Από τα κάγκελα της Πέτρου Ράλλη στο όνειρο

image002Πηγή: Αλεξάνδρα Τζαβέλλα«ΜΕΤΡΟ»

Πρώτη ευκαιρία, ζωντανοί έξω από τα σύνορα της χώρας τους. Δεύτερη, ελεύθεροι έξω από τα κέντρα κράτησης. Η τρίτη ευκαιρία δόθηκε στους ανήλικους μετανάστες από το Κονγκό, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, στη Μακρυνίτσα Μαγνησίας. Ο 18χρονος Ομάρι Εχόσα, την αποκαλεί «πεπόνι». Στα σουαχίλι, σημαίνει «παράδεισος». To GPS του παραδείσου πέφτει γι’ αυτόν κάπου κοντά στον Βόλο. Βρέθηκε εκεί, έχοντας βγει από μια κόλαση που εκτείνεται από την Αφρική μέχρι την Αθήνα.

Πατάω το REC στο μαγνητοφωνάκι και ακούω τρεις ιστορίες: «Σα να άρχισε να αχνοφαίνεται λιγάκι ο παράδεισος» λέει ο 21χρονος Αμίν Αχμαντί. Κάποτε έπαιζε κρυφτό στις νταλίκες των διακινητών. Σήμερα είναι διερμηνέας και κομμωτής.
Συμπατριώτης του, ο Α. (έτσι επιθυμεί να τον αναφέρω) διέσχισε τέσσερις χώρες, έχασε πάνω από 10.000 ευρώ και αντί να φτάσει στη Γαλλία, βρέθηκε στη Σπάρτη να καθαρίζει χόρτα. Σήμερα σπουδάζει μαγειρική σε ΙΕΚ.
Πριν από τέσσερα χρόνια, ο Ομάρι πήγαινε σχολείο στο χωριό Μακόμπολα του Κονγκό. Σήμερα, είναι από τους πρώτους μαθητές στο εσπερινό Γυμνάσιο Βόλου.

«Εγώ γεννήθηκα για να παίζω ποδόσφαιρο. Αν θα τα καταφέρω, ο Θεός ξέρει» λέει. Βαθιά θρησκευόμενος και μέγας μπαλαδόρος,ή θα φορέσει ποδοσφαιρική φάνελα ή ράσο. Προς το παρόν, προπονείται και για τα δύο στον ξενώνα «Άρσις» της Μακρυνίτσας, που λειτουργεί από το 2006.
2Εκεί φιλοξενούνται δεκάδες ανήλικοι μετανάστες που ζητούν άσυλο. «Επιδιώκουμε την επανένωση με τους γονείς και την οικογένεια» επισημαίνει η Ιωάννα Ρεπανά, υπεύθυνη του ξενώνα.
Όταν ο Ομάρι ζούσε στο Κονγκό, προσευχόταν στην εκκλησία που ήταν ιερέας ο πατέρας του. Σήμερα, κάνει κατήχηση στα αγγλικά, με έναν ελληνοαμερικανό ιερέα, σε ένα μικρό εκκλησάκι της Πορταριάς. Επιμένει να βαπτιστεί χριστιανός ορθόδοξος, «για να είμαι όπως εσείς».

Μικρός, έπαιζε ποδόσφαιρο με αυτοσχέδιες μπάλες από πλαστικές σακούλες. Τώρα είναι το πουλέν στην ομάδα της Αγίας Παρασκευής Βόλου. Κανονική μπάλα κλώτσησε πρώτη φορά στα Ιλίσια. Αλλά η Αθήνα τού έκανε φάουλ.
Φλας μπακ. Μικρό παιδί, φυγαδεύεται από χωριό σε χωριό για να γλιτώσει τους «ράμπο», όπως αποκαλεί τους αντάρτες που κάνουν επιδρομές και «βιάζουν γυναίκες, σκοτώνουν παιδιά, λεηλατούν περιουσίες». Μια μέρα στις 2 το ξημέρωμα, σπρώχνει το παράθυρο του σπιτιού του, που θυμάται ότι «πέφτει σαν χαρτί», ενώ «οι τοίχοι βγάζουν φλόγες. Η μαμά μου ούρλιαζε και ο πατέρας μου διάβαζε τη Βίβλο και προσευχόταν συνέχεια».

