Η συζήτηση για την επικαιρότητα του κομμουνισμού και η προσπάθεια επαναθεμελίωσής του

solgudix*Γράφει ο Μπάμπης Συριόπουλος

Η συζήτηση για την επικαιρότητα του κομμουνισμού και η προσπάθεια επαναθεμελίωσής του κατά τη άποψή μου ,και πολλών πιστεύω,αγωνιστών του κομουνιστικού κινήματος ,έχει το χαρακτήρα του κατεπείγοντος. Αυτός ο χαρακτήρας προκύπτει νομίζω  από δύο πλευρές:

α)Ο σημερινός ολοκληρωτικός καπιταλισμός της κρίσης, η υπεραντιδραστικοποίησή του, η επανίδρυσή του, όπως την ονομάζουν, με τη δυστυχία που παράγει προκαλεί αντικειμενικά αναζητήσεις γύρω από το ερώτημα: ποια κοινωνία αξίζει στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια; Το ιστορικό δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα επανέρχεται με τραγικά κυριολεκτικό τρόπο.

β)Οι εργαζόμενες μάζες σε όλον τον κόσμο, ιδίως σε κείνες τις χώρες που στενάζουν κάτω από πολιτικές λιτότητας, δημοσιονομικές προσαρμογές, μνημόνια πάσης φύσεως και διασώσεις, έχουν δώσει τα τελευταία χρόνια παραδείγματα μαζικής πάλης, αντίστασης, ανυπακοής ακόμα και εξεγέρσεων. Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν ότι όντως έχουμε μπει σε μια εποχή αφύπνισης και ανατροπών, έναν εξεγερσιακό κύκλο. Παρόλα αυτά, προς το παρόν, αυτές οι μάζες αλλά και τα κινήματα αμφισβήτησης μετεωρίζονται με αμηχανία μπροστά στο προαναφερόμενο δίλημμα, διστάζουν να πιστέψουν ότι υπάρχει άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης από τη σημερινή. Η επιδίωξη μιας κοινωνίας πέρα από τον καπιταλισμό φαντάζει είτε σαν μια ευγενική ουτοπία, ανεφάρμοστη εξ ορισμού, είτε σαν μια υπόθεση του μέλλοντος χωρίς καμιά σχέση με τα καυτά διλήμματα του σήμερα. Οι πυλώνες του σημερινού συστήματος μένουν πολλές φορές στο απυρόβλητο (ΕΕ, ανταγωνιστικότητα, ιδιωτική ιδιοκτησία, διευθυντικό δικαίωμα κλπ). Έτσι, απέναντι στους κεραυνούς του καπιταλισμού που επελαύνει, ο κομμουνισμός ακούγεται σαν ψίθυρος. Η αναντιστοιχία ανάμεσα στις αναγκαίες για τους εργαζόμενους ανατροπές και στη συνειδητοποίηση αυτής της ανάγκης είναι τεράστια. Ο κομμουνισμός από εφιάλτης που ταράζει τον ύπνο των κυρίαρχων πρέπει να γίνει ελπίδα των εργαζόμενων για το αύριο και όπλο τους για το σήμερα. Αυτά τα δύο στοιχεία της περιόδου που ζούμε, η καπιταλιστική βαρβαρότητα από τη μία και η εκκωφαντική απουσία του κομμουνισμού από την άλλη μας βάζουν το επιτακτικό καθήκον να ξανασυζητήσουμε για τον κομμουνισμό σήμερα.

