Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης
Από τον Μεταξά που έκοβε «ναργιλέδες» και τους έκανε… «τσιφτετέλια», μέχρι τη Χούντα που απαγόρευε δίσκους ολόκληρους, το ρεμπέτικο βρέθηκε πάντα στο στόχαστρο της εξουσίας.
Κι όμως, το μπουζούκι άντεξε, οι μάγκες τραγούδησαν, και η φωνή των από κάτω έσπασε τα ψαλίδια.
Σήμερα, το ίδιο τραγούδι που κάποτε κυνηγήθηκε, είναι παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της
Το ρεμπέτικο τραγούδι υπήρξε παιδί της φτώχειας, της προσφυγιάς και της παρανομίας. Δεν γράφτηκε για τα σαλόνια, αλλά για τις γειτονιές του Πειραιά, τα καταγώγια της Θεσσαλονίκης, τα στέκια της Σύρας. Μίλησε για τη φτώχεια, το μεροκάματο, τη φυλακή, τα ναρκωτικά, τα πάθη και τους καημούς. Ήταν η γλώσσα μιας τάξης που δεν είχε φωνή. Και γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, έγινε στόχος της εξουσίας.
Οι ρίζες και οι πρώτες πιέσεις
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’20, αστυνομικές αρχές και τοπικοί άρχοντες ενοχλούνταν από τους αμανέδες και τα «τουρκομερίτικα» τραγούδια. Ο λόγος δεν ήταν μόνο αισθητικός, αλλά και πολιτικός: οι πρόσφυγες έφερναν νέους ήχους, νέα ήθη, νέες αντιλήψεις.

Ρεμπέτες στην πλατεία Καραϊσκάκη, Πειραιάς 1933. Οι «ύποπτοι τύποι» που θα βρεθούν στο στόχαστρο της αστυνομίας και της λογοκρισίας.
Η δικτατορία του Μεταξά και το ψαλίδι στους στίχους
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του Μεταξά (1936), το καθεστώς επέβαλε ασφυκτική λογοκρισία. Κάθε στίχος περνούσε από την Επιτροπή Λογοκρισίας· τα τραγούδια που μιλούσαν για φυλακές, για πρέζα, για μάγκες και αλάνια, κόβονταν ή αλλοιώνονταν.
Ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμόταν:
«Μας καλούσαν στην Ασφάλεια. Μας έδειχναν τα τραγούδια μας και μας έλεγαν: “Αυτό θα το κόψεις, εκείνο θα το αλλάξεις. Άμα δε σου αρέσει, να μην το βγάλεις.”»
Παραδείγματα λογοκριμένων στίχων:
➤ «Τα ντερβισάκια»:
Αρχικό: «Ντερβισάκια μου γλυκά, που φουμάρουν ναργιλέδες»
Μετά τη λογοκρισία: «Ντερβισάκια μου γλυκά, που χορεύουν τσιφτετέλες»
➤«Ο τεκές του Μπάτη»: Απαγορεύτηκε εξ ολοκλήρου, δεν κυκλοφόρησε ποτέ επί Μεταξά.
Η Κατοχή και τα υπόγεια τραγούδια
Στην Κατοχή, οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους απαγόρευαν ό,τι θύμιζε αντίσταση, αλλά πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα επέζησαν. Στα στέκια ακούγονταν τραγούδια για την πείνα, την παρανομία, την απελπισία αλλά και την ελπίδα. Το ρεμπέτικο έδωσε κουράγιο και λειτούργησε ως βαλβίδα εκτόνωσης σε χρόνια σκοτεινά.
Μετά τον πόλεμο – από την πρέζα στον κομμουνισμό
Μετά το 1945, η λογοκρισία άλλαξε στόχο. Δεν ενοχλούσε πια τόσο το χασίσι, όσο η πιθανότητα πολιτικών υπαινιγμών. Στίχοι που θύμιζαν φυλακή, αγώνες, διώξεις, έμπαιναν στο στόχαστρο. Ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου έδωσαν στο ρεμπέτικο νέα μορφή, αλλά η σκιά της λογοκρισίας παρέμενε.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, «πατριάρχης» του ρεμπέτικου. Θυμόταν πάντα τις ανακρίσεις στην Ασφάλεια: «Αυτό θα το κόψεις, εκείνο θα το αλλάξεις…».
Η Χούντα του ’67
Η δικτατορία των συνταγματαρχών έφερε νέο κύμα διώξεων. Από το 1967, όλα τα τραγούδια που κρίνονταν «αντικοινωνικά» ή «πολιτικά» απαγορεύτηκαν. Ολόκληρη η δισκογραφία του Θεοδωράκη μπήκε στο συρτάρι, ενώ ακόμη και αθώες λέξεις κόβονταν αν μπορούσαν να εκληφθούν ως υπαινιγμοί.
Εξώφυλλα δίσκων αλλοιωμένα ή αποσυρμένα για να περάσουν το φίλτρο της Χούντας. Από τον Μεταξά έως το ’67, το ρεμπέτικο υπήρξε πάντα «ύποπτο» για την εξουσία.
Η κληρονομιά
Η λογοκρισία δεν έκοψε μόνο λέξεις. Έκοψε έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Οι λογοκριτές πίστευαν ότι αλλάζοντας «ναργιλέδες» σε «τσιφτετέλια» θα αλλάξουν και τη μνήμη του λαού. Μα το μπουζούκι συνέχισε να παίζει, κι οι μάγκες συνέχισαν να τραγουδούν.
Σήμερα, το ίδιο ρεμπέτικο που κυνηγήθηκε, αναγνωρίζεται ως παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO. Από τα υπόγεια του Πειραιά μέχρι τα πανεπιστήμια και τα διεθνή φεστιβάλ, απέδειξε πως καμία εξουσία δεν μπορεί να φιμώσει για πάντα τη φωνή των από κάτω.

Επίλογος: Η υπόθεση της «Βαρβάρας»
Κι αν η λογοκρισία χτύπησε τα ρεμπέτικα για χασίσια, φυλακές και «αντικοινωνικά» νοήματα, υπήρξε κι ένα περιστατικό που έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο: η «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα (1936).
Ένα χιουμοριστικό τραγουδάκι που περιέγραφε με πονηρά υπονοούμενα τα κάλλη μιας κοπέλας, κρίθηκε από την Επιτροπή Λογοκρισίας «άσεμνο» και «ανήθικο». Ο ίδιος ο Μεταξάς, όταν το άκουσε, εξοργίστηκε και διέταξε: την άμεση απαγόρευσή του, την απόσυρση και καταστροφή όλων των δίσκων, και μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, την καύση ολόκληρης της παραγωγής.
Έτσι η «Βαρβάρα» έμεινε στην ιστορία ως το πρώτο τραγούδι που λογοκρίθηκε τόσο βίαια όχι επειδή μιλούσε για τεκέδες ή παρανομία, αλλά γιατί ενοχλούσε την ελληνοχριστιανική ηθική του καθεστώτος.
Κι εδώ είναι το παράδοξο: οι λογοκριτές που φοβόντουσαν την «ανηθικότητα» μιας άκακης καντάδας, δεν κατάφεραν να εμποδίσουν το ρεμπέτικο να γίνει φωνή του λαού. Το ψαλίδι τους γέννησε μόνο ειρωνεία και θρύλους.
Τεύχος Δεκεμβρίου 1936 (εφημερίδα της εποχής)
**«Η ‘ΒΑΡΒΑΡΑ’ ΑΠΗΓΟΡΕΥΘΗ!**
Υπό των οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας κατασχέθησαν οι φωνογραφικοί δίσκοι του γνωστού λαϊκού τραγουδιού «Η Βαρβάρα», καθώς εχαρακτηρίσθη άσεμνον.
Οι κατασχεθέντες δίσκοι απεστάλησαν εις την εισαγγελία των πλημμελειοδικών διά τω περαιτέρω.»
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρεται επίσης ότι:
Οι ιδιοκτήτες της Columbia, οι δισκογράφοι αφοί Λαμπρόπουλοι, ο Παναγιώτης Τούντας και ο Στελλάκης Περπινιάδης παραπέμφθηκαν σε δίκη και ενεπλάκησαν σε σοβαρή υπόθεση «ηθικής» και λογοκρισίας.
Ο Τούντας θεωρήθηκε υπεύθυνος, ενώ ο Περπινιάδης πλήρωσε μικρό πρόστιμο και έγινε αντικείμενο επίπληξης, καθώς – σημείωναν – «τόλμησε να τραγουδήσει τέτοιο άσμα άσεμνο, ενώ ήταν ιεροψάλτης».
Πληροφορίες από το σάιτ sourtouka.gr



Βαρβάρα λεγόταν η κόρη του Μεταξά, για αυτό ασχολήθηκαν τόσο με το συγκεκριμένο τραγουδι
Υπάρχει αναφορά και στην κατιουσα