Στα 14, τρέχει στο σκοτάδι, γνωρίζοντας ότι οι γονείς του έχουν δολοφονηθεί. Ο παπάς του διπλανού χωριού πληρώνει έναν διακινητή, που τον βάζει σε βάρκα μέσα στη νύχτα για να βγει στην Τανζανία. Φτάνει στην Τουρκία, στοιβάζεται με αγνώστους σε αποθήκες ανθρώπων, ώσπου κολυμπώντας διασχίζει τον φουσκωμένο Έβρο. Από την Αλεξανδρούπολη παίρνει το τρένο και πάει στην Αθήνα.

image004«Υπέφερα πολύ στην Αθήνα. Πέρασα δύσκολες στιγμές, τις οποίες δεν θέλω να τις θυμάμαι, κι όταν έρχονται αυτές οι εικόνες στο μυαλό μου από το παρελθόν, η θλίψη μου είναι μεγάλη και προσεύχομαι στο Θεό να μην τύχει σε κανέναν άλλο άνθρωπο να περάσει τα ίδια που πέρασα εγώ». Με τη βοήθεια μιας εκκλησίας στην Κυψέλη βρήκε στέγη, τροφή και ρούχα. «Ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο σε μια ομάδα των Ιλισίων».

«Είναι μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο. Στον ξενώνα, τις περισσότερες ώρες διαβάζει τη Βίβλο στα σουαχίλι και τα μαθήματα του σχολείου. Είναι άριστος μαθητής, πολύ ήσυχο παιδί, τακτικός και συνεσταλμένος. Γελάει πολύ όταν τα παιδιά τού πειράζουν τα άφρο μαλλιά του» λέει η Μαριάνθη Μπουδραμή, κοινωνική λειτουργός στον Ξενώνα.
Ο Ομάρι έφτασε εκεί μετά από 6 μήνες κράτησης στα κρατητήρια της Πέτρου Ράλλη και του αστυνομικού τμήματος Γλυφάδας.

«Μια μέρα, στην προπόνηση στα Ιλίσια, μπήκε στο γήπεδο η αστυνομία και με συνέλαβε». Σήμερα, του έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο και περιμένει το διαβατήριο. «Πού θα πας;» τον ρωτάω. «Θέλω να πάω στην Ευρώπη, στην Αγγλία, να δω την Μάντσεστερ».
Πριν φύγει για το αεροδρόμιο, οι φίλοι του, Αμίν και Α., θα τον αποχαιρετήσουν, λέγοντας «Σανς σεούμ». Στην αφγανική διάλεκτο ντάρι, σημαίνει «καλό ταξίδι». Σ’ αυτούς, δεν πρόλαβε να το πει κανείς. Έφυγαν κι οι δυο από τα βάθη της Ανατολής, σαν κυνηγημένοι.

Ο Αμίν Αχαμντί κατάγεται από το μικρό χωριό Αλεσέι. Ο Α., από την πόλη Μαζάρ του Αφγανιστάν. Ο πρώτος έφυγε περπατώντας 19 μέρες και διέσχισε το Πακιστάν, το Ιράν και την Τουρκία. «“Πάμε για τον παράδεισο” λέγαμε. Και βγήκαμε στην κόλαση. Τρεις μήνες στην Τουρκία στη φυλακή και στο σώμα σημάδι από μια μαχαιριά για να μη ξεχνάω ποτέ την αναζήτηση του Παραδείσου».
Φλας μπακ στο 2009: «Είμαι στο νοσοκομείο στην Πάτρα με σπασμένα χέρια, πόδια, λεκάνη, και προπαντός λαθραίος. Λαθραίος και μόνος. Φρίκη. “Μην κλάψεις Αμίν” έλεγα μέσα μου. Και όμως γιατί όχι; Ήμουν μόνο 15 ετών».
Σήμερα, βοηθάει ως διερμηνέας στον ξενώνα της «Άρσις» και ασχολείται με την ζωγραφική και την κομμωτική. «Δημιουργώ με τη φαντασία μου hairstyle» λέει.

Μου στέλνει φωτογραφίες από τις εκδρομές που διοργανώνει για τα παιδιά ο ξενώνας στα δάση του Πηλίου, στο χιονοδρομικό στα Χάνια, στη Βουλή των Ελλήνων, στην Ακρόπολη.
Ο Α. αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Ιράν με την οικογένειά του. Επειδή δεν είχε χαρτιά, δεν μπορούσε να πάει στο σχολείο και δούλευε κρυφά στα χωράφια. Σήμερα, είναι τελειόφοιτος σε ιδιωτικό ΙΕΚ μαγειρικής. «Έχω και βεβαίωση Ελληνομάθειας» λέει υπερήφανος. Στον ξενώνα τον φωνάζουν «Σεφ».

«Νομίζω ότι θα γίνω καλός μάγειρας. Λένε επίσης ότι είμαι καλός στο ποδόσφαιρο. ‘Ομως δεν έχει βγει η απόφαση ακόμα για άσυλο και με εμποδίζει από το να βγάλω δελτίο αθλητή και να ασχοληθώ επαγγελματικά».
Στα 15 του η αστυνομία άρχισε να τον κυνηγάει επειδή ήθελε να εργαστεί. Τότε, η μητέρα του πούλησε το σπίτι στο Αφγανιστάν και πλήρωσε 2.000 δολάρια σε έναν αφγανό διακινητή για στείλει τον Α. στην Ευρώπη. «Ήθελα να πάω στην Γαλλία. Δεν είχα κανέναν, ούτε συγγενή ούτε φίλο στην Ευρώπη, απλώς ήθελα να ζήσω ελεύθερα και. νόμιμα».

