει εκεί: στα χασικλίδικα, στις φυλακές, στις φτωχογειτονιές. Είναι το τραγούδι των αποκλεισμένων – κι αυτό το τραγούδι θα μας θυμίζει πάντα ότι καμιά εξουσία δεν μπορεί να φιμώσει τον λαό.

Όσο υπάρχουν μπαγλαμάδες, οι φωνές των απόκληρων δεν θα σωπάσουν.
Κι ας το ακούσουν καλά οι «νοικοκυραίοι» και οι χωροφύλακες κάθε εποχής:
οι μάγκες πιάσαν τα γεφύρια, και το τραγούδι είναι δικό μας.

✍️ Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης. Παλιομοδίτης χρονογράφος, μερακλής του ρεμπέτικου και συλλέκτης ιστοριών από τα υπόγεια της πόλης και τα σοκάκια του λιμανιού. Γράφει όπως καπνίζει: χωρίς φίλτρο. Ανακατεύει το νταλγκά με το χιούμορ, την ιστορία με το κουτσομπολιό, το χθες με το σήμερα. Γιατί οι μπαγλαμάδες δεν σωπαίνουν – πάντα έχουν κάτι να πουν.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *