Νίκος Καββαδίας: «Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…»

_1_-2Νιώθω μεγάλη χαρά όταν ανακαλύπτω στα παλαιοβιβλιοπωλεία βιβλία των οποίων οι τίτλοι τους με προκαλούν να τα αγοράσω και να τα διαβάσω καθώς δεν έτυχε να τα γνωρίζω την εποχή που κυκλοφόρησαν. Τις περισσότερες φορές η ανταμοιβή είναι μεγάλη.

Κάπως έτσι αγόρασα το βιβλίο του Φίλιππου Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας. Τον Νίκο Καββαδία τον έμαθα από τα μελοποιημένα ποιήματά του στο Σταυρό του Νότου σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Εκείνη την κασέτα την είχα λιώσει από τις πολλές φορές που έπαιζε. Έτσι στη συνείδηση μου ο Νίκος Καββαδίας είχε ταυτιστεί με τους ναυτικούς, τα καράβια και τα ταξίδια σε τόπους εξωτικούς και σε θάλασσες μακρινές.

Ο τίτλος του βιβλίου μου δημιούργησε την απορία για το περιεχόμενο του όρου «πολιτικός» που ο συγγραφέας αποδίδει στον ποιητή.

Ο Φίλιππος Φιλίππου, ναυτικός και ο ίδιος και συγκεκριμένα β’ μηχανικός, ξεκινούσε για μπάρκο τη μέρα του θανάτου του Καββαδία στις 10 Φεβρουαρίου του 1975. Η πρώτη του επαφή έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με τις ποιητικές συλλογές Μαραμπού και Πούσικαι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 επεκτάθηκε με τη Βάρδια.

Στον πρόλογο αναφέρει ότι του γεννήθηκε η επιθυμία να υπερασπίσει τον Καββαδία και να αντικρούσει τα επιχειρήματα εκείνων που κατηγορούσαν τον ποιητή ότι αδιαφορούσε για τη σκληρή ζωή των ναυτικών και τους αγώνες των ναυτεργατών παρουσιάζοντας τα όλα ωραιοποιημένα. Ο Φιλίππου έχει την άποψη ότι ο Καββαδίας ήταν ένας αθόρυβος και σεμνός αγωνιστής. Αυτή την άποψή του επιχειρεί να αποδείξει στο βιβλίο του χρησιμοποιώντας πλήθος στοιχείων τόσο από το ίδιο το έργο και τη δράση του ποιητή όσο και από άρθρα και συνεντεύξεις ανθρώπων που τον γνώριζαν.

Παράλληλα με τη βιογραφία του παραθέτει και αναλύει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οριοθέτησαν την εποχή του και επηρέασαν την προσωπικότητα και το έργο του ποιητή.

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας. Αν και γόνος εύπορης οικογένειας καθώς ο πατέρας του ασχολείτο με το εμπόριο, συμπαθούσε την εργατική τάξη και ένιωθε αλληλέγγυος προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Η αγάπη του για τους συνανθρώπους του τον οδήγησε στην Αριστερά και στο πλευρό των εκμεταλλευομένων και δυστυχισμένων. Η οικογένειά του είχε πληγεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο ίδιος όμως υιοθέτησε τις σοσιαλιστικές ιδέες καθώς η επανάσταση πρόσφερε μια ελπίδα και ένα όραμα στους φτωχούς και καταπιεσμένους ανθρώπους της γης. Σε αυτό το όραμα έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το πνεύμα της αγάπης και της αλληλεγγύης είναι φανερό στο ποίημα «Αγαπάω», που το έγραψε σε ηλικία 19 ετών.

Αγαπάω τ’ ό,τι είνε θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους,
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανή απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα’ ρθουν πίσω
αγαπάω, και θα’ θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω.
Αγαπάω τις κλαμμένες ωραίες γυναίκες
που κυττάνε μακριά, που κυττάνε θλιμμένα…
αγαπάω σε τούτον τον κόσμο – ό,τι κλαίει
γιατί μοιάζει μ’εμένα.

Τον Ιούνιο του 1933 εκδίδει την ποιητική συλλογή Μαραμπού. Είναι μια χρονιά πολύ δύσκολη εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης και οι συνθήκες που διαμορφώνονται είναι άσχημες και στα καράβια. Στα ποιήματά του όμως η ζωή των ναυτικών παρουσιάζεται με χαρούμενα χρώματα και δεν έχουν καμία σχέση με τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν. Ο Φιλίππου υποστηρίζει ότι πιθανόν αυτό να οφείλεται ότι τα είχε γράψει στο διάστημα πριν μπαρκάρει.

Στην εποχή της η συλλογή Μαραμπού δέχτηκε θετικές κριτικές καθώς ερχόταν να φωτίσει το καταθλιπτικό τοπίο που είχε διαμορφώσει ο Καρυωτάκης και οι επιδράσεις του. Σημειώνεται όμως και μια διαφορετική προσέγγιση την οποία υπογράφει ο μαρξιστής (τροτσκιστής) διανοούμενος Νίκος Κάλας ο οποίος χαρακτηρίζει τον Καββαδία επαναστατημένο ποιητή. Σε αυτόν αλλά και στο Θανάση Καραβία, επίσης τροτσκιστή, ο ποιητής αφιερώνει ποιήματα. Διερωτάται λοιπόν ο συγγραφέας αν ο Καββαδίας εκείνη την εποχή ήταν ήδη μυημένος στις μαρξιστικές ιδέες. Από τους αστούς κριτικούς αναφέρει ότι μόνον ο Φώτος Πολίτης μπόρεσε να διακρίνει μέσα στους στίχους του μια κρυμμένη ανθρωπιά.

Ο Καββαδίας στο Μαραμπού εκφράζει την αλληλεγγύη του στους ναυτικούς αλλά χωρίς άλλες πολιτικές αναφορές. Ο Φίλιππος Φιλίππου υπερασπιζόμενος τον ποιητή αναφέρει ότι από την εποχή του Μαραμπού και μετά ο Καββαδίας δεν έπαψε να θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, φίλο των προοδευτικών ανθρώπων και θαυμαστή της Σοβιετικής Ένωσης και κυρίως της Οκτωβριανής Επανάστασης. Παραμένει άγνωστο αν οργανώθηκε σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση από εκείνες που υποστήριζαν τον Τρότσκι και ειδικά μετά την εκδίωξή του από τη Σοβιετική Ένωση. Αναφέρθηκε όμως παραπάνω ότι είχε φίλους τροτσκιστές.

Για τη Σοβιετική Ένωση είχε σχηματισμένη αντίληψη καθώς αρκετές φορές βρέθηκε εκεί ως ναυτικός. Μιλούσε στους φίλους του και για όσα αρνητικά συνέβαιναν, όπως φτώχεια, πείνα, αστυνόμευση. Η Σοβιετική Ένωση όμως εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν το όραμα του σοσιαλισμού και γι’ αυτό δεν δέχθηκε να κάνει αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, πράξεις στις οποίες επιδόθηκαν κάποιοι φίλοι του.

Το πολιτικό του ενδιαφέρον και η ευαισθησία του για ό,τι διαδραματιζόταν στον κόσμο τότε φάνηκε και από την αντίδραση του στο ξέσπασμα του ισπανικού εμφυλίου, γεγονός που τον ενέπνευσε να γράψει το ποίημα “Federico Garcia Lorca”.

Το 1940 στρατεύθηκε και στάλθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Αν και ναυτικός υπηρέτησε στο Στρατό Ξηράς ως ημιονηγός. Η θητεία του εκεί μάς έδωσε τα διηγήματα Στο άλογό μου και του Πολέμου που έγραψε πολύ αργότερα. Επιπλέον συνετέλεσε ακόμη περισσότερο στην πολιτική του συνειδητοποίηση.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου ο Νίκος Καββαδίας επέστρεψε στην Αθήνα σε κακή κατάσταση από την οδοιπορία και τις κακουχίες.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ με σημαντική δραστηριότητα. Η αδελφή του και ο Σταμάτης Καββαδίας, δικηγόρος και καθοδηγητής στην Κατοχή δηλώνουν ότι πολέμησε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και ότι αρχικά δραστηριοποιήθηκε στο ΕΑΜ Ναυτικών και στη συνέχεια στο ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Υπάρχουν όμως και ερευνητές που αμφισβητούν την οργάνωση του στο ΚΚΕ.

