Βασίλης Τσιτσάνης – Ο αρχιτέκτονας του μεταπολεμικού ρεμπέτικου

Γράφει ο Μπαγλαμάς ο Αϊβαλιώτης

Αν ο Μάρκος Βαμβακάρης δικαίως αποκαλείται «Πατριάρχης του ρεμπέτικου», ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγάλος αρχιτέκτονας που πήρε το ιδίωμα από τα στενά περιθώρια του Πειραιά και το ανέδειξε σε πανελλήνιο –και εντέλει παγκόσμιο– μέγεθος. Η συμβολή του στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού ρεμπέτικου και του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού είναι ανυπέρβλητη.

Ο Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1915. Από μικρός έδειξε έφεση στη μουσική, αρχικά με μαντολίνο και βιολί, για να καταλήξει στο μπουζούκι – το όργανο που σφράγισε τη δημιουργία του. Το 1936 μετακόμισε στην Αθήνα για σπουδές στη Νομική, όμως η μουσική έμελλε να τον κερδίσει ολοκληρωτικά. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο («Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε»), βάζοντας έτσι το όνομά του στο πάνθεον των ρεμπετών.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου δημιούργησε έναν μοναδικό πυρήνα μουσικών (μεταξύ άλλων η Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου). Μέσα στο κλίμα της πείνας και της καταπίεσης, τα τραγούδια του έδιναν ελπίδα και παρηγοριά. Εκείνη την περίοδο γεννήθηκαν μερικές από τις αθάνατες δημιουργίες του, όπως «Συννεφιασμένη Κυριακή», που έμελλε να γίνει ο «εθνικός ύμνος» της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Ο Τσιτσάνης υπήρξε καινοτόμος. Χρησιμοποίησε μελωδίες πιο απαλές και δυτικότροπες σε σχέση με το σκληρό ύφος του προπολεμικού ρεμπέτικου, διατήρησε όμως την πηγαία λαϊκότητα και τη θεματολογία της καθημερινής ζωής. Έφερε το ρεμπέτικο πιο κοντά στον απλό κόσμο, στα καφενεία και τα ραδιόφωνα, μετατρέποντάς το από τραγούδι των περιθωρίων σε κεντρικό άξονα της ελληνικής μουσικής.

Συνεργάστηκε με μεγάλες φωνές – τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τη Μπέλλου, τη Μαρίκα Νίνου. Η περίοδος με τη Νίνου θεωρείται από τις πιο παραγωγικές της καριέρας του. Ο Τσιτσάνης ήξερε να αναδεικνύει τις φωνές που τον πλαισίωναν, δίνοντάς τους χώρο να λάμψουν μέσα στις δημιουργίες του.

Δισκογραφία και σημαντικές στιγμές

  • 1937: «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» – η πρώτη του ηχογράφηση.
  • 1946-1950: Περίοδος Θεσσαλονίκης, όπου ηχογραφεί δεκάδες τραγούδια που γίνονται κλασικά.
  • 1950: Συνεργασία με τη Μαρίκα Νίνου, περίοδος που δίνει αριστουργήματα όπως «Τα καβουράκια».
  • 1954-1960: Πλούσια δισκογραφία με τη φωνή της Μπέλλου και του Τσαουσάκη.
  • 1970s: Νέα ηχογράφηση παλαιότερων τραγουδιών του σε βινύλια που γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία.
  • 1980: Κυκλοφορεί το διπλό άλμπουμ Τα τραγούδια μου με ερμηνευτές τη Βίκυ Μοσχολιού και άλλους, που συνοψίζει το έργο του.

Μετά τον πόλεμο, ο Τσιτσάνης ηχογράφησε εκατοντάδες τραγούδια, διαμόρφωσε σχολή και καθόρισε την πορεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για δεκαετίες. Ακόμη και σήμερα, τραγούδια όπως «Αρχόντισσα», «Της Γερακίνας γιος», «Τα καβουράκια», «Βαδίζω και παραμιλώ» παραμένουν ζωντανά στο στόμα του λαού.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μορφή κομβική. Ένωσε το παλιό με το νέο, το περιθώριο με την πλατιά κοινωνία, τον καημό της Κατοχής με την ελπίδα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Χωρίς τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο πιθανόν να είχε μείνει ένα κλειστό κεφάλαιο. Με εκείνον όμως, έγινε η γέφυρα που το πέρασε στο λαϊκό τραγούδι και στη διαχρονικότητα. Γι’ αυτό και η θέση του δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη είναι όχι απλώς δικαιωματική, αλλά και απαραίτητη για να κατανοήσουμε την ιστορική πορεία του ελληνικού τραγουδιού.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *