Διαβάζοντας τα πρακτικά της δίκης του 1975 για τη σφαγή του Πολυτεχνείου, ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει μια εγγενή αντίφαση της όλης διαδικασίας.
Ενώ η εξέγερση του 1973 ήταν πλέον νομιμοποιημένη στην κοινωνία και την πολιτική ζωή ως αυτό που πραγματικά υπήρξε, μια ατελέσφορη δηλαδή προσπάθεια ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος, η δικαστική αποτίμηση των γεγονότων γινόταν με αφετηρία την (τυπική) έννομη τάξη της χούντας.
Όλοι οι κατηγορούμενοι, από το δικτάτορα Παπαδόπουλο μέχρι τον τελευταίο αστυνομικό που «εκτελούσε διαταγές», εστίασαν την υπερασπιστική τους γραμμή στο ίδιο επιχείρημα: ό,τι συνέβη το βράδι της 16ης Νοεμβρίου 1973 δεν ήταν παρά μια μαζική βίαιη διασάλευση της δημόσιας τάξης που αυτοί, ως θεματοφύλακες της ευταξίας, όφειλαν να καταστείλουν δυναμικά. Οι δικαστικές αρχές, πάλι, επικέντρωσαν τις κατηγορίες τους όχι στον παράνομο χαρακτήρα του καθεστώτος (κάθε προσπάθεια για την ανατροπή του οποίου ήταν νόμιμη με βάση το άρθρο 114 του προδικτατορικού Συντάγματος), αλλά σε επιμέρους «παρανομίες» των μηχανισμών καταστολής: απουσία εισαγγελικής εντολής για τη διάλυση του συγκεντρωμένου πλήθους, υπερβολική χρήση βίας για την απόκρουση των διαδηλωτών που επιτέθηκαν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης κ.ο.κ.
Όσο κι αν αυτό ξενίζει σήμερα, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αστυνομικοί, δικαστές και εισαγγελείς είχαν υπηρετήσει επί έξι χρόνια την ίδια αυτή «νομιμότητα» που καλούνταν τώρα να κρίνουν –και, συνεπώς, δε μπορούσαν να καταδικάσουν παρά μόνο τις «υπερβάσεις» της. Η λογική αυτή διατυπώνεται ήδη από το πρώτο επίσημο κείμενο των διωκτικών αρχών, το πόρισμα του προανακριτή εισαγγελέα Δημητρίου Τσεβά (14.10.1974): η εξέγερση χαρακτηρίζεται εκεί ούτε λίγο ούτε πολύ ως «έκτροπα», τα οποία θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί εγκαίρως με «αποκλεισμόν του τετραγώνου του κτιριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου και απαγόρευσιν ή έλεγχον, έστω, των εισερχομένων και εξερχομένων». Η οφθαλμοφανής αυτή αντίφαση -κατά της δικτατορίας αλλά υπέρ της «τάξης» της- θα συγκαλυφθεί με την αχαλίνωτη πρακτορολογία και την επίρριψη της ευθύνης για τα πάντα (και τα «έκτροπα» και την αιματηρή καταστολή τους) στον Ιωαννίδη και τους «προβοκάτορές» του.
Στη γραμμή αυτή υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν, παρά τις γενικόλογες αντιχουντικές διακηρύξεις τους, και οι περισσότεροι από τους μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη. Όλοι σχεδόν τόνισαν τις ειρηνικές προθέσεις των διαδηλωτών, χαρακτηρίζοντας τις συγκρούσεις με την αστυνομία και τη ρίψη μολότοφ ως προβοκάτσια. Σπάνιες ήταν οι εξαιρέσεις όπως αυτή του (τραυματισμένου από σφαίρα) εργάτη Γρηγόρη Γρηγοριάδη, που δήλωσε ευθαρσώς ότι στόχος του ήταν η κατάληψη του Υπουργείου Δημ. Τάξης και η ανατροπή του καθεστώτος. Το δικαστήριο τον αντιμετώπισε με αμήχανη εχθρότητα, απαγορεύοντας να του υποβληθούν ερωτήσεις.
Η συνέχεια του σκληρού πυρήνα του κρατικού μηχανισμού αποτυπώθηκε ακόμη εντυπωσιακότερα στις καταθέσεις μιας σειράς βαθμοφόρων που είχαν συμμετάσχει ενεργά στην καταστολή της εξέγερσης και μετά το 1974 ανέλαβαν την ηγεσία των σωμάτων ασφαλείας.
Αστυνομικοί διευθυντές όπως ο Χρήστος Καραθανάσης ή ο δημιουργός των ΜΑΤ Ηλίας Ψυχογιός κατέθεσαν στη δίκη του 1975 ως μάρτυρες υπεράσπισης των μέχρι πρότινος προϊσταμένων τους, ισχυριζόμενοι πως ο αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων Νικόλαος Δασκαλόπουλος κι ο υπαρχηγός Λουκάς Χριστολουκάς είχαν απαγορεύση τη χρήση όχι μόνο όπλων αλλά και κάθε «βίαιου μέσου» –συνεπώς, για όλο το μακελειό δεν ευθύνονταν παρά μόνο κάποια ανώνυμα «κατώτερα όργανα» που τράβηξαν πιστόλι «αυτοβούλως».
Τελική κατάληξη υπήρξε η ουσιαστική αθώωση όλων σχεδόν των υψηλόβαθμων αξιωματικών κατά την επανάληψη της δίκης που έγινε στις αρχές του 1977, μετά την αποδοχή της αναίρεσής τους από τον Άρειο Πάγο.
Στην αγόρευσή του (16.2.1977), ο εισαγγελέας Δημήτριος Παπαδημητρίου δε δίστασε να επιδοθεί σε ύμνους για τους κατηγορούμενους στρατηγούς που «έκαναν παληκαρίσια το καθήκον τους», χαρακτήρισε το κατειλημμένο Πολυτεχνείο «φωλεά» και τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις «παράνομες ενέργειες», για να καταλήξει σε εποικοδομητική κριτική προς τον (άγνωστο) αστυνομικό που, «αντί να δώσει δυο χαστούκια» στο «παλιόπαιδο» το Διομήδη Κομνηνό, «τον πυροβόλησε, τον σκόπτωσε και τον έκανε ήρωα»…
Δημοσιεύθηκε στην Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ στις 17/11/12
Αφήστε μια απάντηση