Μέσω του ΕΑΜ Λογοτεχνών γνωρίστηκε με πολλούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής. Το 1943 έγινε μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών. Σε αυτή την περίοδο αρχίζει τα γράφει τα αντιστασιακά του ποιήματα, τα οποία έχουν καθαρά πολιτικό περιεχόμενο.

«Αθήνα 1943» είναι το πρώτο που το δημοσιεύει με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός στο περιοδικό «Πρωτοπόροι» το Δεκέμβρη του 1943:

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ’ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ’ ακουστεί « Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ ( βάλ’ το σιγά) « Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ’ την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ’ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.

Το 1945 έχοντας ζήσει τα γεγονότα που ακολούθησαν την απελευθέρωση και βλέποντας τα οράματά του να συντρίβονται, ετοιμάζεται να ξαναμπαρκάρει. Είναι όμως και η χρονιά που συνεργάζεται με το εβδομαδιαίο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα που διευθύνει ο Δημήτρης Φωτιάδης. Ο στόχος του περιοδικού είναι να συμβάλει στην αναγέννηση με τη συγκρότηση ενός έθνους βγαλμένου από το λαό και για το λαό και με την επίτευξη μιας δημοκρατίας των πολλών, με ουσιαστικό περιεχόμενο.

Το πολιτικό κλίμα όμως μετά το Δεκέμβρη του 1944 και την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας είναι πολύ βαρύ. Οι αγωνιστές της Αντίστασης και οι προοδευτικοί άνθρωποι διώκονται, φυλακίζονται, εξορίζονται και ένα κλίμα ανελέητης τρομοκρατίας προκαλεί συνεχώς θύματα.

Μέσα σε αυτή τη μαύρη και αποπνικτική ατμόσφαιρα ο Νίκος Καββαδίας δημοσιεύει στο φύλλο 3 των Ελευθέρων Γραμμάτων το ποίημα Federico Garcia Lorca.

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και στο βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα καράβια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά – ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.

Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μάς φέρναν από πίσω
κ’ ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μεσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημο αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Με αφορμή το Λόρκα, ο Καββαδίας γράφει για τον εμφύλιο πόλεμο της Ισπανίας (1936-1939) αλλά και για την Ελλάδα της Κατοχής (1941 1944).

Ο Καββαδίας συνεργάστηκε επίσης αυτή την εποχή με το περιοδικό Νέα Γενιά, το περιοδικό της ΕΠΟΝ. Σε αυτό δημοσιεύει το ποίημα «Στον τάφο του Επονίτη» εξυμνώντας τους αγώνες των Επονιτών.

Επέταξα τη σάκα μου και τρέχω με τουφέκια
Μικρούλης φαίνομαι Αδερφέ, το μάτι δεν με πιάνει
Στη μάχη όμως κουβάλησα χιλιάδες τα φουσέκια
κι ακόμα μ’ είδαν Γερμανούς να στρώνω στο ρουμάνι.
Στη γειτονιά με ξέχασε το τόπι , το ξυλίκι.
Και μοναχά που πέρναγα με το χωνί στο στόμα.
Παιδί! Μα με λογάριασαν οι λυσσασμένοι λύκοι.
Τεράστιο το κουράγιο μου. Και πού να δεις ακόμα.
Μια μέρα μας μπλοκάρανε. Δυο εμείς και αυτοί σαράντα,
Σφαίρα τη βρήκε την καρδιά που’ μοιαζε με γρανίτη.
Σε μια γωνιά με θάψανε χωρίς ανθούς, μα πάντα
Σα ρόδο θα μοσκοβολάει ο τάφος του Επονίτη.

Τον Ιούνιο του 1945 μετά από τις επιδρομές παρακρατικών συμμοριών που έγιναν σε βιβλιοπωλεία και γραφεία εφημερίδων και τις επιθέσεις εναντίον ηθοποιών την ώρα των παραστάσεων, θα υπογράψει μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους ένα κείμενο διαμαρτυρίας ζητώντας την προστασία της ελευθερίας της σκέψης και των δημοκρατικών ελευθεριών του Ελληνικού Λαού.

Τον Αύγουστο του 1945 στο φύλλο 14 των Ελευθέρων Γραμμάτων δημοσιεύει το ποίημα «Αντίσταση»

Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ’ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξά και τ’ αγαπάς : Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα παν τα ιταλικά στην Ερυθρά.
Πουλιά σε αντικατοπτρισμό – Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιά παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.

Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γκραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα – Ισπανία και Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ’άρματα ζώνεσαι μ’ αρχαία κραυγή πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δεντρά, μπαίγνιο του ανέμου.

Κι απέ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου από το Δρυ και την Ιτιά
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.

Ανάμεσα στους αριστερούς που διώκονται μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας είναι ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος. Ήταν τότε γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Η σύλληψή του έγινε με αφορμή το βιβλίο του Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία. Αυτός πρότεινε ως αντικαταστάτη του το Νίκο Καββαδία και τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης δέχτηκαν την πρότασή του. Ο Καββαδίας είναι πλέον ο γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών – Ποιητών. Σύμφωνα με μαρτυρίες διέθετε πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες και κατάφερε να ανταποκριθεί στη δύσκολη αποστολή του.

Στις 6 Οκτωβρίου 1945, απογοητευμένος και συντριμμένος από τις πολιτικές εξελίξεις μπαρκάρει ως δόκιμος ασυρματιστής με το επιβατηγό «Κορινθία» σε εσωτερικά δρομολόγια. Αν και στο καράβι υπέγραψε το νέο κείμενο διαμαρτυρίας εναντίον του νομοσχεδίου «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημόσιαν Τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους» που έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση Τσαλδάρη.

Ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι ο ποιητής αν και αριστερός με βεβαρημένο φάκελο στην Ασφάλεια είχε καταφέρει να μπαρκάρει μόνο με τη μεσολάβηση και τη βοήθεια των θείων του των εφοπλιστών, οι οποίοι υπέγραψαν κάποιο χαρτί ως εγγύηση , δηλαδή ότι ο ανηψιός τους θα είναι «καλό παιδί». Ο Καββαδίας και από αυτή τη θέση στάθηκε στο πλευρό των διωκόμενων συντρόφων του και βοηθούσε μεταφέροντας υλικό μέσα και έξω από την Ελλάδα. Αυτό βεβαίως δεν περνούσε απαρατήρητο από την Ασφάλεια που τον παρακολουθούσε στενά. Επίσης ο ίδιος ο ποιητής ανέφερε ότι αυτή την εποχή έγραφε ποιήματα με ψευδώνυμο στο Ρίζο της Δευτέρας.

Τον Ιανουάριο του 1947 και ενώ μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος εκδίδεται στην Αθήνα τοΠούσι. Σε αυτή τη συλλογή δεν συμπεριλήφθηκαν τα αντιστασιακά του ποιήματα παρά μόνον αυτό για το Λόρκα.

Ο Κώστας Βάρναλης γράφει σχετικά με αυτή την ποιητική συλλογή και στέκεται κυρίως στο δεύτερο ποίημα το Federico Garcia Lorca με το οποίο υποστηρίζει ότι ο ποιητής παίρνει σταθερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ όποια γης!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασιστικές τρομοκρατίες (όποιας χώρας!). Ο Βάρναλης μάλιστα θεωρεί ότι το ποίημα αυτό είναι το κλειδί για να βρούμε το κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων.

Επικριτικός απέναντι στο έργο του Καββαδία και στην πολιτική του ευαισθησία στέκεται ο Αιμίλιος Χουρμούζιος ο οποίος αναφέρει ότι ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει και κρύψει από την οπτική γραμμή του ποιητή όλο τον πόνο των ανθρώπων.

Το 1948 και ενώ οι μάχες στο βουνό ανάμεσα στο Δημοκρατικό και Εθνικό στρατό είναι σφοδρές, διασπάται η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το κομμάτι των διανοουμένων που αποχωρεί ιδρύει την Ελληνική Εταιρεία Λογοτεχνών, την μετέπειτα Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Εμπνευστής της ο Κ. Τσάτσος και πρώτος πρόεδρός της ο Κώστας Ουράνης. Οι διανοούμενοι που τους ακολουθούν συντάσσονται κατά του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού που τον θεωρούν αντεθνικό, ότι υποδαυλίζεται από ξένους και ότι προβαίνει σε πράξεις αντίθετες με τις ευγενικές παραδόσεις της φυλής. Ο Νίκος Καββαδίας δεν υπογράφει το κείμενο με τις παραπάνω δηλώσεις, μένει σταθερός στην ιδεολογία του και δεν απαρνείται την προσωπική του ιστορία, όπως πολύ πρόθυμα έκαναν πολλοί από τους συναγωνιστές του στην Αντίσταση.

Οι εξελίξεις είναι δραματικές με τις εκτοπίσεις, τα στρατοδικεία και τις εκτελέσεις. Ο Καββαδίας δεν γράφει πλέον. Μόνο ταξιδεύει.

Το 1954 εκδίδεται το τρίτο βιβλίο του, Βάρδια. Το βιβλίο είναι πεζογράφημα και το έγραψε ενώ βρισκόταν στα πλοία «Κυρήνεια» και «Κορινθία» από τον Αύγουστο του 1951 ως το Δεκέμβριο του 1952. Σε αυτό «ο Καββαδίας μιλάει για πρώτη φορά για τις εμπειρίες του στον πόλεμο της Αλβανίας, την καταστροφή της Μασσαλίας από τα γερμανικά κανόνια, τους Έλληνες που κρύβονταν στο σπίτι κάποιας Κατίνας επειδή τους κυνηγούσαν για τα πολιτικά. Για τις πόρνες που τις φορτώσανε στα κάρα και τις στείλανε για σαπούνι στους φούρνους της Γερμανίας, για δύο Ισπανούς σαμποτέρ που πετάξανε τα μυαλά τους στον αέρα για να μην πέσουν στα χέρια της Γκεστάπο. Κι ακόμα μια παράτολμη ηρωική ενέργεια ενός πατριώτη στη σκλαβωμένη Αθήνα…».

Το διαφορετικό που έχει η Βάρδια σε σχέση με το Μαραμπού είναι ότι ο Καββαδίας καταθέτει τις εμπειρίες του ναυτεργάτη με όλες τις άσχημες πλευρές της ζωής του χρησιμοποιώντας επιπλέον τολμηρό λεξιλόγιο. Ο ίδιος εμφανίζεται με τη μορφή του ασυρματιστή Νικόλα και δίνει πολλές αυτοβιογραφικές πληροφορίες.

Ο Φιλίππου θέλοντας να δώσει ένα ακόμη στοιχείο για τον πολιτικό Καββαδία υποστηρίζει ότι στη Βάρδια βρίσκουν έκφραση τα αντιαγγλικά του αισθήματα, αφού θεωρεί υπεύθυνους για τα δεινά και την τραγική κατάσταση της Ελλάδας τους Άγγλους και την πολιτική τους.

Ο Καββαδίας δεν παύει να παρακολουθεί τις διεθνείς και εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και να συζητάει τα διάφορα ζητήματα που προκύπτουν με φίλους του που ανήκουν σε διάφορος πολιτικούς χώρους.

Πριν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 δίνει μια συνέντευξη στην Πανσπουδαστική. Οι Μάκης Ρηγάτος και Γιάννης Καούνης, μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, τον επισκέπτονται και συζητούν κυρίως για πολιτική. Ο ποιητής έγραψε το ποίημα «Σπουδαστές» και τους το αφιέρωσε.

Σας είδα κάτου από την πύρινη βροχή
με τα πλακάτ και τα σκουτιά τα ματωμένα
εσάς που κάματε τη δύσκολην αρχή
κείνα τα χρόνια τα βαριά τα κολασμένα

Σήμερα βλέπω τα δικά σας τα παιδιά
σμάρι πηχτό μες στου πελάγου τη [σπι]λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στην κάθε αναποδιά
και σ’ όσους πάνε να σταυρώσουν την Ελλάδα.

Βασικό θέμα στις συζητήσεις του ήταν και ο πόλεμος του Βιετνάμ. Τον συγκλόνιζε η ηρωική αντίσταση του βιετναμέζικου λαού και αγανακτούσε με οποιονδήποτε υποστήριζε την πολιτική των Αμερικάνων στο Βιετνάμ.

Κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας ο Καββαδίας ήταν σύνδεσμος ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Η δράση του δεν ήταν φανερή γι’ αυτό και πολλοί αγνοώντας τη δράση του πίστευαν ότι ο ποιητής απέφευγε να εκτεθεί σε αντιστασιακές πράξεις.

kavadias1

Το 1972 ο Καββαδίας έγραψε το ποίημά του Guevara. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1975 στο «Θούριο» όργανο του «Ρήγα Φεραίου», νεολαίας του ΚΚΕεσωτ. Το είχε δώσει ο ίδιος ο Καββαδίας.

Μετά το θάνατο του, τον Απρίλιο του 1975 κυκλοφορεί η τελευταία του ποιητική συλλογή τοΤραμβέρσο, στην οποία περιέχεται το ποίημα Guevara.

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: « Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας , σύννεφο η μαύρη ακρίδα,
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός και ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το’ λεγε ποιος το’ λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

Τ’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί, ( Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ’ ένα αλώνι.)
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολιβάρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει ,
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο Φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Μετά τη μεταπολίτευση ο Καββαδίας παραχωρεί συνέντευξη στο περιοδικό Τετράδιο που εξέδιδαν οι Φώντας Λάδης και Δημήτρης Γκιώνης. Εξομολογείται ο Καββαδίας: «Παρόλο που λένε πως τα καράβια είναι σκλαβιά, εγώ ένιωθα εκεί μια ελευθερία που προσπαθούσα πάντα να μεταδώσω και στους άλλους. Εκτός από την Κατοχή και τα εφτά χρόνια – που τα θεώρησα χειρότερα και από την Κατοχή – όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύθερος. Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…». Και προσθέτει: «…μέσα στα χρόνια της δικτατορίας απόφυγα την οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με το έργο μου, γιατί πίστευα ότι τότε άλλα ήσαν τα πρώτιστα και τα σπουδαία…».

Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974 γίνεται το δημοψήφισμα για το ζήτημα της μοναρχίας. Το όνομα του Νίκου Καββαδία βρίσκεται στον δεύτερο κατάλογο των ιδρυτικών μελών της Δημοκρατικής Αντιμοναρχικής Κίνησης που δημιούργησε το ΚΚΕ εσωτ.

Ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου ασκεί κριτική στον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά αντιμετώπισε τον Νίκο Καββαδία. Υποστηρίζει ότι κανένα έντυπό της μετά το 1950 δεν αναφέρεται στο έργο του, στην προσωπικότητά του και στην αντιστασιακή του δράση. Ο ποιητής ένιωθε παραγκωνισμένος, παραμελημένος, παραπεταμένος και αυτό του άφηνε ένα αίσθημα πικρίας.

Μετά το θάνατό του στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο Ριζοσπάστης και η Αυγή γράφουν λίγα λόγια γι’ αυτόν χωρίς όμως να αναφέρουν την αγωνιστική του δράση στην Κατοχή και τη συνεισφορά του στον εμφύλιο και τη δικτατορία ούτε και την ιδεολογία του.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα ο ποιητής αν και ενεργός αριστερός δεν κάνει «προλεταριακή τέχνη», δηλαδή δεν γράφει μια λογοτεχνία που εμπνέεται από τα ιδανικά των εργαζομένων και τη μαρξιστική κοσμοθεωρία.

Ο Καββαδίας ήταν κομματικά ανένταχτος αν και τον διεκδίκησαν τα κόμματα. Ήταν όμως συνειδητοποιημένος και έντονα πολιτικοποιημένος.

Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας ήταν ουμανιστής. Η ανθρωπιά του τον οδήγησε στην Αριστερά και όπως γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης είναι ο ποιητής που πλάτυνε το Εγώ του και χώρεσε μέσα του το διπλανό του.

kavadiasΦίλιππος Φιλίππου, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, Άγρα 1996.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *