Στις 27 Απρίλη 1941 γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα μπαίνουν στην Αθήνα. Ολος ο κόσμος μένει κατάκλειστος στα σπίτια του.
Τα όσα προηγήθηκαν απέδειξαν τον πραγματικό χαρακτήρα της άρχουσας τάξης, του Παλατιού και των αστικών πολιτικών κομμάτων.
Στις 21 Απρίλη, στο Βοτονόσι Μετσόβου υπογράφεται το «Πρωτόκολλο Παραδόσεως» της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου – Μακεδονίας. Το πρωτόκολλο υπογράφουν από την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση ο αντιστράτηγος Γκρίφεμπεργκ και από την ελληνική πλευρά ο στρατηγός Γ. Τσολάκογλου. Ακολουθεί η κατάρρευση και η διάλυση του στρατού.
Η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο της κατάστασης και δεν ξέρει καν πού βρίσκονται οι Γερμανοί. Το μόνο που ενδιαφέρει τους αξιωματούχους του καθεστώτος είναι να φύγουν το γρηγορότερο από τη χώρα. Από τις 17 Απρίλη, ενώ δίνονταν ακόμη μάχες στον Ολυμπο και τη Δυτ. Μακεδονία, έφυγαν οι πρίγκιπες, οι πριγκίπισσες και πολλοί αυλικοί. Τη νύχτα 22 προς 23 Απρίλη υπουργοί και άλλοι επίσημοι στοιβάχτηκαν στα πολεμικά πλοία που περίμεναν στον Πειραιά.
«Οι πλείστοι με τα οικογενείας των – γυναίκαι, τέκνα, πεθερές, κουβερνάντες – και με τας αποσκευάς των – μπαούλα, βαλίτσες με τουαλέτες, τζάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά τους», γράφει ο ναύαρχος Σακελαρίου και συνεχίζει: «Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικόν πλοίον φορτίου και δη εν καιρώ πολέμου εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί της Βασιλίσσης Ολγας».
Στις 23 Απρίλη, τέσσερις μέρες πριν πέσει η Αθήνα στα χέρια των Γερμανών, ο βασιλιάς και η κυβέρνηση έφυγαν για την Κρήτη αφήνοντας …σαν οπισθοφυλακή τον υφυπουργό Ασφαλείας του μεταξικού καθεστώτος Κ. Μανιαδάκη, ο οποίος είχε και τη …φροντίδα να παραδοθούν δέσμιοι οι 2.000 περίπου φυλακισμένοι και εξόριστοι αγωνιστές, κυρίως κομμουνιστές.
Λίγο πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα, η «Ανεξάρτητη Κομμουνιστική Οργάνωση», με επικεφαλής τον Σπύρο Καλοδίκη, πραγματοποίησε συγκέντρωση στην Ομόνοια, στην οποία αντήχησαν τα συνθήματα: «Αντίσταση στους επιδρομείς», «Οπλα στο λαό», «Κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», κ.ά.
Πηγή: “Ριζοσπάστης”
Μια εβδομάδα μετά από την έναρξη του Ελληνογερμανικού πολέμου τον Απρίλιο του 1941, το μέτωπο στη βόρεια Ελλάδα κατέρρευσε. Στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε στις 9 Απριλίου. Επόμενος στόχος των εισβολέων ήταν η Αθήνα.
Το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υποχωρούσε προς τον νότο. Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών οι Βρετανοί προέβαλαν μια απεγνωσμένη αντίσταση, η οποία δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την γερμανική προέλαση. Η ελληνική πρωτεύουσα βίωνε τις δικές της στιγμές αγωνίας, αναμένοντας το αναπόφευκτο.
Η αρχική έγχρωμη φωτογραφία τραβήχτηκε στην Αθήνα, 3 Μαΐου 1941. Άνδρες της Βέρμαχτ μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας, παρελαύνουν μαζί με ιταλούς στρατιώτες μπροστά στον στρατηγό Wilhelm List, στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Οι μαρτυρίες
Ο Ιωάννης Αντωνακέας ανακάλεσε στη μνήμη του τις ημέρες που η πρωτεύουσα ζούσε «περιμένοντας τους βαρβάρους»: «Ζήσαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα με κατήφεια. Μαθαίναμε από τις εφημερίδες την κάθοδο των Γερμανών. Στρυμόνας, Θερμοπύλες και τώρα εμείς».
Στις 25 Απριλίου οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας είχαν γεμίσει από ατέλειωτες φάλαγγες βρετανικών οχημάτων με ταλαιπωρημένους στρατιώτες που έπαιρναν αργά τον δρόμο προς την Κόρινθο κάτω από μια «βροχή» λουλουδιών, τις επευφημίες των Αθηναίων, ευχές εκατέρωθεν για «καλή αντάμωση» και…υποσχέσεις από την πλευρά των Βρετανών.
Ο Μανώλης Γλέζος θυμάται: «Βλέπαμε τους Εγγλέζους να φεύγουν. Μας έλεγαν “Mια μάχη ήταν, τη χάσαμε, αλλά εσείς πρέπει να συνεχίσετε και θα σας δώσουμε την Κύπρο”. Έλεγαν στους στρατιώτες τους να μας λένε αυτό το πράγμα».
Εν τω μεταξύ, στην πρωτεύουσα συνέρρεαν Έλληνες στρατιώτες, καταγόμενοι από τα νησιά και τη νότιο Ελλάδα, αναζητώντας εναγωνίως ένα μέσο επιστροφής στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ο Θανάσης Αναννίδης ανακαλεί στη μνήμη του αυτή την εικόνα: «Οι Έλληνες στρατιώτες μαζεύονταν στα καφενεία και προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να πάνε στα χωριά τους. Ήταν βρώμικοι, ελεεινοί και πεινασμένοι. Όλη η Αθήνα είχε γεμίσει. Ακόμη βλέπω στα μάτια μου τον πανικό των ανθρώπων αυτών και κυρίως των Κρητικών. Οι τελευταίοι φοβούνταν ότι, εξαιτίας της δράσης τους στο μέτωπο της Αλβανίας, οι Ιταλοί θα τους συλλάμβαναν όλους».
Οι πρώτες γερμανικές μονάδες διασχίζουν τη Βασιλίσσης Σοφίας.
Η νύχτα της κατοχής αρχίζει Μετά την εγκατάλειψη της γραμμής άμυνας των Θερμοπυλών από τα στρατεύματα του ΒΕΣ, οι γερμανικές μηχανοκίνητες δυνάμεις πλησίαζαν στην Αττική. Επικεφαλής της προέλασής τους ήταν ένα τάγμα αναγνώρισης με μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας. Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 26/27ης Απριλίου, κατά μήκος της οδού Σταδίου, περνούσαν τα τελευταία οχήματα των βρετανικών οπισθοφυλακών.
Αθήνα, 1941, η σβάστικα και η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη
Ο Ανδρέας Σταματόπουλος, ήταν αυτόπτης μάρτυρας:
«Έτυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα με την οικογένειά μου όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Μέναμε στο ξενοδοχείο City Palace της οδού Σταδίου. Η νύκτα της 26/27 Απριλίου ήταν ένας αληθινός εφιάλτης, καθώς όλοι μας γνωρίζαμε ότι τα γερμανικά στρατεύματα είχαν φθάσει στα προάστια της πρωτεύουσας…Όταν ξημέρωσε, γύρω στις οκτώ, ένας θόρυβος μηχανής ακούστηκε από τον δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο. Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα που έφερε διπλωμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού μια κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα, πέρασε με ταχύτητα από την περιοχή της πλατείας Ομονοίας προς το Σύνταγμα. Ξαφνικά όλοι αισθανθήκαμε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μας. Είχαμε πλέον κατοχή!…».
Αθήνα, 1941, αναμνηστική φωτογραφία Γερμανών στρατιωτών μπροστά τον Παρθενώνα
Πράγματι στις 08.00 της Κυριακής, 27 Απριλίου 1941, μοτοσικλετιστές και τεθωρακισμένα οχήματα της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Φριτς Ντίρφλιγκ, εισήλθαν από τα βόρεια προάστια στην Αθήνα. Ο Νίκος Τσέρτος αντίκρισε τους πρώτους στην πλατεία Αμερικής: «Οδηγούσαν μοτοσικλέτες ΒΜW με το καλάθι και το πολυβόλο. Ακολουθούσαν ελαφρά τεθωρακισμένα, τα οποία είχαν στο καπώ στερεωμένη τη γερμανική σημαία για αναγνώριση».
Ο καιρός ήταν μουντός, ανάλογος με τη διάθεση των Αθηναίων: «Έτυχε να είναι ημέρα συννεφιασμένη, ημέρα θλιβερή» θυμάται ο Ιωάννης Αντωνακέας.
«Ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια του, έχοντας κλειστά ακόμη και τα παράθυρα. Η Αθήνα ήταν μια έρημη πόλη και όχι βέβαια από φόβο, αλλά σαν ένδειξη διαμαρτυρίας και περιφρόνησης. Εγώ έχοντας την περιέργεια της ηλικίας μου (ήμουν μόλις 13 ετών) παρακολουθούσα τα συμβαίνοντα από τις γρίλιες. Κάποια στιγμή ακούστηκε θόρυβος. Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα κατηφόριζε την Ακαδημίας και μπήκε στην πλατεία Κάνιγγος, που τότε είχε κυκλική κυκλοφορία. Έκανε στάση στην πλατεία…Οι Γερμανοί στρατιώτες ορμούσαν στις γύρω νεραντζιές, έκοβαν νεράντζια και τα έτρωγαν! Ποιος ξέρει γιατί έγινε αυτό, ίσως να τα πέρασαν για πορτοκάλια…» (Ιάκωβος Βαγιάκης).
Η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης, συνέχισε να παραμένει κλεισμένη στα σπίτια. Η Ελένη Φραγκιά, τομεάρχης της ΕΟΝ, θυμάται: «Η εντολή από την κεντρική διοίκηση της ΕΟΝ ήταν να τους δεχθούμε με τη σιωπή μας και να κλειστούμε στα σπίτια μας… Η Αθήνα ήταν νεκρή πόλη, δεν υπήρχε παράθυρο ανοικτό, άνθρωπος στο δρόμο.
Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Ακούσαμε μέσα από τα παράθυρα τη μπότα, το τανκ και τη μοτοσικλέτα του κατακτητή».
Ο Βασίλης Κουρουπός άκουγε τον ίδιο θόρυβο, κλεισμένος στο σπίτι του στου Ψυρρή: «Ακούγαμε τους Γερμανούς να κατεβαίνουν την Ερμού. Κλαίγαμε με κλειστά τα παράθυρα και τις πόρτες».
Ο αείμνηστος πολιτικός Λεωνίδας Κύρκος, στην τελευταία συνέντευξη του με τον συγγραφέα, περιγράφει το πρώτο άκουσμα των κατακτητών: «Κλειδωμένοι στα σπίτια, πίσω από τα παράθυρα ακούσαμε την μπότα των Γερμανών να χτυπά στον δρόμο. Αυτή ήταν η πρώτη ανάμνηση της κατοχής».
Ωστόσο, γερμανόφιλοι (όψιμοι ή μη), καθώς και μέλη της γερμανικής παροικίας, έσπευσαν να προϋπαντήσουν τους πρώτους Γερμανούς στρατιώτες. O νεαρός τότε Νικόλαος Παυλιόγλου αντίκρισε μια τέτοια σκηνή στην οδό Πανεπιστημίου: «Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, με ελάχιστο κόσμο. Υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι που χειροκροτούσαν, αλλά αυτοί ήταν γερμανικής καταγωγής».
Ο Νίκος Τσέρτος θυμάται μια σχεδόν άδεια οδό Πατησίων να «υποδέχεται» τους εισβολείς: «Στην Πατησίων έφθασαν από την Τατοΐου. Ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε χειροκροτήματα, ούτε τίποτα, εν αντιθέσει με το Παρίσι». Nίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός…
Πηγή: Μηχανή του χρόνου
________________
27 Απριλίου 1941: Οι Γερμανοί στην Αθήνα – Η παράδοση της πόλης σε καφενείο
Κυριακή, 27 Απριλίου 1941. Οι γερμανικές δυνάμεις μπαίνουν στην Αθήνα και σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους περίμεναν τους εισβολείς οι τέσσερις άνδρες που ανέλαβαν το θλιβερό καθήκον της παράδοσης της πόλεως των Αθηνών.
Ήταν ο φρούραρχος Αθηνών υποστράτηγος Χρ. Καβράκος, ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Κ. Πεζόπουλος και οι δήμαρχοι Αθηναίων και Πειραιώς Αμβρόσιος Πλυτάς και Μιχ. Μανούσκος.
Το καφενείο στους Αμπελόκηπους ονομαζόταν «Λουξ» – άλλοι έγραψαν «Παρθενών» –, ανήκε στον κτηματία Ανδρέα Γλεντζάκη και βρισκόταν στη διασταύρωση των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας, απέναντι από την τότε έπαυλη Θων.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι δήλωσαν πως η Αθήνα ήταν μια ανοχύρωτη πόλη που δεν είχε την πρόθεση να προβάλει αντίσταση. Ο Γερμανός αντισυνταγματάρχης Φον Σέιμπεν όρισε ουσιαστικά πολιτικούς διοικητές των Αθηνών και του Πειραιά τους δύο δημάρχους, ενώ κατέστησε αιχμάλωτο πολέμου και υπεύθυνο για τυχόν εχθρικές πράξεις τον υποστράτηγο Καβράκο.
Στην επιτροπή προβλεπόταν ως πρόεδρος ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (πρώην μητροπολίτης Τραπεζούντας [1913-1938] σε δύσκολη στιγμή του Ελληνισμού), ο οποίος αρνήθηκε όμως να παραστεί μη αντέχοντας να συναντήσει τους εισβολείς, κάτι βέβαια που δεν πέρασε απαρατήρητο.
«Στο καφενείο μας παραδόθηκε η Αθήνα»
Τίποτε σήμερα δεν είναι ίδιο στο σημείο όπου υπεγράφη η παράδοση της πόλης στους Γερμανούς. Ωστόσο δύο δεκάχρονοι τότε «μάρτυρες» της ιστορικής στιγμής θυμούνται ακόμη πολλά…
Η σκόνη που απλωνόταν εκείνο το κυριακάτικο πρωινό του Απρίλη επάνω από τη λεωφόρο Κηφισιάς δεν οφειλόταν στον άνεμο ούτε προμήνυε κάτι καλό. Στα αφτιά δύο μικρών παιδιών, που στέκονταν αντικριστά, στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισιάς και Αλεξάνδρας, έφτανε ο θόρυβος από τις ερπύστριες και τις μηχανές αρμάτων μάχης και μοτοσικλετών. Μέσα από τη σκόνη, και μπροστά από την Αγία Τριάδα, ξεπρόβαλαν οι πρώτες φιγούρες: στρατιώτες και αξιωματικοί πάνω σε μοτοσικλέτες και τεθωρακισμένα οχήματα. Την ίδια ώρα, στο καφενείο απέναντι από την έπαυλη Θων, κατέφτανε η αντιπροσωπεία των αξιωματούχων της πρωτεύουσας. Σε λιγότερο από δύο ώρες η Αθήνα κηρυσσόταν «ανοχύρωτη πόλη» και παραδιδόταν στους γερμανούς κατακτητές.
Εχουν περάσει 69 χρόνια από την 27η Απριλίου του 1941, όταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι του μεταξικού καθεστώτος, ο φρούραρχος και στρατιωτικός διοικητής της πόλης υποστράτηγοςΧρήστος Καβράκος και ο δήμαρχος Αμβρόσιος Πλυτάς, συνάντησαν σε εκείνο το καφενείο με την επωνυμία «Παρθενών» τους αξιωματικούς των χιτλερικών ορδών και τους παρέδωσαν τα «κλειδιά» της Αθήνας. Για τον κ. Μάρκο Γλεντζάκη και τον κ. Νίκο Παραδείση όμως, τα δύο μικρά παιδιά εκείνου του «φυλλοβόλου Απρίλη», το πέρασμα κοντά επτά δεκαετιών δεν έχει σβήσει τις θύμησες, τις εικόνες, τη στενοχώρια, την έκπληξη αλλά και την οργή των στιγμών. Ειδικά για τον πρώτο, που ήταν τότε 10 ετών και γιος του ιδιοκτήτη του «Παρθενώνα» Ανδρέα Γλεντζάκη, ενός αψίκορου Κρητικού από την Ασή Γωνιά Χανίων, βετεράνου του Μακεδονικού Αγώνα, των Βαλκανικών και των χαρακωμάτων του Βερντέν, στον «Μεγάλο Πόλεμο».
Σπίτια και καταστήματα κλειστά
«Από τα χαράματαο πατέρας μου τριγύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί μέσα στο σπίτι, ως τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο. Την προηγούμενη ημέραείχε εκδοθεί διαταγή από το Φρουραρχείο να μείνουν καταστήματα και σπίτια κλειστά. Σήκωσε το ακουστικό, του είπαν να κατέβει στο καφενείο, να το ανοίξει, ήταν προσωπική διαταγή του Καβράκου, θα συνέβαινε κάτι σημαντικό» διηγείται ο κ. Γλεντζάκης ενθυμούμενος εκείνη την ημέρα.
Ο Ανδρέας Γλεντζάκης κατέβηκε. Τον είχαν όμως ζώσει τα φίδια. «Ούτε πρόσεξε που τον ακολούθησα ούτε τον ένοιαξε. Ανοιξε το καφενείο, έβαλε φωτιά για τη χόβολη, τακτοποίησε τα μαρμάρινα τραπεζάκια. Περίμενε». Οπως περίμενε, με κρατημένη την ανάσα της, όλη η Αθήνα. Στις 8 το πρωί οι πρώτοι μοτοσικλετιστές με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό της Βέρμαχτ Φριτς Ντίρφλιγκ σταματούσαν μπροστά από το καφενείο. Οι Καβράκος και Πλυτάς συνοδευόμενοι από τον δήμαρχο Πειραιά Μιχάλη Μανούσκο, τον νομάρχη ΑττικοβοιωτίαςΚωνσταντίνο Πετζόπουλο και τον γερμανομαθή συνταγματάρχη Κώστα Κανελλόπουλο, που ανέλαβε χρέη μεταφραστή, τον υποδέχθηκαν και του υπέβαλαν το αίτημα παράδοσης. Ο Ντίρφλιγκ δήλωσε αναρμοδιότητα και έστειλε αγγελιαφόρο να ειδοποιήσει τον διοικητή του, συνταγματάρχη Χέρμαν φον Σέφεν, που βρισκόταν ακόμη στο Μπογιάτι, τον σημερινό Αγιο Στέφανο.
Με το βλέμμα ενός παιδιού
Την ώρα που η μακρά φάλαγγα οχημάτων, υποζυγίων και ανθρώπων έφθανε σε μπουλούκια στους Αμπελοκήπους, ο οκτάχρονος τότε Νίκος Παραδείσης το είχε σκάσει από το σπίτι του και παρατηρούσε, με δέος, φόβο και έκπληξη, από το πεζοδρόμιο της Θων, τους εκπροσώπους της ναζιστικής τάξης πραγμάτων. «Τα παράθυρα ήταν σφαλιστά, οι πόρτες κλειστές, τα παντζούρια μανταλωμένα. Ελάχιστοι ήμασταν στους δρόμους. Οι στολές των Γερμανών είχαν γίνει άσπρες από τη σκόνη, κατέβαιναν από τις μοτοσικλέτες και τα φορτηγά, τινάζονταν, χτυπούσαν τις μπότες τους στο κράσπεδο. Οι οδηγοί έβγαζαν τα αεροπορικά γυαλιά. Μόνο τα ζυγωματικά τους ήταν στο χρώμα του δέρματος. Κατέβαιναν από τα πλαϊνά κουβούκλια των μηχανών, έστριβαν τσιγάρα, λεηλατούσαν τις νεραντζιές και έτρωγαν τους στυφούς καρπούς».
Στο βλέμμα του κ. Γλεντζάκη αστράφτει ακόμη η σπίθα της έκπληξης. «Περιεργαζόμουν τα τεθωρακισμένα οχήματα, τριγυρνούσα ανάμεσα στους στρατιώτες, 10 χρονών παιδί, με αγνοούσαν. Κάποιοι ήταν πολύ αδύνατοι, άλλοι φαίνονταν καταπονημένοι. Αναρωτιόμουν αν αυτά ήταν τα θηρία του πολέμου, αυτοί οι άνθρωποι που πνίγονταν από τη σκόνη και έτρωγαν λαίμαργα φρούτα και κουταλιές ζάχαρης». Οι Γερμανοί αρνήθηκαν τους καφέδες που παρήγγειλε ο Καβράκος και ετοίμασε ο πατέρας Γλεντζάκης. Ο υποστράτηγος κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, γεγονός που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των γερμανικών αρχείων. Οταν έφθασε ο Φον Σέφεν, η διαδικασία επιταχύνθηκε. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπεγράφη πάνω σε ένα από τα μαρμάρινα τραπεζάκια του καφενείου, δίπλα στο μεγάλο μπιλιάρδο. Η αντιπροσωπεία των ελλήνων αξιωματούχων, συνοδευόμενη από γερμανούς μοτοσικλετιστές και τον Φον Σέφεν, επιβιβάστηκε στα τεθωρακισμένα οχήματά της και πήρε τον δρόμο για το Σύνταγμα. Μέσα στην επόμενη ώρα οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν τα κύρια δημόσια κτίρια, θα εγκαθιστούσαν, προσωρινά, την Ανώτατη Διοίκηση στη «Μεγάλη Βρεταννία» και θα ύψωναν τη σβάστικα στην Ακρόπολη. Η Αθήνα ήταν κατεχόμενη, αλλά όχι υπόδουλη.
Το κτίριο και οι μνήμες της Κατοχής
Το κτίριο στο οποίο, στο ισόγειο, στεγαζόταν ο «Παρθενών» και αποτελούσε παράλληλα και κατοικία της οικογένειας Γλεντζάκη υπάρχει ακόμη στον αριθμό «6» της λεωφόρου Κηφισιάς. Σήμερα στον ίδιο χώρο στεγάζεται ένα υποκατάστημα γνωστής αλυσίδας γρήγορων γευμάτων. Δεν είναι όμως το μοναδικό σημείο των Αμπελοκήπων φορτισμένο από την ιστορία της Κατοχής.
Οπως μνημονεύει ο κ. Παραδείσης, «οι Φυλακές Αβέρωφ ήταν τα δεσμωτήρια των αντιστασιακών, στα Κουντουριώτικα στήνονταν τα συσσίτια, με χυλό και πλιγούρι, στην Ακαρνανίας, μπροστά από το δημοτικό σχολείο “Καρανίκα”, είχαν σκοτωθεί από έκρηξη εγκαταλειμμένης χειροβομβίδας δύο συνομήλικοί μας και δύο άλλοι είχαν χάσει την όρασή τους».
Ανάμεσα σε αυτά, το κάρο του δήμου «κατηφόριζε την Κηφισιάς και την Αλεξάνδρας καιμάζευε τους σκελετωμένους, αποστεωμένους νεκρούς από τα πεζοδρόμιατον χειμώνα τηςπείνας». Υπήρχαν και οι στιγμές ανάτασης, ελπίδας και αντίστασης. «Τα χωνιά, τα συνθήματα στους τοίχους, οι προκηρύξεις, οι κρυφές μαζώξεις να ακούσουν οι μεγάλοι τα νέα από το ραδιόφωνο, από το Λονδίνο ή τη Μόσχα, ή η διάδοση από στόμα σε στόμα ότι κατέβηκε η σβάστικα από την Ακρόπολη, όταν την κουρέλιασαν ο Γλέζος και ο Σάντας».
Πηγή: Left
____________
Ο φρούραρχος στρατηγός Καβράκος παραδίδει την Αθήνα στον αντισυνταγματάρχη Οτο φον Σέϊμπεν στους Αμπελοκήπους
Η Γερμανική στρατιωτική εισβολή στην Αθήνα και τα συγκλονιστικά γεγονότα της
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη – Real
Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, Κυριακή του Θωμά. Οι σιδηρόφρακτες Μεραρχίες του Χίτλερ, μετά απο ένα 20ήμερο σκληρών μαχών, επι ελληνικού εδάφους, ευρίσκονται στα πρόθυρα των Αθηνών. Ο καταπονημένος ελληνικός στρατός, πολεμώντας γενναία επι ένα εξάμηνο, εναντίον δύο αυτοκρατοριών, με πανίσχυρους Στρατούς, της Ιταλίας και της Γερμανίας κάμφθηκε μπροστά στον πολυάριθμο, ξεκούραστο και καλά εξοπλισμένο Χιτλερικό Στρατό.
Η εμπροσθοφυλακή των γερμανικών στρατευμάτων κατηφορίζει απο την Κηφισιά, ενώ ταυτοχρόνως συντεταγμένα τμήματα εισέρχονται στην ελληνική πρωτεύουσα απο την Ιερά Οδό. Μία Επιτροπή που αποτελείται απο τον φρούραρχο στρατηγό Καβράκο, τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας αντιναύαρχο Πεντζόπουλο και τους δημάρχους Αθηναίων Αμβρόσιο Πλυτά και Πειραιωτών Μιχαήλ Μανούσκο, αναμένουν, σκυθρωποί, αμίλητοι, ωχροί και συγκινημένοι στην συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Λεωφόρου Αλεξάνδρας στους Αμπελοκήπους για να παραδώσουν την πόλη στον επικεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων.
Οι κάτοικοι της ανοχύρωτης και αφύλακτης πόλεως των Αθηνών με βουρκωμένα μάτια και λυγμούς απο την συγκίνηση κλείστηκαν στα σπίτια τους και σφάλισαν καλά τα παραθυρόφυλλα. Είναι μια πράξη βουβής διαμαρτυρίας. Δεν θέλουν να δουν την παράδοση. Αρνούνται να σταθούν μάρτυρες της σκληρής και αδυσώπητης εικόνας, να περνά ο εχθρός τα δεσμά της σκλαβιάς στην Ελλάδα.
Οι σειρήνες δεν ηχούν όπως τις προηγούμενες μέρες. Και η εχθρική αεροπορία έχει σταματήσει τους βομβαρδισμούς. Ξαφνικά γύρω στις 10 το πρωί, τα βογγητά των μηχανών ταράζουν την ως τότε περίεργη ησυχία στην πόλη… Προπορεύεται ο επικεφαλής του τάγματος των Μοτοσυκλετών της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας αντισυνταγματάρχης Οττο Φόν Σέϊμπεν.
Με τεντωμένο το χέρι χαιρετά τους παρισταμένους που ανταποδίδουν τον χαιρετισμό. “ Σας διαβεβαιώ οτι ο γερμανικός στρατός έρχεται ως φίλος φέρων την ειρήνη εις την Ελλάδα” είπε ο Σέϊμπεν στην Επιτροπή. Και μετά τις τυπικές προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις υπογράφουν το πρωτόκολλο παραδόσεως της πόλεως των Αθηνών σ΄ ενα στρογγυλό μεταλλικό τραπεζάκι του καφενείου “ Παρθενών” μπροστά απο την βίλλα του Νικολάου Θών, αυλάρχη του βασιλιά Γεωργίου του Α΄.
Την ίδια στιγμή ο ραδιοφωνικός σταθμός των Αθηνών διακόπτει την θεία λειτουργία, της Κυριακής του Θωμά, για να μεταδώσει ο αρχιεκφωνητής Κώστας Σταυρόπουλος την έκτακτη είδηση.
Ο λοχαγός Γιάκομπι, σύζυγος της γνωστής σκηνοθέτου του Χίτλερ Λένι Ρίφενσταλ ανυψώνει την σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό στην Ακρόπολη
«Εδώ ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Έλληνες, οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών. Έλληνες, κρατείστε ψηλά την σημαία του Μετώπου. Σε λίγο ο σταθμός αυτός δεν θα είναι ελληνικός. Θα μεταδίδει ανακοινωθέντα του εχθρού. Ο βασιλεύς και η κυβέρνησις ευρίσκονται εις την Κρήτην όπου συνεχίζουν τον αγώνα! Ζήτη το Έθνος» Ακολουθεί ο εθνικός ύμνος…
Μία μηχανοκίνητη φάλαγγα κατευθύνεται προς το κέντρο της Αθήνας. Στην Βασιλίσσης Σοφίας οι μοναδικοί που τους υποδέχονται και τους χαιρετούν απο τα μπαλκόνια είναι οι 130 υπάλληλοι της Γερμανικής πρεσβείας, οι περισσότεροι πράκτορες της Γκεστάπο.
Ένα απόσπασμα με επικεφαλής τον λοχαγό Γιάκομπι και τον υπολοχαγό Ελσνιτς ανεβαίνουν στην Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως. Σύμφωνα με μαρτυρίες ο λοχαγός Γιάκομπι διατάσσει τον στρατιώτη Κωνσταντίνο Κουκκίδη να υποστείλει την ελληνική σημαία. Φαίνεται διστακτικός στην αρχή αλλά υποκύπτει όταν ο αξιωματικός γίνεται πιο αυστηρός. Κατεβάζει τη σημαία χωρίς να αφήσει τον εχθρό να την μολύνει. Δυο στρατιώτες υψώνουν στην θέση της ελληνικής σημαίας την γερμανική με τον αγκυλωτό σταυρό και το άγημα αποδίδει τιμές. Ο Ελλην στρατιώτης Κωνσταντίνος Κουκκίδης νοιώθει πληγωμένος και ταπεινωμένος. Και τα συναισθήματα αυτά τον σπρώχνουν να προβεί σε ένα εγχείρημα που θα τρομάξει τον εχθρό. Τυλίγεται την γαλανόλευκη και πέφτει απο τον Ιερό βράχο προς την πλευρά της Πλάκας και σκοτώνεται. Αυτά αναφέρουν αυτόπτες μάρτυρες..
Το συνταρακτικό γεγονός μεταδίδεται απο στόμα σε στόμα και συγκλονίζει τους πάντες. Πρώτος το έμαθε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο ιεράρχης που αργότερα αρνήθηκε να ορκίσει κυβέρνηση κουίσλιγκ στην Αθήνα, τον στρατηγό Τσολάκογλου. «Η κυβέρνηση που έχω ορκίσει, συνεχίζει τον πόλεμο στην Κρήτη» είπε στον απεσταλμένο του διορισμένου απο τους γερμανούς, πρωθυπουργού στρατηγού Τσολάκογλου και τον απέπεμψε.
Συγκλονισμένοι απο την θυσία του Κουκκίδη ήταν και οι ίδιοι οι Γερμανοί. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, μετά απο σύσκεψη που έγινε στο δημαρχείο της Αθήνας, ως χειρονομία καλής θελήσεως ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής Αθηνών στρατηγός Σαίρνερ, εξέδωσε διαταγή που όριζε :
«παραπλεύρως των Γερμανικών σημαιών επι της Ακροπόλεως και του Δημαρχείου θα υψούνται και αι Ελληνικαί σημαίαι».
Την θυσία του Κουκκίδη ανέφερε δυο μέρες μετά, το όργανο της Ναζιστικής νεολαίας “ Λαϊκός Παρατηρητής” αλλά και ο βρετανικός τύπος. Η εφημερίδα «Νταίηλυ Μαίηλ» έγραψε την Δευτέρα 9 Μαίου 1941: Ενας Έλλην παίρνει την σημαία του στο θάνατο. Αναφέρει εκτενέστερα την θαρραλέα πράξη του Κουκκίδη και τις αθρόες συλλήψεις πολιτών απο την Γκεστάπο, μεταξύ των οποίων και τον εκδότη δύο αθηναϊκών εφημερίδων , τον θρυλικό καπετάν – Κόκκο του Μακεδονικού Αγώνα, Δημήτρη Λαμπράκη.
Και ενώ συνέβαιναν αυτά στην Ακρόπολη, ένα άλλο άγημα, περνώντας απο τον Άγνωστο Στρατιώτη όπου ακόμα υπήρχε το στεφάνι που κατέθεσε λίγο πριν αναχωρήσει για την Κρήτη ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄, έστριψε στο Ζάππειο και κατέλαβε τους ραδιοθαλάμους. Το σήμα του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών είχε φυγαδευτεί απο τον διευθυντή του σταθμού Δημήτρη Σβολόπουλο. Και αντί της γνώριμης φωνής του αρχιεκφωνητή Κώστα Σταυρόπουλου, οι Αθηναίοι άκουγαν τώρα το σήμα των γερμανικών εκπομπών και τον λοχαγό Γιάκομπι να στέλνει χαιρετισμό στον αρχηγό του τον φύρερ και να του λέει οτι κατέλαβε την Αθήνα.
Τα διαδραματιζόμενα στην Αθήνα παρακολουθούσε με συγκίνηση απο το ραδιόφωνο στην Κηφισιά μία μεγάλη μορφή των γραμμάτων, η Πηνελόπη Δέλτα. Έμεινε άναυδη όταν ξαφνικά κόπηκε η ελληνική εκπομπή. Φώναξε την κόρη της να κλείσει το ραδιόφωνο. Εκείνη έκανε καθώς πρόσταξε η μητέρα της, αλλά επιστρέφοντας στο δωμάτιο την είδε ανήσυχη με μια έκφραση αγωνίας και τρόμου στο πρόσωπό της. Το κακό είχε συμβεί. Η Πηνελόπη Δέλτα είχε δηλητηριασθεί, άρχισε να χάνει το χρώμα της και το βλέμμα της απλανές καρφώθηκε στην οροφή του δωματίου της.
Έτσι έσβησε η Πηνελόπη Δέλτα. Οπως δέκα μέρες πρίν, ο πρωθυπουργός Κορυζής με μία σφαίρα στην καρδιά και ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Βερσής αρκετές μέρες πρίν στα Γιάννινα επειδή δεν ήθελε να παραδώσει τα πυροβόλα του στους γερμανούς.
Μέσα σε λίγες ώρες τα γερμανικά στρατεύματα απλώθηκαν σε όλες τις συνοικίες της Αθήνας και άρχισαν να περιπολούν και να ελέγχουν. Ταυτοχρόνως, απο το ραδιόφωνο άρχισαν τα διαγγέλματα που υπαγόρευαν μια σειρά απο απαγορεύσεις Και ο κόσμος που βγήκε έξω απο τα σπίτια του για να δεί τι συμβαίνει, άρχισε να συνειδητοποιεί οτι η παρουσία του εχθρού δεν ήταν πρόσκαιρη αλλά είχε προοπτική μονιμότητας και προμήνυε σκληρή σκλαβιά. Τότε άρχισαν και οι πρώτες αντιστασιακές πράξεις.
Τρείς νέοι, αντιδρώντας στην παρουσία των Γερμανών που περνούσαν απο την Ιερά Οδό, ανέβηκαν σε ταράτσα κτιρίου και άρχισαν να ανεμίζουν Ελληνικές σημαίες για να δεχτούν τα εκφοβιστικά τους πυρά. Και στην «πλατεία Αγάμων» την σημερινή Αμερικής, και στην Φωκίωνος Νέγρη, τολμηροί φοιτητές ξεφουσκώνουν με καρφιά τα λάστιχα σταθμευμένων γερμανικών αυτοκινήτων.
Έτσι άρχισε η ατέλειωτη νύχτα της σκλαβιάς, αλλά ταυτόχρονα και η αντίσταση των Ελλήνων εναντίον του Στρατού κατοχής. Με πρωτοπόρα τη νεότητα, με σκληρούς αγώνες στα βουνά, στους κάμπους και τις θάλασσες οι Έλληνες εμπνεόμενοι απο τα υψηλά ιδανικά της πατρίδας και της ελευθερίας κατόρθωσαν με την ηρωική Εθνική Αντίσταση να σπάσουν τα δεσμά της σκλαβιάς.
Θα έπρεπε να περάσουν 1625 ατέλειωτα ημερόνυχτα, φρίκης, πείνας, αγωνίας, μαρτυρίου και θανάτου κάτω απο την μισητή ναζιστική κατοχή για να δούμε την μέρα του λυτρωμού και της λευτεριάς. Μιας λευτεριάς που δυστυχώς δεν είδαν εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριωτών μας που θυσιάστηκαν, ή πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες….
[…] στρατευμάτων στην Αθήνα υπάρχει στην ιστοσελίδα μας ένα μεγάλο αφιέρωμα που επιμελήθηκε η Αργυρώ […]