image006Το ευρωπαϊκό όνειρό του ξεκινάει στο χωριό Ουρούμια, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. «Επί έναν μήνα ζω στα βουνά και μερικές μέρες σε σπίτια. Κάθε βράδυ ανεβαίνουμε περπατώντας 6-7 ώρες το βουνό για να περάσουμε τα σύνορα, αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Ο γυρισμός πίσω ήταν πιο εύκολος γιατί ήταν κατηφόρα και ήταν περίπου 3 με 4 ώρες. Ένα βράδυ, όμως, περνάμε στην Τουρκία. Μας κυνηγάει η αστυνομία και για 15 μέρες ζούμε στα βουνά μαζί με άλλους 33 Πακιστανούς και διακινητή έναν Κούρδο. Ήμουν ο μοναδικός ανήλικος χωρίς συνοδεία και στην παρέα μας υπήρχε ένα ακόμα παιδί 12 χρονών με τον πατέρα του».

Περνάει από τα χέρια τριών ακόμα διακινητών για να εξασφαλίσει μια «θέση» στο καραβάκι και να περάσει το Βόσπορο. Προορισμός, ένα ξενοδοχείο, όπου έχουν μαζευτεί περίπου 45 Σύροι, Πακιστανοί και λίγοι Αφγανοί. Τρεις εβδομάδες μετά, στριμωγμένος σε βαν, πλησιάζει τα ελληνικά σύνορα.

«Περπατάμε πολλές ώρες στα χωράφια και φτάνουμε στον Έβρο όπου μας χωρίζουν. 25 άτομα πάνε στη μία φουσκωτή βάρκα, εγώ με άλλους 20 σε άλλο φουσκωτό. Είκοσι λεπτά κάναμε να περάσουμε το ποτάμι, αλλά μας φάνηκε αιώνας. Κουνούσαμε τα χέρια μέσα στη θάλασσα όλοι μαζί, με τον φόβο να ανατραπούμε ανά πάσα στιγμή».

Το πέρασμα στην απέναντι όχθη κόστιζε 500 δολάρια. «Με πήρε μαζί του ένας 25χρονος Αφγανός. Το σκάσαμε. Περπατήσαμε ως την Αλεξανδρούπολη με τα πόδια. Φτάσαμε στα τρένα, βγάλαμε εισιτήριο για τη Θεσσαλονίκη και εκεί χωρίσαμε. Εγώ ξεκίνησα μόνος μου με το τρένο για Αθήνα. Στην Αθήνα, δεν ήξερα κανέναν. Για 15 μέρες έμεινα στον σταθμό. Εκεί γνώρισα και άλλους μετανάστες που μου βρίσκουν σπίτι -60 ευρώ το μήνα για τρία δωμάτια με 20 συγκατοίκους». Τους επόμενους μήνες, οι διακινητές τού απέσπασαν σταδιακά πάνω από 10.000 ευρώ, τα οποία έστελναν οι γονείς του, πουλώντας του ψεύτικες ελπίδες.

«Δεν εγκαταλείπω τον αγώνα. Πρέπει να ζήσω. Έπιασα δουλειά σε μία πιτσαρία μοιράζοντας φυλλάδια και μετά έφυγα για έξι μήνες στην Σπάρτη.
Δούλευα στα χωράφια καθαρίζοντας χόρτα, έμενα σε ένα σπίτι με άλλους τρεις, σε συνθήκες άθλιες.

Τελικά η φυγή για το καλύτερο ήταν πολύ χειρότερη. Πάλι παράνομος, εγκλωβισμένος σε μια χώρα που δεν με θέλει και δεν τη θέλω. Ίσως τώρα να καταλάβετε τι σημαίνει το Α. Σημαίνει Ασυνόδευτος, Ανήλικος, Αλλοδαπός».

Ξορκίζεται το παρελθόν; «Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν και καλοί και κακοί» λέει ο Α. Του αρέσει η καθαριότητα στον ξενώνα και που έχει δικό του δωμάτιο και τρώει κάθε μέρα «ζεστό φαγητό από την μαμά Χριστίνα». Το κινητό του είναι γεμάτο φωτογραφίες από εκδρομές στη φύση και επισκέψεις στα Μουσεία.

«Αν σου έδινα ένα αεροπορικό εισιτήριο που θα πήγαινες;» τον ρωτάω. «Εδώ. Στην Ελλάδα που έμαθα να την αγαπώ και να με αγαπούν. Ονειρεύομαι να βρω δουλειά, να δεχθούν την αίτηση ασύλου μου και –γιατί όχι;- να μπορέσω να φτιάξω την δική μου οικογένεια»,

Μία απάντηση στο “Από τα κάγκελα της Πέτρου Ράλλη στο όνειρο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *