Έκλεισε και ο Ελευθερουδάκης όπως ο Μαρινόπουλος

1-1«…και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών,

ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών….»

Θυμάμαι – πάνε τρία , τέσσερα χρόνια – να κάνω τις συνηθισμένες μου διαδρομές στο κέντρο και να βλέπω τις τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις του σωματείου εργαζομένων στον χώρο του βιβλίου , τον περίφημο «Βιβλιοφρικάριο». Ήταν τοιχοκολλημένες έξω από όλα τα μεγάλα κεντρικά βιβλιοπωλεία , που μαζί με την κρίση είχαν διευρύνει και τις δραστηριότητές τους, παρουσιάσεις, μπαράκια, κρασιά, τσάγια , χαμομήλια κλπ. Ανακοινώσεις που καταγγέλλανε νομικές αυθαιρεσίες, παραβάσεις του τότε εργατικού δικαίου, περιγράφανε το κλίμα τρομοκρατίας που ασκούνταν στο υπαλληλικό προσωπικό, αλλά και εμμέσως πλην σαφώς το αναμενόμενο ρουφιανηλήκι μεταξύ εργαζομένων.

Οι πνευματικοί άνθρωποι που μπαινοβγαίνανε για τις εκδηλώσεις τους σ΄αυτά τα μαγαζιά – περιλαμβάνω και τους καλλιτέχνες στους πνευματικούς ανθρώπους- ποτέ δεν δώσανε σημασία , έπρεπε να φτάσουμε στις προπέρσινες ακυρώσεις κάποιων εκδηλώσεων στον Ιανό, για να αντιληφθούνε κάτι στην ατμόσφαιρα , έτσι απορροφημένοι από την πνευματικότητά τους.

Υπήρχε και τότε να θυμίσω , αυτή η διογκωμένη δημόσια κουβέντα σε ιδεαλιστική βάση που είναι η σος που νοστιμίζει τα μυστικά του βάλτου μας, μια κουβέντα  γενική για τα άχρηστα  ήθη, την αυτογνωσία του κατακερματισμένου και κατακαημένου , το δέον με την μεταφυσική του έννοια, όλα να στέκονται για χρόνια ακίνητα σε κενό ατμόσφαιρας, αεροστεγή και επιτύμβια.

Οι καλλιτέχνες είχανε τον δικό τους βραχνά φυσικά, με σκληροτράχηλους θεατρώνες και παραγωγούς, με δισκογραφικές με πνευματικά δικαιώματα, όσοι χαμπαριάζανε φυσικά κάτι παραπάνω από το να βρούνε τους κατάλληλους ανθρώπους την κατάλληλη στιγμή.  Οι εκδιδόμενοι – συγγραφείς εννοώ- τον δικό τους διαπραγματευτικό κύκλο , πολλοί κόσμοι μέσα στον ίδιο κόσμο σε ελλειπτική επικοινωνία μεταξύ τους. Σαν να λέμε τι σχέση είχαν τώρα,  οι απολυμένοι της Χαλυβουργικής και όλων των βιομηχανικών μονάδων που κλείσανε, με τους απολυμένους της ΕΡΤ, μόνο που στην ΕΡΤ  έμπαινε  θέμα δημοκρατίας.

Πάλι η κατά φαντασίαν αστική Αθηναϊκή τάξη συγκρατεί τα δάκρυά της και σφίγγει την καρδιά της, ενθυμούμενη τις αγορές και τις συναντήσεις της στο «θρυλικό» βιβλιοπωλείο, την χαμένη νιότη της, την χαμένη άνοιξη, τον χαμένο χρόνο αφήνοντας έξω τα χαμένα κορμιά.

Την κατανοώ την νοσταλγία,  έτσι εξάλλου λειτουργούσα κι εγώ σαν τσαρουχικός έφηβος , μέχρι τα δεκάεξι μου που έπιασα την πρώτη μου καλοκαιρινή δουλειά σε βιβλιοπωλείο, ε, κι άρχισα να μυρίζομαι πράγματα. Έτσι είναι όταν είσαι εκτός η στην περιφέρεια της παραγωγής , και η αντίληψή σου διαμορφώνεται από αισθητικά κριτήρια που δεν συνδέονται με αυτό που λέμε πραγματική ζωή ή με αυτά που κάνεις πράγματι στη ζωή σου. Είναι μια πολύ παρακατιανή νοσταλγία σε σχέση με την συνείδηση του τι και πως «παίζεται»  η κατασκευή αναμνήσεων , τα δομημένα από τις εξουσίες περιβάλλοντα . Βέβαια , να τα λέμε κι αυτά, δεν είναι πιο αδόκιμη και άσφαιρη αυτή η μάταιη νοσταλγία  από τους τρόπους που διαχειρίζονται το πρόβλημα, όσοι βιώνουνε την παραγωγή.

Προφανώς δεν λεω τίποτα καινούργιο και προφανώς δεν βλέπω τις λύσεις έτσι όπως είμαστε και όπως αντιλαμβανόμαστε και ζούμε. Για να τις δω , θα έπρεπε να «εργάζομαι» σε κάποια πολιτική παράταξη και να βιοπορίζομαι από το εμπόριο ιδεών , δύσκολο μια και με κατέστησε ανενεργό έγκαιρα αυτό που πάντα με άφηνε έκπληκτο, η διαιώνιση της ζωής μέσω της εμπορευσής  της, το θεμελιακό δίλημμα του ότι για να επιζήσεις και να επικρατήσεις εσύ, πρέπει να είναι δούλοι κάποιοι άλλοι, κι αυτό ισχύει για κάποιες χιλιάδες χρονάκια πριν την χρήση της λέξης καπιταλισμός. Ψευτοδίλημμα βέβαια, μια που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όσοι επιβιώνουμε , αυτό κάνουμε , διαφορετικά θα μας αναζητούσανε ανάμεσα στα πρεζόνια, στα ιδρύματα και τους ασύμβατους με τις λειτουργίες  αυτής της ζωής όπως την ζούμε . Αλλά να νοσταλγήσεις τι από όλα αυτά;

Oχι δεν θα μου λείψει ο Ελευθερουδάκης, ούτε τα Ζόναρς, όπως δεν θυμάμαι να αισθάνθηκα νοσταλγία για τα γκρεμισμένα θέατρα και νεοκλασσικά και ότι γκρεμίστηκε πριν καν γεννηθώ που ποτέ δεν το αντίκρισα. Σαν τον Βάλτερ Μπένγιαμιν – και ψάξτε τον στο Interrnet αν δεν τον γνωρίζετε-  αισθάνομαι πια στο μεταίχμιο, στον σιδηροδρομικό σταθμό  του  Πορτ Μπου , περικυκλωμένος από τους φασίστες, πνιγμένος μέσα στους δικούς μου, στο πάρα πέντε μιας φυγής από την Ναζιστική Γερμανία στον «Ελεύθερο κόσμο». Μου λείπουν οι λύσεις, όπως μου λείπει η ζωή, και το πεδίο εκείνο που το θάμβος του παιδικού βλέμματος, αυτό που νοηματοδοτεί τα πράγματα με μια λάμψη , δεν θα αποδεικνύεται στη συνέχεια ένα κατασκευαστικό λάθος της φύσης.

Πηγή: ΙΣΑΑΚ ΣΟΥΣΗΣ – “Ημεροδρόμος”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Current ye@r *