Μια καλή αρχή είναι να τον ξαναορίσουμε, παίρνοντας υπόψη την πλούσια εμπειρία του προηγούμενου αιώνα, αν θέλουμε να ξεφύγουμε από τον υποκειμενισμό και την αυθαιρεσία. Αλλιώς, κομμουνιστικό καθεστώς θα είναι αυτό που αποκαλείται έτσι, κομμουνιστής θα είναι αυτός που λέει ότι είναι ή που νομίζει ότι είναι κλπ. Αφετηρία μας είναι το περίφημο απόσπασμα του Μαρξ από τη Γερμανική Ιδεολογία: «ο κομμουνισμός δεν είναι για εμάς μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σε αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί τη σημερινή τάξη πραγμάτων.»  Ο κλασικός αυτός ορισμός πρέπει πρώτον να διαβαστεί στο σύνολό του και δεύτερον να επαναερμηνευτεί. Έτσι ο κομμουνισμός είναι και η κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, επομένως και ένα ιδεώδες που πρέπει να πραγματοποιηθεί. Επίσης είναι και το κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και που συμπληρώνουμε εμείς δεν μπορεί παρά να έχει συνείδηση πως το κάνει. Είναι και ο σκοπός και το κίνημα με αυτό το σκοπό (και όχι το οποιοδήποτε κίνημα). Οι αξίες που κυριαρχούν στην κοινωνία του μέλλοντος πρυτανεύουν από σήμερα και στο ανάλογο κίνημα. Αν ο κομμουνισμός σαν επαγγελία σημαίνει την κατάργηση του εθνικού μίσους και των εθνικών ανταγωνισμών, ο κομμουνισμός σαν κίνημα δεν μπορεί παρά να είναι διεθνιστικός. Αν σημαίνει την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, οι κομμουνιστές σήμερα την ενοχοποιούν για τα δεινά των εργαζόμενων.

Όπως γράφεται στην τελευταία σελίδα του μανιφέστου «σε όλα αυτά τα κινήματα, προβάλουν ως κύριο ζήτημα αυτό της ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από την λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένη  μορφή της.». Ο εκλεκτικισμός στον ορισμό έχει σημαντικές συνέπειες. Ο περιορισμός του κομμουνισμού στο κίνημα ή ακόμα χειρότερα στην «κίνηση» μπορεί να σημαίνει είτε μια εξελικτική, νομοτελειακή διαδικασία που παραβλέπει τη συνειδητή δράση των ανθρώπων είτε μια υπόκλιση στο κίνημα χωρίς σκοπό, μπερνσταϊνικού ή αυθορμητίστικου τύπου. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο δρόμος είναι ορθάνοικτος στον καθημερινό ρεφορμισμό ενός κινήματος περιορισμένου στο μερικό, χωρίς συνολική αμφισβήτηση του καπιταλισμού.

Από την άλλη πλευρά, ο κομμουνισμός μόνο σαν την κοινωνία που θα έρθει αποκόβει το παρόν από το μέλλον του κινήματος, εξοβελίζει την κομμουνιστική προοπτική στη στρατηγική και καθηλώνει από έναν άλλο δρόμο την τακτική στα αστικά πλαίσια. Υπάρχουν χωρία στον ίδιο τον Μαρξ που ενισχύουν ή φαίνεται πως ενισχύουν την μια ή την άλλη μονομέρεια. Η διαμάχες για το τι πραγματικά εννοούσε ο ίδιος δεν μπορεί να είναι η προτεραιότητά μας. Σαν δρώντα υποκείμενα, κομμουνιστές της εποχής μας, τίποτε δεν μας απαλλάσσει από την ευθύνη να αποφασίσουμε ποια ερμηνεία μας χρειάζεται μετά τις επιτυχίες και τις τραγωδίες ενάμισι αιώνα.

Με βάση αυτό το νόημα που αποδόθηκε (όχι αυθαίρετα) στον κομμουνισμό μπορούμε να δούμε ένα «ευαίσθητο» ζήτημα της σημερινής συγκυρίας: ποια είναι η σχέση της κομμουνιστικής προοπτικής με την πάλη των εργαζόμενων και του λαού ενάντια στον οδοστρωτήρα της επίθεσης του κεφαλαίου; Ή για να το πούμε διαφορετικά, τι χρειάζεται ο κομμουνισμός στον αναγκαίο αγώνα για λαϊκή επιβίωση; Η απάντηση που δίνεται συνήθως είναι ότι τα επείγοντα και καυτά προβλήματα απαιτούν άμεσες λύσεις, πράξεις και όχι θεωρία, όταν υπάρχει πείνα και εξαθλίωση χρειάζεται ψωμί και όχι ιδέες. Απαραίτητο στοιχείο αυτών των απαντήσεων που ακούγονται και από αριστερά χείλη είναι ότι ο κομμουνισμός είναι υπόθεση του μέλλοντος, υπόθεση για λίγους και μυημένους, ζήτημα στρατηγικής άσχετο με την τακτική.

Ακόμα, αυτό που υπονοείται είναι ότι γενικά οι ιδεολογίες είναι μια πολυτέλεια για χορτασμένους, κάτι σαν επιδόρπιο μετά από ένα καλό γεύμα. Σε ακραίες συνθήκες κάποιος απλά προσπαθεί να επιβιώσει με κάποιον τρόπο μη πολιτικό, μη ιδεολογικό, μη αξιακό (θα λέγαμε υπεράνω τέτοιων προσδιορισμών). Βέβαια πολλοί αριστεροί ή και μαρξιστές θα έλεγαν ότι όντως οι πολιτικές γραμμές και οι ιδεολογίες εκπροσωπούν υλικά συμφέροντα και αντίστροφα το ατομικό συμφέρον διαμεσολαβείται από την επίκληση (ειλικρινή ή όχι) του γενικού συμφέροντος και μια συνολική αντίληψη για την κοινωνία (επεξεργασμένη ή αυθόρμητη). Θα υπαινίσσονταν όμως ότι αυτές οι διαμεσολαβήσεις ισχύουν υπό κανονικές συνθήκες ενώ όταν τα πράγματα φτάνουν στα άκρα χάνουν τη σημασία τους. Κι όμως οι πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις αποκαλύπτουν την ουσία τους ακριβώς σε ακραίες συνθήκες όπως κατά αναλογία μια σωσίβια λέμβος αποδεικνύει τι πραγματικά είναι σε ένα ναυάγιο με θαλασσοταραχή.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσπαθήσει να επιβιώσει κανείς, είναι όμως όλοι τους χρωματισμένοι και η κρίση και οι συνέπειές της κάνουν ορισμένες αποχρώσεις πιο έντονες. Για παράδειγμα, ο «χαρούμενος» αστικός ατομικισμός της προηγούμενης περιόδου μετατρέπεται συχνά στην φαιά εξατομίκευση του κοινωνικού αυτοματισμού με φασιστικές απολήξεις.

Όσον αφορά την ιστορική δράση των εργαζόμενων μαζών, αυτή η λογική του άμεσου σε αντιδιαστολή με το μακροπρόθεσμο εκφράζεται ως εξής: και στις κορυφαίες στιγμές του παρελθόντος οι επαναστάσεις, πετυχημένες ή όχι, έγιναν για την επίλυση επειγόντων προβλημάτων ζωής και θανάτου και όχι για την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση. Αυτή η διαπίστωση είναι τόσο σωστή όσο και εσφαλμένη.

Πάντα υπήρχαν ζητήματα-κρίκοι που γύρω από την επίλυσή τους περιστράφηκαν οι επαναστάσεις του παρελθόντος. Εντούτοις θα ήταν αδύνατη οποιαδήποτε επανάσταση αν εκτός από αυτούς τους στόχους δεν ήταν η κοινωνική πλειοψηφία έτοιμη, ακριβώς για να τους επιτύχει, να συγκρουστεί με τα θεμέλια του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας. Επίσης καμιά επανάσταση άξια του ονόματός της δεν θα ήταν δυνατή, αν μεγάλα (αν όχι πλειοψηφικά) τμήματα της εργατικής τάξης δεν υιοθετούσαν με λίγο- πολύ συνειδητό τρόπο την κομμουνιστική προοπτική (όχι ονομαστικά αλλά στην ουσία της). Ίσως είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα.

Όντως τα συνθήματα της Οκτωβριανής επανάστασης ήταν ειρήνη, γη στους αγρότες και όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Ήδη το τρίτο σύνθημα περιέχει την άρνηση της αστικής, επαγγελματικής, αντιπροσώπευσης και δείχνει προς την εργατική εξουσία με κατεύθυνση την κομμουνιστική αυτοκυβέρνηση. Το δεύτερο σύνθημα περιέχει την άρνηση του αστικού εθνικισμού, ενώ το πρώτο την άρνηση της μεγάλης γαιοκτησίας από μικροαστική, έστω, σκοπιά. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά.

Η κοινωνικοποίηση στη βιομηχανία δεν έγινε με οδηγία της σοβιετικής κυβέρνησης ή με απόφαση του κόμματος των μπολσεβίκων, δεν ήταν κιόλας στο άμεσο πρόγραμμά τους. Επιβλήθηκε, ως ένα βαθμό πριν τον Οκτώβρη, όταν οι εργοστασιακές επιτροπές δρούσαν σαν συνιδιοκτήτες των εργοστασίων και ολοκληρώθηκε μετά τον Οκτώβρη πάλι από τους ίδιους τους εργάτες. Γράφει ο Έντουαρντ Κάρρ: «η αυθόρμητη τάση των εργατών να οργανώνονται σε εργοστασιακές επιτροπές  και να επεμβαίνουν στη διεύθυνση των εργοστασίων ενθαρρύνθηκε αναπόφευκτα από μια επανάσταση που έκανε τους εργάτες να πιστεύουν ότι πλέον το παραγωγικό δυναμικότης χώρας τους ανήκε και ότι μπορούσαν να το διαχειρίζονται οι ίδιοι και προς όφελός τους. Αυτό που είχε αρχίσει να συμβαίνει πριν από την Οκτωβριανή επανάσταση τώρα συνέβαινε πιο συχνά και πιο ανοιχτά, και για την ώρα τίποτα δεν μπορούσε να ανακόψει το επαναστατικό αυτό κύμα.». πίσω από αυτή την αυθόρμητη όσον αφορά τη μορφή αλλά συνειδητότατη στην ουσία της εργατική πρακτική ξεπροβάλλει ολοζώντανη σε μαζική κλίμακα η κομμουνιστική κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας. Στην Ισπανία ήδη από το 1934 στην ένοπλη εξέγερση των εργατών στην Αστούρια είχε ανακηρυχθεί η «σοσιαλιστική δημοκρατία». Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα ωστόσο στην επική, όσο και τραγική, επανάσταση και πόλεμο του 1936-1939 ήταν φανερή η διάθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργατών και μεγάλων τμημάτων της αγροτιάς για συλλογική ιδιοκτησία και διαχείριση στη βιομηχανία και στη γη.

Η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα αδιαίρετης ενότητας συγκεκριμένων ζητημάτων και της κομμουνιστικής προοπτικής που έκανε δυνατές αυτές τις εφόδους στον ουρανό. Στην Αθήνα της κατοχής, το άνοιγμα των αποθηκών και η διανομή των τροφίμων με τάξη και πειθαρχία από τις λαϊκές επιτροπές των συνοικιών ήταν ένα άμεσο μέτρο κατά της πείνας που όμως έθιγε βάναυσα την αστική ιδιοκτησία στα είδη πρώτης ανάγκης. Το ΕΑΜ πρόβαλλε μια γραμμή εθνικής, διαταξικής ενότητας που αγνοούσε το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Η προαναφερόμενη όμως ταχτική στην κατεχόμενη Αθήνα ισοδυναμούσε με μία δημόσια commune-de-paris-1871δήλωση ότι μπροστά στη λαϊκή επιβίωση η ιδιοκτησία έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, μπορούσε να παραβιαστεί προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Μια τέτοια δημόσια δήλωση δεν θα ήταν δυνατή αν δεν υπήρχαν οι κομμουνιστές που δρούσαν από ταξικό ένστικτο στη συγκεκριμένη περίπτωση.  Επίσης δεν θα ήταν δυνατή αν πλατιές λαικές μάζες μετά την εμπειρία του χειμώνα του 41-42 δεν ήταν έτοιμες να αμφισβητήσουν θεμελιώδεις θεσμούς της αστικής κοινωνίας.

Η αστική εξουσία στις συνθήκες της παρούσας δομικής καπιταλιστικής κρίσης μας δείχνει το δρόμο. Επιτρέπει την απλήρωτη εργασία για να διασώσει το κέρδος, εθνικοποιεί καταθέσεις για να διασώσει τράπεζες, συντρίβει τη μικρή ιδιοκτησία για να διασώσει τη μεγάλη, εκχωρεί κομμάτι της στην ΕΕ και στο ΔΝΤ για να διασώσει τον πυρήνα της, παραβιάζει τη δική της νομιμότητα για να εξασφαλίσει την υποταγή των εργαζόμενων. Μπροστά στα μάτια μας αποκαλύπτεται ένας καπιταλισμός εκτάκτου ανάγκης δείχνοντάς μας έτσι την ουσία του. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι συμβατός με μια ζωή με αξιοπρέπεια για όλους. Από τη μία συσσωρεύονται άνεργοι, από την άλλη εργοστάσια, νοσοκομεία, σχολεία που κλείνουν η υπολειτουργούν γιατί η λειτουργία τους δεν είναι αρκετά κερδοφόρα. Από τη μία έχουμε ελλείψεις σε φάρμακα, από την άλλη εξαγωγές φαρμάκων. Από τη μία αυξάνονται τα όρια συνταξιοδότησης, από την άλλη ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.

Όλες αυτές οι κραυγαλέες αντιφάσεις φανερώνουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι απλά άδικος ή ανήθικος, που είναι και τα δύο, αλλά δεν μπορεί να εξασφαλίσει στους μισθωτούς δούλους του την ύπαρξή τους ακόμα και μέσα στην ίδια τους τη δουλεία. Οι λύσεις που διασφαλίζουν τη ζωή με αξιοπρέπεια απαιτούν σύγκρουση με τους πυλώνες του. Η εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, η μείωση της ανεργίας με μείωση του εργάσιμου χρόνου, η διάσωση και ο κοινωνικός χαρακτήρας αγαθών όπως παιδεία, υγεία, συγκοινωνίες, ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή είναι επείγοντα αναγκαία μέτρα. Αυτά τα μέτρα όμως είναι ασύμβατα με την ένταξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, με την ανταγωνιστικότητα και την  αστική ανάπτυξη, με την κεφαλαιακή ιδιοκτησία και κερδοφορία καθώς και με το διευθυντικό δικαίωμα. Εξαρχής αυτά τα επείγοντα μέτρα σωτηρίας του λαού έχουν αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα με κομμουνιστική προοπτική. Οι κομμουνιστές της εποχής μας καθώς και η αντικαπιταλιστική αριστερά απαντώντας στη φτώχεια και την εξαθλίωση, πρέπει να στοχοποιούν και να υπονομεύουν έμπρακτα την αστική ιδιοκτησία και εξουσία, το δεσποτισμό του κεφαλαίου στην επιχείρηση, την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα. Αντί να ψάχνουμε στην καθημερινή πάλη για ουτοπικές λύσεις, υποτίθεται άμεσης ανακούφισης μέσα στα πλαίσια του συστήματος, πρέπει να αντιτάξουμε στον ακραίο καπιταλισμό της εποχής μας έναν κομμουνισμό «εκτάκτου ανάγκης».

*Ο Μπάμπης Συριόπουλος είναι στέλεχος του ΝΑΡ και το κέιμενο αυτό ,είναι η βάση της ομιλίας του σε εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη με θέμα: «Η επικαιρότητα του κομμουνισμού και οι δρόμοι προς την κομμουνιστική προοπτική»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *