Ακρίτας, κλέφτης, αρματολός, αντάρτης, ρεμπέτης

Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης

Η ιστορία του τόπου μας δεν γράφτηκε μόνο με κονδυλοφόρους και υπουργικά διατάγματα. Γράφτηκε με αίμα, ιδρώτα και τραγούδια. Ο λαός αυτός, κάθε φορά που βρέθηκε στη γωνία, έβγαζε από μέσα του μορφές ανυπότακτες, ήρωες που γίνονταν και μύθος και τραγούδι.

Από τον Ακρίτα των βυζαντινών συνόρων, που σήκωνε το σπαθί του για να φυλάει τα ακριτικά κάστρα, ως τον κλέφτη και τον αρματολό της τουρκοκρατίας, κι από κει στον αντάρτη του 20ού αιώνα, ο ίδιος λαός έβρισκε τρόπο να κρατάει ψηλά την περηφάνια του. Όταν έσβηνε το γιαταγάνι, έπαιρνε τη θέση του το ντουφέκι· κι όταν έπαυε η βροντή του πολέμου, έμενε το τραγούδι για να θυμίζει.

Σε αυτήν την αλυσίδα, όπως δείχνει και το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ο Ακρίτας που έγινε Ρεμπέτης» (Σύγχρονη Εποχή), έρχεται να σταθεί και ο ρεμπέτης. Δεν πολεμάει πια στα βουνά με όπλα, μα κουβαλάει στο μπουζούκι του την ίδια ψυχή: ανυπότακτη, περιφρονητική απέναντι στους δυνατούς, ατίθαση σε μια κοινωνία που στήνει φυλακές, στρατόπεδα και απαγορεύσεις.

Ο ρεμπέτης, όπως κι ο κλέφτης και ο αντάρτης, είναι από τους «παράνομους». Όχι γιατί σήκωσε χέρι στον αδύναμο, αλλά γιατί δε χωράει στα καλούπια που θέλουν οι κυρίαρχοι. Το τραγούδι του είναι η συνέχεια των κλέφτικων και των αντάρτικων, μόνο που εδώ δεν έχει σάλπισμα μάχης, αλλά πίκρα, ειρωνεία και σαρκασμό.

Δεν είναι τυχαίο που μέσα στους στίχους του ρεμπέτικου συναντάμε τη μεγαλύτερη ασέβεια προς την εξουσία:

«Κυρ λοχαγέ, κυρ λογαχέ
μας έσπασες τον αργιλέ.
Τον έπιασ’ η μανδύα σου,
γαμώ την Παναγία σου!»

Δεν είναι «τραγουδάκι». Είναι ύβρις απέναντι στον καραβανά, στον εξουσιαστή με τα γαλόνια που για τον λαό δεν είναι παρά στολή και μπότα. Είναι η ίδια λογική που έκανε τον κλέφτη να τραγουδάει για τον ντερβέναγα, τον αντάρτη να σατιρίζει τον κατακτητή.

Και τα παραδείγματα δεν λείπουν:

Στο «Του Βοτανικού ο μάγκας» (Γ. Μπάτης), ο μάγκας στήνει καυγά με τα «όργανα» και δείχνει πως ο κόσμος του ρεμπέτη δεν υποτάσσεται στην αστυνομική καταστολή.

Στις «Βεργούλες» (Μ. Βαμβακάρης), η φυλακή και η καταστολή γίνονται τραγούδι και πίκρα που αντέχεται με αξιοπρέπεια.

Στο «Μες της Πεντζερίνας τα στενά», ο Βαμβακάρης σατιρίζει και ξεγυμνώνει τη βία των χωροφυλάκων στους τεκέδες.

Στο «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» (Στ. Χρυσίνης), η φιγούρα του μάγκα εμφανίζεται σαν περήφανη περπατησιά, έτοιμη να συγκρουστεί με τους «κανονικούς» της κοινωνίας.

Κι όπως δίπλα στον αντάρτη στέκεται ο κοινωνικός ληστής, έτσι και δίπλα στον ρεμπέτη στέκονται οι ζεϊμπέκηδες – μορφές μισοθρυλικές, που χόρευαν βαριά κι αντρίκεια, περιφρονώντας τον θάνατο. Η ίδια αυθεντική ανυπακοή που αρνείται να σκύψει μπροστά σε κανέναν.

Η λογοκρισία του Μεταξά

Το καθεστώς Μεταξά (1936–41) αντιλήφθηκε πολύ καλά τη δύναμη του ρεμπέτικου. Δεν ήταν απλώς «τραγούδια για τεκέδες», ήταν η φωνή των απόκληρων, μια φωνή που δεν λύγιζε μπροστά σε μπότα και χωροφύλακα.
Η απάντηση του κράτους; Σκληρή λογοκρισία.
Στίχοι κόπηκαν, τραγούδια απαγορεύτηκαν, οι αναφορές σε χασίσι, φυλακή, παρανομία, καραβανάδες έπρεπε να εξαφανιστούν. Ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης κι άλλοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν στίχους για να περάσουν από την επιτροπή λογοκρισίας.

Μα όσο κι αν προσπάθησε ο Μεταξάς να «καθαρίσει» το ρεμπέτικο, η ψυχή του έμεινε ίδια. Το ίδιο ατίθασο πνεύμα συνέχιζε να περνάει μέσα από τις πενιές και να μιλάει για την πραγματική ζωή των φτωχών.

Ο ρεμπέτης δεν είναι ρομαντική φιγούρα για καρτ ποστάλ. Είναι ο εργάτης, ο μικροπαραβάτης, ο πρόσφυγας του ’22 που έφερε το μπουζούκι στον Πειραιά, ο κυνηγημένος από την αστυνομία γιατί δεν «χωρούσε» στην καθωσπρέπει κοινωνία. Στις φυλακές, στους τεκέδες, στα υπόγεια και στα κουτούκια χτίστηκε μια κουλτούρα που κουβαλούσε την δικιά της αλήθεια.

Ο Ακρίτας, ο Κλέφτης, ο Αντάρτης, ο Ρεμπέτης δεν είναι μορφές άσχετες. Είναι πρόσωπα του ίδιου νομίσματος: του λαού που δεν βολεύτηκε ποτέ με την αδικία. Ο ένας με το γιαταγάνι, ο άλλος με το ντουφέκι, κι ο τρίτος με τον μπαγλαμά. Όλοι όμως με την ίδια γλώσσα: την άρνηση να σκύψουν το κεφάλι.

Γι’ αυτό και το ρεμπέτικο, όσο κι αν προσπάθησαν να το πνίξουν, να το λογοκρίνουν ή να το βάλουν στο μουσείο σαν «εξωτικό είδος», στέκει μέχρι σήμερα ζωντανό. Γιατί είναι κομμάτι μιας μακράς παράδοσης ανυπακοής και αντίστασης που ξεκινά από τον ακρίτη και φτάνει στον εργάτη και τον ρεμπέτη.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *